Το δώρο τής "θείας απόγνωσης" // Η Πνευματική οδύνη τής αναγέννησης // Από τη μετάνοια και το αυτομίσος ως τη μέθεξη στη ζωή τού Θεού // Η "Πασχάλιος απόγνωσις" // Πώς η προσευχή μας καθίσταται ένθερμη // Η προσευχή με αίσθηση ανεπάρκειας // Η ευλογημένη μορφή απόγνωσης που αναγεννά τον άνθρωπο
Η απαραίτητη εκπαίδευση
από τα παθήματα
Αναγέννηση με οδύνες Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ)
Πηγή: "Περί Προσευχής" Αρχιμανδρίτου ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ (Σαχάρωφ). Μετάφρασις εκ του Ρωσικού Ιερομονάχου Ζαχαρίου. Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου. Έσσεξ Αγγλίας 1993. |
Αι εντολαί του Χριστού είναι εκπεφρασμέναι εν ολίγαις λέξεσιν, αλλά η τήρησις αυτών οδηγεί δια θαυμαστού τρόπου εις την διεύρυνσιν του πνεύματος ημών, ώστε τούτο εν μαρτυρική δίψη να περιπτυχθή «πάντα … τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης» (Εφες. 1,10) εν αγάπη, ήτις εδόθη ως εντολή εις ημάς. Είναι άρα γε κατανοητόν οι εκ του «μηδενός» κληθέντες να κατέχουν τοιαύτην δύναμιν; Βεβαίως είναι αδύνατον εις ημάς να χωρήσωμεν εν τη καρδία πάσαν την κτίσιν, εάν στηριζώμεθα εις εαυτούς. Αλλ’ Αυτός ο Δημιουργός παντός υπαρκτού εφανερώθη εν τη μορφή της υπάρξεως ημών και έδειξεν αληθώς ότι η φύσις ημών επλάσθη ικανή ουχί μόνον να περιπτυχθή τον κτιστόν κόσμον, αλλά και να προσλάβη το πλήρωμα της Θείας ζωής. Άνευ Αυτού ουδέν δυνάμεθα να πράξωμεν (βλ. Ιωάν. 15,5), αλλά μετ’ Αυτού και εν Αυτώ τα πάντα δύνανται να επιτευχθούν, καίτοι ουχί άνευ «πόνου». Ο πόνος είναι αναγκαίος εις ημάς εν πρώτοις, ίνα αισθανθώμεν εαυτούς ελευθέρας υποστάσεις, ύστερον δε ίνα κατά την Κρίσιν ο Κύριος δυνηθή να δωρήση εις ημάς την ζωήν Αυτού ως αναφαίρετον κτήμα ημών (βλ. Λουκ. 16,10-12). Μεταφερόμενοι νοερώς εις κοσμικάς διαστάσεις, όταν πάσχωμεν, εξομοιούμεθα προς τον Χριστόν. Εάν σκεπτώμεθα ούτω, παν φαινόμενον εν τη ατομική ημών υπάρξει θα αποβή αποκάλυψις περί του τελουμένου εν τω κόσμω των ανθρώπων. Δια μέσου ημών θα διέλθουν τα ρεύματα της κοσμικής ζωής, και ημείς θα δυνηθώμεν δια ζώσης πείρας να γνωρίσωμεν και τον άνθρωπον εις τους αιώνας του χρόνου, έτι δε και τον Υιόν του ανθρώπου κατά τας δύο Αυτού φύσεις. Ούτως ακριβώς, εν οδύναις, αυξάνομεν μέχρι κοσμικής και μετακοσμικής αυτοσυνειδησίας. Διερχόμενοι την πείραν της κενώσεως, ακολουθούντες οπίσω του Χριστού και συσταυρούμενοι μετ’ Αυτού, γινόμεθα δεκτικοί του απείρως μεγάλου Θείου Είναι. Εν τη εξαντλητική προσευχή μετανοίας υπέρ όλου του κόσμου ενούμεθα πνευματικώς μεθ’ όλης της ανθρωπότητος: Γινόμεθα παγκόσμιοι