Οι ανά τον κόσμο Ορθόδοξοι * Παγκόσμιος χάρτης Ορθοδόξων * Πρώτες Ορθόδοξες Ιεραποστολικές διεισδύσεις στην Κίνα * Η Ιστορία τής Ορθοδοξίας στην Κορέα
2ο Μέρος Το πολιτικό και πνευματικό κλίμα στην Ιαπωνία κατά την άφιξη τού π. Νικολάου Κασάτκιν Tού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου
Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 226-231. Προηγούμενη δημοσίευση: Ο όρθρος της Ορθοδοξίας εις την Ιαπωνίαν, Πορευθέντες, Αθήνα 1971 (αυτοτελής έκδοση στην καθαρεύουσα). |
Το πνευματικό και πολιτικό κλίμα στο οποίο αναπτύχθηκε ο πρώτος Ορθόδοξος ιαπωνικός πυρήνας ήταν ιδιαίτερα δυσμενές για τον Χριστιανισμό. Η δυναμική και ευαίσθητη ιαπωνική ψυχή βρισκόταν από παλιά υπό την επίδραση τριών βασικών θρησκευτικών και ηθικών συστημάτων: του Σιντοϊσμού[5], του Βουδισμού[6] και του Κομφουκιανισμού.
Κατά τους 15ο και 16ο αιώνες μεγάλη άνθηση μεταξύ του ιαπωνικού λαού παρουσίασε και η ρωμαιοκαθολική Ιεραποστολή, η επέκταση όμως της Χριστιανικής Εκκλησίας πνίγηκε στα κύματα επανειλημμένων αμείλικτων διωγμών[7]. Κατά τους 17ο και 18ο αιώνες, η Ιαπωνία κράτησε κλειστά τα σύνορά της στους ξένους και αντιστάθηκε με πείσμα σε κάθε διείσδυση οθνείων πολιτιστικών ιδεών και ρευμάτων. Αυτό βεβαίως δεν απέκλεισε μεμονωμένες περιπτώσεις μεταστροφών. Υπάρχει πληροφορία ότι ήδη κατά τον 18ο αιώνα ορισμένοι Ιάπωνες είχαν ασπασθεί την Ορθόδοξη πίστη. Στη σχολή για ξένες γλώσσες, η οποία είχε ιδρυθεί στο Ιρκούτσκ επί αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄, φοίτησαν και Ιάπωνες σπουδαστές που είχαν ναυαγήσει σε μία ακτή της Σιβηρίας. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο καθηγητής της ιαπωνικής γλώσσας στη σχολή αυτή είχε ασπασθεί την Ορθοδοξία[8]. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα αφενός μεν άρχισε μια κοινωνικοπολιτική ζύμωση των λαών και αφετέρου σημειώθηκε ύφεση στην εχθρική στάση απέναντι στον δυτικό κόσμο. Σταθμός γι' αυτήν τη στροφή παραμένει το έτος 1853, όταν έφθασαν στο λιμάνι του Ναγκασάκι οι πολεμικοί στολίσκοι δύο μεγάλων δυνάμεων υπό τον Ρώσο αντιναύαρχο Πουτγιάτιν και τον Αμερικανό Πέρρυ, οι οποίοι κατόρθωσαν να έρθουν σε επαφή με τους Ιάπωνες. Τα επόμενα χρόνια η Ιαπωνία αποφάσισε να συνάψει εμπορικές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Μ. Βρετανία και τη Ρωσία. Με αφορμή αυτές τις σχέσεις άρχισε η διείσδυση των Χριστιανικών ιεραπόστολών. Προπύργιο των ρωμαιοκαθολικών έγινε το Ναγκασάκι στη Δυτ. Ιαπωνία, όπου υπήρχαν πολλές Χριστιανικές οικογένειες που είχαν διατηρήσει την πίστη τους από τους 16ο και 17ο αιώνες, ενώ σημαντικότερο κέντρο των προτεσταντών αναδείχθηκε η Γιοκοχάμα στην Κεντρική Ιαπωνία· το τρίτο κέντρο Χριστιανικής δραστηριότατος ήταν το Χακοντάτε στη Βόρειο Ιαπωνία, όπου δρούσαν οι Ορθόδοξοι[9]. Στην παρούσα μελέτη δεν θα επεκταθούμε στις ιεραποστολικές προσπάθειες των άλλων ομολογιών[10]. Για την επικοινωνία με τους Ρώσους, οι Ιάπωνες άνοιξαν καταρχάς δύο λιμάνια, το Ναγκασάκι και αργότερα το Χακοντάτε στον βορρά, επί της νήσου Χοκάιτο. Στο προσωπικό του Ρωσικού Προξενείου που εγκαταστάθηκε μετά από λίγο στο Χακοντάτε, προβλεπόταν και μία θέση ιερέως για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών των διπλωματικών υπαλλήλων. Αρχικά στη θέση αυτή διορίσθηκε ο αρχιμανδρίτης Μάιχωφ, ο οποίος όμως μετά από ένα χρόνο επέστρεψε λόγω ασθένειας στη Ρωσία. Το 1860 το Προξενείο ζήτησε επιμόνως από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ρωσίας ένα μορφωμένο κληρικό και η Σύνοδος απευθύνθηκε με εγκύκλιό της στις διάφορες Θεολογικές Ακαδημίες της χώρας[11]. Την εποχή εκείνη τελείωνε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή της Πετρουπόλεως ο Ιβάν Δημήτρηι Κασάτκιν. Καταγόταν από το Σμολένσκ της Ρωσίας, όπου είχε γεννηθεί τον Αύγουστο του 1836· Ο πατέρας του, διάκονος στο χωριό του, και η μητέρα του, κόρη διακόνου, διακρίνονταν για την ευγένεια του χαρακτήρα τους και τη βαθύτατη ευσέβεια τους. Στην παιδική του ηλικία ο Ιβάν σκεπτόταν τη στρατιωτική σταδιοδρομία. Όταν όμως άρχισε να συνειδητοποιεί τον εαυτό του, κατακτήθηκε από τον πόθο να αγωνισθεί για την εξάπλωση της Βασιλείας του Θεού «έως εσχάτου της γης» και επί πολλά έτη προσευχόταν, για να του αποκαλύψει ο Θεός πού ακριβώς και πώς θα έπρεπε να εργασθεί[12]. Στο Γυμνάσιο το ενδιαφέρον του ήταν στραμμένο στην Ιεραποστολή της Κίνας, κατά τα φοιτητικά του όμως χρόνια, μετά τη μελέτη ενός βιβλίου του υποπλοιάρχου Κορονίν για την Ιαπωνία, η σκέψη του μαγνητίσθηκε από τη χώρα αυτή. Η εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου για τη θέση στο Χακοντάτε άνοιξε οριστικά τον δρόμο προς την Άπω Ανατολή. Αφού πήρε το δίπλωμά του εκάρη μοναχός με το όνομα Νικολάι, χειροτονήθηκε διάκονος και μετά από λίγο Ιερέας (Ιούνιος 1860), και τον Αύγουστο αγόρασε μία άμαξα και αναχώρησε για το πολύμηνο ταξίδι μέσω Σιβηρίας, οδηγώντας το όχημα αυτοπροσώπως. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν σιδηρόδρομοι και τα μακρινά ταξίδια συνδέονταν με ταλαιπωρίες και πολλούς κινδύνους. Μετά από δέκα μήνες ο νεαρός ιερομόναχος έφθασε στις 2 Ιουλίου 1861 στο Χακοντάτε, όπου ανέλαβε τα καθήκοντά του στο Ρωσικό Προξενείο[13].
