Η καταδίκη των αιρετικών ως κομπογιαννιτών και ο αθεϊσμός τών αν-ορθοδόξων * Έχουμε τον ίδιο Θεό με τους μη Χριστιανούς; * Διαφορά Ορθοδόξων και αιρετικών * Αντιμετώπισις ενός αιρετικού * Ιστορικός πίνακας των αιρέσεων * Οι διανοητικές ιώσεις των αιρέσεων * Τι είναι αίρεση
Αίρεση: 2ο Μέρος Η "αίρεση" και οι "αιρετικοί" στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο Δες το 1ο μέρος: Η σημασία και η ιστορία της λέξεως "αίρεση" |
Πότε κάτι θεωρείται "αίρεση" και τι περιλαμβάνει στη σύγχρονη εποχή; Μόνο δογματικά ζητήματα ή και εθνική ή κοινωνικά ζητήματα; Πότε κάποιος χαρακτηρίζεται "αιρετικός", και πώς τον αντιμετωπίζει το Εκκλησιαστικό δίκαιο στις διάφορες περιστάσεις στις οποίες μπορεί να εκφρασθεί αυτό το πρόβλημα; Το παρόν άρθρο θα εξετάσει μερικά τέτοια ζητήματα.
Ο Παναγιώτης Ι. Μπούμης, στο "Κανονικόν Δίκαιον", (έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 243-245), μας δίνει μερικές πολύ χρήσιμες πρώτες πληροφορίες για έννοιες όπως η αποστασία, η αίρεση και το σχίσμα:
1. Η αποστασία Αποστασία είναι η απάρνηση της χριστιανικής πίστεως και η αποδοχή άλλης θρησκείας ή η προσχώρηση στην αθεΐα. Στην παρούσα παράγραφο δεν εξετάζουμε την αποστασία ως ένα απλό παράπτωμα, για το οποίο ειλικρινώς μετανόησε ο παραβάτης, αλλ’ ως μία μόνιμη κατάσταση, η οποία διάρκεσε μέχρι το θάνατο του αποστάτη και επισφραγίσθηκε είτε με εκκλησιαστικό αφορισμό, είτε με γραπτή δήλωσή του ότι δεν δέχεται την εκκλησιαστική κήδευση.
2. Η αίρεση Αίρεση είναι η απόκλιση από την ορθή διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία περιέχεται στην Αγ. Γραφή και στην (σ.τ.κ.: λοιπή) Ιερά Παράδοση, όπως διατυπώθηκε στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, και η εμμονή σ' αυτήν, ή η προσχώρηση σε μία ήδη καταδικασμένη αιρετική ομολογία. Δεν είναι απαραίτητο η απόκλιση να αφορά οπωσδήποτε θεμελιώδες δόγμα, καθ' όσον δεν είναι ορθή ούτε εφικτή η διάκριση των δογμάτων σε θεμελιώδη και μη. Για να χαρακτηρισθεί μια δοξασία ως αίρεση: α) Απαραίτητη είναι η εμφάνιση ή η εκδήλωση της εσφαλμένης δοξασίας είτε γραπτώς, είτε προφορικώς, είτε με πράξη, είτε τέλος με σκόπιμη παράλειψη κάποιου ουσιώδους στοιχείου της πίστεως. Απλές σκέψεις, οι οποίες προέρχονται π. χ. Από νεανικές ανησυχίες και αμφιβολίες δεν συνιστούν το κανονικό παράπτωμα της αιρέσεως. β) Ο αιρετικός πρέπει να έχει γνώση της διαφοράς μεταξύ της δικής του δοξασίας και της εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Γι’ αυτόν το λόγο, προτού να καταδικασθεί, πρέπει να ανακρίνεται, ώστε να καθίσταται φανερό, Εάν οι αντιλήψεις του προέρχονται εκ πεποιθήσεως και δεν οφείλονται σε άγνοια. γ) Πρέπει ο αιρετικός να εμμένει και να υποστηρίζει με επιμονή τις απόψεις του και να μην πείθεται στην αρμόδια εκκλησιαστική αρχή. δ) Τέλος αρμόδια να αποφασίζει και να χαρακτηρίζει μια δοξασία ως αίρεση είναι η Εκκλησία, η οποία εξετάζει αυτήν επί τη βάσει της Αγ. Γραφής και της αυθεντικής εκκλησιαστικής Παραδόσεως. Οι αιρετικοί υπόκεινται στην ποινή του μεγάλου αφορισμού η αναθέματος (ζ' καν. Της Γ' Οικουμ. και α' καν. Της Πενθέκτης).
3. Το σχίσμα Σχίσμα λέγεται η οργανωμένη άρνηση υποταγής στην κανονική τάξη και αρχή της Εκκλησίας και ο αποχωρισμός μιας μερίδας από αυτή με τη σύμπηξη ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του σχίσματος είναι ότι αυτό συντελείται συνήθως από έναν η περισσοτέρους Επισκόπους μαζί με κληρικούς και λαϊκούς. Εννοείται ότι το βαθύτερο αίτιο του σχίσματος είναι ο εγωισμός και η αλαζονεία του ανθρώπου. Κανένα αμάρτημα μετά τη βλασφημία κατά του αγ. Πνεύματος (Ματθαίος 12, 31) δεν είναι τόσο βαρύ, και κατά τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, όσο η διάσταση της Εκκλησίας, διότι εκείνοι οι οποίοι διαιρούν την Εκκλησία μερίζουν το σώμα του Χριστού (παράβαλλε ιγ', ιδ' και ιε' καν. Της Πρωτοδευτέρας). Η σχισματική εκκλησιαστική κοινότητα συνήθως φθάνει και σε αιρετικές δοξασίες. Για τους ανωτέρω λόγους η δημιουργία Ιδίας θρησκευτικής κοινότητας μακριά από τη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ή η προσχώρηση σε σχίσμα τιμωρείται η μάλλον επισφραγίζεται (διαπιστωτική πράξη) με ανάθεμα.
