Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Επιστροφή στην Κεντρική σελίδα

Ορθόδοξες Πρακτικές

Θεολογία της Εικόνας και ενανθρώπιση του Θεού Λόγου // Είναι οι άγιες εικόνες είδωλα; // Εικονοκλάστες: Οι συντηρητικοί τής Ορθοδοξίας // «Εικονομαχία, η αναστήλωση των εικόνων και μια… υποκριτική ιστορία» // Νοθείες αρχαίων και νέων Εικονομάχων, σε κείμενα αγίων Πατέρων περί εικόνων // Το περιγραπτό τής ανθρώπινης φύσεως τού Θεού Λόγου και οι άγιες εικόνες

Περί αγίων εικόνων

Μέρος 30ο:

Περισσότερες ιστορικές μαρτυρίες

Αρχαίες ιστορικές μαρτυρίες υπέρ αγίων Εικόνων

Μιχάλης Μαυροφοράκης
 
 
Απομαγνητοφώνηση από εκπομπή της Πειραϊκής Εκκλησίας, της σειράς εκπομπών: "Ορθοδοξία και Αίρεση", του Β΄ Βιβλικού και των συνεργατών του.
 
Ομιλία Νο 185

Ομιλία Νο 185. (ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ // ΕΠΟΜΕΝΗ)

(Εκφωνήθηκε για πρώτη φορά: 24-10-1997).

Κατεβάστε την από την ΟΟΔΕ και σε ηχητικό αρχείο MP3 (ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΝ)

1. Τα σφάλματα των Εικονομαχικών θέσεων

Αγαπητοί ακροατές χαίρετε!

Στη σημερινή εκπομπή θα προσθέσουμε και άλλες μαρτυρίες, (ιστορικές μαρτυρίες), για το ότι οι άγιες εικόνες είναι καλό να χρησιμοποιούνται στη Θεία Λατρεία και να προσκυνούνται.

Αντίθετα λοιπόν από όσα λέγουν ορισμένοι που έχουν επηρεασθεί από Δυτικές απόψεις και αντιλήψεις, και οι οποίοι ισχυρίζονται ότι οι εικόνες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται στη Θεία Λατρεία και να προσκυνούνται, διότι κάτι τέτοιο είναι δήθεν απαγορευμένο στην Αγία Γραφή και συνιστά ειδωλολατρεία, θα αποδείξουμε, (όπως άλλωστε και τις προηγούμενες φορές), ότι αυτό είναι πέρα για πέρα εσφαλμένο, και ότι συνιστάται η χρήση των εικόνων, και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη, δηλαδή στους χρόνους της Χριστιανικής Εκκλησίας.

Οι μαρτυρίες, (οι ιστορικές μαρτυρίες) που έχουμε αναφέρει μέχρι τώρα, και που θα αναφέρουμε και στη σημερινή εκπομπή, δείχνουν ακριβώς αυτό το πράγμα. Και μάλιστα παρουσιάζουν τους βαθύτερους λόγους για τους οποίους η χρήση των εικόνων είναι θα λέγαμε επιβεβλημένη στη λατρεία.

Έχουμε δει πολλές από αυτές τις μαρτυρίες, μέσα από τον «3ο Λόγο του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, Προς του διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας», ο οποίος ελέχθη όταν δημιουργήθηκε το ζήτημα της Εικονομαχίας, με πρωτεργάτη και υποκινητή τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα τον Γ΄. Θέλοντας κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ. να επιφέρει και να επιβάλλει μεταρρυθμίσεις γενικότερα αλλά και ειδικότερα στον χώρο της Εκκλησίας, απαγόρευσε τη χρήση και την προσκύνηση των εικόνων. Η Εκκλησία αντέδρασε, και κύριος εκπρόσωπός της στον αγώνα αυτόν, την εποχή εκείνη, είναι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός.

Σημειώνουμε ότι η αντίδραση της Εκκλησίας, ήταν ενδεδειγμένη και απόλυτα δικαιολογημένη, διότι η απαγόρευση της χρήσης εικόνων, είχε ένα πολύ βαθύ, και σοβαρά αιρετικό περιεχόμενο. Η απαγόρευση των εικόνων, στην πράξη θα σήμαινε τα εξής:

Πρώτον: Ότι οι εικόνες και γενικότερα η ύλη, σαν κτίσμα, είναι κακή. Θα χώριζε λοιπόν τον κόσμο σε δύο αρχές, κάτι που έκαναν οι Μανιχαίοι, τον θεό του καλού, και το κακό, το οποίο βέβαια τότε, ή θα έπρεπε να το αποδώσουμε στον ένα Θεό Δημιουργό, (πράγμα που οδηγεί σε σχιζοφρένεια), ή θα έπρεπε να το θεωρήσουμε ως απόλυτη οντότητα, και όχι «τροπή των κτισμάτων».

