Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Αρχαιοελληνική κοινωνία και Ορθοδοξία

Τα μυστήρια τής Εκκλησίας και η σημασία τους για τον σύγχρονο άνθρωπο * Ευνουχισμοί νέων προς τιμήν τής Αρτέμιδος * Χριστιανικό Μυστήριο και μυστηριακές λατρείες * Βασανιστήρια γυναικών για τον Μπεκρή Διόνυσο * Εκπόρνευση γυναικών από τη δαιμονική τσατσά Αφροδίτη * Η έννοια τής λέξης "μυστήριο" στον απόστολο Παύλο * Τα "ιερά" πρεζόνια των Δελφών

Η λέξη "μυστήριο" στην προχριστιανική μορφή της

Και άλλες παράγωγες λέξεις

Κωνσταντίνος Σιαμάκης Φιλόλογος.

 

Αναδημοσίευση από: http://www.philologus.gr

 

Η λέξι μυστήριον, που συναντάται πολλές φορές και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη, όπως και στην αρχαία ελληνική γραμματεία τη μετά το 500 π.Χ., είναι παράγωγο τού ρήματος μύω κι έχει πάνω από 50 ομόρριζες λέξεις, από τις οποίες το ένα τρίτο είναι κοινές λέξεις, και τα δύο τρίτα θρησκευτικοί όροι. Η ίδια η λέξι μυστήριον είναι από τις λίγες ομόρριζες που είναι και κοινές λέξεις και τελεστικοί όροι.

 

Το μύω από το οποίο παράγονται άμεσα ή έμμεσα όλα τα παράγωγα, είναι ρήμα ηχοποίητο από τον ήχο μμμού που κάνει εκείνος που κλείνει το στόμα του και σφίγγει τα χείλη του αντί για κάθε άλλη έκφρασι. Σημαίνει αρχικά ‘’κλείνω το στόμα μου, και δεν μιλάω’’ κι έπειτα και ‘’κλείνω τα μάτια μου, και δεν βλέπω’’ ή και ‘’κλείνω ένα ανοιχτό τραύμα’’. Ήδη στον Όμηρο ανευρίσκεται όλη αυτή η εξέλιξι τής σημασίας του (Ω 420˙ 637). Ομόλογη λέξι στη νέα ελληνική είναι το επίθετο μούτος, που λέγεται γι' αυτόν που κλείνει το στόμα του και δεν μιλάει, ούτε όταν πρέπη, αλλά κάνει μόνο μμμού.

Σύνθετο τού μύω με την πρόθεσι κατ ή κατά είναι το κατμύω ή καμμύω ή καταμύω, που λέγεται όμως μόνο για το κλείσιμο τών ματιών όπως και το ουσιαστικό του κατάμυσις.

Στον Όμηρο επίσης ήδη κι εν συνεχεία στους μετέπειτα συναντάται και το επίθετο μυχός μυχή μυχά (τα), που και τα τρία γένη του ανευρίσκονται και ουσιαστικοποιημένα, το επίρρημα μυχοί, και τα παραθετικά τού επιθέτου μύχιος μύχατος και μυχοίτατος ή μυχαίτερος μυχαίτατος και μυχώτατος˙ και το παράγωγο επίθετο μυχώδης (Όμηρος Ζ 152˙ φ 1446. Ησίοδος˙ Ευριπίδης˙ κλπ.). από τον F ́ π.Χ. αιώνα κι έπειτα εμφανίζονται τα παράγωγά του τύπου άμυστις αμυστί αμυστίζω μύσις - κατάμυσις, ενώ από τον Ε ́ κι έπειτα εμφανίζονται και τα μύωψ μυωπός - μυωπή - μυωπόν μυωπία μυωπιάζω - μυωπάζω μυωπίασις˙ και το μυστήριον. μέχρι εδώ τα μη τελεστικά˙ ειδικά το μυστήριον είναι κατ' αρχήν μη τελεστικό.

