Απάντηση στις συκοφαντίες τού Νεοπαγανισμού |
Ελληνική παιδεία και ελληνική ταυτότητα στο Βυζάντιο * Λόγοι άρνησης Ελληνικότητας Ρωμαίων και Χριστιανών * Το όνομα Ρωμηός και η ιστορική του σημασία * Η Ελληνική καταγωγή τής Ρώμης * Η "Βυζαντινή" συνείδηση τών απελευθερωμένων Ελλήνων * Η έννοια τής λέξης: "Έλληνας" στους αιώνες * Ρήγας, Φιλικοί, 1821 και εθνική ταυτότητα ή… ‘φούνταις σμερδαλέαις’. Μέρος 3o: οι Απάτες (β) * Η καταγωγή του Ευγένιου Βούλγαρη, η δήθεν «εφεύρεση» της Εικονομαχίας και άλλες … ‘φούνταις σμερδαλέαις’ * Δέκα μικροί μύθοι για το 1821: μια απάντηση σε όσους ταλαιπωρούν την ελληνική ιστορία * Η συμφωνία ‘ητικής’ και ‘ημικής’ αντίληψης ότι τα ‘ρωμαϊκά’ στοιχεία του Βυζαντίου έχουν γραικικά/ελληνικά χαρακτηριστικά * Η Βυζαντινή ελληνο-ρωμαϊκή ταυτότητα: πολιτειακά ρωμαϊκή (Νέα Ρώμη) και πολιτισμικά ελληνική * Ελληνισμός και Έλληνες στο Βυζάντιο
Η ελληνορωμαϊκή βυζαντινή ταυτότητα: τα κυριότερα ερωτήματα και οι απαντήσεις Papyrus 52 |
1. Ορολογία και έννοιες Για την ορθότερη κατανόηση του κειμένου μας, θα εξηγήσουμε μερικές βασικές έννοιες και όρους που χρησιμοποιούμε συχνά:
Α. Ημικός - Ητικός
Ημικός
και Ητικός είναι δύο όροι που χρησιμοποιεί η γλωσσολογία και οι
ανθρωπιστικές σπουδές και βρίσκουν εφαρμογή και στο ζήτημα της ταυτότητας. Παράδειγμα χρήσης στο ζήτημα της ταυτότητας: Κάποιοι μελετητές, βλέποντας τη γλώσσα που μιλούν οι βυζαντινοί και γνωρίζοντας ότι είναι ελληνικά, θεωρούν ότι το Βυζάντιο αποτελεί συνέχεια του ελληνισμού. Άλλοι όμως υποστηρίζουν πως αυτές οι αντιλήψεις είναι μόνο ητικές και μπορεί να μας οδηγήσουν σε εσφαλμένα συμπεράσματα, διότι οι βυζαντινοί θεωρούσαν ότι μιλούν ρωμαϊκά, επειδή ήταν Ρωμαίοι και αυτή ήταν η γλώσσα τους. Για παράδειγμα, ένας Αμερικανός δικαιούται ημικά να πει ότι μιλά αμερικάνικα (παρά το γεγονός ότι εμείς ητικά βλέπουμε πως η γλώσσα του είναι η αγγλική) διότι συσχετίζει τη γλώσσα με την κουλτούρα της χώρας του και όχι με την αγγλική κουλτούρα. Κατ’ αυτό τον τρόπο πιστεύουν κάποιοι πως η ημική αντίληψη των βυζαντινών ήταν ότι μιλούν ρωμαϊκά, διότι οι ίδιοι δεν συσχέτιζαν τον εαυτό τους με τον ελληνισμό· αυτοπροσδιορίζονταν ως πολίτες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και συνεχιστές των αρχαίων Ρωμαίων και της ρωμαϊκής ιστορίας. Βεβαίως θα δούμε στη συνέχεια, αν και κατά πόσο ισχύουν όλα αυτά.