4. Η παρασυναγωγή Η παρασυναγωγή παρουσιάζει ομοιότητα με το σχίσμα. Η παρασυναγωγή γίνεται από έναν η περισσοτέρους ανυπότακτους πρεσβυτέρους (ή και Επισκόπους), οι οποίοι απειθούν στον οικείο Επίσκοπο ή αρχιεπίσκοπο, δεν τον αναγνωρίζουν και δεν τον μνημονεύουν και εκτελούν ιερατικές πράξεις σε ιδιωτικό ναό. Αυτό π. χ. συμβαίνει, όταν μερικοί κληρικοί καταδικασθούν σε αργία ή καθαίρεση και δεν υποταχθούν στους κανόνες και στην απόφαση του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, αλλά συνεχίζουν να τελούν τα της Ιερωσύνης με τη σύμπηξη δικού τους θυσιαστηρίου (α' καν. Μ. Βασιλείου, ια' καν. Καρθαγένης). Βεβαίως για να χαρακτηρισθεί η αποσκίρτηση ενός πρεσβυτέρου από τον οικείο Επίσκοπο ως παρασυναγωγή, πρέπει να τον ακολουθήσει και λαός. Για την ενέργεια της παρασυναγωγής δεν μπορεί να προβάλει καμιά δικαιολογία ο Πρεσβύτερος, ούτε και εάν ακόμη, όπως αυτός νομίζει, ο Επίσκοπος κηρύσσει δοξασίες αιρετικές. Δεν είναι δε δικαιολογημένος, διότι ο Πρεσβύτερος δεν είναι δυνατόν, εφ’ όσον κατέχει αξίωμα κατώτερο του Επισκόπου, να σφετερισθεί δικαιώματα ανωτέρου, π. χ. συνόδου, και να κρίνει και να καταδικάσει τον Επίσκοπο. Το μόνο που μπορεί, και πρέπει να κάνει, είναι να καταγγείλει αρμοδίως τον αιρετικό ή παραβάτη των κανόνων Επίσκοπο. Όμως προ της αποφάσεως του αρμοδίου εκκλησιαστικού δικαστηρίου δεν μπορεί να θεωρεί τον Επίσκοπο ένοχο και να μην υποτάσσεται σ' αυτόν (παράβαλλε ιβ', ιγ', ιδ' και ιε' καν. Της Πρωτοδευτέρας).
5. Αίρεσις από την αρχαιότητα ως σήμερα Αν και σε προηγούμενο άρθρο αναλύσαμε την ιστορία της λέξεως «αίρεση», είναι χρήσιμο με την ευκαιρία να δούμε επίσης, τη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, (τόμος 1, εκδόσεις Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1962, στ. 1087-1091) που μας λέει τα εξής για το θέμα που εξετάζουμε: Η λέξις αίρεσις εχρησιμοποιείτο εν αρχή μεν παρά τοις αρχαίοις προς δήλωσιν πολιτικής η φιλοσοφικής τίνος μερίδος ή σχολής ή κόμματος, βραδύτερον δε εν τη Κ. Διαθήκη και προς δήλωσιν θρησκευτικής μερίδος, ως π. χ. της των Φαρισαίων εν Πράξ. ιε' 5 και κστ' 5, της των Σαδδουκαίων εν Πράξ. ε' 17, αλλά και αυτών των Χριστιανών (Ναζωραίων) εν Πράξ. κδ' 5 και κη' 22, μάλιστα δε των διαστρεφόντων και νοθευόντων την χριστιανικήν διδασκαλίαν εν Β' Πέτρ. β' 1 και Γαλάτ. ε' 20 (παράβαλλε και Πράξ. κδ' 14). Υπό την τελευταίαν ταύτην έννοιαν επεκράτησεν η χρήσις του όρου αίρεσις μετέπειτα και εν τη εκκλησιαστική γραμματεία. Κατά ταύτα αίρεσις είναι πασά πεπλανημένη διδασκαλία, παρεκκλίνουσα από της γνησίας χριστιανικής πίστεως, άμα δε και πασά ιδιαιτέρα χριστιανική κοινότης, διαφωνούσα προς την δογματικήν διδασκαλίαν της αληθούς Εκκλησίας και αποκοπείσα από της κοινωνίας και ενότητας, μετ' αυτής. Ως απαρχή τούτου δύναται να θεωρηθή η προτροπή εν αρχή μεν του Αποστόλου Παύλου προς Τίτ. γ' 10: «αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων αυτοκατάκριτος», βραδύτερον δε του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας προς Τραλλιανούς ΣΤ' 1; . «μόνη τη χριστιανική τροφή χρήσθαι, αλλοτρίας δε βοτάνης απέχεσθαι, ήτις εστίν αίρεσις», εν συσχετίσει και προς Εφεσ. στ' 2 (βλ. και Κλήμεντος Αλεξ., Στρωμ. Α'19). Ούτως εχαρακτήριζον εν συνεχεία οι Πατέρες τας έν τη, αρχαία Εκκλησία εμφανισθείσας αιρέσεις, ως βεβαιοί ο Μ. Βασίλειος, γράφων εν τη Α' κανονική επιστολή του, ότι «οι παλαιοί ωνόμασαν αιρέσεις τους παντελώς απερρηγμένους και κατ' αυτήν την πίστιν απληλλοτριωμένους» (παρά Ιωάνν. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία, Α',, σ. 275), οι δε Ιεροί Πατέρες της Β' Οικουμενικής Συνόδου δια του ΣΤ' κανόνος αυτής απεφήναντο: «αιρετικούς λέγομεν τους τε πάλαι της Εκκλησίας αποκηρυχθέντας και τους μετά ταύτα υφ' ημών αναθεματισθέντας, προς δε τούτοις και τους την πίστιν μεν την υγιή προσποιούμενους ομολογείν, αποσχίσαντας δε και αντισυνάγοντας τοις κανονικοίς ημών επισκόποις» (αυτόθι σ. 132). Μικρόν όμως κατά μικρόν επετεύχθη διαφορισμός και επεκράτησε να χαρακτηρίζωνται ως αιρετικοί μεν οι ενσυνειδήτως αποκλίνοντες από της υγιούς πίστεως και απορρίπτοντες εν ή πλείονα δόγματα της Εκκλησίας και εμμένοντες εις τας εαυτών πλάνας και μετά την νουθεσίαν και προτροπήν της Εκκλησίας προς απόπτυσιν αυτών, σχισματικοί δε οι αντισυνάγοντες τοις κανονικοίς επισκόποις και «δι' αιτίας τινάς εκκλησιαστικάς και ζητήματα ιάσιμα προς αλλήλους διενεχθέντες» (Μ. Βασίλειος, αυτόθι σ. 275), άρα οι αποκλίνοντες από της εκκλησιαστικής διοικήσεως και ευταξίας και μη υποτασσόμενοι