Αντέδρασε λοιπόν η Εκκλησία ακριβώς σ’ αυτή τη Μανιχαϊκή αντίληψη, λέγοντας ότι οι εικόνες όπως και οποιοδήποτε κτίσμα, δεν είναι απόλυτα κακό ή καλό. Ο ένας αληθινός Θεός, ο Δημιουργός, έφτιαξε όλα τα πράγματα, και «είδε ότι ήταν καλά λίαν». Στη συνέχεια, η χρήση τους, ή ελευθερία που έχουν τα νοήμονα πλάσματα, τα οδηγεί να γίνουν καλά ή κακά.

Έτσι λοιπόν και οι εικόνες εμπίπτουν ακριβώς στην ίδια κατηγορία. Μπορεί κάποιος να φτιάξει εικόνες και να τις προσκυνεί ως θεούς, (που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι είδωλα), οπότε και η χρήση τους είναι κακή, και αυτομάτως γίνονται και οι ίδιες κακές, ή να χρησιμοποιήσει την ύλη, για να φτιάξει εικόνες  του ενσαρκωμένου Θεού και των αγίων στους οποίους κατοίκησε, τους έκανε δηλαδή ναούς Του. Τότε η χρήση των εικόνων, (η οποία σημειώνουμε ότι βοηθάει όσους τις χρησιμοποιούν στο να λατρέψουν τον Έναν Αληθινό Θεό), η χρήση τους λοιπόν αυτή, τις καθιστά καλές και επιβεβλημένες στη Θεία Λατρεία.

Δεύτερον, μια άλλη πτυχή του ζητήματος αυτού, είναι ότι στους Χριστιανούς είναι εντελώς ξεκάθαρη η εξής διαφορά: Ότι μόνος Άκτιστος είναι ο Θεός. Όλα τα υπόλοιπα είναι κτίσματα, είναι δημιουργήματά του. Κατά συνέπειαν, ο Χριστιανός γνωρίζει, ότι ο μόνος αληθινά προσκυνητός, εξ αιτίας της φύσης Του είναι ο αληθινός Θεός και τίποτα άλλο. Όλα τα υπόλοιπα είναι κτίσματα, και η φύση τους δεν είναι προσκυνητή ούτε λατρεύονται. Κατά συνέπεια, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα, κανένα ενδεχόμενο, ο Χριστιανός να λατρέψει την κτίση, δηλαδή να γίνει ειδωλολάτρης. Το επιχείρημα λοιπόν, όσων εσφαλμένα ισχυρίζονται ότι οι εικόνες συνιστούν από μόνες τους στοιχείο ειδωλολατρείας, αυτομάτως και από μόνο του καταρρέει.

Ένα τρίτο πολύ σημαντικό σημείο, είναι ότι ο Άκτιστος και ακατάληπτος και απερίγραπτος και ανεικόνιστος Θεός, στο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ένωσε την ανθρώπινη φύση,  την κτιστή ανθρώπινη φύση, και μ’ αυτό τον τρόπο, με άρρητο και ακατάληπτο τρόπο, θέωσε την ανθρώπινη φύση, ένωσε στο πρόσωπό του την Θεότητα με την ανθρωπότητα, και επομένως, μέσα απ’ αυτήν την παράδοξη και ακατάληπτη ένωση, αγιάζεται ολόκληρη η κτίσις.

Ο Χριστός είναι «εικών του Θεού του αοράτου», και η εικόνα αυτή μπορεί να αποτυπωθεί και στην υπόλοιπη κτίση, όπως είναι για παράδειγμα το ξύλο της εικόνας και τα χρώματα. Όταν κανείς απορρίψει το να εικονίζεται η ανθρώπινη φύση του Χριστού, ουσιαστικά απορρίπτει και την ίδια την ανθρώπινη φύση του Χριστού, και διασπά τον δεσμό της σωτηρίας μας, που είναι η ένωση της Θείας και της ανθρώπινης φύσης, στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού.

