Τα «σχίσματα τών Εκκλησιών» * Η "αίρεση" και οι "αιρετικοί" στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο * Η σχισματική Σκοπιανή εκκλησία και η ιστορία τού σχίσματος * Το Ελλαδικό Αυτοκέφαλο. Προϋποθέσεις και συνέπειες * Διχασμένοι Αυτοκέφαλοι ή Ενωμένοι Αδελφοί;
Η συζήτηση για την ανακήρυξη Αυτοκεφαλίας σε μια Εκκλησία Ιστορικά ντοκουμέντα για το πώς οδηγηθήκαμε στη σύγκρουση τών Πατριαρχείων Μόσχας και Κωνσταντινούπολης Μεταφρασμένο στα Αγγλικά από τον Fr Patrick B. O'Grady: The Debate over the Declaration of Autocephaly in a Church
Πηγή: Περιοδικό: "Εκκλησιαστική Παρέμβασις" Τεύχος 269. Δεκέμβριος 2018. Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr |
Σε προηγούμενο άρθρο μου με τίτλο «Ο θεσμός τής Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία» έδωσα τα βασικά στοιχεία τι είναι Αυτοκέφαλο και πώς αυτό λειτουργεί μέσα στο συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας, ώστε να μη καταλήξη ούτε στο παπικό πρωτείο ούτε στις προτεσταντικές συνομοσπονδίες.
Με το παρόν άρθρο μου, που είναι συνέχεια τού προηγουμένου, θα επισημάνω την συζήτηση που έγινε τα τελευταία χρόνια για το πώς χορηγείται το Αυτοκέφαλο, με ποιές προϋποθέσεις δίνεται και βεβαίως θα παρουσιάσω το ατελέσφορο αυτών τών συζητήσεων και πως έτσι φθάσαμε στα σύγχρονα γεγονότα στην Ουκρανία, με τα οποία η Εκκλησία τής Ρωσίας διέκοψε την εκκλησιαστική κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
1. Το κείμενο για το «Αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού» Ένα από τα θέματα τα οποία καθορίσθηκαν να συζητηθούν και να εγκριθούν από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, από την Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη στην Γενεύη τον Νοέμβριο τού 1976, ήταν και το θέμα: «Το Αυτοκέφαλον και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού», και μάλιστα ήταν το δεύτερο θέμα κατά σειρά μετά το θέμα τής «Ορθοδόξου Διασποράς». Στην Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή τής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου που έγινε μεταξύ 7ης και 13ης Νοεμβρίου 1993 εγκρίθηκε ένα κείμενο για το σοβαρό αυτό θέμα. Όπως γράφεται στο κείμενο αυτό, η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή «εξήτασε τας εκκλησιολογικάς, κανονικάς, ποιμαντικάς και πρακτικάς διαστάσεις τού θέματος τού Αυτοκεφάλου εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» και κατέληξε σε συμπεράσματα. Το κείμενο αυτό αποτελείται από 4 άρθρα και τα παραθέτω: «1. Ο θεσμός τής Αυτοκεφαλίας εκφράζει κατ’ αυθεντικόν τρόπον μίαν εκ τών ουσιαστικών όψεων τής ορθοδόξου εκκλησιολογικής παραδόσεως περί τής σχέσεως τής τοπικής προς την ανά την Οικουμένην Εκκλησίαν τού Θεού. Η βαθεία αύτη σχέσις τού κανονικού θεσμού τής εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας προς την ορθόδοξον εκκλησιολογικήν διδασκαλίαν περί τής τοπικής Εκκλησίας εξηγεί τόσον την ευαισθησίαν τών κατά τόπους αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών δια την αντιμετώπισιν τών υφισταμένων προβλημάτων περί την εύρυθμον λειτουργίαν τού θεσμού, όσον και την προθυμίαν αυτών όπως συμβάλουν δι’ εκτενών εισηγήσεων εις την αξιοποίησίν του υπέρ τής ενότητος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. 2. Η συνεπής προς την ορθόδοξον εκκλησιολογίαν αλληλοπεριχώρησις τοπικότητος και οικουμενικότητος προσδιορίζει την λειτουργικήν σχέσιν μεταξύ τής διοικητικής οργανώσεως και τής ενότητος τής Εκκλησίας, διο και διεπιστώθη πλήρης συμφωνία ως προς την θέσιν τού θεσμού τής Αυτοκεφαλίας εις την ζωήν τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. 3. Διεπιστώθη πλήρης συμφωνία ως προς τους αναγκαίους κανονικούς όρους δια την ανακήρυξιν τού Αυτοκεφάλου τοπικής τινος Εκκλησίας, ήτοι ως προς την συγκατάθεσιν και τας ενεργείας τής Εκκλησίας-μητρός, ως προς την εξασφάλισιν πανορθοδόξου συναινέσεως και ως προς τον ρόλον τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και τών λοιπών αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών κατά την ανακήρυξιν τού αυτοκεφάλου. Συμφώνως προς την συμφωνίαν ταύτην: α) Η Εκκλησία-μήτηρ, δεχομένη το αίτημα υπαγομένης εις αυτήν εκκλησιαστικής περιοχής, αξιολογεί τας υφισταμένας εκκλησιολογικάς, κανονικάς και ποιμαντικάς προϋποθέσεις, προς παροχήν τού αυτοκεφάλου. Εις περίπτωσιν καθ’ ην η τοπική Σύνοδος, ως ανώτατον εκκλησιαστικόν όργανον, παράσχει την συγκατάθεσιν αυτής, υποβάλλει σχετικήν πρότασιν προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον δια την αναζήτησιν τής πανορθοδόξου συναινέσεως, ενημερώνει δε σχετικώς τας λοιπάς κατά τόπους αυτοκεφάλους Εκκλησίας. β) Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, κατά τα πανορθοδόξως καθιερωμένα, ανακοινοί δια Πατριαρχικού Γράμματος πάντα τα σχετικά προς το συγκεκριμένον αίτημα και αναζητεί την έκφρασιν τής πανορθοδόξου συναινέσεως. Η πανορθόδοξος συναίνεσις εκφράζεται δια τής ομοφωνίας τών Συνόδων τών αυτοκεφάλων Εκκλησιών. γ) Εκφράζων την συγκατάθεσιν τής Εκκλησίας-μητρός και την πανορθόδοξον συναίνεσιν ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανακηρύσσει επισήμως το αυτοκέφαλον τής αιτησαμένης Εκκλησίας δια τής εκδόσεως Πατριαρχικού Τόμου. Ο Τόμος ούτος υπογράφεται υπό τού Οικουμενικού Πατριάρχου. Είναι επιθυμητόν να προσυπογράφεται και υπό τών Προκαθημένων τών αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οπωσδήποτε όμως υπό τού Προκαθημένου τής Εκκλησίας-μητρός. 