Νεοπαγανιστικές απάτες

Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Ενότητα

Διωγμοί

Η Εγκατάλειψη των αρχαίων ναών // Οι πραγματικές αιτίες της καταστροφής των αρχαίων ναών // Καταστροφές μνημείων από αρχαίους Έλληνες // Μύθος η καταστροφή αρχαίων μνημείων από τους Χριστιανούς // Το ανεφάρμοστο τής αντι-παγανιστικής νομοθεσίας στη Χριστιανική Ρώμη και οι Γότθοι

Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της Ρώμης στην πράξη

Της Béatrice Caseau, καθηγήτριας της Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Paris IV-Sorbonne:

“The Fate of Rural Temples in Late Antiquity and the Christianisation of the Countryside” στο Late Antiquity Archaeology, 2, Recent Research on the Late Antique Countryside, edited by William Bowden, Luke Lavan and Carlos Machado, Brill

 

Επιλογή αποσπασμάτων: Γιάννης Τ.

Ακόμα και Δυτικοί ιστορικοί, έχουν πλέον συνειδητοποιήσει την ιστορική πλάνη που έχει επικρατήσει τους τελευταίους αιώνες, λόγω της αντιεκκλησιαστικής υστερίας των Διαφωτιστών. Όλα τα στοιχεία, και όλα τα συμπεράσματα δείχνουν ότι οι καταστροφές ναών και αρχαίας τέχνης ουδέποτε έλαβε χώρα, (τουλάχιστον όχι στο επίπεδο που διαφημίζουν αντιεκκλησιαστικές αλλά και παραφουσκωμένες εκκλησιαστικές πηγές). Τα ακόλουθα αποσπάσματα από το βιβλίο της Béatrice Caseau, είναι χαρακτηριστικά της αληθινής διάστασης του θέματος, ότι ουδέποτε η Ρωμαϊκή νομοθεσία κατά της ειδωλολατρείας εφαρμόσθηκε, και ότι οι Ειδωλολάτρες ήταν ελεύθεροι πάντοτε να λατρεύουν τα ξόανά τους ανεμπόδιστα, για όσο άντεξε στο φως της αλήθειας του Χριστού, η πλανεμένη τους ειδωλολατρεία, πριν σβήσει μόνη της.

«Η τύχη των αγροτικών ναών ποίκιλε στον 4ο αι. και εξαρτιόταν από το νομικό καθεστώς τους, το βαθμό εκχριστιανισμού των τριγύρω πληθυσμών και ειδικότερα από τον θρησκευτικό προσανατολισμό των ιδιοκτητών της γης» (σ. 111)
 
«Απαιτείται προσοχή όταν χρησιμοποιούνται οι χριστιανικές πηγές, ειδικά αυτές για τον παγανισμό. Στους βίους αγίων, η τάση είναι συχνά να δίνεται έμφαση στη νίκη του αγίου επί της ειδωλολατρικής αντίστασης» (σ. 112).
 
«Το κλείσιμο των ναών, από τον Θεοδόσιο Α’, έπεται του τέλους των δημόσιων εισφορών για ιερά. Πολύ πριν κάθε είδους θυσία απαγορευτεί, η παγανιστική λατρεία είχε εξελιχθεί από δημόσια σε ιδιωτική» (σ. 114).
 
«Οι παγανιστές μπορούσαν ακόμη να προσφέρουν κρυφές θυσίες πολύ  μετά το επίσημο κλείσιμο των ναών που ανήκαν στις πόλεις. Ακόμη και η κατασκευή ή επισκευή ιδιωτικών ναών συνεχίστηκε μετά τους θεοδοσιανούς νόμους οι οποίοι διέταζαν το κλείσιμό τους. Δεν πρέπει να θεωρείται εκπληκτικό ότι αυτοί οι νόμοι εφαρμόστηκαν μόνο μερικώς. Αν και οι αυτοκράτορες προσπάθησαν να εξαφανίσουν κάθε είδους θυσία, δημόσια και ιδιωτική, και διέταξαν την καταστροφή όλων των αγροτικών ναών, είχαν λιγοστά μέσα να ελέγξουν τι συνέβαινε στα ιδιωτικά σπίτια και τις περιουσίες. Όσο οι τοπικοί πατρόνες παρέμεναν Εθνικοί, οι γιορτές τω Εθνικών μπορούσαν να λαμβάνουν χώρα. (…) Η ενισχυμένη δύναμη των μεγάλων γαιοκτημόνων κατά την Ύστερη Αρχαιότητα είχε επίσης συνέπειες σε θρησκευτικά ζητήματα. Αν αποφάσιζαν να αφήσουν τα Εθνικά ιερά ανοικτά ή αν χρηματοδοτούσαν για Εθνικά συμπόσια, ακόμη και τα αυτοκρατορικά έδικτα δεν μπορούσαν να αλλάξουν την απόφασή τους. Γενικά, ό,τι γινόταν στα χωριά ήταν πέρα από τον αυτοκρατορικό έλεγχο» (σ. 114-115).
 
