Το πολιτικό και πνευματικό κλίμα στην Ιαπωνία κατά την άφιξη τού π. Νικολάου Κασάτκιν * Οι ανά τον κόσμο Ορθόδοξοι * Παγκόσμιος χάρτης Ορθοδόξων * Πρώτες Ορθόδοξες Ιεραποστολικές διεισδύσεις στην Κίνα * Η Ιστορία τής Ορθοδοξίας στην Κορέα
3ο Μέρος Υπομονητική προετοιμασία και «μαρτύρια» κατά το ξεκίνημα τής Ιεραποστολής στην Ιαπωνία Tού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου
Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 231-237. Προηγούμενη δημοσίευση: Ο όρθρος της Ορθοδοξίας εις την Ιαπωνίαν, Πορευθέντες, Αθήνα 1971 (αυτοτελής έκδοση στην καθαρεύουσα). |
Καταρχάς ο πατήρ Νικόλαος περιορίσθηκε να εκτελεί τα ιερατικά του καθήκοντα μόνο μεταξύ των Ρώσων, διότι την εποχή εκείνη στην Ιαπωνία απαγορευόταν επί ποινή θανάτου οποιαδήποτε Χριστιανική εκδήλωση. Με την ελπίδα ότι οι συνθήκες αυτές θα άλλαζαν, άρχισε να προετοιμάζεται συστηματικά.
Αφοσιώθηκε στη μεθοδική σπουδή της ιστορίας, των εθίμων, των θρησκευτικών πεποιθήσεων και ιδίως της γλώσσας -προφορικής και γραπτής- του Ιαπωνικού λαού. Στην προσπάθειά του αυτή τον ώθησε και ο μεγάλος Ιεραπόστολος της Αλάσκας και Καμτσάτκας Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ, τον οποίο είχε συναντήσει στη Σιβηρία14. Αργότερα ο Ιννοκέντιος επισκέφθηκε τον Νικολάι στο Χακοντάτε και του έδωσε από την προσωπική του πείρα πολύτιμες πληροφορίες για την ιεραποστολική προσπάθεια15. Κατά τα έτη αυτά του διωγμού ο νεαρός Ιερομόναχος κατόρθωσε να έρθει σε επαφή με μερικούς αξιόλογους και δυναμικούς Ιάπωνες. Ιδιαιτέρως σημαντική για την εξέλιξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ιαπωνία υπήρξε η γνωριμία του με τον δάσκαλο της ξιφασκίας, ο οποίος παρέδιδε μαθήματα στον γιό του Ρώσου διπλωμάτη. Ονομαζόταν Σαβάμπε Τακουμάρο, είχε ανδρωθεί μέσα στην ιπποτική παράδοση των σαμουράι και ήταν φανατικός πατριώτης και άσπονδος εχθρός κάθε ξένου. Μετά τον γάμο του με την κόρη ενός σιντοϊστή ιερέα, ο σαμουράι απέκτησε και την Ιερατική ιδιότητα, πράγμα που έκανε οξύτερη την αντίθεσή του προς τους Χριστιανούς. Στο πρόσωπο του Ρώσου Ιερομονάχου καταρχάς είδε έναν επικίνδυνο ξένο πράκτορα και ήταν αποφασισμένος, αν του δινόταν η ευκαιρία, να τον φονεύσει. Η επικοινωνία του όμως με τον πατέρα Νικόλαο υπήρξε για τον Σαβάμπε κρίσιμη εμπειρία. Η ηρεμία, η ευγένεια και η ειλικρίνεια με τις οποίες τον αντιμετώπισε αφόπλισαν τον σαμουράι, ενώ το πρωτάκουστο Χριστιανικό μήνυμα άνοιγε νέους ορίζοντες στις θρησκευτικές του αναζητήσεις. Οι επαφές αυτές συνεχίσθηκαν για αρκετό καιρό με αποτέλεσμα