Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας | Ιεραποστολή και Διωγμοί |
Συρία και Λίβανος // Ορθοδοξία και Ελληνισμός στον Λίβανο // Άγιος Ιλαρίων: Ο Ιεραπόστολος Μοναχός τής αρχαίας Παλαιστίνης (4ος αιώνας)
Η Ιεραποστολική δράση τού Αγίου Ιωάννη τού
Χρυσοστόμου στη Φοινίκη Ειδωλολατρικοί διωγμοί κατά Χριστιανών στη Φοινίκη
Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 89-94. |
Καθώς διαβάζουμε το απόσπασμα αυτό από την παρουσίαση τού αρχιεπισκόπου Αναστασίου, είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στη διάρκεια τής βασιλείας τών Αρκαδίου και Θεοδοσίου Β΄, ακόμα και μετά την επικράτηση τού Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία με πιστούς στον Χριστιανισμό αυτοκράτορες, (ένα αιώνα μετά την ανεξιθρησκεία που υιοθέτησε ο Μεγάλος Κωνσταντίνος), οι αρχαίες πηγές αποδεικνύουν ότι όχι μόνο οι Χριστιανοί ΔΕΝ δίωκαν τους Ειδωλολάτρες όπως ψευδώς διαδίδουν οι σύγχρονοι εχθροί τού Χριστιανισμού, αλλά αντιθέτως, στη Ρωμαϊκή Φοινίκη οι Ειδωλολάτρες συνέχισαν να διώκουν, ακόμα και να σκοτώνουν τους Χριστιανούς Ιεραποστόλους!
Από την Ιεραποστολική δράση τών Επισκόπων μεταξύ τών ειδωλολατρών άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι το έργο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Τόσο ως Πρεσβύτερος στην Αντιόχεια όσο και ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, εν μέσω τόσων τρικυμιών, ο «απόστολος αυτός με τον οικουμενικό ζήλο»1 δεν έπαψε να φλέγεται από τον πόθο να επιστρέψουν στον Χριστό οι ειδωλολάτρες. Για να αντιληφθούμε σαφέστερα τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί Ιεραπόστολοι σε ορισμένες περιοχές της Βυζαντινή Αυτοκρατορίας, τον τρόπο ενέργειας, αλλά ακόμη και το Άγιο πάθος του Χρυσοστόμου για την Ιεραποστολή, αναφέρουμε κάπως αναλυτικά, με βάση τις επιστολές του, τα σχετικά με την Ιεραποστολή της Φοινίκης. Τέλη του 4ου αιώνα, ο Χρυσόστομος «μαθών την Φοινίκη έτι περί τας των δαιμόνων τελετάς μεμηνέναι, ασκητάς με ζήλω θείω πυρπολουμένους συνέλεξε, νόμοις δε αυτούς οπλίσας βασιλικοίς, κατά των ειδωλικών εξέπεμψε τεμενών»2. Οι ειδωλολάτρες όμως επανειλημμένως επιτέθηκαν κατά των Ιεραποστόλων και κατέστρεψαν τους ναούς και τα οικήματά τους. Κατά τα έτη 405-406 η ειδωλολατρική αντίσταση έφθασε στο κατακόρυφο. Ο Χρυσόστομος, λησμονώντας την προσωπική του ταλαιπωρία, κάνει το παν για να ενισχύσει την Ιεραποστολή με εμπνευσμένους ανθρώπους και με εφόδια. Τον Αύγουστο του 404, «τη τετάρτη του Πανέμου μηνός μέλλων από της Νικαίας διεξορμάν» για τον μακρινό τόπο της εξορίας του, γράφει στον πρεσβύτερο Κωνστάντιο, ο οποίος είχε καθώς φαίνεται κεντρική ευθύνη στην Ιεραποστολή της Φοινίκης, για να τον ενισχύσει. Τον παρακαλεί να τον ενημερώνει «συνεχώς» και «πυκνότατα» για την πορεία τής εργασίας τού αναγγέλλει με χαρά ότι κατόρθωσε να πείσει έναν ασκητή «μονάζοντα εγκεκλεισμένον», «ελθείν εις Φοινίκην»3. Σαφέστερα διαπιστώνουμε το εκπληκτικό ενδιαφέρον τού Χρυσοστόμου για την Ιεραποστολή μελετώντας τις επιστολές που έγραψε από την εξορία του, «εν θλίψει και περιστάσει και ερημία οικών εις την Κουκουσόν». Με λεπτότητα αλλά και επιμονή