Τα τελεστικά παράγωγα αρχίζουν από το ρήμα μυώ-μυούμαι, παράγωγο κι αυτό τού μύω, και είναι τόσο το σύνθετό του καταμυώ, όσο και τα παράγωγά του μύησις μύστης μύστις αμύητος μυστικός - μυστική - μυστικόν μυστικότροπος μυστικοτρόπως, τα σύνθετα με το -πόλος κατ' αναλογίαν προς το αρχαιότερο τελεστικό πρόπολος (=ακόλουθος οργιαστής) μυστιπολεύω μυστιπολεία μυστιπόλευτος μυστοπόλος μυστοπολεύω, τα σύνθετα με το άγω (=οδηγώ, καθοδηγώ) μυσταγωγός μυσταγωγώ μυσταγωγία μυσταγώγημα μυσταγωγικός, άλλα σύνθετα με διάφορα δεύτερα συνθετικά, μυστάρχης μυστολέκται μυστοδόκος μυστοδότης μυστογράφος, άλλα παράγωγα τού όρου μυστήριον, μυστηρίς μυστηριώτις μυστηρικός μυστηριακός μυστηριάζω μυστηριασμός μυστηριάρχης, και μυστηριώδης μυστηριωδία˙ και μερικά νεώτερα και όχι τόσο δόκιμα.

Όπως είπα, τα μύω και μυχός και τα παραθετικά του συναντώνται ήδη στον Όμηρο, το δε καμμύω τον Δ́ π.Χ. αιώνα στον Άλεξι (άδηλ., απ. 319 Edmonds)˙ και γενικώς τα μη τελεστικά παράγωγα είναι αρχαιότερα τών τελεστικών. Ως κοινή λέξι στο Σοφοκλή (άδηλ., απ. 804 Radt) και ως τελεστικός όρος στους Ηρόδοτο (2,51,4) και Ευριπίδη (Ικ., 173) συναντάται το μυστήριον. Ο Αισχύλος με τον όρο μυστικόν (άδηλ., απ. 387 Radt) και οι Ευριπίδης και Ηρόδοτος με τον όρο μυστήριον είναι οι πρώτοι στους οποίους ανευρίσκονται τελεστικά παράγωγα και σημασίες αυτής τής ρίζης.