τη στροφή του Σαβάμπε προς τη Χριστιανική πίστη. Η αλλαγή του τέως άσπονδου εχθρού των Χριστιανών εξέπληξε τους φίλους του, μερικοί μάλιστα αναρωτιόνταν μήπως παραφρόνησε. Ένας από τους γνωστούς του Σαβάμπε, ο γιατρός Σακάι, ενδιαφέρθηκε για τις νέες ιδέες του φίλου του, στις συζητήσεις όμως έφερνε συχνά σε δύσκολη θέση τον προσήλυτο. Για να αντιμετωπίσει τις ενστάσεις του μορφωμένου Σακάι ο Σαβάμπε κατέφευγε στον π. Νικόλαο. Τελικά ο γιατρός αποφάσισε να πλησιάσει προσωπικά τον Ρώσο ιερέα, για να έχει μαζί του απ' ευθείας συζητήσεις. Αργότερα στους μαθητές του Νικολάι προστέθηκε και τρίτος, ο σαμουράι Ουράνο. Η ομάδα αυτή επρόκειτο να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στις Ιεραποστολικές προσπάθειες του Κασάτκιν16. Ο π. Νικόλαος δεν βιάστηκε να βαπτίσει τους τρεις μαθητές του. Φρόντισε να αυξήσει τον προσωπικό δεσμό μαζί τους και να τους βοηθήσει ώστε να αποκτήσουν στέρεη, προσωπική πίστη. Μετά από μερικά χρόνια έφθασε στο Χακοντάτε νέος διοικητής, τον οποίο οι φήμες παρουσίαζαν αποφασισμένο να εφαρμόσει αμείλικτα τους νόμους που απαγόρευαν σε κάθε Ιάπωνα να αποδεχθεί τον Χριστιανισμό. Η θέση των τριών φίλων του Ορθόδοξου Ιερέα κατέστη δυσχερής. Οι ιδέες τους ήσαν πλέον γνωστές στο περιβάλλον τους και τίποτε δεν απέκλειε το ενδεχόμενο προδοσίας. Ανάμεσα στα πιο επικίνδυνα πρόσωπα συγκαταλεγόταν και η πεθερά του Σαβάμπε, η οποία ήταν χήρα επιφανούς σιντοϊστή ιερέα. Όπως φαίνεται υπήρχαν και πολιτικοί λόγοι που επέβαλαν την απομάκρυνση των σαμουράι από το Χακοντάτε, μετά τις πολιτικές αναστατώσεις που εκδηλώθηκαν περί τα τέλη του 1867 λόγω της επαναφοράς της κυριαρχίας του αυτοκράτορα17. Η σύνεση επέβαλε την απομάκρυνση των «μαθητών» από την πόλη στην οποία έμεναν. Προτού εγκαταλείψουν το Χακοντάτε, ζήτησαν να βαπτισθούν. Η τελετή έγινε, με άκρα μυστικότητα, μια νύκτα του Απριλίου του 1868 σ’ ένα μικρό δωμάτιο κάποιας οικίας της πόλεως. Ο π. Νικόλαος Κασάτκιν αποχαιρέτησε με μεγάλη συγκίνηση τους νεοφώτιστους ήταν αβέβαιο εάν και πότε θα τους ξανάβλεπε. Οι τρεις άνδρες, προστατευόμενοι από το σκοτάδι της νύκτας, μετά το μυστήριο του βαπτίσματος πήγαν στο σπίτι ενός φίλου τους που είχε αναλάβει να τους φυγαδεύσει με ιστιοφόρο. Παρέλαβαν τον υπηρέτη του Σαβάμπε, τη σύζυγο και την κόρη του Σακάι, οι οποίοι περίμεναν εκεί, και κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι για να επιβιβασθούν στο σκάφος που ήταν έτοιμο να αποπλεύσει. Το σχέδιο όμως διαφυγής των τριών νεοφώτιστων εμπόδισε επί τρεις ημέρες η επικρατούσα θαλασσοταραχή, η