Σημειώσεις: 5. Κ. Florenz, «Die Japaner», Lehrbuch der Reugionsgescichte, hrsg. Chantepie de la Saussaye, Tübingen 41925, σ. 262-263. Η παλαιότατη εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας υπήρξε ο Σιντοϊσμός. Η αρχαϊκή τάση του με το πλήθος των «θεών» (ανέρχονται σε περίπου 800 μυριάδες!) ήταν είδος λατρείας της φύσεως και των διαφόρων στοιχείων που συνδέονται με την ανθρώπινη ζωή. Η λατρεία των προγόνων και η θεοποίηση κάποιων μεγάλων ιστορικών στοιχείων δεν υπήρξε το βασικό χαρακτηριστικό του αρχικού Σιντοϊσμού -όπως ενίοτε υποστηρίζεται-, αλλά τονίσθηκε από μεταγενέστερες, κινεζικές κυρίως, επιδράσεις (Wörterbuch der Religionen, hrsg. A. Bertolet - K. Goldammer, Stuttgart 21962, σ. 511-529). Λεπτομερέστερα για τον Σιντοϊσμό βλέπε: Ε. Schiller, Shinto, die Volksreligion Japans, Berlin-Schöneberg 1911. J. M. Martin, Le Sintoϊsme, τόμ. 2, Paris 1924. A. C. Underwood, Sintoism, The indigenous Religion of Japan, London 1934. Για το πλήθος των άρθρων και των βιβλίων περί του Σιντοϊσμού βλέπε G. Kato, Κ. Reitz, W. Schiffer, A Bibliography of Shinto in Western Languages from the Oldesf Times till 1952, Tokyo 1953· παράβαλλε και έργα που αναφέρονται σε επόμενες σημειώσεις. 6. Στην Ιαπωνία επικράτησε ο λεγόμενος Μαχαγιάνα (Mâhâyâna) Βουδδισμός (= «μέγα όχημα», που προσφέρει θέση σε πολλούς ανθρώπους)· εισήλθε περί τα μέσα του 6ου αιώνα, διαδόθηκε όμως κυρίως με τη μορφή του Τσεν Βουδδισμού (η Ζεν) κατά τον 12ο και 13ο αιώνα και είχε μεγάλη επίδραση στην Ιαπωνική τέχνη, τη διοικητική οργάνωση και νοοτροπία. Εκτός από τα μνημονευόμενα σε άλλες σημειώσεις έργα, βλέπε: Sir C. Eliot, Japanese Buddhism, London 1935, 21959. H. Glasenapp, Der Buddhismus in Indien und im fernen Osten, Berlin-Zürich 1936. Για το πλήθος των άρθρων και βιβλίων, βλέπε: BandôShôjun κ.ά., A Bibliography on Japanese Buddhism, Tokyo 1958. Περισσότερα για την ιστορία των θρησκευτικών ρευμάτων στην Ιαπωνία βλέπε: W. Gundert, Japanische Religionsgeschichte. Die Religionen der Japaner und Koreaner, Stuttgart 1943. H. Kishimoto, ed., translated and adapted by J. Howes, Japanese Religion in die Meiji Era, Tokyo 1956, που αναφέρεται ιδιαιτέρως στην υπό μελέτη περίοδο. R. N. Bellah, Τοkugawa Religion. The Value of Pre-industrial Japan, III, Glencoe 1957. M. Anesaki, History of Japanese Religion. With special reference to the social and moral life of the nation, Rutland, Vt. 1963. H. Kishita, Buddhismus und Schintoismus in Japan und mein Weg zu Christus, μετάφραση υπό D. Mundinger, Bad Salzuflen 1966. J. M. Kitagawa, Religion in Japanese History, New York 1966 — Lectures on the history of religions, N. S., Nr. 7. K. Morioka and W. H. Newell, ed., The Sociology of Japanese Religion, Leiden 1968. Βλέπε επίσης και έργα που μνημονεύονται σε επόμενες σημειώσεις. 