Επομένως, το τόλμημα του να απορρίψει κανείς τη χρήση των εικόνων, έχει πάρα - πάρα πολλές προεκτάσεις, ελάχιστες από τις οποίες, (όχι όμως και ασήμαντες), αναφέραμε μόλις προηγουμένως. Μένουμε στην πιο σημαντική, ότι η κτίσις αγιάζεται, και δεν καθιστά αυτόματα η χρήση οποιουδήποτε κτιστού, γεγονός ειδωλολατρείας.

Ας μείνουμε όμως εδώ σε σχέση με τα όσα και σε προηγούμενες εκπομπές έχουμε αναφέρει αναλυτικότερα, μέσα από τους «Τρεις λόγους του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού προς τους Διαβάλλοντες τις Άγιες Εικόνες», και ας προχωρήσουμε στο να αναφέρουμε κάποιες ακόμη ιστορικές μαρτυρίες γύρω από αυτό το ζήτημα, το ζήτημα δηλαδή της προσκύνησης και της χρήσης των εικόνων στη Θεία λατρεία.

 

2. Η ιστορική μαρτυρία του Στεφάνου Βοστρινού

Και ας ξεκινήσουμε από τον «Κατά Ιουδαίων Λόγο» του Στεφάνου του Βοστρινού, και συγκεκριμένα, να διαβάσουμε ένα απόσπασμα από το 4ο κεφάλαιο. Λέγει:

«Εμείς  τις εικόνες των αγίων, τις φτιάξαμε στη μνήμη τους, όπως του Αβραάμ, και του Ισαάκ, και του Ιακώβ, και του Μωυσή και του Ηλία, και του Ζαχαρία και των υπολοίπων προφητών και αγίων μαρτύρων, που μαρτύρησαν γι’ Αυτόν, ώστε ο καθένας που βλέπει τις εικόνες τους, να τους μνημονεύει και να δοξάζει Εκείνον που τους δόξασε».

Γίνεται λοιπόν σαφές εκτός από την ιστορική μαρτυρία, ότι η χρήση των εικόνων συνέβαινε και από τα αρχαία χρόνια της Χριστιανικής Εκκλησίας, γίνεται επίσης φανερό, ότι η χρήση των εικόνων, στην πραγματικότητα είναι βοήθημα και οδηγεί με μονοσήμαντο τρόπο θα λέγαμε, τους πιστούς στο να δοξάσουν και να λατρεύσουν, όχι τους ανθρώπους αυτούς καθεαυτούς, αλλά Εκείνον που τους δόξασε. Η δε ενθύμησις των αγίων, η οποία συμβαίνει όταν βλέπουμε τις εικόνες τους, μας οδηγεί σε ζήλο και μας οδηγεί στο να μιμηθούμε τα έργα τους, και να γευθούμε κι εμείς την Χάρη που και εκείνοι γεύθηκαν, τη Χάρη του Θεού.

Ένα άλλο απόσπασμα, πάλι από τον Στέφανο τον Βοστρινό, είναι το ακόλουθο:

«Για τις εικόνες λέμε θαρραλέα, ότι κάθε έργο που γίνεται στο όνομα του Θεού, είναι καλό και άγιο. Για τα είδωλα και τα αγάλματα, άπαγε. Γιατί είναι κακά και διεστραμμένα. Και αυτά τα ίδια, και όσοι τα κατασκευάζουν».

Είναι λοιπόν σαφής, σαφέστατος ο διαχωρισμός. Η ύλη από μόνη της, δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή. Μάλιστα θα λέγαμε, ότι είναι «καλή λίαν» ως προς τις προδιαγραφές της και το σχεδιασμό της, διότι την έφτιαξε ο ένας αληθινός Θεός. Από εκεί και πέρα όμως, η χρήση της, είναι εκείνη που προσδιορίζει αν αυτή είναι καλή ή κακή. Ό,τι λοιπόν γίνεται για να δοξάζεται και να λατρεύεται ο Θεός είναι καλό και άγιο. Και ό,τι γίνεται για τη λατρεία των ειδώλων και των δαιμόνων, είναι κακό και διεστραμμένο από τη φυσική του χρήση, και το ίδιο είναι κι εκείνοι που τα κατασκευάζουν και τα χρησιμοποιούν.

Και συνεχίζει ο Στέφανος ο Βοστρινός, λέγοντας:

«Άλλο πράγμα είναι μία εικόνα ενός αγίου προφήτη, και άλλο, άγαλμα ή ένα ζώδιο του Κρόνου και της Αφροδίτης, του Ηλίου και της Σελήνης. Επειδή και ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού, γι’ αυτό προσκυνείται. Όμως το φίδι, επειδή είναι εικόνα του διαβόλου, είναι ακάθαρτο και απόβλητο».