κατ’ εικόνα της παγκοσμιότητος του Ιδίου του Χριστού, Όστις φέρει εν Εαυτώ παν ό,τι υπάρχει. Αποθνήσκοντες μετ’ Αυτού και εν Αυτώ ήδη εντεύθεν, προγευόμεθα της αναστάσεως. Ο Κύριος έπαθεν υπέρ πάντων ημών. Τα παθήματα Αυτού καλύπτουν πάσας τας ασθενείας της ζωής ημών μετά την πτώσιν του Αδάμ. Ίνα γνωρίσωμεν, καθώς πρέπει, τον Χριστόν, είναι απαραίτητον να συμμετάσχωμεν και ημείς εις τα παθήματα Αυτού και να βιώσωμεν, ει δυνατόν, το παν, καθώς και Αυτός ο Ίδιος. Ούτω και μόνον ούτω γνωρίζεται ο Χριστός-Αλήθεια· τουτέστιν υπαρξιακώς, ουχί αφηρημένως, ουχί δια μέσου ψυχολογικής ή θεωρητικής πίστεως, ήτις στερείται βιωματικής πείρας. Εν τη αρχή της επιστροφής μου εις τον Χριστόν, ήδη μετ’ ολίγον βαθυτέρας κατανοήσεως του Τίς εστιν ο Ιησούς, ήλλαξεν η καρδία μου, και ο νους μου έλαβεν άλλην κατεύθυνσιν. Εκ των βεβιωμένων υπ’ εμού εσωτερικών συγκρούσεων μετεφερόμην αυθορμήτως εις τον κόσμον των ανθρώπων, και δια του τρόπου αυτού ήλθεν εις εμέ η ευσπλαχνία προς άπασαν την ανθρωπότητα. Εκ της πείρας ταύτης εγεννήθη η κατανόησις ότι εις όλους ημάς είναι αναγκαίον να ζήσωμεν τας τυχόν δοκιμασίας ουχί μόνον εις τα στενά πλαίσια της ατομικότητος ημών αλλ’ εις τας κοσμικάς διαστάσεις, εξερχόμενοι πνεύματι εκ του περιορισμού των σωματικών οφθαλμών. Εν άλλαις λέξεσι: να συναισθανθώμεν ότι δια μέσου ημών διέρχονται ρεύματα της αυτής κοσμικής ζωής, ήτις ρέει εις τας φλέβας εκάστου ανθρώπου. Η φυσική, θα έλεγε τις, αύτη ψυχολογική κίνησις εδίδαξεν εμέ να ζω τα ποικίλα παθήματα των ανθρώπων – συμφοράς, διαμάχας, εχθρότητας, καταστρεπτικάς θεομηνίας, πολέμους και τα όμοια – μετ’ αυξανομένης συμπαθείας. Η φυσική αύτη κατ’ ουσίαν ορμή απεδείχθη ρίζα, εκ της οποίας παρήχθη πολύτιμος δι’ εμέ καρπός: να ζω άπασαν την ανθρωπότητα ως εμαυτόν, ως ιδίαν ζωήν. Ακριβώς τούτο προδιεγράφη εις ημάς δια της εντολής, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ. 22,39), βεβαίως, εν τη χριστιανική αντιλήψει του «τίς εστι μου πλησίον» (βλ. Λουκ. 10,29-37). Ενώ ηυξανόμην και ενέτεινον τας προσπαθείας μου επί έτη, η συνείδησις μου κατά φυσικόν τρόπον επορεύθη προς τα έσχατα όρια του κόσμου, προς υπέρβασιν των ορίων αυτών, προς τον Άπειρον. Μετ’ ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν ενεθυμούμην πάσας τας συμφοράς του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου· την φοβεράν εξάρθρωσιν, ως εφαίνετο, όλης της κρατικής μηχανής της χώρας· τας επαναστατικάς συγκρούσεις εφ’ όλων των εκτάσεων της Ρωσίας μετά των ανυπερβλήτων κινδύνων δι’ όλους και δι’ έκαστον· τας άκρας στερήσεις εις πάντα τα αναγκαία