Αυτά τα τελεστικά στον Όμηρο δεν ανευρίσκονται ούτε ως δρώμενα πράγματα ούτε ως λέξεις˙ διότι σε κείμενα με άφθαρτο ακόμη το δωρικό φίλτρο ηθών και θρησκεύματος, κυριώτερα τών οποίων είναι τα Ομηρικά Έπη, τέτοια πελασγικά πράγματα και δρώμενα δεν υπάρχουν. Το δωρικό φίλτρο είναι κάπως φθαρμένο, κι εμφανίζονται τελεστικά δρώμενα τον Ζ ́ π.Χ. αιώνα στα Προοίμια τελετών Ύμνον εις Δήμητρα (273˙ 476), όπου χρησιμοποιείται ο τελεστικός όρος όργια (=έργα, δρώμενα), και Ύμνον εις Απόλλωνα (389), όπου ο όρος οργιόνες (=δράστες τελεστικών οργίων). στο μεταξύ κατά τα τέλη τού ίδιου αιώνος, όταν η φθορά τού δωρικού φίλτρου είναι προχωρημένη, εμφανίζονται στη λυρική ποίησι (Σόλων, Μίμνερμος, Αλκαίος, Σαπφώ) τα πρώτα εγκώμια τού κιναιδισμού και τής αντίστοιχης γυναικείας διαστροφής. κι επειδή η διεστραμμένη αυτή σεξουαλική συμπεριφορά έχει προφανέστατα διεισδύσει στα τελεστικά όργια τής θρησκείας, αν δεν έχη εκπηγάσει από κει, οι οργιόνες αισθάνονται την ανάγκη τής αποκρύψεως και τής εχεμυθείας και γενικώς αναπτύσσουν μια συνωμοτική και μασονική μυστικότητα, γι' αυτό και τα όργια επονομάζονται πλέον μυστήρια (=μυστικά), οι δε οργιόνες επονομάζονται μύσται (=δέκτες και κάτοχοι μυστικών). Τών φανερών οργίων μέτοχοι και οργιόνες ήταν όλοι οι πανηγυρισταί, ενώ τών μυστηρίων μόνον ωρισμένοι επίλεκτοι και έμπιστοι, γι' αυτό και λέγονται πλέον κι αυτοί μύσται˙ και η επιλογή τους και ενημέρωσί τους μύησις, ενώ οι άλλοι οι μη ανεχόμενοι τα τέτοια μυστήρια όργια λέγονται αμύητοι, κι αργότερα βέβηλοι (εκάς οι βέβηλοι! = μακριά οι βέβηλοι!). υπολογίζω ότι η διολίσθησι αυτή έγινε λίγο μετά το 600 π.Χ. με εισηγητάς τους ‘’παγανιστάς’’, χωρικούς δηλαδή απόμερων και ακοινωνήτων μικρών χωριών που ήταν επιβιώσαντα πελασγικά κατάλοιπα και φορείς τής χαμιτικής πελασγικής ειδωλολατρίας, κατά την οποία το διεστραμμένο σεξουαλικό όργιο ήταν τρόπος λατρείας τού θείου. Από κει άλλωστε ξεκίνησε και ο τιτύραμβος (=τιτύρων άμβος = τράγων ωδή, σατύρων ωδή), ή με δασύτερη προφορά διθύραμβος, που μετεξελίχτηκε και μεταφράστηκε ελληνιστί σε τραγωδία. Ήταν δε η τραγωδία και τών μυστηρίων ‘’εκλαϊκευμένη’’ παραλαγή ομολογουμένως.

