Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Πατερικά και Ψυχοθεραπευτικά

Το δώρο τής "θείας απόγνωσης" // Η Πνευματική οδύνη τής αναγέννησης // Από τη μετάνοια και το αυτομίσος ως τη μέθεξη στη ζωή τού Θεού // Η "Πασχάλιος απόγνωσις" // Πώς η προσευχή μας καθίσταται ένθερμη // Η προσευχή με αίσθηση ανεπάρκειας // Η ευλογημένη μορφή απόγνωσης που αναγεννά τον άνθρωπο

"Άνθρωπος εγεννήθη εν τω κόσμω"

με αιώνια κλήση και προορισμό

Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)

 

Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993.

 

Κατ’ εκείνας τας ημέρας συνήντησα τους τολμηρούς λόγους του Αγίου Ισαάκ του Σύρου: «Μη συγκρίνης τους ποιούντας τα σημεία και τέρατα και δυνάμεις εν τω κόσμω τοις ησυχάζουσιν εν γνώσει. Αγάπησον την αργίαν της ησυχίας, υπέρ το εμπλήσαι πεινώντας εν κόσμω και επιστρέψαι πολλά έθνη εις προσκύνησιν του Θεού» (Λόγος κγ’).

Ουδέποτε απεπειράθην να συγκρίνω εμαυτόν προς τους Πατέρας ή να εφαρμόσω εις εμαυτόν πλήρως τους λόγους αυτών, αλλ’ αναλογία πείρας οφείλει να υπάρχη, αλλέως μένομεν πάντοτε εκτός της αληθούς γνώσεως των πνευματικών πραγματικοτήτων. Ο νους μου ουδέποτε απετόλμησε να ερευνήση επαρκώς εκείνην την κατάστασιν εν τη οποία διέμενεν ο Άγιος Ισαάκ, ότε εξέφρασε την όρασιν αυτήν, την υπερβαίνουσαν το μέτρον του ανθρώπου. Και νυν θα αναφερθώ εν ολίγοις μόνον εις την περίπτωσιν μου.

Η ακατανόητος δι’ εμέ αγαθότης του Θεού κατά τους πρώτους χρόνους της επιστροφής μου εις τον Χριστόν «σκληρώς» έρριψεν εμέ εις την απειρότητα, δίδουσα εις εμέ να λάβω την αίσθησιν της μηδαμινότητος μου, της κενώσεως και του «μηδενός» μου. Δια της δωρεάς ταύτης εκαθαρίσθη η καρδία μου εκ της θανατηφόρου πληγής της υπερηφανίας και εγενόμην ικανός εν αγάπη και ειρήνη να θεωρήσω τον Θεόν, να δεχθώ παρ’ Αυτού την νέαν άφθαρτον ζωήν.

Απόγονοι όντες του Αδάμ, πάντες ημείς φέρομεν εν εαυτοίς τας συνεπείας της πτώσεως εκείνης, περί της οποίας ομιλεί η Αποκάλυψις· αλλ’ ουχί πάντες ζουν ταύτην μετά της ιδίας βαθείας επιγνώσεως των οντολογικών διαστάσεων της συμφοράς ταύτης. Η εις βάθος ψυχανάλυσις του Ανθρώπου – εικόνος του Θεού – άρχεται από των πρώτων σελίδων της βιβλικής Αποκαλύψεως και ουχί από του θαλάμου τοκετών. Η υπερηφανία, ως εμφανής ή λανθάνουσα τάσις προς αυτοθέωσιν, παρεμόρφωσε την καρδίαν των ανθρώπων. Ευθύς ως διακρίνομεν εν εαυτοίς σημεία τινα πνευματικής αναβάσεως, ο όφις ούτος αμαυροί τον νουν, καταστέλλει την όρασιν, απομακρύνει από του Θεού.

Βλέπω νυν ότι η άκρα αμάθειά μου κατά την αρχικήν περίοδον απεδείχθη δι’ εμέ σωτήριος. Εν τη προσευχή της απεγνωσμένης μετανοίας μου ο Κύριος έδιδεν εις εμέ άμεσον καθοδήγησιν και η κενοδοξία δεν ήγγιζεν εμέ. Όθεν εξάγεται το συμπέρασμα ότι το μέχρι τέλους συντετριμμένον εκ της μεταμελείας πνεύμα ημών αποδεικνύεται ικανόν προς αποδοχήν των ενεργειών του Θεού.