δια την φυσικήν ζωήν· τον αποχωρισμόν εξ όσων είναι σπουδαία και πολύτιμα εις την ψυχήν και τον νουν· την μαρτυρικήν στάσιν ενώπιον της αφροσύνης πάντων των συμβαινόντων … Ούτω εισήλθον εις την τραγωδίαν της συγχρόνου ιστορίας. Βραδύτερον ενεβάθυνα πλέον εις τας πηγάς αυτής: εις την βιβλικήν διήγησιν περί της Πτώσεως του ανθρώπου. Συγκλονιστική στιγμή! Και τούτο δεν είναι εισέτι το τέλος: «Έτι άπαξ σείω ου μόνον την γην, αλλά και τον ουρανόν» (Εβρ. 13,26). Ούτω προσήγγισα εις το μέγα μυστήριον της εν ημίν «εικόνος του Θεού»: το Πρόσωπον. Απεκαλύφθη Ούτος εις ημάς εν τω Ονόματι – Εγώ Ειμι ο Ών. Βεβαίως, ημείς είμεθα εικών Αυτού. Όταν παριστάμεθα ενώπιον Αυτού εν τη προσευχή, το πνεύμα ημών ταυτοχρόνως και πανηγυρίζει και πάσχει: Η πανήγυρις γίνεται εκ της θεωρίας πραγματικοτήτων, αίτινες υπερβαίνουν την γηΐνην φαντασίαν· το πάθος προκαλείται εκ της αισθήσεως της μηδαμινότητος ημών, ήτις ουδόλως δύναται να χωρήση την δωρεάν του Θεού. Κατ’ αυτόν τον τρόπον καταπονείται η ψυχή εξ αυτής ταύτης της αρχής της Άνωθεν γεννήσεως ημών. Βεβαίως αυξάνομεν, αλλ’ η αύξησις αύτη φαίνεται εις ημάς βραδεία και εν ταυτώ μαρτυρική. Είναι δυνατόν να είπωμεν ότι η χριστιανική ζωή συνίσταται εις την «εν οδύναις γέννησιν» δια την αιωνιότητα (βλ. Ησ. 26,17-18). Βλέπω ότι ο νους μου αδιακόπως επιστρέφει εις την αυτήν όρασιν, από της οποίας δεν δύναμαι να αποσπασθώ και την οποίαν ήρχισα να οικειούμαι πλέον του ημίσεως ήδη αιώνος. Ο Κύριος απορροφά εμέ ολοκληρωτικώς. Και βλέπω και δεν βλέπω την περιβάλλουσαν εμέ πραγματικότητα. Το βλέμμα μου ολισθαίνει προς αυτήν κατ’ εκείνας τας στιγμάς, όταν είμαι απησχολημένος μετά των αναποφεύκτων αναγκών της καθ’ ημέραν ζωής. Αλλ’ είτε υπνώ, είτε γρηγορώ, ο Θεός περιβάλλει εμέ στενώτερον ή ο αήρ τον οποίον αναπνέω. Κατά τας παρελθούσας δεκαετίας η χάρις πολυτρόπως εξεχύθη επ’ εμέ αφθόνως, κατά καιρούς ως ευρύς ποταμός, ενίοτε δε ως καταρράκτης, τουτέστιν ως πτώσις «ζώντος ύδατος» επί την κεφαλήν μου (Ιωάν. 4,10). Συνέβαινε – και συμβαίνει – ως να διηνοίγοντο ενώπιον μου αι απέραντοι εκτάσεις του ωκεανού· ή ως αστάθμητος μηδαμινότης να εκρεμώμην επάνω ιδιομόρφου νοεράς αβύσσου … Και νυν ευρίσκομαι εν αμηχανία: Τα περιγραφέντα υπ’ εμού δεν είναι πλείον ή πρόχειρος σκιαγράφησις μεγαλειώδους πανοράματος εις τετράδιον ιχνογραφίας ζωγράφου. Η ψυχή μου θέλει να ψάλλη ύμνους εις τον Θεόν, Όστις μετά τοιαύτης αγάπης ήλθεν εις συνάντησιν εμού του πένητος, αλλά δεν έχω λόγους αξίους Αυτού. |
Δημιουργία αρχείου: 17-12-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 17-12-2016.