εις την Εκκλησιαστικήν ιεραρχίαν. Επί τη βάσει των ανωτέρω κριτηρίων εχαρακτηρίσθησαν εν τη εκκλησιαστική αρχαιότητι ως αιρέσεις ένθεν μεν αι λεγόμενοι Ιουδαΐζουσαι (Εβιωναίοι, Ελκεσαίοι, Ναζηραίοι), ένθεν δε αι πολυώνυμαι Γνωστικαί αιρέσεις,και εν συνεχεία αι μεγάλαι αντιτριαδικαί (Μοναρχιανοί δυναμικοί και τροπικοί και μάλιστα οι Σαβελλιανοί, Αρειανοί και Πνευματομάχοι) και Χριστολογικαί αιρέσεις (Απολλιναρισταί, Νεστοριανοί, Μονοφυσίται, Μονοθελήται και άλλοι). Παραλλήλως ονομαστοί αρχαίοιαιρετικοί έγιναν άλλοι τε και οι Δοκηταί, Εγκρατίται, Μαρκιωνίται, Μανιχαίοι, Μοντανισταί, Χιλιοστοί, Δονατισταί, Πελαγιανοί, Παυλικιανοί, Υιοθετισταί, Καθαροί, κ. λ. π., περί ων γίνεται ειδικός λόγος εν τοις οικείοις όρθροις, και δια τούτο αποφεύγομεν ενταύθα να ομιλήσωμεν περί της αρχής, της Ιστορικής αναπτύξεως και των πλανών εκάστης εκ των αιρέσεων τούτων. Τα αυτά κατ’ αναλογίαν κριτήρια δύνανται βεβαίως να εφαρμοσθούν προς χαρακτηρισμόν και των μετά τα μεγάλα εκκλησιαστικά σχίσματα του ΙΑ' και του ΙΣΤ' αιώνος εμφανισθεισών εν τη Δύσει νεωτέρων αιρέσεων, και μάλιστα των πολυαρίθμων προτεσταντικών, τουθ’ όπερ εγένετο πράγματι υπό τίνων μεταγενεστέρων ελασσόνων τοπικών ορθοδόξων Συνόδων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, περί ων επραγματεύθημεν εν τοις έργοις ημών «Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός» και «Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας». Απόκειται δε μελλούση τινί Πανορθοδόξω Συνόδω, όπως καθορίση αυθεντικώς, τίνες, δέον να χαρακτηρίζωνται ως νεώτεραι αιρέσεις εκ των πολυαρίθμων και ποικιλώνυμων εκκλησιαστικών κοινοτήτων της Δύσεως, των απεσχισμένων από της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας των Ορθοδόξων και περί καίρια δόγματα προς αυτήν διαφωνουσών. Τέλος δέον να προστεθή, ότι, καθώς η αρχαία Εκκλησία κατεπολέμει αείποτε τας αιρέσεις, ικανοί δε Πατέρες έγγραφον ειδικά κατ' αυτών συγγράμματα, ούτω και η συνεχίζουσα αληθώς εκείνην Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία, δικαιούται και οφείλει να καταπολεμή τας διαστρέφουσας την δογματικήν πίστιν και διασπώσας την Εκκλησιαστικήν ενότητα νεωτέρας αιρέσεις, αποκόπτουσα από του εκκλησιαστικού σώματος τους αιρετικούς, οίτινες, απομακρυνόμενοι της «ζωοποιού ρίζης, της εις Χριστόν πίστεως, και ξηραινόμενοι, βάλλονται έξω» (Μ. Βασιλείου, Εις Ησ. Α' 19, PG 30, 149. Βλ. και επιστολάς 69 και 114, PG 32, 432 και 529). Εν τούτω η Εκκλησία ακολουθεί το παράδειγμα των Αποστόλων, εξ ων ο Πέτρος προλέγει την εμφάνισιν ψευδοδιδασκάλων, «οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απώλειας», παραπέμπων αυτούς και τους οπαδούς αυτών εις την «απώλειαν» (Β' Πέτρ. β' 1 κ. εξ. ) το αυτό πράττει και ο Παύλος, ιδίως εν ταις ποιμαντικαίς επιστολαίς του, αναθεματίζων τους ταράσσοντας τους πιστούς και «θέλοντας μεταστρέψαι το Ευαγγέλιον του Χριστού» (Γαλάτ. α' 7-8)/ Τέλος και ο Ιωάννης παραγγέλλει, όπως οι πιστοί μη δέχωνται τους αιρετικούς εις τας οικίας των και χαίρειν αυτοίς μη λέγωσι, διότι είναι πλάνοι και αντίχριστοι (Α' Ιωάνν. δ' 3, Β' Ιωάνν. 7 και 10). Εν συνεχεία δε οι Ιεροί Πατέρες και αι εκκλησιαστικοί Σύνοδοι διεξήγαγον τους μακρούς αγώνας κατά των διαφόρων αιρετικών και δια πολλών Ιερών κανόνων απηγόρευσαν την συμμετοχήν των αιρετικών εις τα μυστήρια και την λατρείαν της Εκκλησίας, έτι δε και αυτήν την μετ' αυτών συμπροσευχήν των πιστών (Αποστ. μδ', με', μστ', Α΄ Οικ. Συν. ιδ', Πενθ. 72 κ. άλ., ως και μεταγενέστεροι κανονικοί διατάξεις). Περιττόν να σημειωθεί, ότι ο κατά των αιρετικών ιερός «πόλεμος» της Εκκλησίας δέον να διεξάγηται ουχί δια βίαιων και αστυνομικών μέσων, αλλά δια πνευματικών και ιδίως δια της διδασκαλίας και της διαφωτίσεως και της πειθούς, μετά «πολλής της επιεικείας» και αγάπης, επιδιώκων όπως τους πλανωμένους αιρετικούς «από νεκρούς ζώντας κατασκευάσα» και «κείμενους αναπείση» εις σωτηρίαν, την δε «πλάνην εκβαλείν και την σηπεδόνα εκκαθάραι», θίγων ούτως «ου τον αιρετικόν, αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπον, αλλά την πλάνην» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις άγ. Ιερομ. Φωκάν Β', PG 50, 700/1). Επί πλέον ούτως επιτελεί η Εκκλησία και ύψιστον καθήκον αμύνης κατά του φανατικού εκ μέρους των αιρέσεων διωγμού αυτής και του αθεμίτου προσηλυτισμού των τέκνων της, έτι δε κατά τού κινδύνου τούτο μεν παραχαράξεως του περιεχομένου της χριστιανικής πίστεως, ιδίως δι' αμαθούς και αυθαιρέτου παρερμηνείας της Αγίας Γραφής, τούτο δε διασπάσεως της εκκλησιαστικής ενότητος, όπερ ευλόγως εθεωρείτο υπό των αγίων Πατέρων ως μέγα ανοσιούργημα, το οποίον τα μάλιστα «παροξύνει τον Θεόν», και ως «πάντων ολεθριώτερον το δισπάσθαι την Εκκλησίαν», τούτου δ' ένεκεν «ουδέ μαρτυρίου αίμα ταύτην δύνασθαι εξαλείφειν την αμαρτίαν» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Εφεσ. Ομιλ. ΙΑ' 4, υπόθεσις της προς Κορινθίους Α' επιστολής, PG 62, 85 και 61, 11). ΙΩ. Ν. ΚΑΡΜΙΡΗΣ