4. Η ανακηρυχθείσα Αυτοκέφαλος τοπική Εκκλησία εντάσσεται ως ισότιμος εις την κοινωνίαν τών αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και απολαύει πάντων τών πανορθοδόξως καθιερωμένων κανονικών προνομίων (Δίπτυχα, Μνημόσυνον, Διορθόδοξοι σχέσεις κ.λπ.)». Το κείμενο αυτό δείχνει τι είναι το αυτοκέφαλο, πώς στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία υπάρχει αλληλοπεριχώρηση μεταξύ τοπικότητος και οικουμενικότητος και ποια είναι η σχέση μεταξύ διοικητικής οργανώσεως κάθε Τοπικής Εκκλησίας και τής ενότητος τής όλης τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Επίσης, φαίνεται ότι η παράγραφος γ' τού άρθρου 3 ήταν η πλέον βασική, γιατί δείχνει τον τρόπο ανακηρύξεως τού Αυτοκεφάλου σε μια Τοπική Εκκλησία. Δηλαδή η Τοπική Εκκλησία κάνει αίτηση να λάβη το Αυτοκέφαλο, η Εκκλησία-μητέρα στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία τής οποίας ανήκει εκφράζει την συγκατάθεσή της, όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δίδουν την συναίνεση και μετά ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανακηρύσσει επισήμως το Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία που το ζήτησε. Αυτό σημαίνει ότι αφού προηγηθούν τα προηγούμενα στάδια ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκδίδει τον Συνοδικό Τόμο. Επί πλέον εκφράσθηκε η επιθυμία να προσυπογράφεται από τους Προκαθημένους όλων τών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οπωσδήποτε από τον Προκαθήμενο τής Εκκλησίας στην οποία ανήκε έως τότε η Εκκλησία στην οποία θα χορηγηθή το Αυτοκέφαλο, η οποία χαρακτηρίζεται ως Εκκλησία Μητέρα. Πρόκειται για μια ισορροπημένη εκκλησιαστική απόφαση που δείχνει πώς λειτουργεί το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ώστε το αυτοκέφαλο να μη γίνη «κακοκέφαλο». Στο τέλος όμως τού κειμένου καταγράφεται μια σημείωση: «Το περιεχόμενον τής παραγράφου 3. γ) παρεπέμφθη προς πληρεστέραν επεξεργασίαν εις την επομένην Διορθόδοξον Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν, ήτις και θα αναζητήση την επ’ αυτής ενιαίαν θέσιν τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ολοκληρούσα ούτω το έργον αυτής επί τού θέματος τούτου». Το κείμενο αυτό ήταν έργο τών Εκπροσώπων όλων τών Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών και θα έπρεπε να εγκριθή από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, όποτε αυτή θα συνερχόταν.
2. Η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή τού Δεκεμβρίου 2009 Την Συνοδική περίοδο 2009-2010 ήμουν μέλος τής Διαρκούς Ιεράς Συνόδου και με την ιδιότητα αυτή παρακολούθησα την πορεία τού θέματος αυτού. Συγκεκριμένα, την περίοδο από 9ης έως 17ης Δεκεμβρίου 2009 συνήλθε στο Πατριαρχικό Κέντρο στο Σαμπεζύ τής Γενεύης η Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή για να μελετήση τα θέματα που επρόκειτο να συζητηθούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, ήτοι το «Αυτοκέφαλο», το «Αυτόνομο» και τα «Δίπτυχα». Πρόκειται για σοβαρά εκκλησιολογικά ζητήματα που αναφέρονται στην ενότητα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο αείμνηστος Πρωτ. Στέφανος Αβραμίδης, Γραμματεύς τής Συνοδικής Επιτροπής Διορθοδόξων και Διαχριστιανικών Σχέσεων τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, που συμμετείχε εκ μέρους τής Εκκλησίας τής Ελλάδος στην Επιτροπή αυτή ως σύμβουλος, ενώ μέλος ήταν ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως και Πρεβέζης Μελέτιος, υπέβαλε Έκθεση τών Πεπραγμένων τής Διορθόδοξης αυτής Προσυνοδικής Επιτροπής στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Η έκθεση αυτή είναι αρκετά ενδιαφέρουσα, γιατί δείχνει τα προβλήματα που υπάρχουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Θα δούμε δύο σημεία από την Έκθεση αυτή, που φανερώνουν το πρόβλημα που ανέκυψε με την Ουκρανία.
