Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Η Εγκατάλειψη των αρχαίων ναών * Οι πραγματικές αιτίες της καταστροφής των αρχαίων ναών * Καταστροφές μνημείων από αρχαίους Έλληνες * Μύθος η καταστροφή αρχαίων μνημείων από τους Χριστιανούς * Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ρώμης στην πράξη * Η αθωότητα του Θεοδόσιου για τους υποτιθέμενους διωγμούς * Ο δήθεν "διωγμός" του Λιβάνιου * Το αντιχριστιανικό κείμενο-απάτη, «Περί ορθοδόξου και βυζαντινής Ιεράς Εξετάσεως»
Το ανεφάρμοστο τής αντι-παγανιστικής νομοθεσίας στη Χριστιανική Ρώμη και οι Γότθοι Τού Γιάννη Τ.
Αναδημοσίευση από: http://www.arhaioplixia.org |
Ενώ οι Νεοπαγανιστές ΞΕΧΝΟΥΝ τους αντιχριστιανικούς νόμους τών Ρωμαίων Παγανιστών, και τους εφαρμοσμένους διωγμούς εκατομμυρίων Χριστιανών για τρεις αιώνες, η επιλεκτική τους μνήμη τείνει να θυμάται ΜΟΝΟ τους αντιπαγανιστικούς νόμους τού Θεοδοσίου. Νόμους που όχι μόνο ήταν πολύ επιεικείς, αλλά και που ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΦΑΡΜΟΣΘΗΚΑΝ!
Σχετικά με την αποτελεσματικότητα και εφαρμογή τών διαταγμάτων κατά Εθνικών Οι Νεοπαγανιστές τονίζουν με έμφαση τις καταστροφές αρχαίων ναών λόγω των διατάξεων του Θεοδοσίου Α’. Όμως αυτές οι κατά του παγανισμού απαγορευτικές διατάξεις του Θεοδόσιου Α’, που πρωτοεκδόθηκαν το 391, εφαρμόστηκαν κυρίως στην υπαρχία Ανατολής (κυρίως στην Αίγυπτο) και ελάχιστα στην Ελλάδα, η οποία ήταν τμήμα της υπαρχίας Ιλλυρικού. Γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός ιστορικός F. Gregorovius ότι από τα έδικτα του Θεοδόσιου Α’, η Ελλάδα έπαθε τα λιγώτερα συγκριτικά με όλη την υπόλοιπη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κι ότι ο Χριστιανισμός επικράτησε ειρηνικά στην Αθήνα. Πολλοί ονομαστοί αρχαίοι ναοί στον ελλαδικό χώρο μάλιστα έπεσαν πολύ αργότερα, από σεισμούς και άλλες θεομηνίες κι όχι από βανδαλισμούς: «Εκ του τοιούτου βανδηλισμού [που έγινε βάσει των εδίκτων του Θεοδόσιου] ήκιστα παςών των χωρών έπαθεν η αρχαία Ελλάς. Κυρίως δ’ αι Αθήναι έμειναν απηλλαγμέναι καταστροφών. Ουδέν των μεγάλων ιερών των εν Αθήναις ονομαστών κατέπεσε τότε. (...) Ο Χριστιανισμός ανεδείχθη ίσως εν Αθήναις ευλαβέστερος προς τα μνημεία της αρχαίας τέχνης η αλλαχού εν ταις πόλεσι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εξαιρουμένων ενίων καταστροφών καλλιτεχνημάτων και ιερών, προς α είχε μετ’ ιδιαζούσης εμμονής συμφυή η αρχαία πίστις, η νικώσα θρησκεία φαίνεται λαβούσα κατοχήν των Αθηνών εν ειρήνη (...) Οι αρχαίοι ναοί των Αθηνών οι μεταβληθέντες εις εκκληςίας, εν οίς αυτόχρημα οι λαμπρότατοι, δεικνύουσιν ακόμη και την σήμερον οπόσον μεγάλην ευλάβειαν επέδειξαν οι Αθηναίοι κατά την εις εκκληςίας μετασκευήν αυτών (...) Η καταστροφή του Ολυμπίειου δεν δύναται ναποδοθή εις τον βανδηλισμόν Βυζαντίνου ανθυπάτου η εις τον ευσεβή ζήλον επισκόπου τινός. Το γιγάντειον κτίριον του εκ των χρόνων του Αδριανού Ολυμπιείον μόνον υπό θεομηνίας είνε πιθανόν ότι κατεθρυμματίσθη (...) Πολλοί δε ναοί κατεστράφησαν υπό σεισμών, και δη εν επιγενεστέρω χρόνω [ο του Διός εν Ολυμπία τον έκτον αιώνα και] ο ονομαστός εν Κυζίκω μετά τον ενδέκατον αιώνα υπερμεσούντα» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 97, 128, 133). Όσο για τον Αλάριχο, ο Gregorovius αναφέρει ότι είναι υπερβολή να πιστεύουμε ότι ο Αλάριχος είχε σκοπό να καταστρέψει τα ιερά. Πράγμα λογικό, αφού ο Αλάριχος το πλιάτσικο μόνο είχε κατά νου: «Ουδείς ιστορικός μαρτυρεί, ότι ο βασιλεύς των βαρβάρων εξηκόντισε τον πυρςόν του εμπρησμού εις το ιερόν της Δήμητρος. (...) Υπερβάλλουσι δεινώς τα πράγματα οι θεωρούντες αυτούς προβάντας εξεπίτηδες εις σκόπιμον καταστροφήν των ιερών, ανάγοντες δ’ εις τον Αλάριχον την εξολόθρευσιν των εθνικών θεών των Ελλήνων» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 101, 103). Γράφει ο Gregorovius: «Αι Αθήναι έπαθον κατά την υπό των Ουσιγότθων κατάκτησιν προφανώς ολιγώτερα η εν τοις χρόνοις του Δεξίππου. Και αυτοί δ’ εκείνοι οι ιστορικοί οι ποιούμενοι λόγον περί της αλώσεως της πόλης ουδέν λέγουσι περί δηώσεως αυτής» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 105). Ο Gregorovius αμφισβητεί τις ασυναρτησίες των Νεοπαγανιστών, πως τάχα οι «Βυζαντινοί» σκόπευαν στην καταστροφή της αρχαίας Ελλάδας και γι’αυτό συνέβη η εκστρατεία του Αλάριχου. Τονίζει ακόμη ο Γερμανός ιστορικός, ότι οι λόγοι που άργησε να αντιδράσει η εξουσία κατά του Αλάριχου ήταν, πρώτον η δολοφονία του Ρουφίνου, η οποία αποδιοργάνωσε τη διοίκηση του κράτους, και δεύτερον η δυσπιστία του Αυτοκράτορα προς τον Στηλίχωνα – φοβόταν ότι κι αυτός θα συμμαχούσε με τον ομοεθνή του Αλάριχο, αντί να τον καταδιώξει: «Ο Στελίχων είχε σπεύσει μετά της αυτοκρατορικής στρατιάς από των Μεδιολάνων [Μιλάνο] εις την Ελλάδα και ακολουθήσει τους Γότθους δια της Πίνδου, αλλ’ ο φιλύποπτος Αρκάδιος εκέλευσεν αυτόν να εγκαταλίπη τας χώρας του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. (...) Η δε τεραστία καταστροφή η επακολουθήσασ’ απ’ εναντίας τότ’ εν Ελλάδι δεν υπήρξε τόσον αποτέλεσμα της παρά Ρουφίνου προδοςίας, όσω μάλλον της ανικανότητος των Βυζαντίνων περί το πολιτεύεσθαι και του αμάχου αυτών των Ελλήνων. Αυτός δ’ ο Ρουφίνος έπεσεν εν Κωνσταντινουπόλει τη 27 Νοεμβρίου 395 υπό του ξίφους του Γαϊνά˙ ο δε φόνος αυτού παρέλυσε προς ώραν την δύναμιν της κυβερνήσεως, καθ’ ον χρόνον ο Αλάριχος απ’ εναντίας διέβαινε τας Θερμοπύλας» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ. 1, σ. 99). «Οι εν Κωνσταντινουπόλει φοβηθέντες υπέδειξαν στον Αλάριχο να κάμει τας επιδρομάς του προς το Ιλλυρικόν, το οποίον έπρεπε κατά τον Στιλίχωνα να ανήκει εις την Δύσιν. Τούτο ηνάγκασε τον Στιλίχωνα να έλθει εις το Ιλλυρικό, χωρίς όμως να προβεί εις οριστικόν αγώνα (...). Οι εν Κωνσταντινουπόλει ήσαν απησχολημένοι με τους Ούννους, οι οποίοι είχαν εισβάλει δια του Καυκάσου εις την Μικράν Ασίαν, και δεν έσπευσαν εγκαίρως να κτυπήσουν τον Αλάριχον» (Κ. Αμάντου, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τύποις Αθ. Α. Παπασπύρου, Αθήνα 1939, σ. 74, 75). Με άλλα λόγια, οι ισχυρισμοί των Νεοπαγανιστών ότι δήθεν οι Βυζαντινοί ήθελαν την καταστροφή της Ελλάδας κι ότι αδιαφόρησαν για την λεηλασία του Αλάριχου είναι απολύτως αβάσιμοι και κακόβουλοι. Το κράτος είχε παραλύσει με τη δολοφονία του «πρωθυπουργού» Ρουφίνου κι ο αυτοκράτορας Αρκάδιος απομάκρυνε τον Γότθο Στελίχωνα μόνο επειδή υποψιαζόταν πως ο τελευταίος θα συμμαχούσε με τον ομοεθνή του Αλάριχο. Όταν πείστηκε ότι αυτό δε θα γινόταν, διέταξε τον Στελίχωνα να κυνηγήσει και να διώξει τον Αλάριχο. Επίσης βλέπουμε ότι η κυβέρνηση ουδόλως αδιαφόρησε για την επιδρομή του Αλάριχου, αλλά εξαιτίας της ταυτόχρονης εισβολής των Ούννων στην Μικρασία, δεν μπορούσε να αντιδράσει πολεμώντας σε δύο μέτωπα. Γι’ αυτό, οι ευφυέστατοι διπλωμάτες έπεισαν τον Αλάριχο να πάει προς το Ιλλυρικό (Όχι προς την «Ελλάδα» όπως ισχυρίζονται οι Νεοπαγανιστές, διότι το «Ιλλυρικό» περιελάμβανε κι άλλες περιοχές εκτός από την Ελλάδα, τουλάχιστον ίσες σε έκταση με αυτήν), ώστε να προκληθεί διαμάχη μεταξύ Στιλίχωνα και Αλάριχου για την κατοχή του και να αλληλοεξουδετερωθούν. Όμως, φαίνεται πως ο μεν Στιλίχωνας φοβόταν να εμπλακεί σε σύγκρουση με τον Αλάριχο, η δε κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, αμέσως μετά υποψιάστηκε ότι οι δύο Γότθοι ίσως συμμαχούσαν. Πάντως, παρόλη την αδυναμία του κράτους εκείνη την στιγμή, και παρόλη την παρουσία Ούννων, Γότθων του Αλάριχου και Γότθων του Στιλίχωνα στα εδάφη της, η Ρωμανία κατόρθωνε κι εξουδετέρωνε ένα-έναν τους ξένους. Είναι ανόητος, λοιπόν, ο ισχυρισμός, ότι οι «Βυζαντινοί» έστειλαν τον Αλάριχο στην Ελλάδα με εντολή να την καταστρέψει. Τέλος, ο Γρηγορόβιος αναφέρει ότι παρ’ όλη την καταστροφή που επέφερε ο Αλάριχος, πολλές ένδοξες αρχαιότητες στην Πελοπόννησο είχαν διασωθεί: «Αν δε μετά την γοτθικήν δήωσιν ήθελεν επισκεφθή τας χώρας της αρχαίας Ελλάδος δεύτερός τις Παυσανίας, θα ήθελε μεν εύρει νέα ερείπια προς αναγραφήν, αλλά και παρατηρήσει μετ’ ευχαριστήσεως, ότι πολλαί ένδοξαι αρχαιότητες, και εν αυτή τη Πελοποννήσω είχον διασωθή. Και περί αυτής δε της Ολυμπίας δύναται να λεχθή τούτο» (F. Gregorovius, Ιστορία των Αθηνών, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Αθήναι 1904, τ.1, σ. 107). Φυσικά, οι αναφορές των ειδωλολατρών ιστορικών σε «μοναχούς» που συνόδευαν τον Αλάριχο αφορούν τους αρειανιστές κι όχι τους ορθόδοξους καλόγερους. Διότι, όχι μόνο υπήρχε και αιρετικός μοναχισμός, αλλά επιπλέον δεν ήταν δυνατό, να δέχεται για συμμάχους, ο Αλάριχος, τους αντιπάλους του, τους Ορθόδοξους μοναχούς. Είναι λάθος να υπερτονίζεται η χριστιανική (που ούτε κι αυτό ισχύει βέβαια˙ αιρετικοί ήταν, αρειανοί) ιδιότητα των Γότθων του 4ου μ.