οποία απέκλειε κάθε προσπάθεια αναχωρήσεως του πλοιαρίου. Τέλος, την τέταρτη μέρα, μόλις κόπασε η τρικυμία απέπλευσαν και μετά από τριήμερο ταξίδι έφθασαν σε λιμάνι του βόρειου τμήματος του Χόντο. Εκεί, για μεγαλύτερη ασφάλεια αποφάσισαν να χωρισθούν ο Ιωάννης Σακάι με την οικογένειά του και ο Ιάκωβος Ουράνο κατευθύνθηκαν προς την περιοχή του Ρικούζε από την οποία κατάγονταν, ο δε Παύλος Σαβάμπε αποφάσισε να πάει στο Γιέζο, αφού προηγουμένως απέλυσε τον υπηρέτη του που τον είχε κουράσει με τη δυστροπία του18. Την περίοδο που συνέβαιναν τα γεγονότα αυτά, η Ιαπωνία βρισκόταν σε πολιτική αναστάτωση. Οι φεουδάρχες tainyos) των βορείων επαρχιών είχαν επαναστατήσει κατά των αυτοκρατορικών δυνάμεων, η δε φρατρία Ιτόσα, στην οποία ανήκε ο Σαβάμπε, είχε λάβει ενεργό μέρος στην κατάργηση των εξουσιών των φεουδαρχών (Σογκούν)19. Η διάλεκτος του Σαβάμπε αποκάλυψε την καταγωγή του και συνελήφθη ως κατάσκοπος· τον άφησαν όμως ελεύθερο επειδή κατόρθωσε να αποδείξει ότι ερχόταν από το Χακοντάτε. Μετά την περιπέτεια αυτή κατευθύνθηκε προς την περιοχή όπου έμενε ο Ιωάννης Σακάι. Για να μην δημιουργηθούν υποψίες, αποφασίσθηκε να φιλοξενηθεί ο Σαβάμπε από τους γονείς της κυρίας Σακάι, οι οποίοι διέμεναν σε γειτονική πόλη. Αρχικά τον υποδέχθηκαν με ευγένεια, αλλά όταν έγινε γνωστή η Χριστιανική πίστη του σαμουράι, οι οικοδεσπότες άρχισαν να υπαινίσσονται ότι ο ξένος ήταν ανεπιθύμητος. Έτσι ο Σαβάμπε αποφάσισε να κατευθυνθεί προς το Γιέζο. Και εκεί όμως τον συνέλαβαν ως κατάσκοπο και, μετά την επιμονή του ότι ερχόταν από το Χακοντάτε, τον οδήγησαν στα σύνορα της επαρχίας για να απελαθεί προς την κατεύθυνση από την οποία ισχυριζόταν ότι είχε έρθει. Κατόπιν τούτου ο Σαβάμπε αποφάσισε να επιστρέφει στην αφετηρία του. Τα μέτρα όμως εναντίον των Χριστιανών είχαν γίνει πολύ αυστηρά και ο περιπλανώμενος Χριστιανός σαμουράι πήρε τη σύζυγο και το παιδί του και ζήτησε φιλοξενία από τον θείο της συζύγου του, ο οποίος έμενε σε γειτονικό χωριό. Μετά από λίγο καιρό όμως οι φιλοξενούντες κλήθηκαν από την κρατική υπηρεσία, η οποία τους τόνισε ότι, σύμφωνα με τον νόμο, θα τιμωρούνταν αυστηρά για την παροχή καταφυγίου σε Χριστιανούς. Όταν, συμπτωματικά, το ζεύγος Σαβάμπε πληροφορήθηκε τα διατρέξαντα (ο θείος τους με τη χαρακτηριστική ιαπωνική λεπτότητα είχε αποφύγει να τους το ανακοινώσει), πήραν πλέον την απόφαση να επιστρέφουν στην πόλη του Χακοντάτε, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν ό, τι θα επέτρεπε ο Θεός. Εν τω μεταξύ οι πολιτικές και στρατιωτικές αναστατώσεις