6. Κανονικόν και Εκκλησιαστικόν Δίκαιον Για να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα της αιρέσεως, απαιτείται η άρνησις ή διαστροφή των κανόνων, ήτοι: 1) να εκδηλωθή εξωτερικώς, είτε εγγράφως (δια συγγράμματος κ. λ. π. ), είτε προφορικώς (δια κηρύγματος κ. λ. π. ), είτε εμπράκτως (δια παραλείψεως ή προσθήκης φράσεων ή συμβολικών κινήσεων εις το τελετουργικόν της Θ. Λειτουργίας κ. λ. π. ), 2) να γίνη από σκοπού και εκ προθέσεως, διότι εκ παραδρομής ή εκ συγγνωστής πλάνης δεν διαπράττεται αίρεσις και 3) να επιμείνη εις την πλάνην του ο δράστης, διότι δεν θεωρείται αιρετικός εκείνος όστις πρεσβεύει μεν πεπλανημένος, νουθετούμενος όμως ανακαλεί και απαρνείται τας κακοδοξίας του. Καθ' όσον το πανάσθαι ανθρώπινον, το εμμένειν όμως εις την πλάνην και μη απορρίπτειν ταύτην μετά γενομένην υπόδειξιν, εφάμαρτον και δαιμονικόν, ως εμφαίνον υπεροψίαν και ύβριν κατά του Αγίου Πνεύματος. Η αίρεσις προϋποθέτει πάντως την παραδοχήν της δια της Ενσαρκώσεως του Θείου Λόγου οικονομίας. Καθ' όσον εν εναντία περιπτώσει δεν υφίσταται αίρεσις, αλλ’ αποστασία ή αθεΐα. Ο Μέγας Βασίλειος εις τον α' κανόνα αυτού (εις Συντ. Α΄ σ. 89) χαρακτηρίζει τους αιρετικούς ως «παντελώς απερρηγμένους και κατ' αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους». Ο δε Ζωναράς εις σχόλιόν του επί του στ' κανόνος της εν Κωνσταντινουπόλει Β' Οικουμενικής Συνόδου (εις Συντ. Β' σ. 182), ως τοιούτους αποκαλεί «τους παρά την Ορθόδοξον πίστιν δοξάζοντας, καν πάλαι απεκηρύχθησαν, καν προσφάτως, καν παλαιαίς αιρέσεσι κοινωνώσι, καν νέαις» (βλ. και Ματθαίου μοναχού ή Βλαστάρη, Σύνταγμα κατά στοιχείον, εις Σύντ. ΣΤ' σ. 57-75, σημείωμα, δι' ου διεγνώσθη ο μοναχός Νήφων ως Βογόμηλος, εις Συντ. Ε' σ. 90, Θεοδώρου του Στουδίτου Ι, επ. 40 έκδ. Firm, σ. 259, σχόλιον Βαλσαμ. εις καν. κβ' [λ'] Καρθ. εις Σύντ. Γ' σ. 365, σχόλιον Ζωναρά εις καν. ιδ' της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, εις Σύντ. Β' σ. 252). Από των πρώτων αιώνων του χριστιανισμού, ενεφανίσθησαν ενίοτε εις συγγράμματα Χριστιανών συγγραφέων ιδέαι αποκλίνουσαί πως της ορθής πίστεως, ως αυτή μετέπειτα ρητώς και σαφώς καθωρίσθη και διεμορφώθη υπό της ορθοδόξου θεολογίας. Αι ιδέαι των όμως αύται δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως αιρετικαί, αποκλείουσαι, αύται μόναι, τους δοξάζοντας ταύτας, της εις την στρατευόμενην Εκκλησίαν θέσεώς των, ασφαλώς δε και της εις την θριαμβεύουσαν αιωνίου δόξης. Διότι άλλο κακοδοξία και ετεροδοξία και άλλο αίρεσις. Τούτο προσεπικύρουν ο στ' κανών της Β' Οικουμενικής Συνόδου και ο ιε' κανών των εν Κωνσταντινουπόλει Α' και Β' Συνόδων του έτους 861 (εις Συντ. Β' σ. 180, 693), οι οποίοι ως αίρεσιν χαρακτηρίζουν την κακοδοξίαν εκείνην, ην ως τοιαύτην απεφήναντο και κατεδίκασαν αι σύνοδοι και οι της Εκκλησίας Πατέρες. Υπεστηρίχθη ουχ' ήττον και η γνώμη, ότι όχι μόνον η επί θεμελιώδους, αλλά και η επί παντός δόγματος διαφωνία συνιστά αίρεσιν. Διότι πάντα τα δόγματα της Εκκλησίας έχουν την αυτήν σπουδαιότητα και δεν δύνανται να διακριθούν εις θεμελιώδη και μη τοιαύτα. Η άποψις αυτή στηρίζεται εις τας διατάξεις του εν Cod. Just. I 5, 2, Βασιλ. A' 1, 22 νόμου των αυτοκρατόρων Γρατιανού, Ουαλεντινανού Α' και Θεοδοσίου Α' (έτους 379), καθ' ον «αιρετικός πας ος και μικρώ υποδείγματι παρά το της Καθολικής Εκκλησίας δόγμα ή της ευθείας εφάνη τραπείς»… Κατά τον Παύλον (Α' Κορ. ια' 19), ο Θεός επιτρέπει να υπάρχουν μεταξύ των Χριστιανών ψευδείς διδασκαλίαι (αιρέσεις), αίτινες δημιουργούν μεν ρήγματα εις την ενότητα της Εκκλησίας, προκαλούν όμως κρίσιν, η οποία επιτρέπει εις τους σταθερούς και γνησίους (δοκίμους) Χριστιανούς, να εκδηλώσουν εντόνως την ορθήν πίστιν των. Από της αποστολικής εποχής ήρχισαν ν' αναφαίνονται αιρέσεις. Τούτο αναφέρεται από τον Παύλον, όστις αναθεματίζει τους διαστρέφοντας το Ευαγγέλιον (Γαλάτ. α' 9, Α' Τιμ. α' 20). Επίσης ο Πέτρος ομιλεί περί ψευδοδιδασκάλων, οι οποίοι θα διδάξουν «αιρέσεις απώλειας» και οίτινες θα τιμωρηθούν αυστηρότατα από τον Θεόν (Β' Πέτρ. β' 1 κ. εξ. ). Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει τους αιρετικούς «αντίχριστους» και συνιστώ εις τους πιστούς να μη τους συναναστρέφωνται (Α' Ιωάνν. δ' 3, Β' Ιωάνν. 7 και 10). Με βάσιν τας αποστολικός αυτάς κατευθυντηρίους γραμμάς, η Εκκλησία, προς περιφρούρησιν της Ορθοδοξίας, μετήλθεν ανέκαθεν αυστηρά μέτρα κατά των αιρετικών. Εκκλησιαστικώς, η αίρεσις τιμωρείται επί κληρικών μεν δια της ποινής της καθαιρέσεως, επί λαϊκών δε δια της ποινής του αναθέματος (Γάγγρας, προοίμιον και passim, καν. ζ' της Γ' Οικουμενικής Συνόδου, Cod. Just. I 1, 3 [έτους 448], καν. α' Πένθ. ). Κατά δε το Άρθρον 8 του Καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος (ν. 671/1943 κυρωθείς δια της υπ' αριθ. 184/1946 πράξεως του υπουργ. Συμβουλίου), κατά των αιρετικών επιβάλλεται προσωπικός αφορισμός υπό της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου τη εγκρίσει του υπουργού θρησκευμάτων. Δι' άλλων κανόνων, επιδιώκεται η απομόνωσις των αιρετικών και η απ' αυτών κατασφάλισις της Ορθοδοξίας (παράβαλλε την εν έτει 1848 κοινήν Εγκύκλιον των τεσσάρων ορθοδόξων πατριαρχών και των περί αυτούς Ιερών Συνόδων καθ' ην : «άπαντες οι εν αιρέσει ή σχίσματι εκουσίως ενεδύθησαν κατάραν ως ιμάτιον, καν τε… πατριάρχαι, καν τε λαϊκοί, καν τε κληρικοί καν άγγελος εξ ουρανού»). Ούτω οι εισερχόμενοι εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών, ίνα προσευχηθούν μετ' αυτών, κληρικοί μεν όντες καθαιρούνται, λαϊκοί δε αφορίζονται (καν. ξδ' Αποστ., φερόμενος ως ξε' εις το Πηδάλιον, θ' και λγ' Λαοδ., β' αντιοχ. ). κατά δε τον καν. ι' Αποστ., οι εν οίκω ακοινωνήτοις (εν οις και οι αιρετικοί) συμπροσευχόμενοι αφορίζονται. Διότι, κατά σχόλιον του Αριστηνού, «ο συνευχόμενος ακοινωνήτω ταυτοκατάκριτος». Επίσης Επίσκοποι ή Πρεσβύτεροι ή Διάκονοι επιτρέποντες εις αιρετικούς να τελέσουν τι ως κληρικοί, καθαιρούνται (καν. με' Αποστ.). Επίσκοποι δε ή Πρεσβύτεροι δεχόμενοι τα βαπτίσματα και τας θυσίας των αιρετικών ή αναγνωρίζοντες τας διδασκαλίας αυτών καθαιρούνται (καν, μστ' Αποστ. και δ' της Γ' Οικουμενικής Συνόδου). Κατά την απόφασιν όμως Συμβουλ. Επικρατ. (ολομέλ. 662/ 1956), οι καν. ι', με', ξε' Αποστ. συνεπαγόμενοι διοικητικά καταναγκαστικά μέτρα κατά μη κληρικών δεν τυνχάνουν της από του αρθρ. 2 του Συντάγματος κατοχυρώσεως, ήτις παρέχεται μόνον εις τους πνευματικού περιεχομένου κανόνας. Κατά το βυζαντινό ρωμαϊκόν Δίκαιον, αίρεσις ήτο αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου, συνεπήγετο δε επιζήμιας δια τον αιρετικόν αστικός και, ειδικώτερον, περιουσιακάς συνεπείας. Αύται όμως δεν ίσχυσαν παρ' ημίν, λόγω της υπό του Συντάγματος (Άρθρα 1 και 2 του από του έτους 1952 ισχύοντος νυν τοιούτου), καθιερουμένης ανεξιθρησκείας. Κατά το Κανονικόν Δίκαιον, οι αιρετικοί τυγχάνουν δυσμενούς μεταχειρίσεως και υπόκεινται εις ωρισμένας στερήσεις εις τας μετά των Ορθοδόξων σχέσεις των. Ούτω στερούνται παντός εκκλησιαστικού αξιώματος. Δεν δύνανται να εξετάζονται ως μάρτυρες υπό εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, ουδέ να υποβάλλουν κατηγορίαν κατ' Ορθοδόξου κληρικού, εκτός εάν ούτοι υπήρξαν οι παθόντες εις το υπό δίωξιν αδίκημα (ν. 5383/1932, αρθρ. 101 εν συνδ. προς το 68, εδάφ. β-γ, καν. στ' της Β' Οικουμενικής Συνόδου και σχόλια Ζωναρά και Βαλσ. εις καν. ρκθ' Καρθ., εξ Συντ. Γ' σ. 596). Δεν δύνανται να λαμβάνουν τα μυστήρια, ουδέ να εξομολογούνται εις Ορθόδοξον Ιερέα (βλ. την από του έτους 1724 συνοδικήν απόκρισιν πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίου του Γ' προς τον μητροπολίτην Άρτης, εις Γεδεών, Κανονικαί Διατάξεις, Β', σ. 427). Δεν δύνανται να συνάψουν γάμον μετ' ορθοδόξου, ο τυχόν δε τελεσθησόμενος κηρύσσεται άκυρος (καν. οβ' Τρούλλου). Ειδικώς δε εις κληρικούς, αναγνώστας και ψάλτας ότι, απηγορεύθη όπως τα τέκνα των συνάπτουν γάμον μεθ' αιρετικού, εκτός εάν ούτος ήθελεν υποσχεθή ότι θα αναγνωρίση την ορθήν πίστιν (καν. ι' και λα' Λαοδ., κα' Καρθ., ιδ της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου). Παρ' ημίν ο γάμος ορθοδόξου μεθ' ετεροδόξου χριστιανού επετράπη δια του από 15/10/1861 νόμου «περί μικτών γάμων», τούτου όμως καταργηθέντως δια της εισαγωγής του Α. Κ. (άρθρον 75 Εισαγωγ. Νόμου Α. Κ. ), ισχύει ήδη το άρθρον 1367 του Α. Κ., καθ’ ό ο γάμος ούτος είναι έγκυρος εφ’ όσον ιερολογηθή υπό ορθοδόξου ιερέως. Δεν δύνανται οι αιρετικοί να γίνουν ανάδοχοι ορθοδόξων (βλ. Απόκρισιν πατρ. Αντιοχείας Θεοδώρου του Βαλσαμώνος εις ερώτησιν, εις Σύντ. Α΄ σ. 476, το από του έτους 1749 συνοδικόν γράμμα του πατρ. Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου του Ε' του Καρακάλου, απειλούντος δια καθαιρέσεως ιερείς δεχόμενους Λατίνους ως αναδόχους βαπτιζομένου και την από 23 -10- 1836 Εγκύκλιον ΙΣΕΕ). Δεν κηδεύονται ούτοι Εκκλησιαστικώς και δεν τυγχάνουν των μετά θάνατον μνημοσύνων, των τελευταίων επιτρεπομένων υπό της Εκκλησίας μόνον κατ' οικονομίαν. Επιτρέπεται όμως εις τους αιρετικούς όπως ακροώνται εν ορθοδόξω ναώ του θείου κηρύγματος, καθ' όσον ούτω ευχερέστερον θα προσέλθουν εις την Ορθοδοξίαν. Η καταδίκη των αιρετικών δύναται να πραγματοποιηθή και μετά θάνατον. Τούτο ρητώς θεσπίζει η Ομολογία πίστεως του Ιουστινιανού (Συντ. Ε' σ. 211), καθ' ην «πας αιρετικός μέχρι τέλους τη οικεία πλάνη εμμείνας, δικαιότερον διηνεκεί αναθεματισμώ και μετά θάνατον υποβάλλεται». Ούτω οι αιρετικοί Ουαλεντίνος, Βασιλείδης, Μαρκίων, Κήρινθος, Ευνόμιος, Βόνοσος και Θεόδωρος ανεθεματίσθησαν μετά θάνατον. Η ρηθείσα Νεαρά, δικαιολογούσα την μεταθανάτιον καταδίκην τούτων, λέγει, ότι και οι Απόστολοι μετά την Ανάληψιν του Κυρίου κατεδίκασαν τον τεθνηκότα Ιούδαν και έτερον εις αντικατάστασιν αυτού εξέλεξαν (Πράξ. α' 25). Άλλως τε και αυτός ο Κύριος τους μεν ασεβείς, έτι ζώντας, ονομάζει νεκρούς (οίοι οι αιρετικοί), τους δε αποθανόντος δικαίους αποκαλεί ζώντας (Ματθαίος η' 22 και κβ' 32). ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Μελετ. Σακελλαρόπουλου, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1898. Nio Milasch, Εκκλησιαστικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, μετάφρασις Μ. Αποστολόπουλου, Αθήναι 1906. Κ. Μ. Ράλλη. Ποινικόν Δίκαιον της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αθήναι 1907. Ευαγγ,. Φιλιππότου, Σύστημα Εκκλησιαστικού Δικαίου, -Αθήναι 1912. Κ. Μ. Ράλλη Εγχειρίδιον Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αθήναι 1927, Γ. Ράμμου, Στοιχεία Ελληνικού Εκκλησιαστικού Δικαίου, Αθήναι 1947. Αναστ. Χριστοφιλόπουλου, Ελληνικόν Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, -Αθήναι. ΓΕΩΡΓ. Δ, ΚΑΧΡΙΜΑΝΗΣ
Σύμφωνα με τον "Κώδικα Εκκλησιαστικής Νομοθεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος", (Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, έκδ. Γ', Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 1290-1291 Κανονισμός 160/2004, Άρθρον 22 Σ. Ε. Επί των Αιρέσεων), της Σ. Ε. Επί των Αιρέσεων έργον ιδία είναι: 1. Η μελέτη του σκηνικού, του τρόπου δράσεως και των προπαγανδών των δραστηριοποιουμένων αιρετικών και παραθρησκευτικών ομάδων και ατόμων. 2. Η εγκαιρος ενημέρωσις των υπευθύνων ποιμένων της Εκκλησίας και η, δια της Ο. Ι. Σ., επιμόρφωσις των εκκλησιαστικών στελεχών επί ζητημάτων αντιμετωπίσεως των ειρημένων προπαγανδών, δι' ετησίων τακτικών συνελεύσεων των υπευθύνων των Ιερών Μητροπόλεων και αποστολής κατατοπιστικών εγκυκλίων υπομνημάτων. 3. Η οργάνωσις και ο συντονισμός της ομολογιακής και αντιρρητικής διακονίας της Εκκλησίας εν συνεργασία μετά των ομοειδών φορέων των ομόδοξων Εκκλησιών. 4. Η υποχρεωτική, άμεσος, αμοιβαία ενημέρωσις των Γραμματέων των συναρμοδίων Σ. Ε. και Ειδικών Σ. Ε., επί των προβλημάτων, των πορισμάτων και των αποφάσεων εκάστης τούτων, προς αξιοποίησιν όπου δει- εις τα επί μέρους ποιμαντικά προγράμματα αυτών. 5. Η συνεργασία μετά φορέων ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ασχολουμένων με το αυτό αντικείμενον. 6. Η παρακολούθησις της αιρετικής και αντιαιρετικής βιβλιογραφίας και η δημιουργία αρχείου και βιβλιοθήκης. 7. Η ποιμαντική αντιμετώπισις περιπτώσεων θυμάτων ή των οικογενειών αυτών. 8. Η νομική επεξεργασία κειμένων και η αντιμετώπισις περιπτώσεων, εν συνεργασία μετά της Νομικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας. 9. Η έκδοσις ενημερωτικών φυλλαδίων, κατά το δυνατόν εκλαϊκευμένων, προς πλήρη, σαφή, αντικειμενικήν και τεκμηριωμένην πληροφόρησιν των εφημερίων, των κατηχητών και του λαού επί των ολεθρίων αποτελεσμάτων της προπαγανδιστικής και ύπουλου δράσεως των δραστηριοποιουμένων αιρετικών και παραθρησκευτικών ομάδων και ατόμων, κυρίως δε προς σαφή οριοθέτησιν και εμπέδωσιν της Ορθοδόξου Χριστιανικής Πίστεως και ζωής έναντι των τοιούτων διδασκαλιών. 10. Η διερεύνησις του ενδεχομένου προβολής των αντιρρητικών θέσεων της Εκκλησίας δια των ηλεκτρονικών μέσων πληροφορήσεως εν Ελλάδι και εκτός αυτής. 11. Η διοργάνωσις πανελληνίων και διορθοδόξων Συνεδρίων. 12. Η συνεργασία μετά των κρατικών Αρχών και η ενημέρωσις αυτών επί της δράσεως των αιρέσεων, παραθρησκειών και άλλων κινημάτων προσβαλλόντων τα ανθρώπινα δικαιώματα. 13. Η παρακολούθησις της ελληνικής και διεθνούς νομολογίας επί των αιρέσεων και των παραθρησκειών.