Β. Έθνος - Εθνοτικός Βασισμένοι στις ερμηνείες που συναντήσαμε συχνότερα στη βιβλιογραφία[1], με τον όρο εθνοτικός θα αναφερόμαστε σε μια συλλογικότητα που τα μέλη της, κάτω από ένα κοινό όνομα, συνδέονται μεταξύ τους με ιστορικοπολιτισμικά αγαθά και μνήμη αντλώντας από αυτά ταυτότητα (π.χ. καταγωγή, κουλτούρα, ιστορία, πατρίδα), ενώ με τον όρο έθνος/εθνικός θα αναφερόμαστε και στην επιπρόσθετη παράμετρο της επιδίωξης ανεξάρτητης πολιτικής κοινότητας που ενώνει κάτω από ένα κοινό όνομα μία ή περισσότερες εθνοτικές συλλογικότητες. Για παράδειγμα, επί Τουρκοκρατίας, οι εθνοτικές συλλογικότητες Βλάχων, Αρβανιτών κ.λπ., πρώτα εντάχθηκαν σταδιακά στη δεσπόζουσα εθνοτική συλλογικότητα των μεταβυζαντινών Ρωμαίων/ Γραικών/ Ελλήνων (βλ. και για το Ρουμ Μιλλέτ) και όταν όλοι μαζί επαναστάτησαν, διεκδικήσαν την πολιτική τους ανεξαρτησία ενταγμένοι στο Ελληνικό Έθνος μέσα στο οποίο στη συνέχεια αφομοιώθηκαν. Ως προς τη δική μας προσέγγιση στη βυζαντινή ταυτότητα, όροι όπως «εθνωνύμιο», «εθνολογικός» και άλλοι παρόμοιοι, χρησιμοποιούνται μόνο για λόγους διευκόλυνσης, ως ιστορική παραπομπή σε συλλογικά ονόματα και ιστορικοπολιτισμικά δεδομένα. Επίσης χρησιμοποιούμε τα ονόματα Έλληνας και Γραικός με προ-εθνική και προνεωτερική σημασία και μόνο στον βαθμό και με τον τρόπο που το έκαναν οι ίδιοι οι βυζαντινοί για τον εαυτό τους. Κατά συνέπεια, αποσυνδέουμε τον όρο «έθνος» από το Βυζάντιο και τον αφήνουμε στη νεωτερική του σημασία, με κυριότερο χαρακτηριστικό τη δηλωμένη επιθυμία μίας ή περισσότερων συλλογικοτήτων για δημιουργία ενιαίας και αυτόνομης πολιτικής κοινότητας. Στη δική μας προσπάθεια να κατανοήσουμε τη βυζαντινή ταυτότητα, είδαμε μόνο συνένωση στοιχείων σε μια σύνθετη ελληνορωμαϊκή ταυτότητα, η οποία όμως δεν μπορεί να περιγραφεί ως «έθνος Ελλήνων» ή «έθνος Ρωμαίων» ή ως «ρωμαϊκή εθνοτική ταυτότητα».
Γ. Η σύνθετη ταυτότητα Το πιο πολυσυζητημένο κομμάτι της βυζαντινής ταυτότητας (θεωρώντας δεδομένη και αυτονόητη τη χριστιανική διάσταση) αφορά φυσικά τον ελληνισμό και τον ρόλο που έπαιξε, αν έπαιξε, στο Βυζάντιο. Η ένταση της συζήτησης μερικές φορές φτάνει στα όρια της διελκυστίνδας ανάμεσα σε τάσεις που αναδεικνύουν περισσότερο είτε την ελληνικότητα, είτε τη ρωμαϊκότητα. Τα τελευταία χρόνια στην έρευνα υπήρξαν διάφορες προσεγγίσεις. Κάποιες από αυτές θεώρησαν ως κυρίαρχο στοιχείο της βυζαντινής ταυτότητας μια ελληνική εθνοτικότητα ανεξάρτητη από ρωμαϊκά στοιχεία, ενώ άλλες κατέληξαν στην ύπαρξη αμιγώς ρωμαϊκής εθνικής ή εθνοτικής ταυτότητας. Όμως σε όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις ταυτότητας, απαιτείται ένα κοινό όνομα πολιτικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών, αλλά οι ιστορικές πηγές δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Όπως φαίνεται, τα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα των βυζαντινών (πολιτικά και πολιτισμικά) έχουν δύο βασικές πηγές προέλευσης, με διαφορετικό ιστορικοπολιτισμικό παρελθόν η καθεμιά και διακριτά ονόματα, τα οποία επιβιώνουν αυτούσια έως το τέλος της αυτοκρατορίας: τη Ρωμαϊκότητα