Χ. αιώνα, για να ερμηνευθούν οι καταστροφές και οι λεηλασίες που διέπραξαν στην Ελλάδα. Οι Γότθοι επέδραμαν κατά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (και της Ελλάδας συγκεκριμένα) όχι μόνο αφού εκχριστιανίστηκαν, αλλά και πολύ πιο πριν, όταν ήταν ακόμη παγανιστές. Στον 3ο αι. μ.Χ. είχαν επεδράμει πολλές φορές κατά της Ελλάδας. Έτσι: -Το 253 μ.Χ. οι Γότθοι φτάνουν στην Έφεσσο. -Το 254 επέδραμαν εναντίον της Ελλάδας. -Το 262 ερημώθηκε η Ιωνία και οι γειτονικές περιοχές -το 256 η Βιθυνία και η βορειοδυτική Μικρα Ασία λεηλατήθηκαν. -το 267 οι Γότθοι λεηλατούν τη Δυτική Μ. Ασία, την Έφεσσο, την Νικομήδεια, την Τροία˙ κυριεύουν και λαφυραγωγούν το Άργος, το Βυζάντιο, την Κύζικο και την Κόρινθο, κυριεύουν τον Πειραιά και τη Αθήνα και καίνε βιβλιοθήκες –οι Παγανιστές Γότθοι – καθώς και τον Παρθενώνα, του οποίου η στέγη καταρρέει. Συμπέρασμα: οι Γότθοι ήταν βάρβαροι επιδρομείς, είτε ήταν Παγανιστές είτε Χριστιανοί. Η Ελλάδα τους προσείλκυε, λόγω του πλούτου της, ανεξαρτήτως της θρησκείας που αυτοί ακολουθούσαν. Δεν είναι λογικό να αποδωθεί η τάση τους για επιδρομές κατά της Ελλάδας στην (αιρετική) χριστιανική τους πίστη, γιατί αν αποδιδόταν, τότε, με την ίδια λογική, για τις επιδρομές του 3ου αι. θα ευθυνόταν η παγανιστική τους θρησκεία. Κι άρα τα επιχειρήματα των Νεοπαγανιστών στρέφονται εναντίον τους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος έλεγε στους υπηκόους του «πηγαίνετε στους βωμούς και στα δημόσια ιερά και τελέστε τις τελετές κατά τις συνήθειές σας» (Θεοδ. Κώδ. IX, 16, 1 και 2, νόμοι του 319 και 320 μ.Χ.) «Γινόταν διάκριση μεταξύ της νόμιμης μαγείας, που έχει ως αντικείμενο την υγεία και τις σοδειές, και της παράνομης, που στοχεύει στο θάνατο η την αποπλάνηση κάποιου (Θεοδ. Κώδ. IX, 16, 3, του έτους 319 μ.Χ.). Άλλωστε τέτοιοι περιορισμοί απηχούν όντως το δίκαιο της Δωδεκαδέλτου και τη νομοθεσία της πρώιμης Αυτοκρατορίας» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 45). Για τα όσα λέει ο Λιβάνιος σχετικά με τους νόμους του Κωνστάντιου ο Παπαρηγόπουλος σχολιάζει: «Αλλά ότι ο Λιβάνιος λέει υπερβολές και ότι ούτε εκείνοι οι ρητοί νόμοι (του Κωνστάντιου) εκτελέστηκαν, συμπεραίνεται από τη συνεχή επανάληψή τους και από πολλές άλλες αναμφισβήτητες μαρτυρίες και γεγονότα. Επίσης ο εθνικός Σύμμαχος βεβαιώνει ότι ο ίδιος ο Κωνστάντιος, που το 353 εξέδωσε το νόμο 4, όταν επισκέφθηκε τη Ρώμη μετά από 4 χρόνια (357), διατήρησε ευλαβικά τα προνόμια των Εστιάδων και γενικά επέτρεψε ο ίδιος την λατρεία» (Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1885, επανέκδ. εκδ. Κάκτος, 1992, τ. 8,3). «Η πολιτική που χάραξε ο Αυτοκράτορας Κωνστάντιος με τους αντιπαγανιστικούς νόμους του του 356-7 έμελλε να μείνει νεκρό γράμμα ως τον Θεοδόσιο» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ. 54). Τι λέει ο Gibbon, από την «Ιστορία της παρακμής και πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»: «..Υπάρχει σοβαρός λόγος να πιστεύουμε ότι το το επίσημο έδικτο [σημ. :των Αυτοκρατόρων Κωνστάντιου και Κώνστα κατά των Εθνικών] είτε εγράφη δίχως να δημοσιευθεί, είτε εδημοσιεύθη δίχως να εκτελεστεί. Η μαρτυρία των γεγονότων και τα μνημεία που ακόμη είναι σε ύπαρξη, αποδεικνύουν την δημόσια εξάσκηση της παγανιστικής λατρείας καθ’ όλη τη βασιλεία των γιών του Κωνσταντίνου. Στην Ανατολή καθώς και στη Δύση, στις πόλεις καθώς και στην επαρχία, μεγάλος αριθμός ναών παρέμεινε σεβαστός, η τουλάχιστον διασώθηκαν˙ και το ευσεβές πλήθος ακόμα απολάμβανε την πολυτέλεια των θυσιών, των τελετών και των πομπών, με την άδεια η την συγκατάθεση της δημόσιας αρχής. Τέσσερα περίπου χρόνια μετά την υποτιθέμενη ημερομηνία του φοβερού έδικτού του, ο Κωνστάντιος επεσκέφθη τα τεμένη της Ρώμης και η εντιμότητα της συμπεριφοράς του συνιστάται απο έναν παγανιστή ρήτορα ως ένα παράδειγμα άξιο μίμησης από τους επόμενους ηγεμόνες. «Ο αυτοκράτωρ», λέει ο Σύμμαχος, «επέτρεψε να μείνουν άθικτα τα προνόμια των Εστιάδων. Εγγυήθηκε τη καθορισμένη παροχή για να παράσχει τα έξοδα των δημόσιων τελετών και θυσιών. Και παρ’ όλο που ασπάζεται μια άλλη θρησκεία, ποτέ δε σκέφτηκε να στερήσει την αυτοκρατορία από την ιερή λατρεία της αρχαιότητας» (E. Gibbon, The decline and fall of the Roman Empire, Collier Books, N.Y., N.Y., Vol. 1, p. 399). Ο Σύμμαχος (επιστολή, Migne, 18, 391) επαινεί τον Κωνστάντιο ότι επικύρωσε τα προνόμια των Εστιάδων, απένειμε ιερατικά αξιώματα σε εξέχοντες Ρωμαίους και έδωσε επιχορηγήσεις σε εθνικούς ναούς και αγώνες. Ο Κωνστάντιος μερίμνησε και για την εκλογή εθνικού πρωθιερέως της Αφρικής με ειδικό νόμο του (C. Th., XII, 1, 46), το έτος 358. Έτος διωγμών, κατά τους Νεοπαγανιστές. Επίσης, ο Κωνστάντιος επεκύρωσε τα δικαιώματα των ποντιφήκων επί της επιθεώρησης των ιερών θεσμών, με νόμο (C. Th., IX, 17, 2) το έτος 349. «Η εφαρμογή των νόμων (του Κωνστάντιου) έγινε σε περιορισμένο βαθμό. Οι εθνικοί εν πολλοίς διέσωζαν τη λατρεία τους με πλάγια μέσα, τα οποία εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί. Οι εθνικοί συμμαχούσαν με τους αρειανούς, για να αποκτήσουν την εύνοια του αρειανόφρονα Κωνστάντιου και διατηρήσουν τη λατρεία τους: «Έλληνες μεν ουν ώσπερ ωνούμενοι τη υπογραφή (έγγραφο, με το οποίο μετά το 355 δέχονταν «ον αν αποστείλη βασιλεύς») την των ειδώλων ασυλίαν» γράφει ο Μέγας Αθανάσιος (επιστολή προς Μοναχούς, 55)» (Βασ. Κ. Στεφανίδη, Εκκλησιαστική Ιστορία, 4η έκδοση 1978, εκδ. Αστήρ, σ. 146). Με άλλα λόγια, ο Λιβάνιος διαψεύδεται από πλήθος ιστορικών. «Πολλοί νεώτεροι ειδικοί διατείνονται ότι ο Θεοδόσιος υπέβαλλε αυτούς που παραβίαζαν τον αντιπαγανιστικό αυτό νόμο σε «αυστηρότατες ποινές». Στην πραγματικότητα όμως, δεν είναι διόλου σαφές αν ο παραπάνω νόμος όριζε σκληρότερες ποινές, από την επιβολή προστίμου και την δήμευση της περιουσίας. (...) Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο Ονώριος και ο Θεοδόσιος Β’ (γιοί του Θεοδόσιου Α’) επενέβησαν για να προστατεύσουν τους νομοταγείς Εθνικούς από κακοποιήσεις από μέρους των φανατικών χριστιανών και απαίτησαν σύμφωνα με νόμο να καταβάλλεται διπλάσια αποζημίωση για κλοπή περιουσιών» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τ. Ζ', σ.345). Codex Theodosianus XVI.10.24 (8 Ιουνίου 423 μ.Χ.) Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Ασκληπιόδοτο, 'Επαρχο Πραιτορίου: «(...) Ιδιαιτέρως διατάσσουμε τους πραγματικούς χριστιανούς και αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι, να μην κάνουν κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνει η Εκκλησία και τολμήσουν να απλώνουν βίαιο χέρι επάνω στους εβραίους και εθνικούς που ζουν ήσυχα και δεν επιχειρούν ενάντιο στην τάξη και στους νόμους Μας. Γιατί αν τέτοιοι χριστιανοί φερθούν βίαια εναντίον φιλήσυχων ανθρώπων που ζουν με ασφάλεια, η λεηλατήσουν τα αγαθά των, θα υποχρεωθούν να αντικαταστήσουν εις διπλούν, τριπλούν η και ακόμη τετραπλούν αυτά που έκλεψαν. Επίσης, οι διοικητές των επαρχιών, το προσωπικό τους και οι κάτοικοι των επαρχιών αυτών ας ενημερωθούν ότι δεν θα επιτρέψουν να διαπραχθεί ένα τέτοιο έγκλημα. Αλλιώς, θα τιμωρηθούν κι αυτοί με τον ίδιο τρόπο μ’ αυτούς που διέπραξαν το έγκλημα».