Παρατηρώντας τα κείμενα αφ' ενός μεν τού Ομήρου και τού Ησιόδου και τών εξ αρχαιοτέρων λυρικών ποιητών, Καλλίνου Τυρταίου Τερπάνδρου Σημωνίδου Αρχιλόχου και Αλκμάνος, και τα πέντε αρχαιότερα κι εκτενέστερα Προοίμια λεγόμενα ή Ομηρικούς Ύμνους, που όλοι αγνοούν τον κιναιδισμό, παρ' όλο που οι περισσότεροι είναι ερωτικώτατοι, αφ' ετέρου δε τα κείμενα τα μεταγενέστερα τού 600 π.Χ., διαπίστωσα ότι και η ειδωλολατρία τών αρχαιοτέρων εκείνων είναι διαφορετική από την ειδωλολατρία τών μετέπειτα. είναι σαφώς απλούστερη με απλές εορτές και πανηγύρεις, χωρίς τελεστικό χαρακτήρα, χωρίς δαιμονική ‘’θεοληψία’’ και τελετουργομανία και μυστικοπάθεια. ακόμη και η λέξι θρησκεία, ή ακριβέστερα θρησκείαι επιτελούμεναι (=οργιαστικά δρώμενα με οργιαστικές κραυγές εκστασιασμένων και θρούν και θριδακίνην και θρήνον τού κιναίδου και θανατωμένου και θρηνουμένου θεού Υακίνθου ή Ιάκχου ή Βάκχου ή Ναρκίσσου ή Διονύσου ή Αδώνιδος, και με θύρσον και με θρίαμβον τού θιάσου του – νομίζω ότι όλ' αυτά είναι ομόρριζα και ηχοποίητα– ), συναντάται, η λέξι θρησκεία, για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο (2,18,2˙ 2,37,3) και για τρόπους λατρείας τού θείου μόνον οργιαστικούς. Ο όρος θρησκεία όχι μόνο για τη θεοσέβεια τού Ισραήλ και για τη Χριστιανική πίστι δεν λέγεται ποτέ στη Βίβλο, αλλ' ούτε και για την προ τού 600 π.Χ. ελληνική κι ομηρική ειδωλολατρία λέγεται ποτέ, ούτε και ταιριάζει. καθώς προχωρεί κανείς στην αναδίφησι τών αρχαίων κειμένων, αντιλαμβάνεται ότι ο όρος θρησκεία ταιριάζει μόνο στη μετά το 600 π.Χ. ελληνική ειδωλολατρία. ακόμη και οι ειδωλολάτρες τής πρώτης χριστιανικής εποχής, όσοι δεν είχαν μίσος εναντίον τών Χριστιανών, το αντιλαμβάνονταν κάπως αυτό, και γι' αυτό δεν έλεγαν ποτέ θρησκεία τη Χριστιανική πίστι, όπως έλεγαν τη δική τους ειδωλολατρία, ούτε την έλεγαν αθεΐα και ασέβεια, όπως την έλεγαν οι διώκτες ειδωλολάτρες, αλλά με κάποιο τακτ την έλεγαν φυλακήν τών Χριστιανών (=φύλαξι, τήρησι κανόνων ζωής), παραφύλαξιν τών Χριστιανών, παρατήρησιν τών Χριστιανών (=τήρησι), έθος τών Χριστιανών, observationem Christianorum (=παρατήρησιν), legem Chistianorum (=νόμον, έθος), ritum Christianum (=Χριστιανικόν έθος), και devotio Christianorum (=αφιέρωσιν τών Χριστιανών). (Μαξιμίνου Διάταγμα β́, στον Ευσέβιο, Εκ. ιστ. 9,10,8. Διάταγμα Μεδιολάνου, 4. Αίλιος Λαμπρίδιος, Heliogab. 3, 5. Αμμιανός Μαρκελλίνος˙ (5,5,31˙ 15,7,6.). Ούτε και οι αρχαίοι Χριστιανοί έλεγαν ποτέ την πίστι τους θρησκείαν˙ αυτό είναι πολύ όψιμο.