Και ρωτάει στη συνέχεια:

«Αν λοιπόν αποβάλλεις τα χειροποίητα, πες μου Ιουδαίε: Τι υπάρχει στη γη αχειροποίητο που να προσκυνείται; Μήπως η Κιβωτός του Θεού ήταν αχειροποίητη; Το θυσιαστήριο και το κάλυμμα της Κιβωτού και η εσωτερική σκηνή, και όλα που ονομάσθηκαν από τον Θεό: «Άγια Αγίων»; Δεν ήταν τα Χερουβείμ χειροποίητα; Εικόνες αγγέλων; Τι λες λοιπόν; Αν και αυτά τα ονομάζεις είδωλα, τι λες για τον Μωυσή και τον λαό του Ισραήλ που τα προσκύνησαν; Και η προσκύνηση βέβαια είναι σύμβολο τιμής. Καθώς κι εμείς οι αμαρτωλοί προσκυνούμε τον Θεό κατά τη θεϊκή λατρεία και αξία, τον δοξάζουμε και τον σεβόμαστε ως Δημιουργό και χορηγό της ζωής μας, ενώ τους αγγέλους και δούλους του Θεού, τους προσκυνούμε κατά την τιμή του Θεού, ως δημιουργήματά Του και δούλους Του. Η εικόνα φυσικά είναι όνομα και ομοίωση εκείνου που παριστάνεται σ’ αυτή. Γι’ αυτό και με γράμματα, και με χαράγματα, πάντοτε μνημονεύουμε τα παθήματα του Κυρίου και των αγίων προφητών, που είναι γραμμένα στον νόμο και στα Ευαγγέλια».

Ο πολύ καταλυτικός λόγος του Στεφάνου του Βοστρινού κατά Ιουδαίων, μπορεί απαράλλακτα να χρησιμοποιηθεί και για όσους ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει να κατασκευάζουμε ο,τιδήποτε είναι κτιστό και να το χρησιμοποιούμε στη Θεία Λατρεία, παρά μόνο να απευθυνόμαστε διανοητικά προς τον Θεό. Και για να το τεκμηριώσουν αυτό, χρησιμοποιούν και τα λόγια της Αγίας Γραφής, κυρίως της Παλαιάς Διαθήκης, του Μωυσή και των προφητών.

Εδώ όμως παρατηρούμε, ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη από διατάξεις και εντολές, όπου αναφέρεται σαφώς η χρήση και η προσκύνηση κτισμάτων, χειροποιήτων δηλαδή αντικειμένων. Και αναφέρεται σε ορισμένα απ’ αυτά, όπως είναι η Κιβωτός του Θεού, το θυσιαστήριο και το κάλυμμα της Κιβωτού, η εσωτερική Σκηνή, και όλα που ονομάσθηκαν από τον Θεό «Άγια Αγίων», τα Χερουβείμ, και γενικότερα και άλλα αντικείμενα τα οποία ενώ είναι κτίσματα, εν τούτοις προσκυνούνταν και αυτό όχι μόνο δεν συνιστούσε ειδωλολατρεία, αλλά επιβαλλόταν, και με μοναδικό τρόπο οδηγούσε στη λατρεία του αληθινού Θεού.

 

3. Η μαρτυρία του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού

Ας συνεχίσουμε με μία μαρτυρία από τον άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, στην οποία αναφέρεται στις εικόνες και στη χρήση που μπορεί να έχουν. Συγκεκριμένα, η μαρτυρία αυτή, είναι από τον λόγο «Κατά Ιουλιανού του Παραβάτη» του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού. Λέγει:

«Εκείνου τα σύμβολα της πληγής, που του προξένησαν γι’ αυτό το λόγο, φέρουν οι εικόνες που είναι αναρτημένες δημόσια».

Χρησιμοποιούνταν λοιπόν εικόνες, που ήταν δημόσια αναρτημένες, και η χρήση τους ήταν το να υπενθυμίζουν στον λαό τα όσα κακά συνέβησαν και έπραξε ο άθεος αυτός αυτοκράτορας, ούτως ώστε να είναι παραδείγματα προς αποφυγήν.

Οι εικόνες λοιπόν είναι πολύ χρήσιμες, και παιδαγωγικό μέσο για τους ανθρώπους, διότι εκτός των άλλων υπενθυμίζουν στη μνήμη τους πρόσωπα και γεγονότα, και τους προτρέπουν στην επιδίωξη του αγαθού, και στην αποφυγή του κακού.