σ' αυτή την περιοχή απορρόφησαν την προσοχή των διοικούντων και ο Σαβάμπε παρέμεινε ανενόχλητος. Όλα πλέον έδειχναν ότι η πολιτικοκοινωνική ζύμωση επρόκειτο να δημιουργήσει νέες εξελίξεις στη θρησκευτική τακτική των Ιαπώνων. Ο π. Νικόλαος, ο οποίος είχε έρθει σε επαφή με αρκετούς επισήμους και μάλιστα σαμουράι από διάφορες περιοχές της Ιαπωνίας, έβλεπε ότι αναδυόταν έντονη θρησκευτική αναζήτηση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να δημιουργηθούν το συντομότερο ομάδες κηρύκων. Για τη διοργάνωσή τους συνέταξε ορισμένους κανόνες, που τα βασικότερα σημεία τους ήσαν τα εξής: α) Η κυρίως Αποστολική προσπάθεια θα γινόταν με την επιστράτευση του λαϊκού στοιχείου και την οργάνωση ενός συνδέσμου κηρύκων. Σ’ αυτούς θα ανετίθετο κατά κύριο λόγο η διάδοση του Χριστιανικού μηνύματος στις τάξεις του ιαπωνικού λαού. «Οι κήρυκες αυτοί θα διδάσκουν τη Χριστιανική αλήθεια στους άλλους ανθρώπους, ενώ οι ίδιοι θα συνεχίσουν να τη σπουδάζουν για τον εαυτό τους». Ο Ιερέας θα ανελάμβανε την καθοδήγησή τους, την τέλεση των μυστηρίων, την αντιμετώπιση των σοβαρών αποριών και προβλημάτων. β) Η Ιεραποστολική δραστηριότητα θα στηριζόταν σε τρεις βασικούς τύπους τακτικών συναντήσεων: Στον πρώτο κύκλο θα μετείχαν οι κήρυκες και όσοι γνώριζαν μεν τις θεμελιώδεις Χριστιανικές αλήθειες, αλλά επιθυμούσαν περαιτέρω κατάρτιση· ο δεύτερος, ευρύτερος κύκλος, θα γινόταν για τους αρχαρίους και θα περιελάμβανε άνδρες, γυναίκες και παιδιά· ο τρίτος θα γινόταν μόνο για τον σύνδεσμο των κηρύκων, υπό τη διεύθυνση του Ιερέα, με σκοπό τον προγραμματισμό της ιεραποστολικής δράσεως. Ο τελευταίος κύκλος επρόκειτο να γίνεται κάθε Κυριακή, ενώ για τους άλλους προβλέπονταν δύο εβδομαδιαίες συναντήσεις για τον καθένα. γ) Τα βασικά θέματα της κατηχήσεως που θα δίδασκαν οι κήρυκες στον ευρύτερο κύκλο, ήσαν το Πιστεύω, οι Δέκα Εντολές και η Κυριακή προσευχή. Κύριο θέμα του άλλου κύκλου των κηρύκων θα ήταν η μελέτη και ερμηνεία της Καινής Διαθήκης. Η παρουσία σ’ αυτές τις συναντήσεις ήταν υποχρεωτική αν κάποιος είχε σοβαρούς λόγους να λείψει, θα καταβαλλόταν προσπάθεια να κατατοπισθεί για το τι είχε συζητηθεί στη συνάντηση από την οποία απουσίασε. Τόσο στη, μία όσο και στην άλλη συγκέντρωση θα προηγείτο η ανάλυση του Θέματος και θα επακολουθούσε συζήτηση. δ) Οι κήρυκες θα πήγαιναν καθημερινά «ανά την πόλη, προσπαθώντας να συναντήσουν νέους αναζητητές της πίστεως». Αν μεταξύ αυτών υπήρχαν πρόσωπα που αδυνατούσαν να παρευρίσκονται στις συγκεντρώσεις, οι κήρυκες όφειλαν να πηγαίνουν στα