Στην αρχαιότερη λοιπόν τού 600 π.Χ. ομηρική και ησιόδειο ελληνική ειδωλολατρία, που δεν τής ταιριάζει και δεν λέγεται ποτέ γι' αυτήν ο όρος θρησκεία και που είναι απλή αποδοχή κι επίκλησι τού θείου και προσφυγή σ' αυτό, και οι ιερουργίες του είναι απλές και πανανθρώπινες, περιωρισμένες σε προσευχή θυμίασι θυσία μαντεία και κάποια απλή θεοφάνεια, όπου θεός προστάτης και άνθρωπος προστατευόμενος ‘’συναντώνται’’ σα δυο άνθρωποι φίλοι και "τα λένε", ιερατεύουν σχεδόν πάντοτε οι οπλαρχηγοί και φύλαρχοι άνακτες, Αγαμέμνων Αχιλλεύς Διομήδης Νέστωρ Οδυσσεύς κλπ., και ιερουργούν πάντοτε φανερά ενώπιον όλου τού λαού ή τού στρατού. Αντίθετα στη μετά το 600 π.Χ. ειδωλολατρία, που έχει δεχτή εξ επιδράσεως πολύ πελασγικό ‘’παγανιστικό’’ υλικό από τους θρήσκους (pagani) τών απομονωμένων κι ακοινωνήτων χωριών (pagus), (όπως συνέβη στα χρόνια μας με τα καρναβάλια και τ' αναστενάρια, που επιβίωσαν σε απόμερα χωριά κι εκπήγασαν από κει), εκτός τού ότι υπάρχει ειδικό ‘’θεόληπτο’’ εκστασιασμένο ‘’θεοφορούμενο’’ και οργιαστικό ιερατείο προπόλων θιάσου, και οι λάτρεις - μύσται δεν λατρεύουν απλώς με προσευχή θυσία θυμίασι μαντεία, αλλά κυριολεκτικά ‘’φτιάχνονται’’ κι ‘’εκστασιάζονται’’ και μυούνται κρυφά σε μυστήρια, διακρίνονται από έναν έντονα αλαζονικό μασονικό σνομπισμό έναντι τών ‘’βεβήλων’’ αμυήτων, και φυσικά οργιάζουν και θροούσι. στο ζήτημα τής ‘’διαρροής απορρήτου και μυστικού’’ κάνουν την τρίχα τριχιά, μόνο για παραγωγή γοητείας, κι όχι επειδή το μυστικό είναι κάτι το μεγάλο˙ ακριβώς δηλαδή επειδή είναι ένα ασήμαντο σκουπίδι, κι αυτό δεν πρέπει να το αντιληφθούν οι ‘’βέβηλοι’’, για να μην καταρρεύση όλο το φτιαχτό γόητρο τού μυστικώς λατρευομένου μηδενός, κι όχι βέβαια επειδή θα εξοργισθή το θείο, επειδή βεβηλώθηκε το μηδενικό σκουπίδι. Όπως κάποιος κάποτε πάλεψε άγρια με τρεις μαζί, για να μην τού ανοίξουν την παλάμη και δουν τι κρατάει, διότι όταν τον κατέβαλαν και τού άνοιξαν την παλάμη βιαίως, είδαν ότι δεν κρατούσε τίποτε. Το τεθωρακισμένο μηδέν είναι πολύ ελκυστικό και γαργαλιστικό μυστικό που εξασφαλίζει πολύ γόητρο στον κάτοχό του.

Κατά τα μέσα τού Ε ́ π.Χ. αιώνος ανευρίσκονται και στα κείμενα, τού Ηροδότου (2,51,4) και τού Αριστοφάνους (Βάτρ., 370) για πρώτη φορά, οι όροι μυστήριον και μύστης και αναπτύσσεται όλη εκείνη η πλούσια μυστική τελεστική ορολογία. κι επειδή το κακό εμφανίζει πάντοτε έναντι τού καλού επιθετικότητα θράσος και κόμπλεξ υπεροχής, οι μύσται αλαζονεύονταν και καυχώνταν ότι γνωρίζουν κατέχουν και δρουν κάτι το θείο, ανώτερο τών πολλών και αμυήτων, και απόρρητο και πλήρες υπερφυσικής γνώσεως, ενώ αυτό δεν ήταν παρά ένα τελεστικό ‘’φτιάξιμο’’ και μαστούρωμα με όπιο, μια τελεστική πορνεία διαπραττόμενη με ιεροδούλους κούρας, για τους διεστραμμένους μια τελεστική σοδομία διαπραττόμενη με άρρενες ιεροδούλους κούρους ή κούρητας, και για τους βιολογικά ανισχύρους ηλικιωμένους διάφορες τελεστικές θρύψεις (=αυνανισμοί) μέσα σε υποβλητικό αλλά και αποκρυπτικό τών ενοχών και τών ανικανοτήτων μισοσκόταδο με ασθενικό κόκκινο φως ιεροφαντών λυχνοκρατών και λαμπαδαρίων (που σήμερα όλ' αυτά γίνονται σε σκυλάδικα με ‘’σερβιτόρες’’ και χωρίς τελεστικό θεατρινισμό). Μαρτυρούν για όλ' αυτά και πολλοί Χριστιανοί απολογηταί στην πολεμική τους εναντίον τής ειδωλολατρίας ή τού συγκρητισμού και ειδικώτερα τών μυστηριακών τελετών.