και την Ελληνικότητα/«Γραικότητα»[2]. Στις πηγές βλέπουμε πως οι βυζαντινοί ουδέποτε αποσιώπησαν την ελληνικότητα της ταυτότητας τους στην οποία αναφέρονταν με το αρχαίο «εθνολογικό» της όνομα. Άρα, η ελληνικότητα αυτή δεν αφομοιώθηκε ούτε ομογενοποιήθηκε μέσα στο όνομα Ρωμαίος. Αντιθέτως, οι βυζαντινοί υιοθέτησαν μερικές φορές ακόμα και ως συλλογικό όνομα το Γραικοί/Έλληνες. Ταυτόχρονα, δεν εγκατέλειψαν ποτέ το όνομα Ρωμαίος. Θα λέγαμε ότι η συλλογική ελληνορωμαϊκή ταυτότητα στο Βυζάντιο μοιάζει σαν μια συνάντηση: από τη μία, οι ιστορικοί ελληνικοί και ελληνόγλωσσοι πληθυσμοί που αποκτούν το 212 μ.Χ. το δικαίωμα να είναι Ρωμαίοι πολίτες και υιοθέτησαν τη ρωμαϊκότητα, και από την άλλη, η ρωμαϊκή εξουσία που ηγήθηκε στον ήδη διαμορφωμένο ελληνικό κόσμο της Ανατολής και τελικά απολατινοποιήθηκε κάτω από την επιρροή του ελληνισμού. Οι βυζαντινοί τιμούσαν τη ρωμαϊκή καταγωγή της αυτοκρατορίας τους που έδινε ένα κύρος μή ελληνικής προέλευσης στην ταυτότητα τους, ταυτόχρονα όμως τιμούσαν τον πολιτισμικό πλούτο του ελληνισμού (και μερικές φορές με τρόπο που περιγράφει μια προγονική σύνδεση), που ήταν μή ρωμαϊκής προέλευσης. Κατά συνέπεια, δεν μπορούμε να έχουμε ταύτιση πολιτικών και πολιτισμικών παραγόντων κάτω από ένα κοινό, αμιγώς εθνοτικό ή εθνικό ρωμαϊκό όνομα αφού διαφορετικά είναι τα ελληνικά πράγματα και διαφορετικά τα ρωμαϊκά, από δύο διαφορετικές, ιστορικοπολιτισμικές προελεύσεις και φέρουν σε ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία τα διακριτά τους «εθνολογικά» ονόματα. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να μιλάμε για συνένωση στοιχείων που δημιουργούν μία σύνθετη, αλλά ενιαία και αδιάσπαστη ελληνορωμαϊκή ταυτότητα.
Δ. Το κοινό όνομα «Ρωμαίος» Όπως έχουμε αναφέρει σε παλαιότερο άρθρο, κάποιοι μελετητές υιοθετούν μια σχεδόν ουσιοκρατική προσέγγιση για το όνομα «Ρωμαίος», σαν να μένει δηλ. το περιεχόμενο του αναλλοίωτο στους αιώνες. Όμως το όνομα «Ρωμαίος» άλλαξε περιεχόμενο[3]. Για παράδειγμα, σε σχέση με τα αρχαία χρόνια, διευρύνθηκε η σημασία του συμπεριλαμβάνοντας χριστιανούς της Ανατολής που ήταν θεσμικά ελληνόγλωσσοι. Εμείς, μετά από μια σειρά αναλύσεων είχαμε δείξει ότι κάτω από το όνομα «Ρωμαίος», οι πηγές προβάλλουν δύο διαφορετικές ταυτότητες, την ορθόδοξη ελληνορωμαϊκή ταυτότητα του Βυζαντίου και την ρωμαιοκαθολική λατινορωμαϊκή ταυτότητα της Δύσης (μια συγκεντρωτική παράθεση των ημικών πηγών θα κάνουμε σε επόμενες ενότητες του παρόντος άρθρου). Με βάση τη θεωρία των κοινωνικών ταυτοτήτων[4], δύο ομάδες συγκρούονται επειδή αντιλαμβάνονται την ύπαρξη ενδοομάδας και εξωομάδας το οποίο σημαίνει ότι από το σύνολο των στοιχείων που δομεί την ταυτότητα τους, κάποια σημεία διαφέρουν σημαντικά όπως και οι διεκδικήσεις τους. Επάνω σε αυτό, θεωρούμε ότι για τον Έλληνα αναγνώστη, ένα όχι απόλυτα ακριβές, όμως αρκετά βοηθητικό παράδειγμα κοινού ονόματος που μπορεί να προσδιορίζει δύο ομάδες με διαφορετικά χαρακτηριστικά, είναι το κοινό όνομα Κύπριος που περιλαμβάνει τις δύο διακριτές ταυτότητες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Το