 

4. Η μαρτυρία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Ας προχωρήσουμε σε ένα άλλο απόσπασμα, αυτή τη φορά του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, από την «Ερμηνεία του δικαίου Ιώβ». Και ξεκινάει το απόσπασμα με την παράθεση που ερμηνεύει ο πατέρας αυτός της Εκκλησίας. Την παράθεση από το βιβλίο του Ιώβ 1/α: 22.

«Σε όλα αυτά που του έγιναν, δεν απέδωσε αφροσύνη στον Θεό». («Εν τούτοις πάσι τοις συμβεβηκόσιν αυτώ, ουκ έδωκεν αφροσύνην τω Θεώ»). Και σχολιάζει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Εδώ συμβαίνει, ό,τι ακριβώς στις εικόνες, όταν γράφουμε τη συνηθισμένη γραφή: «Ο τάδε την αφιερώνει…», Έτσι κι εκείνος που έγραψε το βιβλίο, παρουσιάζοντας την εικόνα της ψυχής του Ιώβ, υπογράφει κάτω με το κοντύλι και λέγει: «Σ’ όλα αυτά που του έγιναν, δεν αμάρτησε ο Ιώβ».

Εδώ χρησιμοποιεί το παράδειγμα της εικόνας, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, και κάνει τον παραλληλισμό, λέγοντας ότι όπως η εικόνα έχει στο κάτω μέρος την γραφή που λέγει ότι «ο Τάδε την αφιερώνει», έτσι και το βιβλίο του Ιώβ έχει αυτή τη φράση, και λέγει ότι «σε όλα αυτά ο Ιώβ δεν αμάρτησε». Λόγος και εικόνα είναι δύο παράλληλα πράγματα που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό και θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε, αποτελούνται και από παράλληλα μέρη.

 

5. Οι μαρτυρίες περί του βίου του αγίου Κωνσταντίνου

Για να συμπληρώσουμε τα ιστορικά στοιχεία της χρήσης των εικόνων γενικά, αλλά και ειδικότερα στη Θεία Λατρεία, ήδη από τις πολύ παλαιές εποχές της Χριστιανικής Εκκλησίας, θα αναφέρουμε εν συντομία ορισμένα αποσπάσματα που σχετίζονται με το βίο του αγίου Κωνσταντίνου. Στο 4ο βιβλίο αναφέρονται τα εξής:

«Σε πόση δύναμη ζωντανής πίστης στηριζόταν η ψυχή του, θα μπορούσε να το καταλάβει αναλογιζόμενος και τούτο: Ότι στα χρυσά νομίσματα ο ίδιος επέτρεψε να παριστάνεται η μορφή του, ατενίζοντας προς τα πάνω, όπως προσεύχεται κανείς στον Θεό. Αυτού λοιπόν οι εικόνες, υπήρχαν σ’ όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και μάλιστα στα παλάτια μερικών πόλεων, παριστάνονταν όρθιες ψηλά στα προπύλαια, σε αναρτημένες εικόνες, ατενίζοντας πάνω στον ουρανό, με τα δύο χέρια υψωμένα σε στάση προσοχής».

Στις εικονογραφίες λοιπόν, ο ίδιος παρουσιάζει τον εαυτό του, σ’ αυτή τη στάση προσευχής.

Από το 3ο βιβλίο διαβάζουμε τα εξής:

«Με τούτο λοιπόν τον τρόπο έφθανε στην τελείωση και η μητέρα του βασιλιά, άξια πολύ μεγάλης τιμής, και εξ’ αιτίας των θεοφιλών της πράξεων, και εξ αιτίας των ίδιων πράξεων που έκανε ο θαυμαστός απόγονός της, ο οποίος είναι άξιος να μακαρίζεται από όλους, μαζί και η οσία μητέρα του. Έτσι την κατέστησε θεοσεβούμενη, ενώ δεν ήταν προτύτερα, όπως αυτός κατ’ αρχήν πίστεψε μαθητευόμενος στον κοινό Σωτήρα, και με τον ίδιο τρόπο την τίμησε με το βασιλικό αξίωμα, αφού σ’ όλους τους λαούς, και στα ίδια τα στρατιωτικά τάγματα διέταξε να αποκαλείται «Αυγούστα Βασίλισσα», και να εικονίζεται η μορφή της στα χρυσά νομίσματα».