«Ήδη τον 3ο αι. ορισμένοι αιγυπτιακοί ναοί κατακυριεύτηκαν για οικιστικές κατασκευές ή μετατράπηκαν σε κοσμικά κτήρια για τον στρατό. Πολλοί ναοί είχαν αφεθεί να καταρρεύσουν προτού αυτή η εκκοσμίκευση συμβεί. Ο ναός στο Λούξορ, για παράδειγμα, είχε εγκαταλειφθεί πριν οι Ρωμαίοι αποφασίσουν να τον επαναχρησιμοποιήσουν για τον στρατό» (σ. 117).
 
«Ο Μιθραϊσμός ήταν ακόμη δημοφιλής τον 4ο αι, αλλά η ακμή του είχε περάσει. (…) Πολλά από τα μιθραία στην Γαλατία, Γερμανία και την Βρετανία είχαν ήδη εγκαταλειφθεί ως το τέλος του 3ου αι. Μερικά είχαν «ξηλωθεί» και οι λίθοι τους είχαν χρησιμοποιηθεί για βιαστικές επιδιορθώσεις των οχυρών. Οι Χριστιανοί δεν ήταν υπεύθυνοι για τέτοιες καταστροφές» (σ. 117).
 
«Η λέξη καταστροφή [αρχαίων ναών, σε χριστιανικά κείμενα] μπορεί να περιλαμβάνει απλές συμβολικές χειρονομίες όπως το γκρέμισμα ενός αγάλματος από το βάθρο του ως και την πλήρη καταστροφή του κτηρίου» (σ. 120).
 
«Οι ναοί γενικά και τα αρχαία μαυσωλεία ειδικότερα, έγιναν στόχος των αδίσταχτων αρχόντων οι οποίοι χρειάζονταν λίθους για τα κατασκευαστικά σχέδιά τους. Είναι φανερό ότι μέχρι το τέλος του 4ου αι., οι αγροτικοί ναοί που ήταν όχι μακριά από τις πόλεις λεηλατήθηκαν για να κτιστούν κοσμικά μνημεία παρά εκκλησίες. Οι κυβερνήτες και οι άρχοντες των πόλεων είχαν βρει μια πολύ βολική πηγή έτοιμου και καλλιτεχνημένου οικοδομικού υλικού. Είχαν την απαραίτητη εργατική δύναμη για να πετύχουν την προσεχτική διάλυση του κτηρίου, αφήνοντας τα αρχιτεκτονικά του μέλη διαθέσιμα για επαναχρησιμοποίηση. Αντίθετα από ό,τι ο Λιβάνιος δηλώνει, οι μοναχοί δεν ήταν ούτε οι κύριοι καταστροφείς των ναών ούτε οι πιο αποτελεσματικοί, καθώς ήταν περιορισμένοι στα ρόπαλα και τα σιδερένια εργαλεία και ενίοτε στα χέρια και τα πόδια τους, ως εργαλεία. Οι κυβερνήτες ήταν πολύ πιο εξοπλισμένοι για το δύσκολο καθήκον της καταστροφής καλοχτισμένων ναών, το οποίο απαιτούσε πολύ περισσότερο από ρόπαλα» (σ. 129-130).
 
«Η καταστροφή των ναών ήταν μια δαπανηρή διαδικασία, η οποία απαιτούσε ανθρώπινο δυναμικό και συνεπώς οι μόνοι ναοί που ισοπεδώθηκαν τελείως ήταν εκείνοι με τους οποίους ασχολήθηκε ο στρατός. Η μεγάλη πλειοψηφία των ναών πιθανόν αφέθηκε να καταρρεύσει» (σ. 136).
 
«Το καθήκον για την εκκαθάριση της υπαίθρου [από τα είδωλα] αφηνόταν στους γαιοκτήμονες, οι οποίοι δεν ήταν πάντα πρόθυμοι να οχλήσουν τη ζωή των χωρικών ή να πληρώνουν για τέτοια έξοδα» (σ. 136).
 
«Τον καιρό του Γρηγορίου του Μεγάλου, Πάπα από το 590 ως το 604, μερικοί χριστιανοί γαιοκτήμονες, που ήταν είτε αδιάφοροι για την θρησκεία των χωρικών που δούλευαν στις περιουσίες τους είτε απρόθυμοι να τους αναστατώσουν, εν γνώσει τους επέτρεπαν τη συνέχεια των απαγορευμένων πρακτικών, όπως οι θυσίες. Τα γράμματα του Γρηγόριου παρέχουν παραδείγματα τόσο στη Σικελία όσο και στη Σαρδηνία. Ο εκχριστιανισμός απαιτούσε την συγκατάθεση του τοπικού πληθυσμού και ήταν μια αμφίδρομη διαδικασία: ένας κώδικας συμπεριφοράς και πίστης προσφερόταν από τον κλήρο ή τις κοσμικές ελίτ, και υιοθετείτο με τροποποιήσεις από τις τοπικές κοινότητες» (σ. 137).

Δημιουργία αρχείου: 4-3-2008.

Τελευταία ενημέρωση: 4-8-2009.

ΕΠΑΝΩ