γεγονός ότι η χρήση του κοινού κρατικού ονόματος (Κύπρος) προσφέρει ένα κομμάτι μόνο από την ταυτότητα κάθε κοινότητας, μας βοηθά να κατανοήσουμε κάτι αντίστοιχο για το πολιτειακό όνομα «Ρωμαίος» που προσφέρει στους διεκδικητές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Βυζαντινούς και Λατίνους ένα μέρος μόνο από τη δική τους ταυτότητα, η οποία όμως λαμβάνει στοιχεία και από άλλες πηγές. Αντίστροφα, η πολύ συχνή ημική χρήση του κρατικού ονόματος, δεν μπορεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι υπάρχουν δύο διακριτές και μάλιστα συγκρουόμενες ταυτότητες. Για παράδειγμα, αν κάποιος ερευνητής αποφάσιζε να μετρήσει πόσες φορές εμφανίζονται στην Κύπρο τα ημικά ονόματα κύπριος, ελληνοκύπριος, τουρκοκύπριος, και έβγαζε τελικά το συμπέρασμα ότι επειδή το όνομα «Κύπριοι» χρησιμοποιείται συχνότερα, είναι αυτό «απόδειξη» ότι εκεί δεν… υπάρχουν ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι, θα ξέραμε ότι η μέθοδος είναι αποτυχημένη διότι αδυνατεί να συλλάβει την πραγματικότητα[5].
Ε. Το κύρος ενός πολιτειακού και ενός πολιτισμικού άξονα ταυτότητας Όπως είπαμε -και θα το δείξουμε στη συνέχεια-, το όνομα «Ρωμαίος» συνδέεται κυρίως με το όνομα του κράτους, της αυτοκρατορίας. Αυτήν διεκδικούν λατινορωμαίοι και βυζαντινοί. Εάν θέλαμε να βρούμε ένα σημερινό παράδειγμα κράτους-υπερδύναμης ικανού να δώσει κύρος και ταυτότητα, θα καταλήγαμε πιθανόν στις Η.Π.Α. Εκεί, ένας ενσωματωμένος πολίτης οποιασδήποτε καταγωγής, μπορεί να ενεργεί συνειδητά ως Αμερικανός, υπερήφανος για το όνομα αυτό που αντικατοπτρίζει την πολυεπίπεδη ισχύ της πατρίδας του. Το παράδειγμα αυτό βεβαίως δεν είναι απόλυτα αντίστοιχο με το Βυζάντιο (αν και ο Αντώνης Καλδέλλης το επικαλείται για να υποβαθμίσει την ελληνογλωσσία[6]) διότι η βυζαντινή αυτοκρατορία θεμελιώθηκε επάνω στον προϋπάρχοντα ελληνικό κόσμο της ανατολής. Εδώ λοιπόν πρέπει να κατανοήσουμε τις διαφορές ενός νέου κράτους μεταναστών όπως οι ΗΠΑ και ενός κράτους γηγενών όπως το Βυζάντιο που χτίζεται επάνω σε έναν κεντρικό άξονα εδαφών (Ελλάδα και μικρασιατικές αποικίες), που επί αιώνες παράγει το μεγαλύτερο πνευματικό επίτευγμα της περιοχής, ικανό να χωρίσει τον κόσμο σε Έλληνες και Βάρβαρους. Ένα τέτοιο κράτος, γεμάτο μνημεία και υλικές αποδείξεις της εδαφικής προϊστορίας του, μπορεί πράγματι να προσφέρει μια σύνθετη ταυτότητα στους πολίτες του, η οποία βασίζεται σε δύο υπερδυνάμεις: την ισχύ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αλλά και την πνευματική δύναμη του ελληνισμού (μέσα φυσικά από το αντι-ειδωλολατρικό φίλτρο του χριστιανισμού), που αφορά όλο τον πληθυσμό, απλούς και λογίους:
Στα παραπάνω τεκμήρια (και πρωτίστως στη Νεαρά αρ. 66 του Ιουστινιανού) βλέπουμε σημαντικά στοιχεία λαϊκής βυζαντινής ελληνικότητας, την οποία οι πηγές σπάνια επιτρέπουν να προσεγγίσουμε: - Η σύζυγος του Θεοδοσίου Β΄, Ευδοκία, μιλά σε πλήθος κόσμου βοηθώντας μας να κατανοήσουμε ότι στον 5ο βυζαντινό αιώνα, οι κάτοικοι της Αντιόχειας, ως άποικοι από την Ελλάδα, ήταν υπερήφανοι για το «ελληνικό αίμα που κυλά στις φλέβες τους». - Αντίστοιχα ο Θεόδωρος Κυζίκου μας βεβαιώνει για το πόσο υπερήφανος ήταν ο βυζαντινός λαός της περιοχής του για την ελληνική του καταγωγή, ενώ επιπρόσθετα μας προσφέρει μια εξαιρετική μαρτυρία για το πώς λειτουργούσαν τα αρχαία μνημεία στην αυτογνωσία των πολιτών, ως αντιστάθμισμα της παιδείας. - Ο Μιχαήλ Χωνιάτης σε αγιολογική ομιλία, συνδέει τη βυζαντινή ευσεβή Ελλάδα του ιερομάρτυρα Λεωνίδα, με την αρχαία Ελλάδα του Λεωνίδα της Σπάρτης και των Θερμοπυλών, άρα πρόκειται για πράγματα γνωστά στο ποίμνιο του, που είχε αξία η αναφορά τους. - Ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις δίνει τη σημαντική μαρτυρία ότι η ελληνική παιδεία δεν ήταν αποκλειστικό προνόμιο των λογίων, αλλά μπορούσε με κάποιον τρόπο να επηρεάσει θετικά ακόμα και τον απλό λαό. - Σε μια βυζαντινή μετάφραση γαλλικού έπους, που ασφαλώς έγινε σε δημώδη γλωσσική μορφή για να λειτουργήσει πλατύτερα είτε ως ανάγνωσμα είτε ως λαϊκό αφήγημα, οι απλοί πολίτες διαβάζουν ή ακούν ότι η αρχαία Ελλάδα είναι όχι μόνο η πηγή της γλώσσας τους, αλλά και η γενεαλογική ρίζα του βυζαντινού Ρωμαίου.
Τελικά, η ελληνική γλώσσα δεν αποτελούσε απλά μια «συγκυριακή ελληνοφωνία» αλλά δήλωνε και την ελληνική σκέψη, την επιβίωση της ελληνικής μνήμης, την παραπομπή στο ελληνικό παράδειγμα:
Η γλώσσα, τα γράμματα, η τέχνη, η επιστήμη, η φιλοσοφία, η μυθολογία, τα υλικά μνημεία, οι αγώνες για την ελευθερία και τόσα άλλα αγαθά του ελληνισμού, ήταν αρκετά ισχυρά για να «αφομοιωθούν» και να «ξεχαστούν» από τη χρήση του ονόματος Ρωμαίος.
ΣΤ. Μεταβυζαντινή ταυτότητα, Τουρκοκρατία και πρωτοεθνική «δυνατολογία» Όσα προαναφέραμε, μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα και για τη μεταβυζαντινή ταυτότητα των πολιτών αυτού του κράτους. Θα μπορούσε άραγε, υπό τις κατάλληλες συνθήκες (όπως η οριστική κατάλυση του ρωμαϊκού κράτους το 1453), η ισορροπία μεταξύ αυτοκρατορικού και πολιτισμικού άξονα ταυτότητας να στραφεί τελικά προς τον άξονα ταυτότητας που επιβίωσε μετά την Άλωση (δηλ. προς την ελληνορθοδοξία); Πέρα των όσων θα πούμε παρακάτω, θα παραθέσουμε ένα παράδειγμα για την αντίληψη ταυτότητας των βυζαντινών ελληνορωμαίων του 13ου αι. και των τουρκοκρατούμενων ελληνορθόδοξων του 18ου αιώνα:
Αναλύοντας τις ομοιότητες και τις διαφορές στο παράδειγμα αυτό, μπορούμε να πούμε ότι κατά τον 13ο αι., παρά την κατάληψη της Κων/πολης το 1204 και την εγκατάσταση των Φράγκων σε σημαντικά κέντρα, η αυτοκρατορία της Νίκαιας και άλλα μικρότερα βυζαντινά κράτη αντιστέκονταν έως ότου αποκαταστήσουν όσα εδάφη μπορούσαν. Κατά συνέπεια, το ρωμαϊκό κράτος συνέχιζε να τροφοδοτεί τον ρωμαϊκό άξονα ταυτότητας των βυζαντινών. Στην τουρκοκρατία όμως η ρωμαϊκή πολιτεία έχει αλωθεί οριστικά και μένει μόνο ως μνήμη («ποτέ επωνυμίαν» λέει ο Μιχαήλ) ενώ η «νομιμοφροσύνη» προς το κράτος είναι καταναγκαστική, προς έναν αλλόθρησκο δυνάστη που όλες οι πηγές της εποχής περιγράφουν ως βάρβαρο και μισητό. Σε αυτή την περίοδο λοιπόν, το όνομα «Ρωμαίος» ενσωματώνει μεν μια σεβαστή μνήμη, όμως αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει ζωντανή πηγή «ρωμαϊκής ταυτότητας». Στην Τουρκοκρατία η μοναδική ζωντανή πηγή είναι ο χριστιανισμός και ο ελληνισμός, η λεγόμενη ελληνορθόδοξη ταυτότητα. Υπάρχει μια αδιάσπαστη αλυσίδα μαρτυριών όλης της οθωμανικής περιόδου, τις οποίες παραθέσαμε σε παλαιότερο άρθρο (βλ. τις πηγές από το 1474 έως το 1791) και δείχνουν την ομοτιμία, συνωνυμία ή και ταυτοσημία των ονομάτων Ρωμαίος, Γραικός, Έλληνας. Αυτό αποδεικνύει ότι η Τουρκοκρατία αποτέλεσε μια μεταβατική περίοδο όπου το ρωμαϊκό όνομα, έχοντας χάσει το πολιτειακό στήριγμα, πλησίασε νοηματικά το περιεχόμενο της ελληνορθόδοξης ταυτότητας. Ταυτόχρονα, το Βυζάντιο διατηρήθηκε στη συλλογική μνήμη ως κομμάτι της ιστορίας του ελληνισμού και όπως λέει ο Κολοκοτρώνης, που περιγράφει τους επαναστάτες ως απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, επιθυμία τους ήταν να απελευθερωθεί και η Κων/πολη το 1821[7]. Έτσι, η πτώση της Νέας Ρώμης το 1453, σηματοδοτεί το τέλος της αδιάσπαστης έως τότε ελληνορωμαϊκής ταυτότητας (νεορωμαϊκή πολιτεία και ελληνισμός) και αποτελεί την αρχή της λεγόμενης ρωμιοσύνης (υπόδουλος ελληνισμός άνευ πρωτογενούς ή εξ ιδίου δικαίου εξουσίας[8], με τη μνήμη του Βυζαντίου να ενσωματώνεται ως δεύτερη περίοδος της ιστορίας του). Από την χρονική στιγμή λοιπόν που το τέλος του βυζαντίου μοιάζει αναπόφευκτο, μπορεί να τεθεί το σημαντικό ερώτημα περί «ιστορικής δυνατολογίας, δηλαδή της πιθανότητας που είχαν οι προϋποθέσεις του εθνικού πολιτειακού μορφώματος να αναχθούν στην πράξη στο μόρφωμα αυτό»[9]. Με άλλα λόγια, να μπει το ερώτημα αν και σε ποια περίοδο συντελέστηκε η εμφάνιση μιας πρωτοεθνικής αντίληψης, δηλ. μιας αντίληψης περί πολιτειακής ανεξαρτησίας (και από Λατίνους αλλά κυρίως από Τούρκους κατακτητές), στοχεύοντας όμως σε ένα κράτος θεμελιωμένο όχι στη ρωμαϊκότητα αλλά στον ελληνισμό, ειδικά όταν κατά την τελευταία βυζαντινή πνοή, τον 15ο αι., προβάλλονται εντυπωσιακές ελληνότροπες ιδεολογίες, όπως το Βασιλεύς Ελλήνων;
Εξαρχής να πούμε ότι το σύνολο των δεδομένων (θα τα δούμε στη συνέχεια) μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα ήταν παρακινδυνευμένο να μιλήσουμε για ελληνική (πρωτο)εθνική συνείδηση σε οποιαδήποτε στιγμή της βυζαντινής περιόδου. Βεβαίως, ο Κων/νος Παλαιολόγος, σε δημόσια αγόρευση του μία ημέρα πριν την Άλωση της Πόλης (άρα με στόχο να ανυψώσει το φρόνημα του λαού) μιλάει για την απειλή της πατρίδας «πάντων των Ελλήνων»[10]. Από την άλλη όμως, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης γράφει τον 15ο αι. ότι οι βυζαντινοί, ενώ ήταν Έλληνες, εντούτοις χρησιμοποιούσαν το «Ρωμαίοι» και τους αυτοκράτορες αποκαλούσαν «βασιλείς Ρωμαίων» και όχι «Ελλήνων»[11]. Αν λοιπόν θεωρήσουμε ότι η πολιτική νομιμοφροσύνη προς το ρωμαϊκό κράτος αποτελεί θεμελιώδη βυζαντινή αξία, τότε θα ήταν ασφαλέστερο να μιλήσουμε για σημάδια ελληνικής πρωτοεθνικής συνείδησης μόνο μετά την Άλωση του 1453, στη μεταβυζαντινή περίοδο της Τουρκοκρατίας. Τότε δηλαδή που το όνομα «Ρωμαίος» χάνει πλέον το πολιτειακό του στήριγμα και αρχίζει να αποκτά το ελληνορθόδοξο περιεχόμενο του.