σπίτια τους για να τους εξηγήσουν το Πιστεύω, την Κυριακή προσευχή και τις Δέκα Εντολές. Αυτό εθεωρείτο «πρωταρχικής σημασίας» και έπρεπε να γίνεται, όταν υπήρχε έλλειψη χρόνου, ακόμη και θυσιάζοντας την ώρα μελέτης της Αγίας Γραφής. ε) Παράλληλα με την άμεση Ιεραποστολική δραστηριότητα θα καταβαλλόταν προσπάθεια για τη δημιουργία στελεχών. Πρώτος στόχος θα ήταν η θεολογική μόρφωση ενός νέου στη Ρωσία και ακολούθως η ιατρική κατάρτιση ενός άλλου. Τελικός σκοπός θα ήταν ή, μετά το τέλος των σπουδών τους, δημιουργία αντιστοίχων Ορθοδόξων θεολογικών και Ιατρικών σχολών στην Ιαπωνία. στ) Η εν λόγω δραστηριότητα των πιστών θα στηριζόταν στις δικές τους οικονομικές δυνάμεις και όχι στην αναμονή χρημάτων από το εξωτερικό. Ακόμη και το σχέδιο της αποστολής νεοτέρων μελών για ευρύτερες σπουδές βασίσθηκε, καταρχάς, στην ιδέα της καλύψεως των εξόδων από το ταμείο της κοινότητος. ζ) Η ιεραποστολική αυτή εργασία θα απέβλεπε στην οργάνωση τοπικής Ιαπωνικής Εκκλησίας. «Όταν οι πιστοί θα γίνονταν πεντακόσιοι, ένας από τους κήρυκες θα αποστελλόταν στη Ρωσία για να χειροτονηθεί Ιερέας». Μόλις θα συμπληρωνόταν ο αριθμός και άλλων πεντακοσίων, θα εχειροτονείτο και δεύτερος, και ούτω καθεξής. Όταν οι πιστοί θα έφθαναν τις πέντε χιλιάδες, «θα γινόταν αίτηση για τον διορισμό ενός Επισκόπου»20. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, το πρώτο αυτό σχέδιο αποτέλεσε τον πυρήνα και της μεταγενέστερης προσπάθειας του Κασάτκιν, η ιδέα όμως αποστολής υποτρόφων στη Ρωσία δεν πραγματοποιήθηκε. Η διορατικότητα του π. Νικολάου διέκρινε σαφώς ότι νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες ήσαν υπό εκκόλαψη στην Ιαπωνία, τις οποίες δεν μπορούσε να αξιοποιήσει μόνος του. Έτσι αποφάσισε να πάει στη Ρωσία για να εκθέσει το όλο ζήτημα στην Ιερά Σύνοδο και να ζητήσει την ευλογία και συμπαράστασή της.
Σημειώσεις: 14. A. Moiseyev, «When Orthodoxy came to Japan», The Russian Orthodox Journal, June 1962, σ. 6. 15. Για τη δράση του Ιννοκεντίου Βενιαμίνωφ, βλέπε Κεφ. 8 παρόντος τόμου. 16. Mc Coy, μν. έργ., σ. 164. Το ότι και ο Ουράνο ήταν σαμουράι το συμπεραίνουμε από πληροφορία του Kishimoto, μν. έργ., σ. 182. Η φράση όμως του Mc Coy, ότι και οι τρεις ήσαν σαμουράι, δεν ευσταθεί. 17. Mc Coy, μν. έργ., σ. 164. 18. Ο. Cary, μν. έργ., σ. 379-381. 19. Περισσότερα για το νόημα των ιαπωνικών λέξεων βλέπε Μ. Ramming, Japanhandbuch Nachschlagwerk der Japankunde, Berlin 1941. 20. Ο. Cary, μν. έργ., σ. 383-384. |
Δημιουργία αρχείου: 23-10-2017.
Τελευταία μορφοποίηση: 2-11-2017.