8. Συνοδική καταδίκη του ρατσισμού (εθνοφυλετισμού) Εκτός από εμφανώς δογματικά ζητήματα τα οποία αποτελούν αίρεση, υπάρχουν και ζητήματα που αν και εμφανίζονται ως «κοινωνικά», «εθνικά» ή «πολιτικά», στην πραγματικότητα ενέχουν και βαθύτερη σωτηριολογική διάσταση και αντιμετωπίζονται ως δογματικά. Μεταξύ των δογματικών και συμβολικών κειμένων ή μνημείων της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 519 στα Δογματικά και Συμβολικά κείμενα που παρατίθενται, αναφέρεται με αρίθμηση: "κβ) Όρος της εν Κωνσταντινουπόλει Τοπικής Συνόδου του 1872 κατά του εθνοφυλετισμού". Η καταδίκη του εθνοφυλετισμού έγινε επ’ αφορμή το ότι ο έξαρχος της Εκκλησίας Βουλγαρίας (1872-1877) Άνθιμος, ανέπτυξε εθνοφυλετικές διεκδικήσεις των Βουλγάρων. Ήθελαν να ιδρύσουν αυτοκέφαλη Βουλγαρική Εκκλησία όχι εντός των γεωγραφικών ορίων του κράτους μόνο, αλλά να περιλαμβάνει όλους τους Βουλγάρους που ζούσαν εντός της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου ώστε να διαμορφώσουν μια νέα Ορθόδοξη Εκκλησία εντός των ορίων μιας άλλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το 1872 να καταδικαστεί από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως ο Άνθιμος, ως σχισματικός ηγέτης σχισματικής Εκκλησίας. Στην περίπτωση αυτή ο εθνοφυλετισμός καταδικάζεται επειδή έχει σκοπό να διαταράξει την κανονική τάξη της Εκκλησίας. Είχε ως σκοπό να κανονίσει ότι πιστοί πολλών εθνών πρέπει να ανήκουν σε μία Εκκλησία για να μη χωρίζονται λόγω της εθνότητας τους, γιατί το να σχίζει κάποιος το Σώμα του Χριστού επί τη βάσει εθνικιστικών διαφορών, αποτελεί σωτηριολογική αίρεση «Σας παρακαλώ δε, αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να λέτε όλοι το ίδιο, και να μη υπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα, αλλά να είστε εντελώς ενωμένοι, έχοντας το ίδιο πνεύμα και την ίδια γνώμη… » (Α΄ Κορινθίους 1/α: 10,13). Η Σύνοδος του 1872, για να φτάσει να διατυπώσει τον Όρο, προφανώς θεώρησε ότι ο εθνοφυλετισμός ως έννοια, αντιβαίνει στη διδασκαλία της Εκκλησίας, οπότε δεν θα πρέπει κάποιος να είναι συνειδητά ρατσιστής και να διαδίδει θεωρίες για τέτοιους διαχωρισμούς. Ακόμα και εκτός της Εκκλησίας, η κατάτμηση της ανθρωπότητας σε αλληλομισούμενες εθνικές ομάδες, εμπίπτει στην αίρεση, γιατί έρχεται σε σαφή αντίθεση με ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΚΑ σημεία της Χριστιανικής διδασκαλίας. «Καθένας που μισεί τον αδελφό του, είναι ανθρωποκτόνος· και ξέρετε ότι κάθε ανθρωποκτόνος δεν έχει αιώνια ζωή, που να μένει μέσα του» (Α΄ Ιωάννου 3/γ: 15). Η σωτηριολογική διάσταση του θέματος του Εθνικισμού αποτυπώνεται και σε άλλα χωρία της Αγίας Γραφής, όπως για παράδειγμα τα ακόλουθα που δείχνουν τη σωτηριολογική διάσταση της ένωσης όλων ανεξαιρέτως των Εθνών στη μετά Χριστόν εποχή, με τον Ισραήλ: «Επειδή, λέω σε σας, τα έθνη, (εφόσον μεν εγώ είμαι απόστολος των εθνών, τη διακονία μου δοξάζω), 14 ίσως παρακινήσω σε ζηλοτυπία αυτούς που είναι σάρκα μου, (τους Ιουδαίους) και σώσω μερικούς απ' αυτούς. 15 Επειδή, αν η αποβολή τους είναι συμφιλίωση του κόσμου, τι θα είναι η πρόσληψή τους, παρά ζωή από τους νεκρούς; 16 Και αν η ζύμη είναι άγια, είναι και το φύραμα· και αν η ρίζα είναι άγια, είναι και τα κλαδιά· 17 αλλά, αν μερικά από τα κλαδιά αποκόπηκαν, εσύ μάλιστα, ενώ ήσουν αγριελιά, μπολιάστηκες ανάμεσα σ' αυτά, και έγινες ενεργά συμμέτοχη με τη ρίζα και με το πάχος τού ήμερου ελιόδεντρου, 18 μη καυχάσαι σε βάρος των κλαδιών· αν, όμως, καυχάσαι σε βάρος τους, εσύ δεν βαστάζεις τη ρίζα, αλλά η ρίζα εσένα… 21 επειδή, αν ο Θεός δεν λυπήθηκε τα φυσικά κλαδιά, πρόσεχε μήπως δεν λυπηθεί ούτε εσένα. 22 Δες, λοιπόν, την αγαθότητα και την αυστηρότητα του Θεού· επάνω μεν σ' εκείνους που έπεσαν, την αυστηρότητα· επάνω δε σε σένα, την αγαθότητα, αν επιμείνεις στην αγαθότητα· επειδή, διαφορετικά, κι εσύ θα αποκοπείς» (Ρωμαίους 11/ια: 13-18, 21,22). Τα περί της Συνοδικής Καταδίκης του Εθνοφυλετισμού, ο π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός τα συνοψίζει ως εξής: «Οποίος δεν συμφωνεί με τον υπερεθνικό (που είναι συνάμα και εθνικός) χαρακτήρα της Ορθοδοξίας μπορεί να την αρνηθεί, μένοντας εγκλωβισμένος στον τυφλό εθνικισμό του, δεν μπορεί όμως να απαιτήσει την αλλοτρίωση της Ορθοδοξίας και την πρόσληψη από αυτήν εθνικιστικών/ φυλετικών κριτηρίων. Ο εθνοφυλετισμός (ρατσισμός) στην Πίστη έχει καταδικασθεί το 1872 (σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη) ως αίρεση» ("Παγανιστικός Ελληνισμός ή Ελληνορθοδοξία;", 3η έκδ., Αρμός, 2003, σελ. 94). Για όποιον θέλει να εμβαθύνει στο θέμα του εθνικισμού ως αντιχριστιανικής αιρέσεως, σχετικό εκτενές βιβλίο του σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου, για τη Συνοδική καταδίκη του Εθνοφυλετισμού ως αιρέσεως, μπορεί να βρεί σε ψηφιακή μορφή στην ιστοσελίδα της ΟΟΔΕ, στον παρόντα δεσμό.