παρακαλεί τους πλούσιους φίλους του να βοηθήσουν τους ιεραποστόλους. Το μεγαλύτερο μέρος από τα εφόδια που τού στέλνουν τα διαβιβάζει σ' αυτούς. Συγκινητικό είναι το ακόλουθο επεισόδιο: Ο πλούσιος Διογένης από την Αντιόχεια τού έστειλε με τον ευσεβή Αφραάτη διάφορα δώρα. Στην αρχή τα αρνήθηκε4. Τελικώς όμως τα δέχθηκε, παρακαλώντας τον Διογένη να επιτρέψει στον Αφραάτη να τα μεταφέρει στους ιεραποστόλους της Φοινίκης5. Συγχρόνως, κινητοποιώντας τα μετόπισθεν προσπαθεί να πείσει ικανούς κληρικούς να βοηθήσουν αυτοπροσώπως στην Ιεραποστολή τών ειδωλολατρών: «Δια ταύτα σε θαυμάζοντες και μακαρίζοντες ου διαλιμπάνομεν, ότι και πρότερον τους μοναχούς έπεμψας», γράφει στον πρεσβύτερο Νικόλαο, «και ότι νυν, εν πραγμάτων δυσκολία τοσαύτη, ου μόνον αυτούς ουκ απήγαγες, αλλά και μένειν εκέλευσας, αρίστου κυβερνήτου και ιατρού γενναίου πράγμα ποιών». Και τελειώνει παρακαλώντας τον «εμπλήσαι την Φοινίκην γενναίων ανδρών, και τους τε εκεί μεμενηκότας στηρίζων επί πλέον»6. Το ενδιαφέρον του παραμένει αδιάπτωτο παρ' όλη την επιδείνωση τής καταστάσεώς του. Χαρακτηριστική τών δυσκολιών τής ιεραποστολικής εργασίας στη Φοινίκη, αλλά και τού ζήλου τού Χρυσοστόμου, είναι η επιστολή την οποία στέλνει «προς τους εν Φοινίκη πρεσβυτέρους και μονάζοντας, τους κατηχούντας τους Έλληνας»7: «Παραμένετε», τους παραγγέλλει, «ενίστασθε. Ουδέν γαρ υμίν έχει λείψαι ουδέ νυν, αλλά και τής αυτής αφθονίας και δαψιλείας απολαύειν υμάς εκέλευσα, είτε εν ενδύμασιν, είτε εν υποδήμασιν, είτε εν διατροφαίς τών αδελφών. Ει δε ημείς εν τοσαύτη θλίψει όντες, και περιστάσει, και ερημίαν οικούντες την Κουκουσόν, τοσαύτην ποιούμεθα φροντίδα τών κατορθωμάτων τών υμετέρων, πολλώ μάλλον και υμάς δει πολλής ευπορίας απολαύοντας, κατά την χρείαν λέγω τών αναγκαίων, τα παρ' εαυτών συνεισφέρειν. Παρακαλώ τοίνυν, μηδείς υμάς φοβήση. Και γαρ τα πράγματα χρηστοτέρας έσχεν ελπίδας». Η τρυφερή του επιμονή γίνεται αληθινή ικεσία, όταν γράφει για να παρακαλέσει ορισμένους ευσεβείς κληρικούς να σπεύσουν σε χώρες Ιεραποστολής. Τούς το ζητεί ως προσωπική χάρη, η οποία θα τον ανακουφίσει: «Ει γαρ μάθοιμεν ότι αποδεδήμηκας εκείσε», γράφει στον πρεσβύτερο Γερόντιο «μετά της γνώμης εκείνης, πάντα ποιήσαι και παθείν υπέρ σωτηρίας τών αυτόθι ψυχών παρεσκευασμένος, ουδέ ερημίαν ηγησόμεθα οικείν από τής τοσαύτης ηδονής»8. Η Ιεραποστολή της Φοινίκης αντιμετώπισε δύσκολες φάσεις: «Ήλθεν εις ημάς, ότι πάλιν ανήφθη τα εν Φοινίκη κακά, και η τών Ελλήνων ηυξήθη μανία, και πολλοί τών μοναχών οι μεν επλήγησαν οι δε και απέθανον», γράφει στον πρεσβύτερο Ρουφίνο. Η ανάγκη για βοήθεια είναι επείγουσα. Γι' αυτό ο Χρυσόστομος επιμόνως παρακινεί τον δυναμικό κληρικό να εγκαταλείψει τη μονή του και να σπεύσει να ενισχύσει την Ιεραποστολή: «Μη τοίνυν μέλλε, μηδέ αναβάλλου, αλλά πλείονι κέχρησο τω τάχει», «σπεύσον», «αμελλητί». Τού υπόσχεται δε ολόψυχη και συνεχή τη συμπαράστασή του: «Ου γαρ ησυχάσομεν και δι' εαυτών, και δι' ετέρων, ων αν οίον τε ή, τούτο ποιούντες, καν μυριάκις και εις την Κωνσταντινούπολιν αποστείλαι δέη… ». Και καταλήγει: «Και τών λειψάνων δε ένεκεν τών Αγίων μαρτύρων αμέριμνος έσο· και γαρ ευθέως