Και ας διαβάσουμε από τον 4ο Λόγο το 69ο κεφάλαιο, όπου λέγει τα εξής:

«Όσοι κατοικούσαν τη βασιλεύουσα πόλη, σ’ αυτή τη σύγκλητο και στο δήμο των Ρωμαίων, μόλις έμαθαν το θάνατο του βασιλιά, χτυπημένοι από το φοβερό άκουσμα (μεγαλύτερο από κάθε άλλη συμφορά), βυθίσθηκαν σε ακατάσχετο πένθος. Έκλεισαν λουτρά και λαϊκές αγορές, και θέατρα και τα πάντα, όσα συνηθίζουν να κάνουν εκείνοι που διασκεδάζουν για να απαλύνουν τις δυσκολίες της ζωής. Σκυθρωποί βάδιζαν όσοι άλλοτε ήταν εύθυμοι και καλοδιάθετοι. Και όλοι μαζί υμνούσαν τον μακάριο, τον θεοφιλή, τον αληθινά άξιο της βασιλείας. Και όλα αυτά δεν γίνονταν μονάχα με φωνές, αλλά προχωρούσαν σε έργα, με αφιερώσεις εικόνων. Όπως ζωντανό, έτσι και νεκρό τον τιμούσαν, κι έκαναν ζωγραφιές με χρώματα, πάνω σε στερεώματα και σε αψίδα στερεωμάτων, σε αιθέρια ατμόσφαιρα ζωγράφιζαν τη μορφή του».

Και από το 73ο κεφάλαιο διαβάζουμε τα εξής:

«Έτσι ο τρισμακάριος εκείνος, αντί για ένας, έγινε δυναμικά πολλαπλάσιος με τη διαδοχή των παιδιών του, και με την ανάρτηση εικόνων, τον τιμούσαν όλοι οι λαοί και τα ίδια τα παιδιά του».

Με αυτές τις αναφορές, που είναι παρμένες από τον «Βίο του μεγάλου Κωνσταντίνου, βλέπουμε ήδη από τα παλιά χρόνια, την χρήση που είχαν οι εικόνες. Οι εικόνες βοηθούσαν στην αναπαράσταση (όπως είπαμε και προηγουμένως), προσώπων και γεγονότων, έτσι ώστε να υποβοηθούν τη γνώμη και να προτρέπουν στην προσδοκία των αγαθών και στην επίτευξή τους, αλλά παράλληλα και στην αποφυγή των κακών.

 

6. Η μαρτυρία του Θεοδώρητου Κύρου

Μετά λοιπόν από αυτή τη μικρή ιστορική παρένθεση, ας προχωρήσουμε σε ένα άλλο απόσπασμα, από την «Ερμηνεία στον Προφήτη Ιεζεκιήλ», του Θεοδωρήτου, Επισκόπου Κύρου, και Πολυχρονίου. Αναφέρεται στην ερμηνεία αυτή:

«Και όπως οι Ρωμαίοι ζωγραφίζοντας τις βασιλικές εικόνες, σχηματίζουν γύρω – γύρω τους δορυφόρους, και παρουσιάζουν τους λαούς υποταγμένους, το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Επειδή ο βασιλιάς με τη φαντασία του παριστάνει τον Θεό, πάνω σε θρόνο οχούομενο, δείχνει τι εικόνες όλων των πραγμάτων της γης, και αποδίδει το σωστό σχήμα διδάσκοντας την κυριαρχία του Θεού σε όλα τα πράγματα».

Εδώ ο Θεοδώρητος, αναφέρεται στο όραμα του Ιεζεκιήλ, και κάνει τον παραλληλισμό της οπτασίας, της εικόνας που παρουσιάζει ο Ιεζεκιήλ, και την οποία την περιγράφει με λόγους, (ενώ κάλλιστα θα μπορούσε να την αποτυπώσει θα μπορούσαμε να πούμε και με χρώματα), κάνει λοιπόν τον παραλληλισμό αυτής της εικόνας, (της οπτασίας), με τις εικόνες που χρησιμοποιούν Ρωμαίοι όταν ζωγραφίζουν τους αυτοκράτορές τους, να τους έχουν εποχούμενους και περιστοιχισμένους από δορυφόρους, να διατρέχουν το στερέωμα και να έχουν από κάτω τους, κάτω από τον θρόνο, στα πόδια τους την γη. Εικόνα λοιπόν και η μία, εικόνα και η άλλη. Χρήσις εικόνων, δεν έχει νόημα πλέον να απαγορεύεται.