α) Συζήτηση για το θέμα Ήδη, όπως έχω σημειώσει πιο πάνω, η παράγραφος 3γ' παραπέμφθηκε από την Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Διάσκεψη τού 1993 να συζητηθή σε μια επόμενη Προπαρασκευαστική Διάσκεψη. Για το θέμα αυτό διεξήχθη ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική συζήτηση στην Προπαρασκευαστική Διάσκεψη τού Δεκεμβρίου 2009. Δεν διαθέτω τα Πρακτικά τής Συνεδριάσεως αυτής, αλλά έχω την Έκθεση τού Γραμματέως π. Στεφάνου Αβραμίδη, που κατέθεσε σε επίσημο κείμενό του στην Διαρκή Ιερά Σύνοδο, και νομίζω ότι θα αποδίδη την αλήθεια τών πραγμάτων. Ο Σεβασμιώτατος Πρόεδρος (Περγάμου Ιωάννης) Εκπρόσωπος τού Οικουμενικού Πατριαρχείου «ανέπτυξε την θέσιν τού Οικ. Πατριαρχείου: ότι δηλαδή εφ’ όσον ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξασφαλίζει την συναίνεσιν τών κατά Τόπους Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, δια τής λήψεως εγγράφου συναινέσεώς τους, δύναται να υπογράψη μόνος του τον Πατριαρχικόν Τόμον». Δηλαδή, ο Τόμος τής Αυτοκεφαλίας θα υπογραφόταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αφού θα προηγήτο η συναίνεση όλων τών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Στην συνέχεια ακολούθησε συζήτηση μεταξύ τών εκπροσώπων όλων τών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Πρώτος, ο Σεβασμιώτατος Βολοκολάμσκ Ιλαρίων (Εκκλησία Ρωσίας) «ανέπτυξε δια μακρών την θέσιν τού Πατριαρχείου Μόσχας: ότι όλοι οι Προκαθήμενοι πρέπει να υπογράφουν τον Τόμον τού Αυτοκεφάλου ή τουλάχιστον "και" η Εκκλησία-Μήτηρ». Αυτό δείχνει ότι αμέσως ετέθη η δεύτερη πρόταση, αντίθετη από την πρόταση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στην ουσία ετέθη το θέμα τής μειώσεως τών προνομίων τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως προβλέπεται από τους Κανόνας τής Εκκλησίας, ιδίως τής Δ' Οικουμενικής Συνόδου, όσες ακολούθησαν και τής όλης Εκκλησιαστικής παραδόσεως. Ο Θεοφιλέστατος Καμπινεάνουλ Κυπριανός (Εκκλησία Ρουμανίας) «εξέφρασε την αυτήν με τον Σεβ. Βολοκολάμσκ θέσιν, τονίσας ότι ούτως εξασφαλίζεται η ομοφωνία και η Συνοδικότης. Και επρότεινε, να προστεθή ειδική παράγραφος προβλέπουσα την δυνατότητα μιας Εκκλησίας να προσφύγη εις πανορθόδοξον όργανον εις περίπτωσιν "αδικαιολογήτου αρνήσεως" τής Εκκλησίας-Μητρός να συγκατατεθή να χορηγηθή Αυτοκέφαλον. Όπισθεν τής προτάσεως αυτής ίσως υποκρύπτετο η Ρουμανική διεκδίκησις δικαιοδοσίας επί τής Εκκλησίας τής Μολδαβίας». Ακολούθως ο Σεβασμιώτατος Πρόεδρος Μητροπολίτης Περγάμου αντέτεινε, «ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι εκφράσεως τής συνοδικότητος, τής ομοφωνίας και τής ενότητος και εξέφρασε τον φόβον που διατυπώνουν πολλοί, περί συνειδητών ενεργειών Εκκλησιών τινων δια μείωσιν τών προνομίων τής Πρωτοθρόνου Εκκλησίας. Και ετόνισεν, ότι αν υπογράψη μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης τον Τόμον τού Αυτοκεφάλου ουδόλως υποβαθμίζεται η πανορθόδοξος συναίνεσις, αφού κατά τα ήδη αποφασισθέντα θα πρέπει εκ τών προτέρων να έχη δοθή η συναίνεσις πάντων τών προκαθημένων‧ και φυσικά και τού προκαθημένου τής Εκκλησίας-Μητρός». Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος (Εκκλησία τής Ελλάδος) «αφού ανεφέρθη εις την παγεράν ατμόσφαιραν που επεκράτει εις την αίθουσαν τών συνεδριάσεων, δια πολλών επιχειρημάτων απέδειξε ότι την ομοφωνίαν δεν μπορούν να διασαλεύσουν "ωρισμένοι φιλονεικούντες" (κατά την φράσιν τής Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, καν. ΣΤ΄). Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι εκήρυττον ότι τα πάντα απεφασίζοντο ομοφώνως, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν υπήρξεν απόλυτος ομοφωνία‧ και πάντοτε εκράτει η ψήφος τών πλειόνων. Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν δεσμεύεται από καμμίαν προπαρασκευαστικήν διαδικασίαν, απαιτούσαν λήψιν ομοφώνων προτάσεων προς αυτήν, και μπορεί να φέρη τα πάνω κάτω». Ο Σεβασμιώτατος Βολοκολάμσκ «υπέμνησε ότι τον Τόμον τού Αυτοκεφάλου το Πατριαρχείον Μόσχας έλαβε κατόπιν αποφάσεως τής ενδημούσης εν Κ/πόλει Συνόδου! Με το επιχείρημα αυτό ήθελε να ενισχύση την θέσιν τού Πατριαρχείου Μόσχας ότι το Αυτοκέφαλον πρέπει να χορηγήται υπό πανορθοδόξου σώματος». Τότε ο Καθηγητής Φειδάς, που ήταν σύμβουλος στην Γραμματεία «επί τής Προπαρασκευής τής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου τής Ορθοδόξου Εκκλησίας», «παρεμβαίνων εις το σημείον αυτό ετόνισεν ότι το Πατριαρχικόν Αξίωμα εδόθη εις τον Μόσχας υπό μόνου τού Οικουμενικού Πατριάρχου Ιερεμία. Αυτοκέφαλος είχε ανακηρυχθή τότε ο Μητροπολίτης Μόσχας. Στον Μητροπολίτη Ιώβ πρώτα εδόθη το Πατριαρχικό Αξίωμα και μετά το Αυτοκέφαλον. Δηλαδή αποσαφηνίσθη η θέσις τού Πατριάρχου Μόσχας εν σχέσει προς τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως και η θέσις του εις το σύστημα τών Ορθοδόξων Εκκλησιών». Πράγματι, όπως ο ίδιος ο Καθηγητής υποστηρίζει σε βιβλίο του, η πατριαρχική τιμή και αξία στον Μητροπολίτη Μόσχας Ιώβ έγινε υπό τού Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ την 26 Ιανουαρίου 1589, κατά την θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό τής Θεοτόκου, ο οποίος ονομάσθηκε «Πατριαρχείον». Ο Πατριάρχης Ιερεμίας μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη συνεκάλεσε ενδημούσα Σύνοδο (1590), στην οποία συμμετείχαν και ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιωακείμ Ε΄ και ο Ιεροσολύμων Σωφρόνιος Δ΄, για την έκφραση τής συναινέσεώς τους στην ανακήρυξη τής πατριαρχικής τιμής και αξίας τής Εκκλησίας τής Ρωσίας. Επειδή όμως τότε ο θρόνος τής Αλεξανδρείας τελούσε εν χηρεία συνεκλήθη μετά τρία χρόνια μεγάλη ενδημούσα Σύνοδος (1593) για να εκφρασθή και η συναίνεση και τού ήδη εκλεγέντος και χειροτονηθέντος Πατριάρχου Αλεξανδρείας Μελετίου Α΄ Πηγά. Έτσι, με την Ενδημούσα αυτήν Σύνοδο έγινε αποδοχή τής Εκκλησίας τής Ρωσίας ως Πατριαρχείου που είχε χορηγηθή από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ με επίδοση Πατριαρχικού Χρυσόβουλου ή Τόμου το 1589 στην Μόσχα (Βλασίου Φειδά, Ο θεσμός τής Πενταρχίας τών Πατριαρχών, Αθήναι 2012, σελ. 343 και εξής). Ο Σεβασμιώτατος Βολοκολάμσκ «ωσάν να απαντούσε εις τον κ. Φειδάν είπε: Ο Πατριάρχης μας ποτέ δεν θα εξουσιοδοτήση τον Οικουμενικόν Πατριάρχην να μιλήση εκ προσώπου του!». Εκδηλώθηκε σαφέστατα η αμφισβήτηση τού Οικουμενικού Πατριάρχου ως πρώτου στο σύστημα τών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Άμεση απάντηση έδωσε ο Σεβασμιώτατος Πρόεδρος: «Εδώ, διαπιστώνεται, ότι τίθεται θέμα εκκλησιολογικό. Αυτά που λέγατε ενισχύουν τας υποψίας μας, ότι υπάρχει προσπάθεια υποβαθμίσεως τού Οικουμενικού Πατριάρχου. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει συντονιστικόν έργον και δύναται να εκφράζη την γνώμην όλης τής Ορθοδοξίας. Και το κάνει αφού συνεννοηθή με τους άλλους Προκαθημένους. Αυτό δεν έχει καμμία σχέση με παπικά πρωτεία. Ο Πάπας εκφράζει την γνώμην του, δεν ερωτάει τους άλλους. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ζητεί να εξασφαλίση την γνώμην τών άλλων και αυτήν εκφράζει». Στο σημείο αυτό λύθηκε η Συνεδρία τής ημέρας εκείνης. Ο π. Στέφανος Αβραμίδης συνεχίζει στην Έκθεσή του: «Καθ’ όλην την επομένην ημέραν, παρά την έκκλησιν τού Σεβ. Προέδρου να μη μειωθή η μεταξύ τών εκπροσώπων συνέδρων αγάπη, αι συζητήσεις επί τού θέματος τού ποιος υπογράφει τον Τόμον τού Αυτοκεφάλου διεξήγοντο μέσα σε ένα κλίμα εντάσεων». Ο Σεβασμιώτατος Πρόεδρος «ετόνισε ότι το θέμα τής υπογραφής τού Τόμου τού Αυτοκεφάλου υπό τού Οικουμενικού Πατριάρχου είναι βασικόν εκκλησιολογικόν θέμα επί τού οποίου δεν δύναται να γίνη καμμία υποχώρησις εκ μέρους τού Οικουμενικού Πατριαρχείου». Επομένως, ετέθησαν δύο προτάσεις. Η πρώτη πρόταση ήταν τού Οικουμενικού Πατριαρχείου ότι ο Τόμος Αυτοκεφαλίας υπογράφεται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αφού προηγηθή αίτηση από την Εκκλησία που θέλει την Αυτοκεφαλία, συγκατάθεση τής Μητρός Εκκλησίας, στην οποία ανήκε προηγουμένως και συναίνεση όλων τών Εκκλησιών. Η δεύτερη πρόταση ήταν τής Εκκλησίας τής Ρωσίας ότι με τα όσα προηγούνται τής ανακήρυξης Αυτοκεφάλου, ο Τόμος υπογράφεται από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Στην έκθεση γράφεται: «Με την θέσιν αυτήν (δηλαδή τού Οικουμενικού Πατριαρχείου) συνετάγησαν τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και αι Εκκλησίαι Ελλάδος και Αλβανίας», δηλαδή 6 Εκκλησίες με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. «Με την θέσιν τής Εκκλησίας τής Ρωσσίας συνετάγησαν αι Εκκλησίαι Σερβίας, Ρουμανίας (δια τους δικούς της λόγους), καθώς και αι Εκκλησίαι Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας, και Τσεχίας και Σλοβακίας», δηλαδή 7 Εκκλησίες με το Πατριαρχείο Ρωσίας. «Υπέρ τής υπογραφής τού Τόμου από όλες τις Εκκλησίες ετάχθη και η Εκκλησία τής Κύπρου». Τελικά 6 Εκκλησίες συνετάγησαν με την πρόταση τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και 8 Εκκλησίες συνετάγησαν με την πρόταση τού Πατριαρχείου Ρωσίας. Στην συνέχεια ο Σεβ. Βολοκολάμσκ «επρότεινε μίαν συμβιβαστικήν λύσιν: ο τόμος να υπογράφεται υπό τού Οικ. Πατριάρχου με μεγαλύτερα γράμματα και η Εκκλησία-Μήτηρ να υπογράφη ως συναποφαινομένη ή συμμαρτυρούσα. Όμως η πρότασις αυτή δεν έγινε δεκτή, αι Εκκλησίαι, αι οποίαι εστήριζον την θέσιν τού Οικουμενικού Πατριαρχείου επέμενον, όπως ο Πατριαρχικός Τόμος υπογράφεται υπό μόνου τού Οικουμενικού Πατριάρχου, ενώ αι άλλαι Εκκλησίαι επέμεναν ο Τόμος να υπογράφεται από όλους τους Προκαθημένους τών κατά Τόπους Εκκλησιών και όχι μόνον υπό τού Οικουμενικού Πατριάρχου και τού Προκαθημένου τής Εκκλησίας-Μητρός». Στο σημείο αυτό παρενέβη ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος (Εκκλησία τής Ελλάδος), ο οποίος τόνισε «ότι η επιμονή και εμμονή εκείνων, οι οποίοι θέλουν να συνυπογράφουν όλοι οι προκαθήμενοι ή έστω ο Προκαθήμενος τής Εκκλησίας-Μητρός δεν δείχνει ταπείνωσιν. Ανεφέρθη εις τα προνόμια τού πάπα Παλαιάς Ρώμης, καθώς και στα ίσα προνόμια και πρεσβεία τού Πατριάρχου τής Νέας Ρώμης. Υπενθύμισε δε, ότι εις τον Τόμον τού Αυτοκεφάλου τής Μόσχας ρητώς αναφέρεται, ότι ο Πατριάρχης Μόσχας οφείλει να αναγνωρίζη τον Οικουμενικόν Πατριάρχην ως Πρώτον. Και άρα ο Μόσχας αθετεί βασικόν όρον επί τη βάσει τού οποίου τού εχορηγήθη το αυτοκέφαλον και η Πατριαρχική αξία». Ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος είχε δίκαιο, γιατί στο πατριαρχικό Χρυσόβουλο που δόθηκε από τον Πατριάρχη Ιερεμία Β΄ στον Μόσχας, με το οποίο αναγνωρίζεται Πατριάρχης, όσο και στο Συνοδικό Γράμμα τού 1590, με την συναίνεση τών Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων τονιζόταν «ίνα ως κεφαλήν και αρχήν έχη αυτόν τον αποστολικόν θρόνον τής τού Κωνσταντίνου πόλεως, ως και οι άλλοι Πατριάρχαι» (Βλασίου Φειδά ένθ. ανωτ. σελ. 363). Σε απάντηση αυτών που είπε ο Σεβασμιώτατος Νικοπόλεως, ο Σεβ. Βολοκολάμσκ επέμενε: «Η υπογραφή υπό τής Εκκλησίας-Μητρός τού Τόμου τού Αυτοκεφάλου είναι conditio sine qua non (προϋπόθεσις εκ τών ων ουκ άνευ) δια το Πατριαρχείον Μόσχας. Ημείς εδέχθημεν να αλλάξωμεν την απόφασιν δια το Αυτοκέφαλον τής εν Αμερική Ορθοδόξου Εκκλησίας (O.C.A.) και εις ουδεμία περίπτωσιν δεχόμεθα να λείπη από τον Τόμον τού Αυτοκεφάλου η υπογραφή τής Εκκλησίας-Μητρός». Υπονομεύθηκε πλήρως το κείμενο περί τής ανακηρύξεως τού αυτοκεφάλου, αν και προβλεπόταν να προηγηθή η αίτηση τής Εκκλησίας που το επιζητεί, η συγκατάθεση τής Μητρός Εκκλησίας και η συναίνεση όλων τών αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Η διαφορά που προέκυψε φαίνεται στα ρήματα «προσυπογράφεται», «συνυπογράφεται» και «υπογράφεται». Δεν πρόκειται βέβαια για απλά ρήματα, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μείωση τών προνομίων τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και στην πράξη ότι δεν υπάρχει πρώτος στην Εκκλησία. Την επομένη ημέρα, ήτοι την 12η Δεκεμβρίου, μνήμη τού αγίου Σπυρίδωνος, μετά την θεία Λειτουργία στον Ναό τού Πατριαρχικού Κέντρου, συνεχίσθηκε η συζήτηση για το ποιος υπογράφει τον Πατριαρχικό Τόμο τού Αυτοκεφάλου. Γράφεται στην Έκθεση: «Κατετέθη δε πρότασις, να τροποποιηθή η παράγραφος 3γ και αντί να λέγη: "Είναι επιθυμητόν να προσυπογράφεται (ο Τόμος υπό τού Οικ. Πατριάρχου) και υπό τών Προκαθημένων τών αυτοκεφάλων Εκκλησιών οπωσδήποτε όμως υπό τού Προκαθημένου τής Εκκλησίας-μητρός", να λέγη "...μάλιστα δε υπό τού Προκαθημένου τής Εκκλησίας-Μητρός" ώστε να εκφράζεται το επιθυμητόν και όχι το υποχρεωτικόν δια να εξασφαλίζεται το υπάρχον προνόμιον τού Οικουμενικού Πατριάρχου. Επί τού θέματος αυτού η Εκκλησία τής Ρωσίας επέμεινεν ότι ήτο απαραίτητον ο Τόμος να συνυπογράφεται υπό τής Εκκλησίας-Μητρός, (ως εσχάτη υποχώρησις), αι δε Εκκλησίαι Ρουμανίας και Πολωνίας ανέφερον, ότι η πρότασις, ο Τόμος να υπογράφεται από όλους τους Προκαθημένους είναι απόφασις αμετάκλητος δι’ αυτάς». Αφού δεν έγινε αποδεκτή αυτή η συμβιβαστική πρόταση ο Σεβ. Πρόεδρος «παρετήρησεν ότι εφ’ όσον δεν προβλέπεται από τα μέχρι τώρα, να υπάρξη ομοφωνία επί τού θέματος τούτου δεν έχομεν δικαίωμα να δαπανώμεν περισσότερον χρόνον επ’ αυτού. Το θέμα έληξε και παραπέμπεται εις την προσεχή Προπαρασκευαστικήν Επιτροπήν». Στην συνέχεια έγινε συζήτηση για την πρόταση τής Εκκλησίας τής Ρουμανίας που είχε ως εξής: «Ως προς το θέμα τού Αυτοκεφάλου και τού τρόπου ανακηρύξεως αυτού, με σκοπόν την διατύπωσιν τής επισήμου θέσεως τής Εκκλησίας μας, επιθυμούμε να ληφθούν υπ’ όψιν αι εξής επισημάνσεις: 1) εις την περίπτωσιν αδικαιολογήτου αρνήσεως εκ μέρους μιας Αυτοκεφάλου Εκκλησίας-Μητρός, να παράσχη την συγκατάθεσίν της να αποκτήση Αυτοκέφαλον κάποιο τμήμα τοπικής Εκκλησίας, το θέμα αυτό πρέπει να παραπέμπεται προς επίλυσίν του εις μίαν ad hoc Πανορθόδοξον Σύναξιν (προκαθημένων ή εκπροσώπων των), 2) η πράξις δια τής οποίας παρέχεται το Αυτοκέφαλον εις μίαν τοπικήν Εκκλησίαν να ονομάζεται απλώς "Τόμος" και να υπογράφεται από τον Οικουμενικόν Πατριάρχην και όλους τους Προκαθημένους τών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών». Η πρόταση αυτή τής Εκκλησίας τής Ρουμανίας απαιτούσε να γίνη προσθήκη στην παράγραφο 3α τού κειμένου που είχε εγκριθή από την Προπαρασκευαστική Επιτροπή τού 1993, πράγμα που δεν προβλεπόταν να γίνη στην Προπαρασκευαστική αυτή Επιτροπή, η οποία είχε αρμοδιότητα να συζητήση μόνον την παράγραφο 3γ. Στην Έκθεσή του ο π. Στέφανος Αβραμίδης γράφει: «Ακολούθησε συζήτησις περί τού: αν και κατά πόσον η Προπαρασκευαστική Επιτροπή μπορούσε να συζητήση ένα τέτοιο θέμα. Και ωρισμένοι μεν -ιδίως οι εκπρόσωποι τού Πατριαρχείου Μόσχας- εθεώρησαν ότι το θέμα ήτο εκτός ημερησίας διατάξεως και ότι είχε πλέον κλείσει η συζήτησις επί τής παραγρ. 