Σχετικά με την τύχη των αρχαίων ναών και οικοδομημάτων, βάσει των Ρωμαϊκών νόμων: Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI, 10, 3, Αυτοκράτωρ Κωνστάντιος Αύγουστος προς Κατουλλίνον, Έπαρχο της Πόλεως (1 Νοεμβρίου 342 μ.Χ.): «Επιθυμία μας είναι οι ναοί που βρίσκονται έξω από τα τείχη της πόλης να παραμείνουν ακέραιοι και αλώβητοι. Γιατί, καθώς κάποια αθλητικά παιχνίδια η θεάματα του ιπποδρόμου η άλλοι αγώνες έλκουν την καταγωγή από τους ναούς, δεν αρμόζει να τους καταστρέφουμε, αφού σε αυτούς οφείλεται η τέλεση εορτών που διασκεδάζουν το λαό της Ρώμης». Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI.10.8, Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντινιανός και Θεοδόσιος προς Παλλάδιο, Δούκα της Οσροηνής (30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ.): «Με την έγκριση του δημοσίου συμβουλίου διατάσσουμε ότι οι ναοί όπου προηγουμένως σύχναζαν τα πλήθη, και που βρίσκονται ακόμα σε δημόσια χρήση, θα παραμείνουν ανοικτοί. Έτσι θα μπορούν τα πλήθη γηγενών και επισκεπτών να βλέπουν το ναό. Η αξία των αγαλμάτων, που βρίσκονται μέσα στους ναούς, θα υπολογίζεται με βάση την αισθητική τους και όχι τον ιερό τους χαρακτήρα (..)». Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI.10.15, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο, Βικάριο της Ισπανίας, και Προκλιανόν, Βικάριο των Πέντε Επαρχιών (29 Ιανουαρίου 399 μ.Χ.): «(..) επιθυμούμε και να διατηρηθούν τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτιρίων. Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν θα βασίζεται σε καμία εξουσία». Θεοδοσιανός Κώδικας XVI.10.18, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Απολλόδωρο, Ανθύπατο Αφρικής (20 Αυγούστου 399 μ.Χ.): «Αν κάποιος επιχειρήσει να καταστρέψει ναούς, οι οποίοι είναι κενοί από παράνομα αντικείμενα, δεν θα έχει την αυτοκρατορική υποστήριξη. Διατάσσουμε ότι η κατάσταση των κτιρίων θα πρέπει να παραμείνει αλώβητη (..)». Ιουστινιανός Κώδικας I.11.3, Αυτοκράτορες Αρκάδιος και Ονώριος προς Μακρόβιο και Βικάριο Προκλιανό (399 μ.Χ.) : «Όπως απαγορεύθηκαν οι θυσίες, έτσι θέλουμε να διατηρήσουμε τα διακοσμητικά στοιχεία των δημοσίων κτιρίων. Όποιος επιχειρήσει να καταστρέψει αυτά τα έργα, δεν βασίζεται σε καμία εξουσία. Αν τυχόν εμφανίσει κάποια αυτοκρατορική απάντηση η νόμο για να υπερασπίσει τον εαυτόν του, τα έγγραφα αυτά θα αποσπασθούν απ’ τα χέρια του και να παραπεμφθούν στη Σοφία Μας». «Οι ναοί που βρίσκονταν σε αυτοκρατορικά κτήματα θα χρησιμοποιούνταν για άλλες χρήσεις, ενώ οι ιδιώτες ήταν υποχρεωμένοι να καταστρέψουν τα αγάλματα και τους βωμούς τους (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 19 του έτους 408). Κατά κανόνα οι αυτοκράτορες προστάτευαν την κληρονομιά τους και άλλαζαν τη χρήση της˙ κατέστρεφαν μόνο τα παλιά ιδιωτικά ιερά, επειδή ήταν δυσκολότερο να ελεγχθεί αν χρησιμοποιούνταν ακόμη για λατρευτικούς σκοπούς» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 100). Η άποψη πως οι πολλοί αρχαίοι ναοί καταστράφηκαν και πως αυτό οφείλεται στις αυτοκρατορικές διαταγές, με αποτέλεσμα να κατηγορούνται οι Αυτοκράτορες για καταστροφή του ελληνικού πολιτισμού είναι μάλλον αστήριχτη. Υπάρχει βέβαια το διάταγμα της 10ης Ιουλίου 399 (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 16), που διατάζει την καταστροφή των ναών σε επαρχιακές μόνο περιοχές. Αλλά αμέσως μετά, τον ίδιο χρόνο, στις 20 Αυγούστου 399 (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 18) απαγορεύεται η καταστροφή ναών που είναι άδειοι από αγάλματα και δεν χρησιμοποιούνται για παγανιστική λατρεία. Τι ήθελαν οι Αυτοκράτορες να πράξουν στο ζήτημα της διατήρησης η μη των ναών, φαίνεται από το διάταγμα που εξεδόθη στις 15 Νοεμβρίου 407 η 408 (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 19): «αν κάποια αγάλματα βρίσκονται ακόμη μέσα στους ναούς και τα ιερά και εάν έχουν δεχθεί η δέχονται ακόμη τη λατρεία των ειδωλολατρών, όπου κι αν συμβαίνει αυτό, θα ξεριζωθούν εκ θεμελίων, αφού αναγνωρίζουμε ότι αυτός ο κανονισμός έχει διατυπωθεί και επικυρωθεί κατ’ επανάληψη πολύ συχνά. Τα ίδια κτίρια των ναών που βρίσκονται σε πόλεις η κωμοπόλεις η και έξω από αυτές, θα παραχωρηθούν σε κοινή χρήση. Παντού οι βωμοί θα καταστραφούν και οι ναοί που βρίσκονται μέσα σε αυτοκρατορικά κτήματα θα μεταφερθούν η θα δοθούν σε άλλες πιο αρμόδιες χρήσεις. Οι ιδιοκτήτες τους θα υποχρεωθούν να τους καταστρέψουν(...)». Η παγανιστική θρησκεία καλώς χάθηκε˙ και τι νοιάζει τον καθένα σήμερα: σημασία έχει αν διετάχθηκε η ισοπέδωση των ναών. Αλλά οι αυτοκράτορες δεν σκόπευαν να καταστρέψουν τους ναούς. Συμπέρασμα: 1) Το Κράτος ενδιαφερόταν να πάψει να χρησιμοποιούνται ως τόποι λατρείας της παλιάς θρησκείας τα κτίρια των ναών κι όχι ασφαλώς αυτοί να γκρεμιστούν. Το πρώτο τους αρκούσε. Αν ο ναός άδειαζε από το άγαλμα και το βωμό, μπορούσε να στέκεται όρθιος. Αυτό έγινε τουλάχιστον στην Ελλάδα. 2) Ομοίως, οι Πατέρες της Εκκλησίας ουδέποτε π.χ. ζήτησαν την καταστροφή των αγαλμάτων που στόλιζαν την Κωνσταντινούπολη. Τι σημαίνει αυτό αναφορικά με τη στάση τους προς την αρχαία τέχνη; Άπαξ και αυτά έπαυαν να είναι λατρευτικά αντικείμενα, ουδείς ενδιαφερόταν να τα καταστρέψει. Για τη στάση των Πατέρων αναφορικά με τη βία ως μέθοδο επικράτησης του Χριστιανισμού, για το αν οι Πατέρες προκάλεσαν τα διατάγματα κατά της αρχαίας λατρείας κάνουμε λόγο στο επόμενο κεφάλαιο. Το 1994 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ελληνικά» (Τεύχος 44, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 31-50), μελέτη της κ. Πολύμνιας Αθανασιάδη, καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με τον τίτλο: «Το λυκόφως των Θεών στην Ανατολική Μεσόγειο: Στοιχεία ανάλυσης για τρεις επί μέρους περιοχές». Η κ. Αθανασιάδη, επέλεξε εκεί τρεις περιοχές της αυτοκρατορίας με διαφορετική γεωγραφική φυσιογνωμία, ιστορικό υπόβαθρο και δημογραφική σύνθεση, εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη αξιοπιστία στην έρευνά της. Οι περιοχές αυτές είναι η Ελλάδα, η Κωνσταντινούπολη και η Συρία – Παλαιστίνη. Έτσι αντιμετωπίζει εύκολα τις «γενικεύσεις του Λιβανίου» όσο και τον «υπερβολικά μεγάλο αριθμό φιλολογικών μαρτυριών» σε Χριστιανούς και εθνικούς συγγραφείς για την καταστροφή των ναών, που καταντά όπως λέει: «ύποπτος»! Γράφει: «Στην προσπάθειά τους να ηρωοποιήσουν επισκόπους και αυτοκράτορες, σε μια περίοδο, κατά την οποία ο θρησκευτικός φανατισμός θεωρείτο αρετή, συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς απέδιδαν σ’ αυτούς φανταστικές καταστροφές ναών η στην καλύτερη περίπτωση, μεγαλοποιούσαν τα ηροστράτεια ανδραγαθήματά τους». Η ίδια η συγγραφέας αναφέρει ότι «Σε τόπους όπως η Αθήνα η οι Δελφοί, ο κανόνας είναι ότι τα μεταγενέστερα στρώματα έχουν καταστραφεί από τους ίδιους τους αρχαιολόγους στην προσπάθειά τους να φτάσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο κλασικό υπόστρωμα των ανασκαφών. Τις παρατηρούμενες καταστροφές αποδίδουν οι αρχαιολόγοι στους σεισμούς, τις βαρβαρικές επιδρομές (4ο - 6ο αιώνα) και την εγκατάλειψη. Τα αρχαία μνημεία των Αθηνών και των Δελφών έμειναν απείραχτα από τους Χριστιανούς». «Ο βανδαλισμός ιερών αντικειμένων ήταν πράξη σπάνια στην Ελλάδα» δέχεται η κ. Αθανασιάδη. Τέτοιες περιπτώσεις είναι «μεμονωμένες». «Η γενική εντύπωση από την Ελλάδα είναι ότι η φθίνουσα αρχαία πίστη ενέπνεε στους νεοφώτιστους Χριστιανούς, παρά τη δομική μισσαλοδοξία της θρησκείας τους, σεβασμό και συχνά κάποια συγκίνηση». Μόνο εκεί που δεν υπήρχε «επαφή με την αστική παιδεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου», εκτός δηλαδή του ιστορικού Ελληνικού χώρου, και όπου «η παραδοσιακή θρησκεία είχε ισχυρές ρίζες», παρατηρείται φανατισμός και γίνονται καταστροφές. Αυτό συνέβαινε περισσότερο στην Ανατολή (Συρία – Φοινίκη – Παλαιστίνη). Η κ. Αθανασιάδη όμως ερμηνεύει με τα επιστημονικά κριτήριά της τις συμπεριφορές και σε περιοχές όπως η Συρία: «Εδώ δεν έχουμε μιαν αμιγή περίπτωση θρησκευτικού φανατισμού, αλλά είναι ξέσπασμα κοινωνικού και φυλετικού μίσους, ένα υποσυνείδητο, εθνικό κίνημα με αμφίεση, βέβαια, θρησκευτική». Στα ίδια πορίσματα καταλήγει και ο γνωστός αρχαιολόγος Άγγελος Χωρέμης, ερμηνεύοντας την περίπτωση του Μεγάλου Θεοδοσίου. Κατά γραπτή δήλωσή του, «το διάταγμα του Θεοδοσίου του Μεγάλου (391 – 3 μ.Χ.), αναφέρει απαγόρευση λατρείας σε αρχαία ιερά και την είσοδο στους ναούς, δεν εντέλλεται όμως την καταστροφή τους. Άλλωστε δεν φαίνεται τέτοια καταστροφή στις αρχαιολογικές ανασκαφές. Τα μεγάλα κέντρα της αρχαίας λατρείας, εκείνα ακριβώς που λογικά θα έπρεπε να υποστούν τη μεγαλύτερη καταστροφή, όπως οι Δελφοί, η Ολυμπία, η Δωδώνη, τα ιερά των Αθηνών κ.