9. Η εξουσία του λαού της Εκκλησίας Πέρα όμως από όλα τα παραπάνω "νομικά", στην πράξη, υπάρχει και ένας ακόμα καταλυτικός παράγοντας που επηρεάζει το θέμα που εξετάζουμε, και αυτός ο παράγων είναι η Χάρις του Θεού και η εξουσία του ιδίου του λαού της Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι (σαν άλλες θρησκείες) μία "πυραμίδα", στην οποία η ηγεσία "αποφασίζει και διατάζει". Δεν υπάρχει κανένας αλάθητος Πάπας, ούτε ανθρώπινο κεντρικό δογματικό όργανο, που να ρυθμίζει με απόλυτο και δήθεν αλάθητο τρόπο, το τι είναι αίρεση και το τι δεν είναι. Η Ορθόδοξη Εκκλησία του Κυρίου, ως Θεανθρώπινος οργανισμός, και ως "ζώντες λίθοι" (Α΄ Πέτρου 2/β: 5) που είναι, ΟΛΑ ΤΗΣ ΤΑ ΜΕΛΗ που πιστεύουν και λειτουργούν ως Σώμα Χριστού, λειτουργεί ολόκληρη στην αποδοχή ή όχι των δογμάτων. Στην Εκκλησία τα δόγματα καθορίζονται "εν Πνεύματι" από τα μέλη της εκείνα που βρίσκονται στον Φωτισμό ή στη Θέωση, και όχι κατ' ανάγκην από την ηγεσία. Ακόμα και οι Συνοδικές αποφάσεις, αναδεικνύονται Θεόπνευστες, μόνο και μόνο επειδή τις εισηγήθηκε Φωτιζόμενος ή Θεούμενος Χριστιανός, και όχι επειδή τις εισηγήθηκε Ιεράρχης, πλειοψηφία ή Σύνοδος. Οι άγιοι είναι αυτοί που δίνουν την εξουσία στις Συνόδους της Εκκλησίας, με τις εν Πνεύματι εισηγήσεις τους και όχι το Συνοδικό Σώμα σε αυτούς. Γι' αυτό στην πράξη, συχνά αποφάσεις της ιεραρχίας της Εκκλησίας, σύντομα απορρίπτονται από τον πιστό λαό της Εκκλησίας ως "ληστρικές", και οι Ιεράρχες που τις συνέταξαν χαρακτηρίζονται από σύσσωμη την Εκκλησία ως "πλανημένοι", ακόμα και αν δεν έχουν καταδικασθεί οι ίδιοι από κάποια Σύνοδο! Ως παράδειγμα των ανωτέρω, ας θυμίσουμε την περίπτωση των Κολλυβάδων αγίων, (π.χ. ο άγιος Αθανάσιος Πάριος, ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο άγιος Μακάριος Νοταράς κ.ά.,), οι οποίοι καταδικάσθηκαν από το Πατριαρχείο, και παρέμειναν "αμετανόητοι" στις θέσεις τους. Παρ' όλα αυτά, ο λαός του Θεού γνωρίζοντας τα εν Αγίω Πνεύματι σημεία που έδωσε γι' αυτούς ο Θεός, και έχοντας τη μακραίωνη παράδοση της Εκκλησίας ως οδηγό, τους μεν καταδικασθέντες αποδέχθηκε ως αγίους, τους δε καταδικάσαντες χαρακτηρίζει σήμερα ως εκφραγκευμένους αιρετικούς! Γιατί η σαφέστατη θέση της Εκκλησίας, όπως αυτή καταγράφηκε σε όλους τους περασμένους αιώνες, ήταν σύμφωνη με τους καταδικασθέντες μάλλον, παρά με τους κατηγόρους της. Και σήμερα οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πλέον δεν προβληματίζονται για το πού βρισκόταν το δίκιο, αλλά συνεχίζουν την ίδια εκείνη αρχαία παράδοση, που διαταράχθηκε προσωρινά από την ηγεσία της εποχής! Υπάρχουν περίοδοι κατά τις οποίες τοπικά και χρονικά κάποιες Ορθόδοξες εκκλησίες παραστρατούν από την πίστη και χάνουν το δρόμο τους, και είναι δυνατόν να συγχέουν την αίρεση με την ορθή πίστη. Όμως αργότερα και πάλι επανέρχονται στην Ορθόδοξη παράδοση με τη βοήθεια φωτιζόμενων και θεουμένων μελών της Εκκλησίας, και η περίοδος αυτή της πτώσης, σύντομα αποτελεί μια μικρή παρένθεση (τοπικά και χρονικά) στη συνεπή με το Θεόπνευστο Ευαγγέλιο διαχρονική και Καθολική Εκκλησία. Τότε και οι ληστρικές Σύνοδοι καταδικάζονται από σύσσωμη την Εκκλησία, ως αιρετικές και μη ακολουθούσες την Ορθόδοξη αιώνια παράδοση της Εκκλησίας. Τότε και οι αδίκως καταδικασθέντες πιστοί, βρίσκουν την θέση τους μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας, ως "δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης" (Ματθαίος 5/ε: 10). Αν ο λαός δεν πει το "αμήν", Λειτουργία δεν γίνεται! Papyrus 52 και Ν. Μ. |
Δημιουργία αρχείου: 7-7-2007.
Τελευταία μορφοποίηση: 29-5-2019.
ΕΠΑΝΩ |