Για να δώσω συνολικώς τη διασωζόμενη ιστορία τών κυριωτέρων τελεστικών όρων αυτής τής ρίζης, επαναλαμβάνω και προσθέτω ότι το μυστήριον ως κοινή λέξι συναντάται για πρώτη φορά στο Σοφοκλή (άδηλ., απ. 804 Radt) κι έπειτα στη μετάφρασι τών Ο’ και σ' άλλους, στον Πολύβιο (28,19,4), και στην Κ. Διαθήκη˙ ως τελεστικός δε όρος συναντάται στον Ηρόδοτο (2,51,4), στον Ευριπίδη (Ικ., 173), σε μια αττική επιγραφή τού Ε ́ π.Χ. αιώνος (71b,30-34 CIG 1, 107-8), στον Ανδοκίδη (Περί μυστηρίων, 11), στον Αριστοφάνη (Βάτρ., 886-8˙ Πλ., 103), σ' επιγραφές τού Γ́ π.Χ. αιώνος (Αθηνών 540, 11˙ 22-24˙ 41-42˙ Μυτιλήνης 2177, 24˙ Σαμοθράκης 2157,1 CIG), στον Πολυδεύκη (1,35-36), και σ' άλλους γραμματικούς και λεξικογράφους (Σούμμα, λ. μυστήρια). Το ρήμα μυώ - μυούμαι συναντάται για πρώτη φορά στον Ηρόδοτο (8,65,4), το μύστης στον Αριστοφάνη (Βάτρ., 370), στον Αριστοτέλη (Αθην. πολ. 56,4), και στον Ανταγόρα το όδιο (Ανθ. παλ. 9,147,1), το αμύητος στον Ανδοκίδη (Μυστ., 11˙ 12) και στο Λυσία (Κατ' Ανδοκίδου, 51), το μυστικόν, που ως προς την αναφορά είναι το αρχαιότερο όλων τών τελεστικών, στον Αισχύλο (άδηλ., απ. 387 Radt), το μυσταγωγός στο Μένανδρο (άδηλ., απ. 500 Kassel), και οι περισσότεροι άλλοι τέτοιοι τελεστικοί όροι σε κείμενα τών ελληνιστικών κι ελληνορρωμαϊκών χρόνων, χωρίς να είναι, νομίζω, περισσότερο από δυο αιώνες αρχαιότεροι τής πρώτης σωζομένης αναφοράς των.

Γραμματικώς η λέξι μυστήριον είναι η ίδια η λέξι μυστικόν, αλλά με την αρχαϊκή κατάληξι -ήριον (σωτήριον αισθητήριον αγγελτήριον εγερτήριον ευκτήριον), και όχι με τη νεώτερη κατάληξι -ικόν (σωστικόν αισθητικόν αγγελτικόν εγερτικόν ευκτικόν) που επικράτησε κατά τον Ε’ π.Χ. αιώνα. Η κατάληξι -ικόν προέκυψε ως αντικαταστάτρια τής καταλήξεως -ήριον, επειδή τα επίθετα σε -ήριον ουσιαστικοποιήθηκαν, οπότε ανέκυψε η ανάγκη νέων επιθέτων. Οι πρώτοι γραμματικοί και φιλόλογοι, οι λεγόμενοι σοφισταί, προώθησαν τη χρήσι τών νέων επιθέτων σε -ικόν. Ο Αριστοφάνης ειρωνεύεται και διακωμωδεί τη χρήσι τέτοιων επιθέτων ως νεωτερισμό, αυτή όμως ήταν γλωσσική ανάγκη μετά την ουσιαστικοποίησι τών ληγόντων σε -ήριον, πράγμα που ο ποιητής δεν το αντιλαμβανόταν, αλλά μόνο ξενιζόταν από το νεοφανές τής καταλήξεως -ικόν. Μερικές φορές η συντηρητικότης είναι ανοησία.

Δημιουργία αρχείου: 2-11-2020.

Τελευταία μορφοποίηση: 2-11-2020.

ΕΠΑΝΩ