7. Η. Haas, Geschichte des Christentums in Japan, Tokyo 1902, 1904. Th. Ohm, Kulturen, Religionen und Missionen in Japan, Augsburg 1929. C. R. Boxer, The Christian Century in Japan 1549-1650, London 1951. J. Laures, Takayama Ukon und die Anfange der Kirche in Japan, Münster 1954. Του αυτού, Geschichte der Katholischen Kirche in Japan, Kaldenkirchen 1956. Τού αυτού, Kirishitan Bunko. A manual of books and documents on the early Christian mission in Japan, Tokyo 1957. J. Jennes, History of the Catholic Church in Japan. From the beginnings to the early Meiji period, 1549-1873, A short handbook, Tokyo 1959. J. L. Van Hecken, The Catholic Church in Japan since 1859, transl. and rev. by Van Heydonck, Tokyo 1963. 8. Ο. Cary, A History of Christianity in Japan, τόμ. I, N. York 1903, σ. 375. Κατά την έκφραση του συγγραφέα, «είχε γίνει μέλος της Ελληνικής Εκκλησίας». Πρβλ, Nad. Gorodetzky, «The Missionary Expansion of the Russian Orthodox Church», International Review of Missions, London, 31 (1942), σ. 408. 9. M. Anesaki, μν. έργ., σ. 337-338. Για λεπτομέρειες σχετικά με τη γεωγραφία της χώρας βλέπε G. T. Trewartha, Japan. A Physical, Cultural and Regional Geograpry, London 1945, M947. 10. Για το έργο των ρωμαιοκαθολικών, εκτός από τα ανωτέρω (σημ. 7) μνημονευθέντα έργα, βλέπε κυρίως: Fr. Marnas, La «religion de Jesus» (Iaso-ja-Kyô). Ressuscitée au Japon dans la seconde moitié du XIX siècle, τόμ. I-II, Paris-Lyon 1896. Για την προσπάθεια των προτεσταντών, εκτός από το μνημονευθέν έργο του K. S. Latourette, (σημ. 1), βλέπε: Η. Ritter, Dreissig Jahre protestantischer Mission in Japan, Berlin 1890. O. Cary, μν. έργ., τόμ. II, 1903. W. T. Thomas, Protestant Beginnings in Japan. The first 3 Decades 1859-1889, Tokyo 1959. C. W. Iglehart, A Century of Protestant Christianity in Japan, Rutland κ.ά. 1960. G. Tucker, μν. έργ., 1938. 11. Η εγκυρότερη πηγή των γεγονότων της υπό εξέτασιν περιόδου είναι το ιαπωνικό βιβλίο Nihon Seikyo Dendo Shi, το οποίο γράφηκε σε εποχή κατά την οποία ζούσαν οι πρωταγωνιστές της δεκαετίας που μελετούμε. Σ’ αυτό το έργο στηρίχθηκε ο Ο. Cary για τη σύνθεση του πρώτου μέρους του βιβλίου του, A History of Christianity in Japan, τόμ. I, N. York 1903, σ. 337-423. Επομένως το τελευταίο παρέχει την πληρέστερη περιγραφή των αρχών της Ορθόδοξης ιαπωνικής Ιεραποστολής σε ευρωπαϊκή γλώσσα. Ο Ο. Cary ήταν Ιεραπόστολος της American Board of Commissioners for Foreign Mission και είχε προσωπική γνωριμία με τον Νικολάι Κασάτκιν. Όπως σημειώνει στον πρόλογό του (ένθ. αν., τόμ. Ι, σ. 7), ο Ορθόδοξος Ιεραπόστολος τον πληροφόρησε ότι: «ακόμη και στη Ρωσική γλώσσα ελάχιστα είχαν δημοσιευθεί σχετικά με την Ιεραποστολή, της οποίας ο ίδιος ήταν επικεφαλής». Εκτεταμένη μελέτη (αν και όχι πάντοτε αντικειμενική), με βάση ρωσικές πηγές, παρουσίασε το 1954 ο J. Glazik, Die Russisch - Orthodoxe Heidenmission seit Peter dem Grossen, Münster 1954, σ. 178-196. Είναι όμως αξιομνημόνευτο ότι αγνοεί την ανωτέρω αναφερθείσα κατεξοχήν πηγή. Για άλλες δευτερεύουσες πηγές βλέπε βιβλιογραφία. 12. R. D. Mc Coy, «The Greek Catholic Church in Japan», Japanese Christian Year Book, Tokyo 1938, σ. 163. 13. J. Glazik, μν. έργ., σ. 180. Η. Kishimoto, μν. έργ., σ. 182. Παράβαλλε Φ. Χ., «Αρχιεπίσκοπος Νικόλαος», Εκκλησιαστική Αλήθεια, 32 (1912), σ. 98 και εξής |
Δημιουργία αρχείου: 11-10-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 23-10-2017.