Κλείνοντας την ενότητα αυτή, να πούμε ότι κάποιες φορές τίθεται το ερώτημα αν η ελληνορθοδοξία μπορεί να θεωρηθεί «συνέχεια» όταν συγκριθεί με το αρχαίο «ειδωλολατρικό» κοσμοείδωλο. Το πρώτο που θα μπορούσαμε να πούμε είναι ότι, αν αυτό το ερώτημα είχε βάση, τότε μετά από 17 αιώνες χριστιανισμού κανείς εκ των σημερινών δεν θα είχε το δικαίωμα να ονομάζεται… Έλληνας. Κάτι τέτοιο όμως δεν ισχύει. Όλοι οι πολιτισμοί στην πορεία του χρόνου δανείζουν, δανείζονται, προχωρούν και εξελίσσονται. Και η ελληνική αρχαιότητα πέρασε από διαφορετικές θρησκευτικότητες όπως αυτή που εξέφραζε ο Όμηρος, ο Ηράκλειτος, ο Πλάτωνας, ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος, οι Σοφιστές, οι Νεοπλατωνικοί κ.λπ. Μερικές φορές μάλιστα έφταναν σε σημείο να διαφωνούν έντονα και να αλληλοκατηγορούνται οι διάφοροι εκφραστές της. Όμως, ουδέποτε αναφέρουν οι πηγές πως η θρησκευτική διαφοροποίηση ή η άρνηση της παραδοσιακής θρησκευτικότητας έθεσαν κάποιο από τα πρόσωπα αυτά εκτός ελληνισμού[12]. Η μεσαιωνική απόδειξη επ’ αυτού έρχεται από πρόσωπα όπως οι λατινίζοντες λόγιοι Ιωάννης Αργυρόπουλος και Βησσαρίων, ο ορθόδοξος Σχολάριος (και εδώ) ή ο νεοπλατωνικός Πλήθων Γεμιστός, που όλοι τους δήλωναν συνείδηση συνέχειας του ελληνισμού, παρά το γεγονός ότι υιοθετούσαν διαφορετικές θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Ζ. Ορολογία και αντιπαράθεση Επειδή οι απόψεις συνήθως αναπτύσσονται με κάποια αφορμή, δύσκολα αποσυνδέεται μια θεωρία από κάποιον «παραλήπτη». Είναι βέβαιο λ.χ. ότι κάποιες προσεγγίσεις ξένων ή και Ελλήνων, που επιδίωξαν να αφελληνίσουν και να μηδενίσουν πλήρως το Βυζάντιο (ήδη από τον 18ο αι. και την εποχή του Έντουαρντ Γκίμπον), πυροδότησαν έντονες απαντήσεις και μερικές φορές, σε ένα φορτισμένο κλίμα υποβαθμίζεται η ουδετερότητα και η ακρίβεια. Ταυτόχρονα, επειδή συχνά οι παλαιότεροι ιστορικοί χρησιμοποιούσαν όρους που στην εποχή τους το περιεχόμενο δεν είχε αναλυθεί λεπτομερώς (π.χ. ο όρος «έθνος») και κάποιες τοποθετήσεις, είτε φαινομενικά, είτε ουσιαστικά, έφταναν στα όρια ενός αναδρομικού ελληνικού εθνοκεντρισμού, το συγκρουσιακό κλίμα οδήγησε μερικούς στο άλλο άκρο, στον πλήρη αφελληνισμό του Βυζαντίου. Βεβαίως, και στα δικά μας άρθρα, ιδίως τα παλαιότερα[13], γίνεται φανερή μια απαντητική προσέγγιση και μια χρήση ορολογίας ανάλογης με τα ερωτήματα που είχαν τεθεί από τους ενιστάμενους. Για παράδειγμα, όταν χρησιμοποιήθηκε ο όρος «εθνοτικότητα» στο επιχείρημα περί «εξαφάνισης» κάθε στοιχείου ελληνικής ιστορικοπολιτισμικής μνήμης, χρησιμοποιήσαμε κι εμείς το «εθνοτικός» για να δώσουμε έμφαση στη διάψευση κάνοντας χρήση του ίδιου όρου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε κάποια αυτόνομη βυζαντινή συλλογικότητα που φέρει αμιγώς ελληνική εθνοτική ταυτότητα, διότι λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη την επιθυμία των ελληνόγλωσσων να χρησιμοποιούν το όνομα «Ρωμαίος» ως αυτοπροσδιορισμό. Βεβαίως μεσολάβησαν μερικά χρόνια (το 2016 ήταν το πρώτο μας άρθρο), στη διάρκεια των οποίων γινόταν εμβάθυνση από όλες τις πλευρές στα επιχειρήματα και στη χρήση της ορολογίας.