3α τού κειμένου τού 1993, η διατύπωσις τής οποίας είχε γίνη τότε ομοφώνως αποδεκτή. Άλλοι όμως συνεφώνησαν ότι το θέμα δύναται να συζητηθή ως σχετικόν και εκφράζον το Πανορθόδοξον ενδιαφέρον δια μίαν Πανορθόδοξον λύσιν. Αλλά και πάλιν διαπιστώθηκε διαφωνία. Και γενομένης ψηφοφορίας, αν δύναται να συζητηθή το θέμα, εννέα Εκκλησίαι εψήφισαν ναι, πέντε όχι! Κατά την ακολουθήσασα συζήτησιν η Ρωσσική αντιπροσωπεία ετάχθη κατηγορηματικώς αντίθετη με την πρότασιν τής Εκκλησίας τής Ρουμανίας, διότι εφαίνετο αναιρούσα το ομοφώνως δεκτόν γενόμενον, ότι το αυτοκέφαλον δεν χορηγείται αν δεν συγκατατεθή η Εκκλησία-Μήτηρ. Εις το επιχείρημα τούτο τών Ρώσων, η Ρουμανική Εκκλησία αντέτεινε, ότι η πρότασις δεν απέβλεπε να αναιρέση την διαδικασίαν τής ανακηρύξεως Αυτοκεφάλου, που οπωσδήποτε θα πρέπει να αρχίζη με πρωτοβουλίαν τής Εκκλησίας-Μητρός, αλλά μόνον εις τον τρόπον με τον οποίον μπορούν αι άλλαι Εκκλησίαι να αναπτύξουν ενδιαφέρον δια άλλην Εκκλησίαν, που θα επιθυμεί να λάβη Αυτοκέφαλον. Εντός τού πνεύματος τούτου εγένοντο δύο προτάσεις: το θέμα να παραπέμπεται ή εις το Οικ. Πατριαρχείον, ή εις πανορθόδοξον Σώμα, συγκαλούμενον υπό τού Οικ. Πατριάρχου. Εις το σημείον αυτό κατατέθη μετ’ εμφάσεως, ότι Εκκλησίαι τινές Εθνικαί, επιζητούσαι Αυτοκέφαλον, και μη ευρίσκουσαι κατανόησιν σκέπτονται να αποχωρήσουν από την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και να γίνουν ουνιτικαί. Εις την παρατήρησιν αυτήν ο εκπρόσωπος τής Εκκλησίας τής Τσεχίας και Σλοβακίας θέλων να υποστηρίξη την θέσιν τού Πατριαρχείου Μόσχας είπε: "Εγώ φοβούμαι τον εκβιασμό! Όποιος θέτει την ταυτότητά του υπεράνω τής πίστεως, αργά ή γρήγορα θα φύγη! Αν δεν είσαι ευχαριστημένος που είσαι ελεύθερος, να φύγης και να πας όπου θέλεις"!». Τότε ο Σεβ. Νικοπόλεως είπε: «Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι δεκατέσσερα σώματα, αλλ’ εν σώμα. Εδώ οι συνομιλίαι μας ομοιάζουν με εκείνες τού Χριστόφια με τον Ταλάτ. Η Εκκλησία είναι μία και υπάρχει δια την σωτηρίαν τού κόσμου. Ο Χριστός μάς λέγει, ότι ο Καλός Ποιμήν, όταν πλανηθή και φεύγη ένα πρόβατον από τα εκατόν, αφίνει τα εννενήντα εννέα και βγαίνει στα βουνά προς αναζήτησιν τού πλανηθέντος. Είμεθα ποιμένες -εκτός αν είμεθα μισθωτοί! Και έχομεν καθήκον να φροντίζωμεν τα πρόβατα τού Χριστού. Διαμαρτύρομαι για αυτό που ελέχθη, δηλαδή "αν θέλουν ας φύγουν"! Τα πρόβατα είναι τού Χριστού. Ο Χριστός σταυρώθηκε για μάς. Και εμείς πρέπει να σταυρώσωμεν τις δικές μας επιθυμίες. Όταν μια Εκκλησία τελεί σαράντα χρόνια σε σχίσμα, έχομεν χρέος να παρέμβωμεν και όχι να ακολουθούμεν την "κατά φιλονεικίαν" γνώμην τού ενός. Η Ορθοδοξία δεν είναι Ο.Η.Ε. Δεν έχουν οι Εκκλησίες βέτο. Η Εκκλησία καλεί σύνοδον και αυτή επιβάλλει λύσιν δια την σωτηρίαν τών λογικών προβάτων. Ακόμη και επιτίμια. Το θέμα είναι πνευματικόν, όχι νομικίστικον! Είμαστε αδελφοί! Και δεν κάνει να συμπεριφερόμεθα σαν εχθροί». Ο Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος έθεσε τον δάκτυλο επί τών τύπων τών ήλων, εκφράζοντας την αλήθεια ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένα σώμα και όχι δεκατέσσερα ανεξάρτητα σώματα, κατά προτεσταντικό τρόπο! «Κατόπιν ετέθη εις ψηφοφορίαν η ως άνω πρότασις τής Ρουμανίας. Αλλά η Ρωσική Εκκλησία προέβαλε βέτο! Έτσι η πρότασις δεν ετέθη καν εις ψηφοφορίαν!». Το θέμα έχει και συνέχεια. Στην Σύναξη τών Προκαθημένων τών Ορθοδόξων Εκκλησιών (Φανάρι 6-9 Μαρτίου 2014) μεταξύ τών αποφάσεων που ελήφθησαν για την μέλλουσα να συγκληθή Αγία και Μεγάλη Σύνοδο τής Ορθοδόξου Εκκλησίας ήταν και τα ακόλουθα: «Τυγχάνει ευκταίον όπως τα εις προπαρασκευαστικόν στάδιον συζητηθέντα δύο θέματα, ήτοι «Το Αυτοκέφαλον εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και ο τρόπος ανακηρύξεως αυτού» και «τα Δίπτυχα» συζητηθούν περαιτέρω υπό τής Προπαρασκευαστικής Επιτροπής. Εάν επιτευχθή ομοφωνία και επί τών δύο τούτων θεμάτων, ταύτα θα παραπεμφθούν εις την Προσυνοδικήν Πανορθόδοξον Διάσκεψιν τού 2015 και δι’ αυτής εις την Αγίαν και Μεγάλην Σύνοδον». Όμως δεν επετεύχθη ομοφωνία, γι’ αυτό τα θέματα αυτά δεν παρεπέμφθησαν στην Σύνοδο τής Κρήτης. Έτσι, χάθηκε μια ευκαιρία για την επίτευξη τής ενότητος τών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Παρατηρώ ότι γίνεται θεολογικός διάλογος με τους ετεροδόξους Χριστιανούς για να ευρεθή τρόπος επαναφοράς τους στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά δεν μπορεί να υπάρξη ενότητα μεταξύ τών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αυτό κάνει τους Ετεροδόξους να καγχάζουν λέγοντας: «Να βρήτε εσείς την ενότητα μεταξύ σας και τότε να επιχειρήσετε και την ενότητα όλων τών άλλων Χριστιανών». Έτσι, και το παπικό σύστημα διοικήσεως έχει πρόβλημα, λόγω τού πρωτείου και αλαθήτου τού Πάπα, και το συνοδικό σύστημα έχει πρόβλημα όταν δεν αναγνωρίζεται ένας Πρώτος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, που δεν θα ασκή τα καθήκοντά του με παπική νοοτροπία, αλλά ως Πρώτος που θα επικοινωνή με τις άλλες Εκκλησίες και θα εξασφαλίζη την συναίνεσή τους. Σαφέστατα υπάρχει διαφορά μεταξύ τού Παπικού Πρωτείου και τού Πρώτου στο συνοδικό σύστημα διοικήσεως. Αν δεν υπάρχη ένας Πρώτος, τότε καταλήγουμε στην προτεσταντική συνομοσπονδία.