α. δεν φαίνεται, ανασκαφικά τουλάχιστον, να έπαθαν ζημιές από ανθρώπινο χέρι στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. Εξ’ άλλου πολλοί ναοί της αρχαίας λατρείας σώθηκαν ως τις ημέρες μας σχεδόν ανέπαφοι, κυρίως στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία (όπου επίσης βασίλευε ο Μ. Θεοδόσιος), αλλά και την κυρίως Ελλάδα, όπως το συγκρότημα της Ακροπόλεως των Αθηνών, ο ναός του Ηφαίστου (Θησείον) και ο Ναός του Ιλισσού». Περί του έργου του Λιβανίου «Υπέρ των Ιερών», το οποίο επικαλούνται οι νεοπαγανιστές ως απόδειξη για τους δήθεν Χριστιανικούς βανδαλισμούς εξ’ αιτίας του διατάγματος του Μεγάλους Θεοδοσίου, ο αρχαιολόγος Άγγελος Χωρέμης παρατηρεί το εξής: «Ο λόγος του Λιβανίου «Υπέρ των Ιερών» δεν γράφτηκε λόγω ακροτήτων, που έγιναν εις εφαρμογήν του διατάγματος κατά της αρχαίας θρησκείας. Το διάταγμα του Θεοδόσιου Α' εξεδόθη το 391 και το κείμενο του Λιβανίου γράφτηκε το 386, δηλαδή πέντε ολόκληρα χρόνια ενωρίτερα με άλλη ευκαιρία (P. Petit, “Sur la date du “pro Templs” de Libanius”, στο Byzantion XXI (1951), fasc., 285-310). Ο Θεοδόσιος διόρισε ύπαρχο της Ανατολής κάποιον συμπατριώτη και φίλο του, τον Ίβηρα Μάτερνο Κυνήγιο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φανατικός θρησκόληπτος και έξαλλος. Υπεκίνησε πράγματι τον όχλο, επί κεφαλής του οποίου ήταν φανατικοί καλόγεροι, και άρχισαν να καταστρέφουν τα αρχαία ιερά, στην αρχή κυρίως τα μικρά και απροστάτευτα) ιερά της υπαίθρου και εν συνεχεία άρχισαν να μπαίνουν και να καταστρέφουν ιερά και μέσα στις πόλεις. Τότε ο Λιβάνιος γράφει τον περίφημο και ωραιότατο λόγο του «Υπέρ των Ιερών». Η αντίδραση του «θρησκόληπτου» Θεοδοσίου ήταν να… απαγορεύσει στους μοναχούς την είσοδο στις πόλεις, προστατεύοντας έτσι τα εθνικά ιερά των άστεων και όταν σε λίγο πέθανε ο Μάτερνος Κυνήγιος τοποθέτησε Ύπαρχο της Ανατολής τον σώφρονα εθνικό Ευτόλμιο Τατιανό, ο οποίος κατάφερε να ηρεμήσει τα πράγματα και να φέρει την καταλλαγή. «Καταστροφές αγαλμάτων και ναών ακούμε από άλλες περιοχές: από την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μικρά Ασία. Απόδειξη ότι ο Ελληνιστικός πολιτισμός σε αυτές τις περιοχές ποτέ δεν είχε γίνει «λαϊκή κουλτούρα» κι επομένως ήταν εύκολο να υποκινείται ο λαός σε καταστρεπτικές ενέργειες. Γι’ αυτούς τους λαούς το «ελληνικό» απλώς δεν ήταν "ωραίο"» (Lorenz Gyφmφrey, Η δύση της Δύσης, εκδ. Παπαζήση). Είναι χαρακτηριστικό ότι και το περιοδικό Δαυλός (τ. 138, σ. 8022-23) σημειώνει: «Όλοι σχεδόν οι καταστροφείς αρχαίων Ελληνικών μνημείων είναι Χριστιανοί εξ Ιουδαίων, δηλαδή Εβραίοι. Οι Χριστιανοί εξ εθνικών, δηλαδοί οι Έλληνες, σπάνια μετείχαν σε διωγμούς Ελλήνων». «Η Ελλάδα βρισκόταν εκτός της δικαιοδοσίας του επάρχου του πραιτωρίου της Ανατολής˙ δεν υπάρχουν μαρτυρίες που να αναφέρουν καταστροφές ναών αυτήν την περίοδο» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 81). Υπό το φως τον παραπάνω στοιχείων ο ισχυρισμός του αρχαιολάτρη Σαράντου Πανός (Δαυλός, τ. 229, σ. 14628) ότι ο πραγματικός στόχος των Αυτοκρατόρων ήταν η καταστροφή του Ελληνισμού κι ότι «οι ναοί και οι βωμοί, οι σχολές και τα στάδια της Ρώμης ουδέν έπαθαν. Μόνο των Ελλήνων τα έργα γκρεμίσθηκαν και οι Ελληνικοί θεσμοί καταργήθηκαν, ακόμη και θεσμοί άσχετοι προς την αρχαία θρησκεία, και μόνο μόνο ιδεολογικά και φυλετικά Έλληνες σφαγιάσθηκαν» είναι τελείως αβάσιμος. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη. Όχι μόνο οι καλύτερα διατηρημένοι αρχαίοι ναοί βρίσκονται στην Ελλάδα, όχι μόνο τα αρχαία κτίρια και καλλιτεχνήματα π.χ. των Αθηνών διασώθηκαν σε αντίθεση με αυτά της Ρώμης, που καταστράφηκαν, αλλά γνωρίζουμε ότι καταστροφές αρχαίων ναών συνέβησαν κυρίως στην Αίγυπτο και τη Συρία˙ και φυσικά ουδείς Έλληνας σφαγιάστηκε. Δε γνωρίζουμε αν τα ψεύδη του αρχαιολάτρη Πανός είναι συνειδητά και σκόπιμα˙ το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως μέσω των αβάσιμων αυτών ισχυρισμών, ο αρχαιολάτρης Παν, όπως και οι όμοιοί του, υποδαυλίζει τον αντιχριστιανικό μίσος και τον φανατισμό των αναγνωστών του Δαυλού λέγοντάς τους πανούργα ψεύδη, που δεν αντέχουν σε καμμία κριτική. Η Helen Saradi-Mendelovici (“Christian Attitudes toward Pagan Monuments in Late Antiquity and their Legacy in Later Byzantine Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 44 (1990), 47), τοποθετεί στα τέλη του 4ου αιώνα την έξαρση της εχθρικής στάσης των Χριστιανών προς τα παγανιστικά ιερά, αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύει ότι η εχθρική στάση των Χριστιανών προς αυτά ούτε γενικό φαινόμενο υπήρξε ούτε συστηματική πολιτική. Ο Βαλεντιανός Α’ (364-375 μ.Χ.) διακηρύσσει ότι «...οι νόμοι που εξέδωσα κατά την αρχή της βασιλείας μου, που επιτρέπουν στον καθένα να ακολουθεί την θρησκεία στην οποία ανήκει» (Θεοδ. Κώδ., IX, 16, 9 του έτους 371 μ.Χ.). «Ο Βαλεντιανός περιορίστηκε στο να απαγορεύσει, επί ποινή θανάτου, τις νυχτερινές τελετές (Θεοδ. Κώδ., X, 1, 8 και IX, 16, 9 της 9ης Σεπτεμβρίου 364). Επίσης απαγορεύει να αναλαμβάνει Χριστιανός την ευθύνη ενός παγανιστικού ναού. Όμως αυτά τα μέτρα, όπως τονίζει ο G. Fowden, περιόριζαν επίσης τη δικαιοδοσία των επισκόπων σε ζητήματα δημόσιας τάξης» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 66). Με άλλα λόγια, απέτρεπαν τις αυθαιρεσίες των Χριστιανών επισκόπων. «Στις 29 Μαΐου 371 μ.Χ. οι δύο αυτοκράτορες Βαλεντιανός και Βάλης ενέκριναν την πρακτική της δημόσιας προφητείας στη ρωμαϊκή Σύγκλητο, καθώς και «όλα τα θρησκευτικά έθιμα που επέτρεπαν οι πρόγονοι» (omnis concessa a maioribus religio)» (Pierre Chuvin, Οι τελευταίοι Εθνικοί, εκδ. Θύραθεν, σ. 70). «Δεν καταδικάζουμε [την προφητεία], αλλά απαγορεύουμε τη χρήση της για επιβλαβείς σκοπούς», διατάζουν (Θεοδ. Κώδ., IX, 16, 9). Θεοδώρητου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5, 20: «Ωστόσο, ο Βάλεντας [364-378 μ.Χ.] επέτρεψε σε όλους να λατρεύουν και να τιμούν καθ’ οποιονδήποτε τρόπο ήθελαν ό,τι ήθελαν. Μόνο κατά των υπερασπιστών των Αποστολικών εντολών επέμεινε σε πόλεμο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βάλεντα το πυρ των ναών ήταν αναμμένο, οι σπονδές και οι θυσίες προσφέρονταν στα είδωλα, δημόσιες εορτές γίνονταν στις πλατείες, και οι λάτρεις των διονυσιακών οργίων τριγυρνούσανε φορώντας δέρματα αιγών, σε βακχικό παραλήρημα, και γενικά συμπεριφερόμενοι με τέτοιο τρόπο, ώστε να δείχνουν την κακοήθεια του αφέντη τους». Βλέπουμε ότι, σε μια εποχή που οι Νεοπαγανιστές την περιγράφουν ως ζοφερή και με συνεχόμενους διωγμούς κατά των Παγανιστών, ένας «βυζαντινός» αυτοκράτορας διώκει τους Ορθόδοξους κι αφήνει απείραχτους τους Παγανιστές. «Ο Γρατιανός (...) αποδοκίμαζε τις διώξεις λόγω των διαφορετικών θρησκευτικών πίστεων και επανέφερε όλους όσοι είχαν εξοριστεί λόγω της θρησκείας τους. Επίσης εξέδωσε ένα νόμο με τον οποίο θέσπισε ότι ο καθένας μπορούσε ελεύθερα να εξασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα και επιτρεπόταν να κάνει θρησκευτικές συναθροίσεις». (Σωζόμενου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 7, 1). «Αλλά ο Αυτοκράτορας [σημ. ο Γρατιανός: 375-383 μ.Χ.] εφείσθη των αγαλμάτων των θεών που ο λαός σεβόταν˙ 424 [ειδωλολατρικοί] ναοί η ναΐδρια ακόμη υπήρχαν, για να ικανοποιούν την αφοσίωση του λαού˙ και σε κάθε συνοικεία της Ρώμης η ευαισθησία των Χριστιανών προσβαλλόταν από τους καπνούς των ειδωλολατρικών θυσιών» (E. Gibbon, The decline and fall of the Roman Empire, Collier Books, N.Y., N.Y., Vol. II, p. 73). Σύμφωνα με τους Ν/Π, οι Εθνικοί σφάζονταν σαν τα σφαχτάρια εκείνη την εποχή˙ κι οι ναοί τους γκρεμίζονταν. Βέβαια ο Γρατιανός ήταν αυτός που διέταξε την απομάκρυνση του αγάλματος της Νίκης από το κτίριο της Συγκλήτου. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για ένα κρατικό κτίριο. Δεν πρόκειται περί εθνικού ναού. Δικαίωμα του κράτους ήταν να απομακρύνει από τα κτίρια της διοίκησης τα σύμβολα της παλιάς θρησκείας. Με βάση όλα τα παραπάνω οι διώξεις κατά της συγκλητικής αριστοκρατείας εκ μέρους του Βάλεντα δεν σημαίνουν «διωγμό κατά των εθνικών». Ο Βάλεντας ως γνωστόν δίωξε και Ορθόδοξους και κυρίως τους μοναχούς. Η καταγωγή (από επαρχία) και η κοινωνική προέλευση (χωρικοί και στρατιώτες) του Βάλεντα δείχνουν τους «λόγους» που δίωξε την παραδοσιακή αριστοκρατία. Υπήρχε αντίθεση μεταξύ στρατιωτικής και παραδοσιακής αριστοκρατίας, όταν από τον 3ο αιώνα και μετά άρχισαν να ανέρχονται στην ιεραρχία άτομα μη αριστοκρατικής καταγωγής, κι αυτή ακριβώς την αντίθεση εκφράζουν οι διωγμοί του Βάλεντα, και όχι την αντίθεση εθνισμού-χριστιανισμού, μια και όπως είπαμε ο Βάλεντας εδίωκε και χριστιανούς. Ενα παγανιστικό επιχείρημα πως ο παγανισμός επέζησε στην επαρχία ως τον 10 αι. επειδή εκεί η αυτοκρατορική εξουσία ήταν αδύναμη. Αδύναμη η αυτοκρατορική εξουσία που είχε στη διάθεσή της άπειρα χρήματα και στρατό; Η παγανιστική Ρώμη είχε την ικανότητα να διατάσσει μακροχρόνιους διωγμούς κατά των Χριστιανών στις επαρχίες της, και οι Νεοπαγανιστές ισχυρίζονται ότι μόλις εκχριστιανίστηκε το κράτος, αυτόματα έχασε την ικανότητα του να κάνει επίσης μακροχρόνιους διωγμούς στις επαρχίες; Δια μαγείας, ξαφνικά την έχασε; Το ότι μερικοί αυτοκράτορες κατεδίωξαν τους παγανιστές μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού δεν λέει τίποτα κατά του Χριστιανισμού. Αφότου έγιναν πολλοί χριστιανοί, ήταν φυσικό πολλοί να μην είναι εμποτισμένοι, ως νεοφώτιστοι, με το πνεύμα των ηρωικών μαρτύρων χριστιανών των προηγούμενων αιώνων, και να λειτουργούν ως όχλος. Όταν αυξάνει η ποσότητα, η ποιότητα πέφτει. Φαίνεται, πάντως, πως ήταν «θεϊκό έργο» η απαγόρευση του παγανισμού από τον Θεοδόσιο, διότι οι ίδιοι οι Εθνικοί τον είχαν ανακηρύξει θεό τους στα 393 – αφού είχε αρχίσει να εκδίδει αντιπαγανιστικούς νόμους – λέγοντας σε εορταστική συνεδρίαση της Σύγκλητου: "Deum dedit Hispania quem videmus" = Η Ισπανία μας χάρισε το Θεό που βλέπουμε (Κ. Σιμόπουλου, Ο Μύθος των μεγάλων της ιστορίας, Αθήνα 1995, σ. 355). Αναρωτιέται κανείς αν εξακολουθούν να πιστεύουν οι Νεοπαγανιστές στην εγκυρότητα της θεοποίησης του Θεοδόσιου από τους παγανιστές. Οι αρχαίοι εθνικοί δεν είχαν τέτοιες προκαταλήψεις. Ένας «θεός» ασφαλώς θα μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει τα ειδωλολατρικά ιερά. Άλλωστε, οι ίδιοι οι Νεοπαγανιστές υπερασπίζονται, όπως είδαμε, με πάθος τους ιερείς της λατρείας του «Θεού Αυτοκράτορα». Αντιφάσεις επί αντιφάσεων. Η καταστροφή των εθνικών ναών και των αγαλμάτων των θεών δεν έγινε από «χριστιανικό μίσος κατά του Ελληνικού πολιτισμού» όπως νομίζουν οι Νεοπαγανιστές, ούτε από έλλειψη εκτίμησης για