απέστειλα τον κύριό μου, τον ευλαβέστατον πρεσβύτερον τον Τερέντιον προς τον κύριόν μου τον ευλαβέστατον επίσκοπον Οτρήϊον τον Αραβισσού. Αυτός γαρ έχει και αναμφισβήτητα, και πολλά, και είσω ολίγων ημερών Αποστελούμέν σοι ταύτα εις την Φοινίκην. Μηδέν τοίνυν ελλιμπανέσθω τών παρά τής σης τιμιότητος. Τα γαρ παρ' ημών οράς μεθ' όσης πεπλήρωται τής προθυμίας. Σπεύσον, ίνα προ τού Χειμώνος δυνηθής τας αστέγους Εκκλησίας απαρτίσαι»9. Πράγματι, με τη μεθοδική δράση τού Ρουφίνου και την οικονομική συμπαράσταση τού Χρυσοστόμου, ανοικοδομήθηκαν οι Χριστιανικοί ναοί, τούς οποίους είχε καταστρέψει ο διωγμός τών ειδωλολατρών, και σταθεροποιήθηκε η θέση τών Χριστιανών. Από τότε η επικράτηση τού Χριστιανισμού υπήρξε οριστική στη Φοινίκη. Εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι το εκπληκτικό αυτό ιεραποστολικό ενδιαφέρον εκδηλώνεται από έναν διωκόμενο αρχιεπίσκοπο σε μέρες τόσο κρίσιμες για την Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως, εννοεί καλύτερα πώς αισθανόταν ο Χρυσόστομος την Ιεραποστολή. Καμιά εποχή, όσο δύσκολη και αν είναι για την Εκκλησία από πλευράς εσωτερικών προβλημάτων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ακατάλληλη για την ανάπτυξη τής ιεραποστολικής δράσεως μεταξύ τών μη Χριστιανών. Η υπερνίκηση τής ειδωλολατρίας, τόσο εντός όσο και εκτός αυτής, είναι αδιάκοπο χρέος της και κρίνει τη ζωτικότητά της. Η Ιεραποστολή μεταξύ τών ειδωλολατρικών πληθυσμών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνεχίσθηκε επί μακρό διάστημα. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, κατά τα έτη 542-561, ανέθεσε στον μονοφυσίτη Επίσκοπο Ιωάννη (που είναι γνωστός ως Ιωάννης της Εφέσου), να εργασθεί ιεραποστολικά σε ορισμένες επαρχίες τής Μικράς Ασίας όπου υπήρχαν ειδωλολάτρες. Κατόρθωσε λοιπόν αυτός να προσελκύσει στην πίστη 70-80.000 εθνικούς10 και γι' αυτές του τις επιτυχίες ονομάσθηκε «σφύρα των εθνικών». Η μελέτη τής ιστορίας του Βυζαντίου, του 4ου, 5ου και 6ου αιώνα, δείχνει πόσο παρατεταμένη και επίμονη υπήρξε η ιεραποστολική δραστηριότητα στο εσωτερικό τής αυτοκρατορίας για την προσέλκυση τού ειδωλολατρικού πληθυσμού στην Εκκλησία. Σημειώσεις 1. An. Moulard, Saint Jean Chrysostome, Paris 1941. 2. Θεοδωρήτου, εκκλησιαστική Ιστορία, V, κεφ. κθ', PG 82,1257. 3. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κωνστάντιο) πρεσβυτέρω, επιστολή σκα΄ PG 52,732-733. 4. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Διογένει, επιστολή ν', PG 52, 636. 5. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Διογένει, επιστολή να', PG 52,636-637. 6. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Νικολάω πρεσβυτέρω, επιστολή νγ PG 52 637-638. 7. Ιωάννου Χρυσοστόμου, επιστολή ρκγ, PG 52,676-678. 8. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Γερόντια) πρεσβυτέρα), επιστολή νδ', PG 52,638-639 9. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ρουφίνω πρεσβυτέρα), επιστολή ρκστ, PG. 52,684-687. 10. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ιστορία τής Εκκλησίας Αντιοχείας, Αλεξάνδρεια 1951, σ. 517. |
Δημιουργία αρχείου: 10-1-2015.
Τελευταία ενημέρωση: 10-1-2015.