β) Παρατηρήσεις-Συμπεράσματα Ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Αβραμίδης στο τέλος τής Εκθέσεως παραθέτει και τις παρατηρήσεις του και τα συμπεράσματά του. Πρόκειται για έξι συμπεράσματα, τα οποία δείχνουν τα προβλήματα που υπάρχουν στις Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες ταλανίζονται από μία ακατανόητη μορφή αυτονομίας και μια αντορθόδοξη νοοτροπία εθνοφυλετισμού, σύμφωνα με την οποία προτάσσεται το έθνος πάνω από την ενότητα τής Εκκλησίας. Παραθέτω τα συμπεράσματα τού π. Στεφάνου που είναι αποκαλυπτικά, γιατί το πλήρωμα τής Εκκλησίας πρέπει να γνωρίζη αυτήν την κατάσταση για να κάνη την διάκριση μεταξύ τού εσωτερικού πνεύματος τής Εκκλησίας, όπως παρουσιάζεται από τους Αποστόλους και Πατέρας, και τής εθνικιστικής εμπαθούς νοοτροπίας μερικών μελών τής Εκκλησίας. Γράφεται στην Έκθεση ως Παρατηρήσεις-Συμπεράσματα: «1. Αν κανείς θελήσει να εκτιμήσει και αξιολογήσει τα εν Γενεύη εις την Προπαρασκευαστικήν Διάσκεψιν από 9 - 17 Δεκεμβρίου 2009 δια την προετοιμασίαν τής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, θα πρέπει να ομολογήση ότι ξεκίνησε, συνεχίσθηκε και έκλεισε μέσα σε ένα πνεύμα όχι απλώς ψυχρότητος, αλλά κατά κυριολεξία παγερότητος και παγωνιάς. Το 1993, δηλαδή προ 16 ετών είχε διακοπή υπό θλιβεράς συνθήκας η τότε Συνδιάσκεψις χωρίς ελπίδα. Κατά άκρα μακροθυμία η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης εδέχθη να συνεχισθούν κατά το ήδη παρελθόν έτος 2009. 2. Τίποτε στην Συνδιάσκεψη αυτή δεν ενθύμιζε πνεύμα Χριστού, αγάπη, Εκκλησία, Πεντηκοστή. Οι αντιπρόσωποι τών Εκκλησιών σεβάσμιοι ιεράρχες αγωνίζονταν, ή παραταξιακά χωρισμένοι σε δύο μπλόκ (τών υπερμάχων τών προνομίων τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και τών πολεμίων του) ή με αγωνία να ξεπερασθή αυτό το ψυχοφθόρον και καταλυτικόν τής έννοιας τής Εκκλησίας πνεύμα, που έχει εισέλθη εις τα ανώτερα κλιμάκιά της και σιγά-σιγά μεταβάλλεται σε ιδεολογική ταυτότητα τών τοπικών Εκκλησιών. Μάτην ηκούσθησαν κραυγαί αγωνίας. 3. Αιτία τού κακού υπήρξε η, είτε κατά παγίδευσιν, είτε άλλως πως, εισαχθείσα εις τον τρόπον προετοιμασίας μέθοδος τής λήψεως αποφάσεων κατά πλήρη και απόλυτον ομοφωνίαν. Η αρχή φαίνεται απολύτως ορθή. Όμως δεν είναι. Αφού δεν ελήφθη ποτέ, εις καμμίαν Σύνοδον καμμία απόφασις ούτε για διατύπωσιν δόγματος, ούτε για λύσιν κανονικού προβλήματος με απόλυτον ομοφωνίαν. Και ήδη η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος προειδοποιεί και με τον ΣΤ΄ Κανόνα νομοθετεί, ότι η Εκκλησία την ψήφον τινών, δύο ή τριών, που "φιλονεικούντες", δηλαδή αντίθετα προς τις επιταγές τής Ορθοδόξου πίστεως και τής Ευαγγελικής αγάπης σκεπτόμενοι και ενεργούντες, προκαλούν ταραχήν και τραύματα εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, όχι μόνον να καταφρονούνται, αλλά και να επιτιμώνται. Και παρετηρήθη, ότι με προπέτειαν και ελαφράν καρδίαν υποτιμώντο αρχές που επρυτάνευαν εντελώς αδιαμφισβήτητες εις την ζωή τής Εκκλησίας περισσότερα από 1500 χρόνια! 4. Όπως αναφέραμε ανωτέρω, διεφάνη ολοκάθαρα ότι υπάρχουν δύο "μπλόκ" μέσα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες: Το "μπλόκ" υπέρ τών δικαίων προνομιών τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και το "μπλόκ", το οποίον θέλει να μειώση, και ει δυνατόν, να καταργήση τα προνόμια τού Οικουμενικού Πατριάρχου, παρά το γεγονός ότι ισχυρίζεται το αντίθετον. Εις το πρώτον ανήκουν όλα τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, η Εκκλησία τής Ελλάδος, η Εκκλησία Αλβανίας και η Εκκλησία τής Κύπρου, αν και αυτή διαφοροποιήθη, όσον αφορά το θέμα τής υπογραφής τού Τόμου τού Αυτοκεφάλου. Εις το δεύτερον "μπλόκ", ηγέτις είναι η Εκκλησία τής Ρωσίας συνεπικουρουμένη υπό τών Εκκλησιών Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Πολωνίας και Τσεχίας. Η πώλωσις αυτή δυσκολεύει και θα δυσκολεύση όχι μόνον την πορείαν προς την σύγκλησιν τής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, αλλά και κάθε άλλην πανορθόδοξον συνεργασίαν και προσπάθειαν. 5. Ιδιαιτέρως αισθητή υπήρξεν η αντίθεσις τού εκπροσώπου τού Πατριαρχείου Μόσχας, Σεβ. Αρχιεπισκόπου Βολοκολάμσκ κ. Ιλαρίωνος προς τα προνόμια τού Οικουμενικού Πατριάρχου. Τούτο άλλωστε ήτο αναμενόμενον, αφού ούτος δεν έπαυσε ποτέ ευκαίρως-ακαίρως, τόσον εις το Βελιγράδι, όσον και εις τον διάλογον με τους Ρωμαιοκαθολικούς, να δράττεται πάσης ευκαιρίας να τονίζη ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι "Πάπας τής Ανατολής" και ότι ουδεμίαν εξουσίαν κατέχει εντός τού σώματος τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Και ότι ουδέποτε ο Πατριάρχης Μόσχας θα τον εξουσιοδοτήση να εκφράση γνώμην του! Παρόμοια ήτο και η στάσις τού εκπροσώπου τής Εκκλησίας τής Ρουμανίας, Θεοφ. Επισκόπου Καμπινεάνολ κ. Κυπριανού αν και όχι τόσο εμφανής. Εντύπωσιν προεκάλεσεν η στάσις τού Εκπροσώπου τής Εκκλησίας τής Σερβίας, Σεβ. Μητροπολίτου Μαυροβουνίου κ. Αμφιλοχίου, η οποία, παρά τον προβαλλόμενον τάχα "φιλελληνισμόν" τής Σερβικής Εκκλησίας, εις όλα σχεδόν, ήτο ευθυγραμμισμένη με τας θέσεις τής Μόσχας. 