την ελληνική τέχνη. Έγινε αποκλειστικά λόγω θρησκευτικής έχθρας. Διαφορετικά, και οι Εικονομάχοι βυζαντινοί αυτοκράτορες του 8ου-9ου αι. που κατέστρεφαν τις εικόνες θα έπρεπε να κατηγορούνται για «έλλειψη εκτίμησης προς την βυζαντινή τέχνη». Με άλλα λόγια, επειδή εκείνη την εποχή δεν υπήρχε από όλους τους Χριστιανούς η αντίληψη των αγαλμάτων η των εικόνων ως έργων τέχνης, αλλά μόνο ως θρησκευτικών αντικειμένων, γι’ αυτό το λόγο αυτά καταστράφηκαν. Εάν κανείς διαφωνεί με αυτό, θα πρέπει να εξηγήσει γιατί οι εικονομάχοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν ενάντια στον Βυζαντινό πολιτισμό της ίδιας της χώρας τους. Άλλωστε, αν δεν εκτιμούσαν οι Βυζαντινοί την αρχαία ελληνική τέχνη, δεν θα μετέφεραν τόσα αρχαιοελληνικά αγάλματα (και θεών) στο Παλάτι, τον Ιππόδρομο, τις οδούς και στις πλατείες της Κωνσταντινούπολης. Είναι πέρα ως πέρα αβάσιμος ο νεοπαγανιστικός ισχυρισμός, ότι πολλά Ελληνικά λατρευτικά αγάλματα – κατά διαταγή του Θεοδόσιου Α’ – «απήχθησαν στην Κωνσταντινούπολη και ετοποθετήθησαν, δίκην διακοσμητικών λαφύρων, σε δημόσιους χώρους, όπου το πνευματικά εξαθλιωμένο πλήθος μπορούσε ανενόχλητο να τα βεβηλώνει και να τα φτύνει, εκτονώνοντας τα πιο χαμηλά ένστικτά του απέναντι στους “χριστομάχους” Έλληνες που “έφτιαξαν αυτά τα ξόανα και τα προσεκύνησαν”» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, σ. 48). Οι Ρωμηοί Έλληνες πρόγονοί μας τα διέσωσαν από τις εκατοντάδες βαρβαρικές εισβολές σε Βαλκάνια και Μ. Ασία τοποθετώντας τα στην Κωνσταντινούπολη. Δεν τοποθετήθηκαν τα αγάλματα, για τα χλευάζει το πλήθος, όπως ψεύδονται οι νεοπαγανιστές, αλλά για να τα θαυμάζει. Όχι μόνο δεν τα χλεύαζαν και τα έφτυναν, αλλά συνεπαρμένοι από αυτά, τα είχαν ως πρότυπα βάσει των οποίων έφτιαχναν τους αδριάντες και τα αγάλματα επιφανών προσώπων, αυτοκρατόρων, στρατηγών και αρματηλάτων. Η Κωνσταντινούπολη ήταν ένα πραγματικό μουσείο με όλους τους θησαυρούς˙ και θα υπήρχαν ακόμη τα αγάλματα αυτά, αν δεν είχε συμβεί η μοιραία Άλωση του 1204, κατά την οποία οι Δυτικοευρωπαίοι τα έλειωσαν, προκαλώντας το θρήνο Ρωμηών όπως ο Νικήτας Χωνιάτης που ήταν παρών στην Άλωση. «Απώλειες [αγαλμάτων] σημειώθηκαν μόνο από σεισμούς, πυρκαγιές και εσωτερικές αναταραχές – λαϊκές εξεγέρσεις, συγκρούσεις και καταστολές. Οι χριστιανοί της πρωτεύουσας θαύμαζαν τα αγάλματα που στόλιζαν την πόλη τους» (Κ. Σιμόπουλου, Η λεηλασία και καταδρομή των Ελληνικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997, σ. 213). «Οι Βυζαντινοί διανοούμενοι – ακόμα και θεολόγοι – έχουν βαθιά γνώση της αρχαίας τέχνης και εκφράζουν χωρίς επιφυλάξεις τον απεριόριστο θαυμασμό τους. Συχνότατες στους βυζαντινούς αιώνες οι αναγωγές στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τους επιφανείς δημιουργούς του και οι συγκρίσεις της βυζαντινής εικονογραφίας με την κλασσική ζωγραφική που αποκαλύπτουν κοινά η παράλληλα καλλιτεχνικά ιδεώδη» (Κ. Σιμόπουλου, Η λεηλασία και καταδρομή των Ελληνικών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 1997, σ. 227). Μόνο στην πλατεία του Ζεύξιππου υπήρχαν τα αγάλματα του Αισχίνη, του Αριστοτέλη, του Ησίοδου, του Σιμωνίδη, του Αναξιμένη, του Κάλχα, της Σαπφούς, του Απόλλωνα (τρία), της Αφροδίτης (τρία), του Καίσαρα, του Πλάτωνα, του Τέρπανδρου, του Περικλή, του Πυθαγόρα, του Δημόκριτου, του Ηρακλή, του Αινεία, της Ανδρομάχης, του Μενελάου, της Ελένης, του Οδυσσέα, της Εκάβης, της Κασσάνδρας, του Αίαντα, του Ισοκράτη, του Αχιλλέα, του Σαρπηδώνα, του Ερμή, του Ομήρου, του Φερεκίδη, του Μένανδρου, του Θουκιδήδη, του Ηροδότου, του Πινδάρου, του Ξενοφώντα, του Αλκμάνα και του Βιργιλίου (Χριστόδωρου Κοπτίτη, Έκφρασις των αγαλμάτων των εις το δημόσιον γυμνάσιον του επικαλουμένου Ζευξίπου , Παλατινή Ανθολογία). Εύκολα φαντάζεται κανείς πόσα αγάλματα κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και δημόσια κτίρια της ελληνίδας Βασιλεύουσας ως το 1204. Αυτά ασφαλώς τα αγάλματα θεών, ηρώων, φιλοσόφων, ποιητών, δεν τα είχαν «για να τα φτύνουν», αλλά για να τα θαυμάζουν. Δεν τους πείραζε λοιπόν τους Χριστιανούς το άγαλμα ως άγαλμα, ως καλλιτέχνημα. Ως αντικείμενο λατρείας τους πείραζε. Ως άγαλμα το διατηρούσαν και το έβαζαν σε περίοπτη δημόσια θέση, όπως αργότερα στη Δυτική Ευρώπη. Ακόμη και οι γιορτές των Εθνικών δεν απαγορεύονταν, με την προϋπόθεση να μη γινόταν θυσία: Θεοδοσιανός Κώδικας XVI, 10, 8, Αυτοκράτορες Γρατιανός, Βαλεντιανός και Θεοδόσιος προς Παλλάδιον, Δούκα της Οσροηνής (30 Νοεμβρίου 382 μ.Χ.): «Με σκοπό να μπορούν τα πλήθη, τόσο των γηγενών όσο και των επισκεπτών, να βλέπουν το ναό, η Εμπειρία σου θα διατηρήσει όλες τις γιορτές και τις τελετές». Θεοδοσιανός Κώδικας XVI, 10, 17, Αυτοκράτορες Αύγουστοι Αρκάδιος και Ονώριος προς Απολλόδωρον, Ανθύπατο Αφρικής (20 Αυγούστου 399 μ.Χ.) : «δεν επιτρέπουμε να καταργηθούν οι εορταστικές συγκεντρώσεις πολιτών και η απόλαυση που παίρνουν όλοι από αυτές. Έτσι αποφασίζουμε, ότι, σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα, θα εξακολουθήσουν να παρέχονται διασκεδάσεις στο λαό, χωρίς όμως θυσίες, και θα επιτρέπεται στον κόσμο να παρευρίσκεται σε εορταστικά συμπόσια όποτε το επιθυμεί».
Για τις ανύπαρκτες διώξεις «Μιμείστε την οργή και την δριμύτητα των Ιουδαίων καταστρέφοντας ιερά και βωμούς και κατασφάξατε όχι μόνο τους δικούς μας που δεν εγκατέλειψαν την πατρογονική λατρεία, αλλά και κείνους από εσάς που είναι παραπλανημένοι όπως εσείς, τους αιρετικούς που δεν θρηνούν τον πεθαμένο με τον ίδιο τρόπο που το κάνετε εσείς. Αυτά όμως είναι μάλλον δικά σας γνωρίσματα γιατί πουθενά, ούτε ο Ιησούς σας παρέδωσε τέτοιες εντολές ούτε ο Παύλος,» γράφει ο Ιουλιανός, παραδεχόμενος έμμεσα ότι δεν είναι το χριστιανικό δόγμα υπαίτιο για τα παραπτώματα κακών Χριστιανών. Το ίδιο παραδέχεται κι ο Λιβάνιος, όταν έλεγε στους Χριστιανούς πως αν μετέρχονται βία σε ζητήματα πίστης παραβιάζουν τους ίδιους τους τους νόμους. Ξεχνά όμως ότι οι κρατικές διώξεις κατά όσων δε συμμερίζονταν τη θρησκεία του κράτους δεν ήταν ούτε αποκλειστικώς Χριστιανικό φαινόμενο ούτε Χριστιανική εφεύρεση. Οι παγανιστικές αρχαίες ελληνικές πόλεις και η παγανιστική Ρώμη ήταν οι πρώτες διδάξασες. Κι όμως, οι Ν/Π κατηγορούν το Χριστιανισμό για κάποιες πράξεις κακών (=μη ακολουθούντων τις εντολές του Χριστού) Χριστιανών. Οι διωγμοί των Χριστιανών από τους Εθνικούς ούτε κατά διάνοια δε μπορούν να συγκριθούν με τους ελάχιστους διωγμούς των Εθνικών από τους Χριστιανούς: Οι Χριστιανοί, ως μικρή μειοψηφία διώκονταν ανηλεώς, ακριβώς επειδή ήταν λίγοι, η μύγα μες στο γάλα – κι έτσι ο διωγμός νομιμοποιούνταν στην κοινή γνώμη – ενώ οι Παγανιστές, επειδή αποτελούσαν μεγάλο τμήμα του λαού της Αυτοκρατορίας ακόμη, δεν γινόταν να εξοντωθούν η να τρομοκρατηθούν απλώς βάσει μερικών διαταγμάτων – ο διωγμός του μισού πληθυσμού δεν είναι δικαιολογίσιμος στα μάτια της κοινής γνώμης, και γι’αυτό δεν πραγματοποιείται. Γι’ αυτό οι διωγμοί κατά των Χριστιανών ήταν πολλοί και σκληρότατοι, ενώ οι διωγμοί κατά των πολλών Παγανιστών ήταν ελάχιστοι και πολύ ήπιοι. Επιπλέον, κατά τους διωγμούς κατά των Χριστιανών υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, αποκεφαλισμένοι, σφαγμένοι, σταυρωμένοι, καμμένοι, ποικιλοτρόπως θανατωμένοι. Κάτι αντίστοιχο σε ποσότητα δεν υπάρχει, για τους υπαρκτούς διωγμούς κατά Παγανιστών. Ίσως προπηλακίζονταν στις επαρχίες όσοι επιχειρούσαν να εμποδίσουν την κατεδάφιση εκείνων των αρχαίων ναών που κατεδαφίστηκαν, αλλά δεν υπήρξε μαζική, όπως κατά των Χριστιανών, εξόντωση του πληθυσμού, ώστε δια του φυσικού αφανισμού και ελάττωσης του πληθυσμού των Εθνικών να εκλείψει η αρχαία λατρεία. Υπάρχει, δηλαδή μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ των σκληρών διωγμών κατά των Χριστιανών και των σποραδικών ήπιων διωγμών κατά των Εθνικών: οι παγανιστές αυτοκράτορες (π.χ. Δέκιος) επιδίωκαν την εξαφάνιση του Χριστιανισμού μέσω της φυσικής εξόντωσης του χριστιανικού πληθυσμού, ενώ οι Χριστιανοί αυτοκράτορες επιδίωκαν την εξαφάνιση της αρχαίας λατρείας με την απαγόρευση των θυσιών και, σπανιότερα, την κατεδάφιση των αρχαίων ναών. Έτσι, οι δύο διαφορές μεταξύ διωγμών κατά των χριστιανικών πληθυσμών και απαγορεύσεων της παγανιστικής λατρείας είναι ότι 1) οι Χριστιανοί διώκωνταν ανηλεώς, διότι, όντας μειοψηφία, ο διωγμός νομιμοποιούνταν στα μάτια του υπόλοιπου πληθυσμού, ενώ οι Εθνικοί, όντας μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, δεν γινόταν να διωχθούν με αντίστοιχη αγριότητα. 2) Μέσο εξάλειψης του Χριστιανισμού από τους αυτοκράτορες ήταν η φυσική εξόντωση των Χριστιανών, ενώ μέσο εξάλειψης του Παγανισμού – ίσως λόγω της προηγούμενης διαφοράς – ήταν η απαγόρευση των θυσιών. Δύο ακόμη διαφορές ανάμεσα στους διωγμούς κατά των Χριστιανών και στην σποραδική καταπίεση του Παγανισμού είναι ότι οι Παγανιστές αυτοκράτορες ήθελαν οι Χριστιανοί να γίνουν Εθνικοί μέσω της υποχρεωτικής θυσίας στους «θεούς», ενώ οι Χριστιανοί αυτοκράτορες του 4ου και 5ου μ.Χ. αι. δεν ήθελαν – με τους νόμους τους – οι Εθνικοί να γίνουν Χριστιανοί και δεν υποχρέωναν κανέναν να βαπτιστεί, αλλά απλώς τους απαγόρευαν να θυσιάσουν. Δηλαδή, οι Παγανιστές αυτοκράτορες δεν αρκούνταν στην απαγόρευση των χριστιανικών τελετών (κατ’ αντιστοιχία με τις απαγορεύσεις των θυσιών από τους Χριστιανούς αυτοκράτορες), αλλά επιπλέον επέβαλαν τις παγανιστικές τελετές στους διωκώμενους. Οι Χριστιανοί αυτοκράτορες δεν επέβαλαν χριστιανικές τελετές, αλλά απλώς αρκούνταν στην απαγόρευση θυσιών. Επίσης, οι Παγανιστές αυτοκράτορες, κατά την ανάκριση των Χριστιανών, ήθελαν να τους υποχρεώσουν να βρίσουν το Χριστό. Αυτό αποδεικνύεται τόσο από επιστολή του Gaius Plinius Caecilius (10, 96) στον αυτοκράτορα Τραϊανό, όπου γράφει: «..