Πάλι από το ίδιο βιβλίο, από την «Ερμηνεία στον προφήτη Ιεζεκιήλ» του Θεοδωρήτου Επισκόπου Κύρου, είναι και το ακόλουθο απόσπασμα:

«Και εσύ υιέ ανθρώπου, πάρε ένα τούβλο και βάλε το μπροστά σου, και χάραξε πάνω όλη την Ιερουσαλήμ, και όρισε περιοχή και χτίσε σ’ αυτή οχυρώματα, και ζώσε την με προχώματα και κάνε στρατόπεδα και γύρω – γύρω πολιορκητικές μηχανές» (Είναι από το 4ο κεφάλαιο του προφήτη Ιεζεκιήλ, στίχοι 1 και 2. «Και συ, υιε ανθρώπου, λαβέ σεαυτω πλίνθον και θήσεις αυτήν προ προσώπου σου και διαγράψεις επ’ αυτήν πόλιν την Ιερουσαλήμ. και δώσεις επ’ αυτήν περιοχήν και οικοδομήσεις επ’ αυτήν προμαχώνας και περιβαλείς επ’ αυτήν χάρακα και δώσεις επ’ αυτήν παρεμβολάς και τάξεις τας βελοστάσεις κύκλω»).

Και ερμηνεύοντας λέγει τα εξής:

«Αν το νομίζεις φοβερό να μιλάει στον λαό αντίθετα, και να προβλέπει την κατάληψη της πόλης και το γκρέμισμα του ναού, και όλα τα δεινά που θα συμβούν απ’ αυτά, εξήγησέ το διαφορετικά: Πως θέλει να τους σωφρονίσει κι εσύ να δείξεις την ανάλογη επιείκεια. Και παίρνοντας (λέγει), ένα τούβλο, χάραξε πάνω την πόλη. Πρέπει να γραφεί και η ονομασία της πόλης, ώστε να ξέρει ο καθένας πως είναι η Ιερουσαλήμ. Κι αφού κάνεις την πόλη, ζώσε την, σχεδιάζοντας προχώματα, χάρακα, για να υπάρχει πλήθος στρατοπέδου. Οι δυνάμεις πρέπει να είναι τοποθετημένες με τάξη. Τούτο το ονομάζει: «παρεμβολές», αντί για στρατοπεδευμένα στρατιωτικά τάγματα, που ζώνονται όχι μονάχα με όπλα, αλλά και με μηχανήματα που θα γκρεμίσουν αυτά τα τείχη. Τα τείχη μηνύουν τις πολιορκητικές μηχανές, «τας βελοστάσεις». Με θαυμάσιο τρόπο μηνύουν την κατάσταση του πλήθους γύρω από την πόλη, ώστε μπροστά στα δεινά και ταρακουνώντας την με φόβο, να απομακρύνει απ’ αυτήν την παρανομία».

Εδώ τελειώνει το απόσπασμα από την «Ερμηνεία στην προφητεία του Ιεζεκιήλ», ο Θεοδώρητος Επίσκοπος Κύρου.

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι με την προτροπή του Θεού, ο Ιεζεκιήλ κατασκευάζει επάνω σ’ έναν πλίνθο, σ’ ένα κεραμίδι, μία εικόνα. Μία εικόνα της πόλης, έτσι όπως σε όραμα του την έδειξε το Θεός. Δεν είναι λοιπόν αυτονόητα απαγορευμένες όλες οι εικόνες. Η χρήση των εικόνων είναι εκείνη που προσδιορίζει το αν είναι οι εικόνες καλές ή κακές. Δεν πρέπει να στεκόμαστε στην ύλη, αλλά στον σκοπό. Στο αποτέλεσμα.

 

7. Η άνωθεν μαρτυρία του αγίου Ευσταθίου

Πριν κλείσουμε τη σημερινή εκπομπή, και στο χρόνο που μας απομένει, ας διαβάσουμε ένα ακόμα απόσπασμα αυτή τη φορά από το «Μαρτύριο του αγίου Ευσταθίου», του ονομαζομένου και Πλακίδα:

«Καθώς μια ημέρα όπως το συνήθιζε, βγήκε στα βουνά με το στρατόπεδο και όλη την ακολουθία για να κυνηγήσει, είδε να βόσκει ένα κοπάδι ελάφια. Και όπως το συνήθιζε, χωρίσθηκε από το στρατό, και άρχισε να τα κυνηγάει. Και ενώ όλος ο στρατός καταγινόταν να πιάσει τα ελάφια, το μεγαλύτερο και το ομορφότερο απ’ όλο το κοπάδι, ξεστράτισε και όρμησε μέσα στον δρυμό, σε πυκνότερα μέρη του δάσους και σε δύσβατα μονοπάτια.