6. Τέλος το γεγονός, ότι μεταξύ τών εκπροσώπων τών Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών υπήρξαν αρκετοί πρώην υπότροφοι τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, όπως ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαυροβουνίου κ. Αμφιλόχιος, ο Σεβ. Αχρίδος κ. Ιωάννης, ο Θεοφ. Επίσκοπος Καμπινεάνολ κ. Κυπριανός, ο Θεοφ. Γεωργιανός Επίσκοπος κ. Μελχισεδέκ, ο Θεοφ. Πολωνός Επίσκοπος Σιεματίτσε κ. Γεώργιος, εις ουδέν ωφέλησε τας διεκδικήσεις τού Οικ. Πατριαρχείου. Ούτοι ουδεμίαν φιλελληνικήν στάσιν ετήρησαν. Το μόνον που κατάφεραν, ήτο να ομιλήσουν εναντίον τών θέσεων τού Οικουμενικού Πατριαρχείου και τής Εκκλησίας τής Ελλάδος εις άπταιστα ελληνικά». Οι παρατηρήσεις αυτές τού π. Στεφάνου Αβραμίδη είναι ενδεικτικές τής ατμόσφαιρας που επικρατούσε στην Προπαρασκευαστική αυτή διάσκεψη, αλλά και το κλίμα που επικρατεί στις σχέσεις μεταξύ τών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Όταν διαβάση κανείς προσεκτικά τις πιο πάνω παρατηρήσεις, λέξη προς λέξη, τότε θα καταλάβη όλο το σύγχρονο πρόβλημα που ανέκυψε με την διαδικασία ανακηρύξεως τού Αυτοκεφάλου τής Εκκλησίας στην Ουκρανία. Όταν αμφισβητήται ο ρόλος τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, που καθιερώθηκε από τις Οικουμενικές Συνόδους και σεβάσθηκε η παράδοση όλων τών αιώνων, τότε δεν μπορεί να λυθή κανένα πρόβλημα στην Εκκλησία. Αυτός είναι ο βασικός λόγος για τον οποίον στην σύνταξη τών κειμένων επικρατεί η διπλωματική γλώσσα, προκειμένου να επέλθη ομοφωνία. Αλλά με διπλωματικές λέξεις και κρυφά νοήματα δεν μπορεί να επικρατήση εκκλησιαστική ενότητα. Πρέπει δε να σημειωθή ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν ενεργεί ως «Πάπας τής Ανατολής». Άλλωστε ο ίδιος πολλές φορές έχει διακηρύξει ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχουμε Πάπα. Αλλά το συνοδικό και ιεραρχικό πολίτευμα τής Εκκλησίας λειτουργεί βάσει τών ιερών Κανόνων, που σημαίνει ότι υπάρχει μια Πρωτόθρονη Εκκλησία, που έχει συντονιστικό και καθοριστικό ρόλο.
3. Τελικό συμπέρασμα Ύστερα από όσα αναφέρθησαν φαίνεται ότι τελικά δεν συμφωνήθηκε να παραπεμφθή το κείμενο περί τού Αυτοκεφάλου και τού τρόπου ανακηρύξεώς του στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης και όλες οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες είχαν δεχθή να ανακηρύσσεται μία Εκκλησία Αυτοκέφαλη μετά από αίτησή της, συγκατάθεση τής Μητρός Εκκλησίας από την οποία αποσπάται και την συναίνεση όλων τών Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως το δέχθηκαν όλες οι Εκκλησίες. Επίσης, μερικές Εκκλησίες αρνήθηκαν και συμβιβαστικές προτάσεις χωρίς να προσβάλλονται τα προνόμια τού Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σαφώς φαίνεται ότι με τις τακτικές αυτές υπονομεύονται τα κανονικά προνόμια τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως καθορίσθηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους, επειδή εμφιλοχώρησε η θεωρία περί «Τρίτης Ρώμης». Αν συμφωνούσαν όλες οι Εκκλησίες να παραπεμφθή το κείμενο τής ανακηρύξεως τού Αυτοκεφάλου στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο για έγκριση, όπως είχε εγκριθή από το 1993, σήμερα δεν θα βρισκόμασταν στην κατάσταση αυτήν. Προφανώς, αφού δεν εγκρίθηκε το κείμενο περί ανακηρύξεως τού Αυτοκεφάλου, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εφήρμοσε την πρακτική με την οποία οι Εκκλησίες τα νεώτερα χρόνια απέκτησαν την Πατριαρχική αξία και τιμή, δηλαδή με Πατριαρχικούς Τόμους, με την προϋπόθεση να ολοκληρωθή αυτή η διαδικασία στην Μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδο. Τελειώνοντας πρέπει να υπογραμμισθή, ότι παρά τα προβλήματα που υπάρχουν στον εξωτερικό χώρο, η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία θεώσεως, όπως καταγράφεται στις Αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων, με τους όρους και τους κανόνας. Αν τηρούμε τα δόγματα και τους κανόνες τότε θα επικρατή η ενότητα στην Εκκλησία. Πάντως, στις συζητήσεις που έγιναν στην Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή τον Δεκέμβριο τού 2009 στο Σαμπεζύ τής Γενεύης φαίνεται καθαρά γιατί φθάσαμε στις σύγχρονες διενέξεις και ποιος ευθύνεται γι’ αυτό. Αιωνία να είναι η μνήμη τού Μητροπολίτη Νικοπόλεως Μελετίου, ο οποίος με τις γνώσεις του και το εκκλησιαστικό του φρόνημα εκπροσώπησε κατά τον καλύτερο τρόπο την Εκκλησία τής Ελλάδος στην Προπαρασκευαστική αυτή Πανορθόδοξη Διάσκεψη, που δείχνει ότι η Εκκλησία τής Ελλάδος σέβεται τα κανονικά θέσμια. Επίσης, αιωνία η μνήμη και τού Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αβραμίδη, ο οποίος κατέγραψε με εύστοχο τρόπο τα όσα συνέβησαν στην Διάσκεψη αυτή, και το κείμενό του αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο, που ερμηνεύει το θέμα που ανέκυψε στις ημέρες μας. Οκτώβριος 2018 |
Δημιουργία αρχείου: 17-1-2019.
Τελευταία μορφοποίηση: 17-1-2019.