να επικαλεστούν τους θεούς... και επιπλέον να βρίσουν το Χριστό», όσο και από χριστιανικά μαρτυρολόγια (Μαρτύριο Πολύκαρπου, 9,3), όπου ο Ειδωλολάτρης διώκτης προστάζει «λοιδώρησον τον Χριστόν». Αντίθετα, οι Χριστιανοί αυτοκράτορες δεν εξέδωσαν ποτέ νόμο που να επιβάλλει στους Εθνικούς να βρίσουν τους «θεούς» τους˙ αρκούνταν να απαγορεύσουν τις θυσίες. Έτσι: 3) Κατά τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, οι Παγανιστές αυτοκράτορες επιδίωκαν να αναγκάσουν τους Χριστιανούς να προσχωρήσουν στον Παγανισμό (π.χ. θυσιάζοντας), ενώ κατά τις διώξεις κατά Εθνικών, οι Χριστιανοί αυτοκράτορες δεν επιδίωκαν να αναγκάσουν τους Εθνικούς να προσχωρήσουν στον Χριστιανισμό (δηλ. δεν τους ανάγκαζαν να βαπτιστούν. Απλώς τους απαγόρευαν να θυσιάσουν). Άλλο πράγμα η απαγόρευση λατρευτικών πρακτικών κι άλλο το επιπλέον μέτρο της επιδίωξης «εκπαγανισμού» εκ μέρους των Παγανιστών. 4) Κατά τους διωγμούς κατά των Χριστιανών, αυτοί υποχρεώνονταν να βρίσουν το Θεό που πίστευαν, ενώ κατά τις διώξεις κατά των Παγανιστών, κανείς δεν υποχρεωνόταν να βρίσει τους «θεούς». Όσον αφορά τους ίδιους τους νόμους του Μεγάλου Θεοδόσιου που απαγόρευαν την αρχαία θρησκεία και, το σημαντικότερο, ανεκήρυσσαν την Ορθοδοξία μόνη θρησκεία του κράτους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτοί εκδόθηκαν από τον Θεοδόσιο Α’ μόνο 1) μετά από διωγμούς κατά των Ορθοδόξων τόσο εκ μέρους των αιρετικών Αρειανών αυτοκρατόρων Κωνστάντιου Β’ (337-361), Βάλεντα (364-378) στην Ανατολή και Βαλεντιανού Β’ (375-392) στη Δύση, όσο και εκ μέρους του Εθνικού Ιουλιανού (361-363), 2) μετά από εμφύλιες διαμάχες και εξεγέρσεις Εθνικών αυτοκρατόρων στη Δύση (Ευγένιος), που πρότειναν αντιχριστιανικά μέτρα χειρότερα κι από αυτά του Ιουλιανού (π.χ. κατεδαφίσεις ναών). Προκειμένου, λοιπόν, να εξασφαλιστεί η Ορθόδοξη θρησκεία που συνεχώς διώκονταν από αιρετικούς και εθνικούς, ο Θεοδόσιος αναγκάστηκε και έλαβε μέτρα υπέρ αυτής και κατά των διωκτών της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ορθόδοξος αυτοκράτορας Γρατιανός κι ο επίσης Ορθόδοξος Ιοβιανός (363-364) – δηλαδή αμέσως μετά τον Ιουλιανό – ήταν υπέρ της ανεξιθρησκείας, τόσο προς αιρετικούς όσο και προς τους εθνικούς. Όμως αυτοί, όποτε μπορούσαν εδίωκαν τους Ορθόδοξους Χριστιανούς. Δεν ήταν, συνεπώς, μια πράξη φανατισμού κι άνευ αιτίας η νομοθετική προστασία της Ορθοδοξίας από τον Θεοδόσιο, αλλά αποτέλεσμα της διαπίστωσης ότι οι εχθροί της δεν είχαν καμμία πρόθεση (ανάλογη με αυτή των Γρατιανού και Ιοβιανού) να είναι ανεξίθρησκοι. Επί μισό αιώνα οι Ορθόδοξοι διώκονταν από αιρετικούς και εθνικούς, προτού ένας Ορθόδοξος ηγεμόνας νομοθετήσει υπέρ της Ορθοδοξίας. Αν υπήρξε όντως εποχή καταπίεσης των εθνικών αυτή ήταν μεταξύ 394 και 408 καθώς και επί Ιουστινιανού (αλλά τότε ελάχιστοι ήταν οι εθνικοί. Δεν είχε καν νόημα η καταδίωξή τους). Όπως προαναφέρθηκε, η καταπίεση αυτή ήταν προϊόν ανάγκης προστασίας των Ορθόδοξων από αλλεπάλληλες απόπειρες εθνικών και διώξεις αιρετικών η παγανιστών αυτοκρατόρων – ακριβώς επειδή αυτά ήταν τα έθιμα της εποχής. Αλλά οι ίδιες οι διατάξεις των απαγορεύσεων στα χρόνια αυτά πολύ σπάνια υπερβαίνουν τη σκληρότητα των διωγμών κατά των Χριστιανών από τους εθνικούς ως το 311 μ.Χ. Εφόσον αποδείχθηκε, με πλήθος αναφορών, ότι οι αντιπαγανιστικές διατάξεις ανάμεσα στο 341 και το 379 μ.Χ. που τιμωρούσαν τους εθνικούς λάτρεις, ήταν ανεφάρμοστες, το μόνο που απομένει είναι να παρουσιαστούν οι – σύμφωνα με τους αρχαιολάτρες – «τρομερές ποινές» κατά των εθνικών θρησκευτών μεταξύ των ετών 380 και 435 μ.Χ. δηλαδή στο διάστημα όπου σύμφωνα με τους νεοπαγανιστές έγιναν οι τρομερότεροι διωγμοί: -οι θυσίες για χρησμό τιμωρούνταν με προγραφή, δηλαδή χρηματικό πρόστιμο και εξορία (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 7, του έτους 381). -οι θυσίες για χρησμό τιμωρούνταν με «το μαρτύριο μιας πολύ αυστηρής τιμωρίας» (Θεοδ.Κώδ., XVI, 10, 9, του έτους 385), πάντως όχι με θάνατο. -οι θυσίες η λατρεία αγαλμάτων τιμωρούνταν με χρηματικό πρόστιμο 15 λιβρών χρυσού (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 10, στις 24/2/391). -η τέλεση θυσιών τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 11, στις 16/6/391). -η θυσία σε αγάλματα η η προσφορά λατρείας σε αυτά η σπλαγχνομαντεία για χρησμό η για μαύρη μαγεία κατά τρίτων αποτελεί εσχάτη προδοσία και επιφέρει κατάσχεση του οίκου η του τεμαχίου γης όπου έγιναν αυτά. Θυσία σε δημόσιους ναούς τιμωρείται με πρόστιμο 25 λιβρών χρυσού.(Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 12, του έτους 392). -η θυσία τιμωρείται με προγραφή και εξορία, «αν και θα έπρεπε [οι ειδωλολάτρες] να υποβληθούν στην ποινή του θανάτου» (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 23 του έτους 423). -η θυσία τιμωρείται με θάνατο (Θεοδ. Κώδ., XVI, 10, 25, του έτους 435). Φαίνεται πως σε διάστημα πενηνταπέντε χρόνων (381-435 μ.Χ.) μόνο μία φορά, και μάλιστα στο τέλος (όταν δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία ήταν χριστιανική), επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου για όποιον θυσίαζε στους «θεούς». Δεν άλλαζε τότε, το 435, η πορεία της ιστορίας. Σε όλες τις άλλες φορές η τιμωρία ήταν χρηματικό πρόστιμο και μια φορά με εξορία. Αν συγκριθεί αυτό με τους αποκεφαλισμούς και τα μαρτύρια που υφίσταντο οι Χριστιανοί στα παγανιστικά αμφιθέατρα, τότε η λέξη «διωγμός» δεν ταιριάζει. Δεν υπήρξε νόμος, όπως βλέπουμε, που να επιβάλλει στους Εθνικούς τιμωρία, απλώς επειδή θεωρούσαν το Δία η τον Μίθρα ύψιστους θεούς˙ δεν τιμωρούνταν η πίστη «στην Φύση», ο πανθεϊσμός και η απιστία στον χριστιανικό θεό. Τιμωρούνταν με πρόστιμο η θυσία. Αξίζει να αναφερθεί πως ο εθνικός Πορφύριος ήταν αντίθετος στις θυσίες ως τρόπο λατρείας των «θεών». Αλλά και πάλι, δεν υπάρχουν στοιχεία για μαζική γενοκτονία πληθυσμών εξαιτίας των νόμων αυτών. Δεν υπάρχουν αναφορές για εκατοντάδες η δεκάδες χιλιάδες θύματα που παρέβησαν το νόμο και να οδηγήθηκαν σε δημόσιες εκτελέσεις. Τόσο λόγω της διαφορετικής τακτικής των Χριστιανών αυτοκρατόρων (η 2η διαφορά, που αναφέρθηκε πιο πάνω) όσο και επειδή αυτοί οι νόμοι ήταν περισσότερο εκφοβιστικοί και ανεφάρμοστοι. Όπως παραδέχονται επίσης οι ίδιοι οι Νεοπαγανιστές «οι συνεχείς εκδόσεις εδίκτων ωστόσο, δείχνουν ότι αυτά ήσαν ακόμη πολύ δύσκολο να εφαρμοστούν» (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ Της Των Ελλήνων Νόσου, β' έκδοση, εκδ. Ανοιχτή πόλη, τ. 3, σ. 31), διότι «του νόμου αργούντος» έμεναν ανεφάρμοστοι νόμοι. Εφόσον ακόμη και σήμερα υπάρχουν νόμοι ανεφάρμοστοι, δεν είναι παράξενο εκείνη την εποχή ελλείψει γρήγορων επικοινωνιών να μην εφαρμοζόταν και τότε. Πρακτικά πάντως, ήταν ευκολότερο για την εξουσία να κλείνονται οι ναοί, παρά να δικάζονται και να καταδικάζονται εκατομμύρια άτομα που φυσικά συνέχιζαν, παρά τις «αυστηρές τιμωρίες» να θυσιάζουν. Όπως λέει κι ο ιστορικός της εποχής Σωζόμενος «μέσα στους νόμους ο Θεοδόσιος περιέγραφε τιμωρίες που δεν εφαρμοζόταν. Φρόντιζε όχι να τιμωρεί αλλά να προκαλεί το φόβο της τιμωρίας» (Σωζόμενου, Εκκλησιαστική Ιστορία, 7, 12). Χαρακτηριστικό της ανυπαρξίας μαζικών διωγμών είναι ότι οι Νεοπαγανιστές συνεχώς χρησιμοποιούν σχεδόν τα ίδια αποσπάσματα από ένα και μόνο έργο του Λιβάνιου (το οποίο εγράφη το 386), όταν θέλουν να δώσουν «ρεαλιστική περιγραφή» του κλίματος που επικρατούσε. Χρησιμοποιούν το ίδιο κείμενο, για περιγραφή του αντιπαγανιστικού κλίματος από το 340 ως το 390. Ένα κείμενο ενός φανατικού και αποδεδειγμένα ψεύτη – σύμφωνα με τόσες άλλες μαρτυρίες αρχαίων και σύγχρονων – για μισό αιώνα! Άλλες μαρτυρίες δεν υπάρχουν˙ οι τυχόν μαρτυρίες Χριστιανών ιστοριογράφων για «μεγάλους» διωγμούς «κατά Ελλήνων» όχι απλώς είναι οι συνήθεις μεγαλοποιήσεις – όπως αποδείχτηκε – προκειμένου να ηρωποιηθεί ο αυτοκράτορας η ο επίσκοπος που τις διέταζε, αλλά επιπλέον αφορούν μεμονωμένα περιστατικά. Όσον αφορά τις μαρτυρίες των Χριστιανών χρονικογράφων, αυτές, ακόμη και όταν δεν αποτελούν κολακεία προς Αυτοκράτορα η επίσκοπο, όπως λέει η κ. Π. Αθανασιάδη, είναι εξίσου αβάσιμες. Πόσο έγκυρη μπορεί να είναι η μαρτυρία ενός Χριστιανού χρονικογράφου, που αναφέρει ότι ο τάδε αυτοκράτορας «κατέστρεψε όλους τους ναούς των Εθνικών» η «κήρυξε μέγα διωγμό», τη στιγμή που ο χρονικά επόμενός του Χριστιανός χρονικογράφος μαρτυρεί ότι ο χρονικά επόμενος Αυτοκράτορας «κατέστρεψε όλους τους ναούς των Εθνικών»; Αφού τους κατέστρεψε όλους ο προηγούμενος, ο επόμενος κατέστρεψε όλους τους ήδη κατεστραμμένους ναούς; Ακόμη κι αν ο επόμενος Αυτοκράτορας ολοκληρώνει το ήδη μεγάλο καταστροφικό έργο του προηγούμενου Αυτοκράτορα, η ύπαρξη τόσων ναών, άθικτων, ειδικά στην Ελλάδα, φανερώνει ότι οι δηλώσεις των Χριστιανών χρονικογράφων του του 4ου και 5ου ότι ο τάδε «κατέστρεψε όλους τους ναούς» είτε οφείλονται σε αδυναμία τους να κατανοήσουν το μικρό μέγεθος της «καταστροφής» είτε οφείλονται σε κολακεία για μεμονωμένα περιστατικά. Αυτό που γινόταν, δηλαδή, ήταν το ακόλουθο: έξέδιδε ένα έδικτο καταστροφής των αρχαίων ναών ένας αυτοκράτορας, γινόταν την επόμενη μέρα, «για τα μάτια του κόσμου», ορισμένες καταστροφές ναών μπροστά στον αυτοκράτορα και στους αυλικούς – μεταξύ των οποίων ήταν κι ο χριστιανός ιστοριογράφος μας – ο αυτοκράτορας αποχωρούσε ευχαριστημένος που «κατέστρεψε τα είδωλα» και το θέμα έληγε. Οι υπόλοιποι χιλιάδες ναοί στο υπόλοιπο της Αυτοκρατορίας ελάχιστα θιγόταν, αλλά επειδή ο χριστιανός χρονογράφος είχε δει δυο-τρεις ναούς να γκρεμίζονται, νόμιζε πως παντού έγινε το ίδιο. Οι τόσοι και τόσοι σωζόμενοι ναοί αποδεικνύουν πως δεν είχε και τόσο καλή πληροφόρηση για το υπόλοιπο της Αυτοκρατορίας. Αλλά το πλέον ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο ότι οι αναφορές των χριστιανών ιστοριογράφων περί κατεδάφισης αρχαίων ναών είναι ψευδείς και/η υπερβολικές είναι... οι ίδιες οι αφηγήσεις των αυτών χριστιανών ιστοριογράφων. Σύμφωνα λ.