Το είδε ο Πλακίδας και επιθύμησε πολύ να το πιάσει. Και έτσι, αφήνοντας όλους, με λίγους στρατιώτες το κυνηγούσε. Όμως κουράσθηκαν οι σύντροφοί του, και αυτός μόνος άντεχε στο κυνηγητό. Κατά τη θεία πρόνοια, μήτε το άλογό του κουράστηκε, μήτε και ο ίδιος μπροστά στα εμπόδια του δάσους, και κυνηγώντας το ελάφι πολλή ώρα, βρέθηκε μακριά από το στρατόπεδο. Εκείνο το ελάφι, έπιασε την κορυφή ενός ψηλού βράχου, και στηλώθηκε εκεί πάνω.

Σαν έφτασε κοντά ο στρατηλάτης, κι ενώ κανείς σύντροφος δεν ήταν δίπλα του, στάθηκε παρατηρώντας γύρω – γύρω και σπάζοντας το μυαλό του για να βρει τρόπο να πιάσει το ελάφι. Αλλά ο Πάνσοφος και σπαγχνικός Θεός, που επινοεί μύριους όσους τρόπους για τη σωτηρία των ανθρώπων, σ’ εκείνο το κυνήγι, αντί να πιάσει ο Πλακίδας το ελάφι, τον έπιασε αυτός, όχι όπως τον Κορνήλιο μέσω του Πέτρου, αλλά όπως τον Παύλο, που τον καταδίωκε με τη φανέρωσή του.

Πολλή ώρα καθώς στεκόταν ο Πλακίδας και ατένιζε το ελάφι, θαυμάζοντας τη μεγαλοσύνη του, και μη βρίσκοντας τον τρόπο να το πιάσει, ο Κύριος του δείχνει μεγαλειώδες θέαμα, μήτε παράλογο μήτε μεγαλύτερο από τη δύναμή του, αλλά όπως στην περίπτωση του Βαλαάμ, που έδωσε λαλιά στο γαϊδούρι και έλεγξε τη διάνοιά του, (όπως αναφέρεται στους Αριθμούς, κβ: 24 και στίχο 28), έτσι και εδώ, του έδειξε πάνω στα κέρατα του ελαφιού, τον τύπο του αγίου Σταυρού, να λάμπει περισσότερο από τον ήλιο, ενώ ανάμεσα στα κέρατα, του παρουσίασε την εικόνα του θεοφόρου σώματος, το οποίο καταδέχθηκε να πάρει για τη σωτηρία μας. Και βάζοντας ανθρώπινη φωνή στο ελάφι, καλεί τον Πλακίδα λέγοντάς του: «Πλακίδα, γιατί με κυνηγάς; Να, για σένα παρουσιάσθηκα και σου φανερώθηκα σ’ ετούτο το ζώο. Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός, που τον σέβεσαι αγνοώντας τον. Γιατί τα καλά σου έργα που κάνεις στους ανθρώπους που έχουν ανάγκη, έφθασαν σ’ εμένα, και ήλθα να εμφανισθώ μπροστά σου με τούτο το ελάφι, και να σε θηρεύσω, και να σε πιάσω στα δίχτυα της φιλανθρωπίας μου.

Δεν είναι δίκαιο αυτός που μου είναι προσφιλής εξ’ αιτίας των αγαθών του έργων, να δουλεύει σε ακάθαρτους δαίμονες και σε νεκρά και κουφά είδωλα. Γι’ αυτό ακριβώς ήλθα στη γη με τούτη τη μορφή που τώρα βλέπεις, θέλοντας να σώσω το γένος των ανθρώπων».

Κι εδώ παρατηρούμε αγαπητοί ακροατές, ότι έχουμε εικόνες, εικόνες του Κυρίου μας, οι οποίες βοηθούν τον άγιο Ευστάθιο τον ονομαζόμενο Πλακίδα, στο να επιστρέψει και να γνωρίσει τον αληθινό Θεό. Οι εικόνες λοιπόν, δεν είναι κάτι το οποίο είναι απαγορευμένο, αλλά αντίθετα η καλή τους χρήση, η χρήση που οδηγεί στη γνώση και τη λατρεία του αληθινού Θεού, επιβάλλεται και μέσα από την Αγία Γραφή, και μέσα από την πράξη και τη ζωή της Εκκλησίας.

 

 

Απομαγνητοφώνηση Ν. Μ.

Δημιουργία αρχείου: 17-8-2010.

Τελευταία ενημέρωση: 26-8-2010.

ΕΠΑΝΩ