Οι ανωτέρω αναφερθέντες λόγοι του Αγίου Ισαάκ ανταπεκρίνοντο εις την πνευματικήν μου ιστορίαν υπό την έννοιαν ότι η γνώσις του Αληθινού Θεού ήτο δι’ εμέ πολυτιμοτέρα όλων των γεγονότων της παγκοσμίου πολιτικής ζωής. Η δίψα μου δια τον Θεόν ήτο πλέον ουσιώδης ή αι λοιπαί πτυχαί της επιγείου υπάρξεως. Άνευ της γνώσεως ταύτης – περί του ανθρώπου και του Θεού – ησθανόμην εαυτόν εν τω σκότει· εκτός του Χριστού ουδεμία διέξοδος υπήρχεν εκ του σκοτεινού «υπογείου». Αλλά και εις όλην την οικουμένην έβλεπον μόνον τον αποκρουστικόν κόμβον των ανθρωπίνων παθών, «Γόρδιον δεσμόν», άτμητον υπό οιασδήποτε υλικής σπάθης.

«Άνθρωπος εγεννήθη εν τω κόσμω» (Ιωάν. 16,21). Είδον αυτόν δια του Χριστού. Ο άνθρωπος, η θεοειδής υπόστασις, γεννάται δυνάμει· διέρχεται την διαδικασίαν του γίγνεσθαι, κατ’ αρχάς εν τοις ορίοις του κόσμου τούτου, ύστερον δε οφείλει να φθάση τας υπερκοσμίους διαστάσεις ακολουθών τον Χριστόν, Όστις ενίκησε τον κόσμον: «Θαρσείτε, Εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16,33).

Επαναλαμβάνω: Ο Κύριος εδωρήσατο εις εμέ την χάριν της μνήμης του θανάτου και της ευλογημένης απογνώσεως. Η «μνήμη του θανάτου» θέτει τον άνθρωπον προ της αιωνιότητος, κατ’ αρχήν εν τη αρνητική αυτής όψει: Άπαν το είναι οράται περιβεβλημένον το σκότος του θανάτου. Εν συνεχεία κατέρχεται επί την ψυχήν το Φως της Θεοφανείας μετά της νίκης επί του θανάτου. Η «απόγνωσις» ήτο αποτέλεσμα της επιγνώσεως της αποστάσεως μου από του Θεού. Τα δύο ταύτα, η μνήμη του θανάτου και η απόγνωσις, απέβησαν αι πτέρυγες δια την πτήσιν δια μέσου της αβύσσου. Φρικτή και παρατεταμένη υπήρξεν η πείρα αύτη της ευεργεσίας του Θεού. Χάριν τούτου ήρθη από της καρδίας μου το «αρχαίον κάλυμμα», όπερ δεν επέτρεπεν εις εμέ να εννοήσω την εν Χριστώ και Πνεύματι Αγίω Καινοδιαθηκικήν Αποκάλυψιν (βλ. Β’ Κορ. 3,13-18).

Παν το ανόητον και φοβερόν επί της κοσμικής σκηνής, παν το τετριμμένον και ανιαρόν εν τη καθ’ ημέραν ζωή των ανθρώπων, εν τελευταία αναλύσει συνθέτει αντιφατικόν, αλλ’ εν τούτοις μεγαλειώδη πίνακα. Το ευγενές, όπως και το άσημον, δια του ενός ή του άλλου τρόπου αντανακλάται εις έκαστον εξ ημών. Εκ πολλών αντιθέσεων – του καλού και του κακού, του σκότους και του Φωτός, της λύπης και της χαράς, της μωρίας και της σοφίας, της αγάπης και του μίσους, της ασθενείας και της δυνάμεως, των δημιουργών και των καταστροφών, των γεννήσεων και των θανάτων – οικοδομείται η καθολική όρασις του Είναι. Εκ του αναριθμήτου πλήθους των καταναγκαστικών μαρτυρίων και χλευασμών εξουδενούται ο άνθρωπος, καταπατείται η αξιοπρέπεια αυτού. Η ψυχή τελεί εν απογνώσει εκ του θεάματος τούτου. Και αίφνης οι λόγοι του Χριστού, «άνθρωπος εγεννήθη εν τω κόσμω», φθάνουν μέχρι της ψυχής, της συνειδήσεως, εν τη αιωνίω αυτών σημασία έτι και δια τον Θεόν. Και εκ της χαράς ταύτης δεν μνημονεύονται πλέον πάσαι αι προγενέστεραι οδύναι και θλίψεις.

Δημιουργία αρχείου: 5-12-2016.

Τελευταία μορφοποίηση: 5-12-2016.

ΕΠΑΝΩ