χ. με τον Μαλάλα ο Μ. Κωνσταντίνος τα ιερά και πάντας τους ναούς των Ελλήνων κατέστρεψε (PG 97 476B), ενώ πάλι σύμφωνα με τον Μαλάλα, ο Μ. Θεοδόσιος τους δε ναούς των Ελλήνων πάντες κατέστρεψεν έως εδάφους ο θείος αυτός Θεοδόσιος βασιλεύς (PG 97 513B). Βεβαίως 1) δεν γίνεται ο Μ. Κωνσταντίνος να έχει καταστρέψει «πάντας τους ναούς» διότι αν τους κατέστρεψε, τότε πως γίνεται ο Μ. Θεοδόσιος να κατέστρεψε κι αυτός «πάντας τους ναούς»; 2) ούτε γίνεται ο Μ. Θεοδόσιος να κατέστρεψε «πάντας τους ναούς» αφού ως σήμερα έχουμε χιλιάδες αρχαίους ναούς σε όλη τη Μεσόγειο. Το «πάντας τους ναούς» δεν πρέπει να απορριφθεί μόνο με την κυριολεκτική του σημασία αλλά και με την μεταφορική, «πάρα πολλούς», διότι αν ήταν «πάρα πολλοί» και ταυτόχρονα ο κάθε αυτοκράτορας κατέστρεψε «πάρα πολλούς», τότε δε θα έμενε ούτε κολώνα για δείγμα. Τα ίδια ισχύουν και για τις διαβεβαιώσεις των Θεοδώρητου, Σωζομενού, Σωκράτη. Και τι απαντάνε εδώ οι Νεοπαγανιστές; Και οι ίδιοι παραδέχονται πως λ.χ. ο Μαλάλας παρουσιάζει τον Μεγάλο Κωνσταντίνο να καταστρέφει όλα τα παγανιστικά ιερά, και παρακάτω τον Μεγάλο Θεοδόσιο να καταστρέφει ξανά όλα (!) τα παγανιστικά ιερά. Γι’ αυτό γράφουν ότι «για να κάνουμε ακριβέστερη την όλη εικόνα της εποχής [σημ.: εννοούν «για να παραπληροφορήσουμε τους αναγνώστες μας, ώστε να παρασύρονται ασυναίσθητα διαβάζοντας συνεχώς τα αλλεπάλληλα "κατέστρεψε πάντας τους ναούς"»] τηρούμε τον ίδιο τρόπο έκφρασης [σημ.: εννοεί των χριστιανών ιστοριογράφων] για τις συγκεκριμένες καταστροφές [σημ.: δηλαδή «όποτε θέλουμε κάνουμε "έκθλιψη των πηγών", ενώ όποτε μας συμφέρει να μεγαλοποιήσουμε τις καταστροφές, παραθέτουμε τις πηγές αυτούσιες»] γνωρίζοντας ωστόσο εμείς ότι ποτέ δεν είναι δυνατή η ΚΑΘΟΛΙΚΗ πραγματοποίηση του ανίερου αυτού "ονείρου" των χριστιανών» (Μια Ιστορία Αγάπης, τ. Α’, σ. 166). Κατά τη γνώμη μας η άποψη του κ. Ρασσιά ότι δεν τάχα ήταν δυνατόν να γίνει ολοκληρωτική καταστροφή, συνιστά έναν πανέξυπνο η κουτοπόνηρο (όπως το πάρει κανείς) τρόπο να παραδεχτούν οι Νεοπαγανιστές ότι «δεν επιδίωξαν να τα καταστρέψουν οι Χριστιανοί σε τέτοιο βαθμό που ισχυριζόμαστε, κι ούτε τα κατέστρεψαν στο βαθμό που εμείς, οι Νεοπαγανιστές, ισχυριζόμαστε». Διότι η καθολική καταστροφή των παγανιστικών ναών ήταν και παραήταν εφικτή για τους Χριστιανούς, από κάποια στιγμή και ύστερα (π.χ. τα μέσα η τέλη του 5ου αι.), όταν επικράτησαν ολοκληρωτικά και αντίστοιχα οι Εθνικοί είχαν απομείνει μόνο σε απομονωμένα χωριά. Θα ήταν πολύ εύκολο οι Χριστιανοί να καταστρέψουν κάθε ναΐσκο και ναό στους τόπους όπου υπήρχε χριστιανική – σχεδόν απόλυτη – πλειοψηφία, δηλαδή σχεδόν παντού. Κι ύστερα, μετά τον 6ο-7ο αι., θα ήταν ακόμη πιο εύκολη η διαδικασία καταστροφής των εναπομείναντων αρχαίων ναών. Τι εμπόδιζε τους Χριστιανούς, από τον 6ο ως τον 16ο αι. να καταστρέψουν τα εναπομείναντα (που διόλου «εναπομείναντα» δεν είναι, αλλά, αντιθέτως, πάρα πολλά) παγανιστικά ιερά στην Ιταλία; Τι θα εμπόδιζε από τον 5ο ως τον 11ο αι. να εξακολουθήσει η διαδικασία αυτή σε Ελλάδα και Μ. Ασία; Ποια είναι η έκταση των δήθεν τόσο τρομερών βανδαλισμών ναών και αγαλμάτων; Στα 150 χρόνια (350-500) είναι ελάχιστες οι συγκεκριμένες αναφορές (κι όχι αερολογίες περί «ολοκληρωτικής καταστροφής» που οι αντιχριστιανοί ισχυρίζονται, κάθε 15 έτη στο διάστημα αυτό). Ένα άγαλμα του Ασκληπιού καταστράφηκε (Λιβάνιου, Υπέρ των ιερών, 22) στη Βέροια της Συρίας. Στην Κύζικο του Ελλησπόντου ο επίσκοπος Ελεύσιος (4ος αι.) γκρεμίζει τους ναούς της πόλης. Ο Κωνσταντίνος κατέστρεψε το ιερό της Αφροδίτης, που ήταν χτισμένο πάνω στον Πανάγιο Τάφο, στην Ιερουσαλήμ. Επίσης έναν ακόμη ναό στην Ηλιούπολη. Οι οκτώ ναοί της Γάζας επίσης καταστράφηκαν. Το Σαράπειο στην Αλεξάνδρεια. Ο επίσκοπος Λαμψάκου Παρθένιος καταστρέφει τα ιερά της περιοχής του (Σωζομενός, 5, 7). Στην Αρεθούσα της Συρίας επίσης καταστρέφονται ναοί (Σωζομενός, 5, 10). Στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατεδαφίζονται οι ναοί του Δία, του Απόλλωνα και της Τύχης. Στη Μύρο της Φρυγίας θρυμματίζονται τα αγάλματα ενός ναού (Ευνάπιος, 5, 2, 1). Στην Απάμεια της Συρίας ο επίσκοπος Μαρκέλλος κατέστρεψε τους ναούς της πόλης και της τριγύρω περιοχής. Το 376 γκρεμίζεται ο ναός του Ερμή στην Αντιόχεια. Ο μονοφυσίτης Ιωάννης της Εφέσσου γκρέμισε αρχαίους ναούς στην Δυτική Μ. Ασία. Δηλαδή, οι μόνες συγκεκριμένες αναφορές περί καταστροφών ναών είναι στην Συρία (Βέροια, Αντιόχεια, Απάμεια), στην Κύζικο, στην Καισάρεια, στην Γάζα, στην Παλαιστίνη (Γάζα, Ιερουσαλήμ και Ηλιούπολη) και στην Αίγυπτο (κυρίως Αλεξάνδρεια). Πάντως, οι λίγες αναφορές περί καταστροφών ναών αφορούν κατά κύριο λόγο την Φοινίκη, τη Συρία και την Αλεξάνδρεια. Όχι τη Μικρά Ασία και ούτε την Ελλάδα (φυσικά, και εκεί θα υπήρξαν καταστροφές, αλλά ήταν ελάχιστες). Το συμπέρασμα είναι απλό: πολύς θόρυβος για το τίποτα. Λίγοι κατεστραμμένοι ναοί σε δέκα πόλεις για διάστημα 150 ετών δεν είναι τίποτα (υπενθυμίζουμε ξανά ότι αναφερόμαστε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις κι όχι σε γενικόλογες καταγγελίες του Λιβάνιου, του Ευνάπιου η σε γενικόλογες αερολογίες του Θεοδώρητου και του Μαλάλα, τις οποίες ακόμη και η υμνητίς του Ιουλιανού κ. Π. Αθανασιάδη απορρίπτει ως υπερβολικές και ύποπτες). Παρατηρούμε πως ενώ οι αρχαιόπληκτοι σχεδόν μας έχουν πείσει ότι από εποχής Θεόφιλου (390) όλοι οι αρχαίοι ναοί της Αιγύπτου (οι περισσότεροι εκ των οποίων, φυσικά, δεν ήταν αρχαιοελληνικοί) είχαν καταστραφεί, μαθαίνουμε ότι στη νησίδα Φίλαι του Νείλου η αρχαία λατρεία συνεχιζόταν ως την εποχή του Ιουστινιανού. Πράγμα που δεν δικαιολογείται, αν δεχτούμε την άποψη περί «χριστιανών που γκρέμιζαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους». Οι καταστροφές ορισμένων αρχαίων ναών αρχαίων ναών από λίγους φανατικούς δεν βασίζονταν στην Παλαιά Διαθήκη, όπως νόμιζε ο Ιουλιανός, αλλά σε αντιγραφή της αντίστοιχης ειδωλολατρικής συμπεριφοράς προς τους Χριστιανούς, όπως αυτή εκδηλώθηκε στους διωγμούς των τριών πρώτων αιώνων. Όταν οι ειδωλολάτρες αυτοκράτορες η οι τοπικοί ειδωλολάτρες άρχοντες διέτασσαν διωγμό, οι χριστιανικοί ναοί γκρεμίζονταν η καίγονταν. Στον διωγμό που κήρυξε ο Διοκλητιανός «οι ναοί εκαίοντο η εκρημνίζοντο, αι Αγ. Γραφαί παρεδίδοντο εις το πυρ (...) η εκκλησιαστική περιουσία εδημεύετο» (Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα Διωγμός). Αυτά ήταν τα «έθιμα» της εποχής (Φυσικά και κτίζονταν χριστιανικοί ναοί πριν τον Μ. Κωνσταντίνο. Όχι από τον πρώτο αιώνα, κατά τον οποίο δεν υπήρχαν χριστιανικοί ναοί, αλλά μετά το 200 υπήρχαν δίχως αμφιβολία, και ο Διοκλητιανός γκρέμισε τους προ Κωνσταντίνου ναούς.). Δεν καινοτόμησαν όσοι Χριστιανοί αυτοκράτορες πρόσταξαν την καταστροφή ναών και δήμευση των περιουσιών τους, διότι αυτά τα είχαν ξεκινήσει οι παλαιότεροι, παγανιστές αυτοκράτορες. Αξιοσημείωτο είναι ότι κανένας ναός πριν τη βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου δεν υπάρχει, διότι όλοι καταστράφηκαν από τους διωγμούς του Διοκλητιανού, του Γαλέριου και του Λικίνιου. Είχαν, λοιπόν, ορισμένοι αυτοκράτορες καθώς και οι φανατικοί Χριστιανοί που ήθελαν να εκδικηθούν για τους διωγμούς, μπροστά τους, πρόσφατο το παράδειγμα των ειδωλολατρών, οι οποίοι γκρέμιζαν εκκλησίες και δήμευαν την περιουσία της Εκκλησίας. Η πρακτική αυτή, η βάρβαρη, δεν είναι χριστανικής επινόησης, όπως διαδίδουν οι Νεοπαγανιστές: είναι η κληρονομιά της Ειδωλολατρίας στο εκχριστιανισμένο ρωμαϊκό κράτος. Δυστυχώς, δεν γινόταν να αλλάξουν σε μια μέρα τα βάρβαρα ήθη και πρακτικές των ειδωλολατρών, και γι’ αυτό ορισμένοι χριστιανοί τα συνέχισαν. Δεν έκαναν οι τοτινοί Χριστιανοί κάτι πρωτόγνωρο, όπως πιστεύουν αφελώς οι Νεοπαγανιστές. Αν, λοιπόν, πρέπει να καταδικαστεί κάτι, αυτό είναι τα ήθη της εποχής κι όχι μόνο ο ένας από τους δύο αντιπάλους. Έτσι, βλέπουμε πως οι λίγες, σποραδικές διώξεις κατά του Παγανισμού εκ μέρους των Αυτοκρατόρων έγιναν, επειδή είχαν γίνει πολλές και συνεχείς διώξεις κατά των Χριστιανών εκ μέρους των Ειδωλολατρών. 1) Πρώτοι, αιώνες πριν, οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες απαγορεύουν το Χριστιανισμό, ενώ πολύ αργότερα, δεκαετίες αφού εκχριστιανίστηκαν, οι Αυτοκράτορες απαγορεύουν τον Παγανισμό. 2) Πρώτοι οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες (Ιουλιανός) απαγορεύουν σε Χριστιανούς να διδάσκουν φιλοσοφία, και πολύ αργότερα, 1,5 αιώνα μετά οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες (Ιουστινιανός) ανταποδίδουν με το ίδιο νόμισμα. 3) Πρώτοι οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες δια νόμου επιβάλλουν στους δημόσιους υπαλλήλους να θυσιάζουν στα είδωλα και διώκουν όσους αρνούνται, και πολύ αργότερα (στα 416, έναν αιώνα μετα τον Μ. Κωνσταντίνο) οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες εκδίδουν νόμους απαγορεύοντας σε Παγανιστές να έχουν δημόσια αξιώματα. 4) Πρώτα οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες εκδίδουν ειδικό νόμο με τον οποίο αποκαλούνται υποχρεωτικά «Γαλιλαίοι» οι Χριστιανοί, και πολύ αργότερα, οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες κάνουν λόγο για «Παγανιστές». 5) Πρώτα είχαν αρχίσει να γκρεμίζουν χριστιανικούς ναούς και να δημεύουν την εκκλησιαστική περιουσία οι Ειδωλολάτρες αυτοκράτορες και πολύ αργότερα, ακολουθώντας το παράδειγμά τους, διέταξαν – αλλά ελάχιστα εφάρμοσαν – το γκρέμισμα ειδωλολατρικών ναών οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες. Επομένως, να μην κλαίγονται οι Ειδωλολάτρες: αυτοί έπεσαν στο λάκκο που έσκαβαν για τους άλλους. Αυτοί σοφίζονταν συνεχώς διώξεις, ύπουλες μεθόδους αποχριστιανισμού, αλλά, τι παράξενο, έδιναν έτσι δικαιώματα και «ιδέες» στους αντιπάλους τους να πράξουν κι αυτοί το ίδιο (Αφού οι Ειδωλολάτρες θεωρούν την «συγχώρεση» δείγμα αδυναμίας και βλακείας.). Από αυτούς παραδειγματίζονταν οι Χριστιανοί Αυτοκράτορες, όταν ήθελαν να περιορίσουν την Ειδωλολατρία. Αυτό που είναι ενοχλητικό στους αρχαιόπληκτους και στους αντιχριστιανούς Διαφωτιστές είναι η αποσιώπηση της πραγματικότητα. Όταν π.χ. κάποιοι αναφέρουν τις απαγορεύσεις περί παιδείας του Ιουστινιανού αλλά αποκρύβουν (η ακόμη χειρότερα, εξυμνούν) τις αντίστοιχες απαγορεύσεις του Ιουλιανού, τότε δεν γράφουν ιστορία, αλλά προπαγάνδα με σκοπό τη δημιουργία φανατισμένων ημιμαθών αναγνωστών. Όπως και να ‘χει, δεν μπορεί να κατηγορηθεί ο Χριστιανισμός εξαιτίας μερικών Χριστιανών, οι οποίοι έπρατταν διάφορα πράγματα, κάποια από τα οποία είναι αντίθετα με τον Χριστιανισμό και τις εντολές του: «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν» (Κατά Μάρκον 8, 34), «ος γαρ εάν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι» (Κατά Μάρκον 8, 35), «ο αδικών αδικησάτω έτι, και ο ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, και ο δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, και ο άγιος αγιασθήτω έτι.» (Αποκάλυψη 22, 11), «Δι’ υμάς βλασφημείται το όνομα του Θεού εν τοις εθνέσιν» (Ρωμαίους 2, 24). Κατά Ματθαίον 5, 44 Εγώ όμως σας λέγω, Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε εκείνους, οίτινες σας καταρώνται, ευεργετείτε εκείνους, οίτινες σας μισούσι, και προσεύχεσθε υπέρ εκείνων, οίτινες σας βλάπτουσι και σας κατατρέχουσι, 45 δια να γείνητε υιοί του Πατρός σας του εν τοις ουρανοίς, διότι αυτός ανατέλλει τον ήλιον αυτού επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους. 46 Διότι εάν αγαπήσητε τους αγαπώντάς σας, ποίον μισθόν έχετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσι το αυτό; 47 και εάν ασπασθήτε τους αδελφούς σας μόνον, τι περισσότερον κάμνετε; και οι τελώναι δεν κάμνουσιν ούτως; Και μόνο αυτό το χωρίο, είναι αρκετό για να δείξει, ότι δεν είναι δυνατόν κάποιος να είναι διώκτης και να θεωρείται Χριστιανός, εφόσον παραβαίνει την εντολή του Χριστού. Αφού έπρατταν ενάντια στα παραγγέλματα του Χριστιανισμού, η ευθύνη είναι δική τους μόνο κι όχι της Εκκλησίας. Δεν είναι καθόλου μα καθόλου αυτονόητο πως ό,τι έγινε η γίνεται στο όνομα του Χριστιανισμού εκφράζει σίγουρα την αλήθεια του ίδιου του Χριστιανισμού. Οι Ν/Π που προπαγανδίζουν ότι ο Χριστιανισμός δια της βίας εισήλθε στην Ελλάδα, δεν μας λεν με ποιον τρόπο ο Διόνυσος επικράτησε στην Αρχαία Ελλάδα: «Ο Διόνυσος έριξε τη μανία στο Λυκούργο. Αυτός λοιπόν στην τρέλα του επάνω δίνει μια τσεκουριά και σκοτώνει το γιό του Δρύαντα. Κι επειδή η γη έμεινε άκαρπη ο θεός χρησμοδότησε ότι θα ξανακαρπίσει όταν θανατωθεί ο Λυκούργος. Μόλις τ’ άκουσαν οι Ηδωνοί τον έσυραν στο Παγγαίο όρος όπου σύμφωνα με την επιθυμία του Διόνυσου πέθανε από τις κλωτσιές των αλόγων. Αφού ο Διόνυσος πέρασε τη θράκη ήρθε στη Θήβα και ανάγκασε τις γυναίκες να αφήσουν τα σπίτια τους και να επιδίδονται σε βακχικά όργια στον Κιθαιρώνα. Ο Πενθεύς, βασιλιάς της Θήβας εμπόδιζε να γίνονται όλα αυτά. Όταν όμως πήγε στον Κιθαιρώνα να κατασκοπεύσει τις Βάκχες, έγινε κομματάκια από την ίδια του τη μάνα την Αγαυή. Κι αφού έδειξε στους Θηβαίους ο Διόνυσος ότι είναι θεός, ήρθε στο Άργος. Κι εκεί, επειδή δεν τον τιμούσαν, έκανε τις γυναίκες μαινάδες να παίρνουν τα βουνά με τα μωρά στο βυζί και να τρέφονται από τις σάρκες των ίδιων των μωρών τους. (..)Έτσι οι άνθρωποι πίστεψαν ότι είναι θεός και τον τιμούσαν.» (Απολλόδωρου Βιβλιοθήκη, Γ', V, 1-3). Αυτό εννοούν με την «ειρηνική αρχαία θρησκεία»; Η την επιβολή των θεών του Ολύμπου των Αχαιών εισβολέων επί των γυναικείων θεοτήτων του μινωικού πολιτισμού; Αυτοί που πιστεύουν πως δια της βίας εξαφανίστηκε η αρχαία θρησκεία αναρωτήθηκαν ποτέ, πως γίνεται από τη μία εντατικοί διωγμοί 2,5 αιώνων να μην μπορέσουν να εξαφανίσουν μια μικρή χριστιανική κοινότητα που δεν είχε ρίζες, ούτε οργάνωση, ούτε χρήμα, ενώ από την άλλη σποραδικοί διωγμοί 2 αιώνων να εξαφανίσουν τόσο εύκολα μια θρησκεία 16 αιώνων, με εκατομμύρια πιστών, με τεράστια οργάνωση, πλούτο, απήχηση κλπ; Δεν είναι αντιφατικό; Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ Χριστιανισμού και Εθνισμού η οποιασδήποτε άλλης θρησκείας. Οι δωδεκαθεϊστές επικαλούνται τους διωγμούς και τις καταστροφές από Βυζαντινούς αυτοκράτορες για να δικαιολογήσουν την ανυπαρξία τους μέσα στους αιώνες. Αν η αρχαία ελληνική θρησκεία δεν ήταν ένα παραμύθι,θα έπρεπε με τους διωγμούς να γιγαντωθεί και όχι να εξαφανιστεί. Ειδικότερα, εφόσον το κεντρικό σημείο της παγανιστικής λατρείας είναι ο βωμός (που στήνεται οπουδήποτε) κι όχι ο ναός η το άγαλμα (θα μπορούσαν εξάλλουν να χρησιμοποιηθούν αγαλματίδια στις οικίες), το κλείσιμο των παγανιστικών ναών θα έπρεπε να αφήσει ανεπηρέαστη την ισχύ και την απήχηση της παλιάς θρησκείας. Ακόμη και... σπιτικές θυσίες στους «θεούς» θα μπορούσαν να γίνουν, να αναβιώσει δηλαδή η οικογενειακή λατρεία, παρόλες τις απαγορεύσεις κατά της δημόσιας λατρείας: θα μπορούσαν δηλαδή οι Ειδωλολάτρες της εποχής εκείνης, να θυσιάζουν σε ένα βωμό εντός της κατοικίας τους, ούτε καν στην αυλή της οικίας τους, ιδιωτικά και μυστικά κι έτσι να συνέχιζαν. Αλλά, αν δεν το έκαναν αυτό, ήταν δική τους επιλογή. Και φυσικά και μέσα στο Βυζάντιο ελάχιστες ήταν οι περίοδοι που η Εκκλησία είχε την αμέριστη κρατική συμπαράσταση. Η Ορθοδοξία επικράτησε οριστικά μόλις το 843. Η εικονομαχία που κράτησε περίπου 120 χρόνια. Οι πρώτοι αυτοκράτορες ήταν εθνικοί η αιρετικοί, κι όχι Ορθόδοξοι. Από τον 13-15ο αιώνα έχουμε Φραγκοκρατία στην Ελλάδα. Την επομένη της απελευθέρωσης της Πόλης από τους Φράγκους -1261- οι αυτοκράτορες θέλησαν να υποτάξουν την Ορθόδοξη Εκκλησία στον Πάπα, υπογράφοντας την Ένωση των Εκκλησιών στη σύνοδο της Λυών. Αλλεπάλληλες «συμπτώσεις». Αντίθετα από την Ειδωλολατρία, η Ορθοδοξία επέζησε των διωγμών από Ειδωλολάτρες, από Λατίνους και Οθωμανούς. Οι Νεοπαγανιστές, παρ’ όλο που, όταν πρόκειται για τους «θεούς» τους είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν... ολυμπιακά θαύματα, όπως αυτό του οράματος της Προμάχου Αθηνάς και του Αχιλλέα Προστάτη, που τάχα, σύμφωνα με τον εθνικό Ζώσιμο, έστεκαν πάνοπλοι στα τείχη των Αθηνών φοβερίζοντας τον βάρβαρο Αλάριχο, όταν πρόκειται για αλλεπάλληλες «εντελώς άτυχες ατυχίες» των Εθνικών, χλευάζουν την αντίληψη περί θαύματος. Έτσι, η ήττα των υπό τον Ευγένιο ειδωλολατρικών στρατευμάτων από τον Θεοδόσιο Α’ το 394 λόγω μιας «τυχαίας» ανεμοθύελλας που έπεφτε στα πρόσωπά τους δεν είναι θεϊκή επέμβαση. Το ίδιο και οι αλλεπάλληλες αποτυχίες των Ειδωλολατρών να επανακαταλάβουν την εξουσία. Το ίδιο και με τον Ιουλιανό. Όταν πέθαινε στη σκηνή του ο Ιουλιανός, δεν επέλεξε κανέναν Ειδωλολάτρη για διάδοχό του. Και ο παγανιστής αξιωματούχος φίλος του, αρνήθηκε να αναλάβει το αξίωμα, όταν του προτάθηκε. Έτσι, οι στρατηγοί του Ιουλιανού εξέλεξαν τον Ορθόδοξο Ιοβιανό. Θα ‘λεγε κανείς πως «τους τύφλωσε το νου ο Θεός» εκείνη τη στιγμή, και ενώ οι Ειδωλολάτρες θα μπορούσαν να κρατήσουν την εξουσία ακόμη και μετά το θάνατο του Ιουλιανού, την παρέδωσαν στους Χριστιανούς, αρνούμενοι να υποδείξουν παγανιστή διάδοχο η να αναλάβουν το θρόνο. Όμως αντίθετα, ο Χριστιανισμός επικράτησε με τέτοιες χιλιάδες «συμπτώσεις», που παύουν να είναι συμπτώσεις, απλούστατα διότι όταν η σύμπτωση γίνεται ο κανόνας, τότε δε μιλάμε για σύμπτωση. Οι Ειδωλολάτρες εκείνης της εποχής ήταν πολύ πιο λογικά σκεπτόμενοι από τους Νεοπαγανιστές, όταν κατά χιλιάδες επέστρεφαν στο Χριστιανισμό, αφού έβλεπαν τις... «ζώσες δυνάμεις και οντότητες», δηλαδή τους «θεούς», να κομματιάζονται μακάριοι, να μην βοηθούν καθόλου τους λάτρεις τους στις κατά Χριστιανών μάχες τους, να κοιτούν αμέριμνοι την οριστική εξαφάνιση της ειδωλολατρίας. Περίμεναν οι Αιγύπτιοι ειδωλολάτρες την οργή του «θεού» Νείλου, επειδή ο Θεόφιλος γκρέμισε το Σαράπειο. Τίποτε δε συνέβη. Στο τέλος, πολλοί Ειδωλολάτρες βλέποντας την Τύχη να είναι συνεχώς με το μέρος των Χριστιανών σίγουρα θα σκέφτηκαν το αρχαίο αθεϊστικό ρωμαϊκό ρητό: Deorum injurias Diis curao, δηλαδή «Ας φρόντιζαν οι θεοί για τις προσβολές που υφίστανται», κι έγιναν Χριστιανοί. «"Θυμηθείτε", είπε ένας βετεράνος αυτής της περιπέτειας, που κατοπινά έγινε Χριστιανός, "πόσες θυσίες προσφέραμε στην Καρία στους θεούς των ειδωλολατρών, όταν ζητούσαμε από αυτούς τους υποτιθέμενους θεούς, διατέμνοντας τα συκώτια που εξετάζαμε με τους τρόπους της μαγείας, να μας φανερώσουν αν με τον Λεόντιο, τον Ίλλου και τον Παμπρέσιο και όλους εκείνους που στασίασαν μαζί τους θα νικούσαμε τον αυτοκράτορα Ζήνωνα, που πέθανε σαν άνθρωπος ευσεβής. Πήραμε πλήθος χρησμούς και υποσχέσεις που έλεγαν ότι ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να αντισταθεί, ότι είχε έρθει ο καιρός που ο χριστιανισμός θα διαλυόταν και θα εξαφανιζόταν, και πως θα επέστρεφε η θρησκεία των Εθνικών. Όμως τα γεγονότα έδειξαν ότι οι χρησμοί έλεγαν ψέματα, όπως έλεγαν ψέματα και οι χρησμοί που έδωσε ο Απόλλων στον Κροίσο τον Λυδό και στον Πύρρο τον Ηπειρώτη"» (Ζαχαρία, Βίος Σεβήρου, στο Patrol. Orient., II, 1, Παρίσι 1905, σ. 40), γράφει ένας πρώην Παγανιστής. |
Δημιουργία αρχείου: 4-8-2009.
Τελευταία μορφοποίηση: 16-6-2018.