2. Οι κυριότερες προσεγγίσεις στην ταυτότητα των Βυζαντινών Όπως έγραφε ο ιστορικός Σπύρος Βρυώνης το 1978 συνοψίζοντας την αντιπαράθεση επάνω στην ταυτότητα των Βυζαντινών, το βασικό ερώτημα γύρω από το οποίο αναπτύχθηκαν όλες οι τοποθετήσεις, ήταν αν «αρχαίοι Έλληνες, Βυζαντινοί και νέοι Έλληνες έχουν μια σχέση που χαρακτηρίζεται από συνέχεια ή ασυνέχεια»[14]. Με βάση εκείνη την ανακεφαλαίωση του 1978, εύκολα διαπιστώνουμε ότι οι θεωρίες που γνωρίζουμε σήμερα αποτελούν εμβαθύνσεις απόψεων που εμφανίστηκαν στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Η βασική διαφορά είναι ότι στις αρχικές τοποθετήσεις όσων υπερασπίζονταν τη βυζαντινή ελληνικότητα και όσων την αμφισβητούσαν, υπήρχε η παράμετρος της «φυλής» και της βιολογικής συνέχειας. Επ’ αυτού, εξέχουσα θέση είχε η -απαρχαιωμένη σήμερα- θεωρία του Φαλμεράιερ περί «σλαβοποίησης» και «εξαφάνισης των Ελλήνων», που έχει καταρριφθεί όχι μόνο από τις βυζαντινές πηγές, αλλά και από την πρόσφατη γενετική μελέτη του καθ. Γιώργου Σταματογιαννόπουλου[15]. Αξίζει βεβαίως να πούμε ότι ο Φαλμεράιερ, που για όσα ανιστόρητα υποστήριξε είχε συνειδητή πολιτική στόχευση[16], δεν αποτέλεσε ποτέ στέρεο έδαφος για αφελληνιστικές απόψεις, αφού το 1827 στο βιβλίο του «Geschichte des Kaisertums von Trapezunt» (σελ. VIII) έγραφε ότι οι νεοέλληνες ήταν απόγονοι εκείνων που πολέμησαν στις Πλαταιές και στη Σαλαμίνα, αλλά μετά από 5-6 χρόνια (στο έργο του «Geschichte der Halbinsel Morea warend des Mittelalters», 1830-1836), άλλαξε γνώμη και οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων μεταμορφώθηκαν ξαφνικά σε απογόνους Σλάβων[17]… Στη σημερινή όμως εποχή, απόψεις βιολογικού φονταμενταλισμού που εμπλέκουν καθαρότητα αίματος και γνησιότητα DNA στην ταυτότητα των συλλογικοτήτων γνωρίζουμε πως είναι τουλάχιστον ανεδαφικές: ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει με ακρίβεια τη γενεαλογική συνέχεια ή τις επιμειξίες των μελών μιας ομάδας σε διάστημα 3.000 ετών; Κατά συνέπεια, όλες οι πλευρές προσεγγίζουν το προγονικό παρελθόν με τον λεγόμενο «μύθο καταγωγής» που αφορά ουσιαστικά όχι τη γνώση, αλλά την πεποίθηση κάποιου για τη βιολογική του καταγωγή. Από εκεί και πέρα, αν κάποιος θα ήθελε να κατηγοριοποιήσει τις έως τώρα προσεγγίσεις στη βυζαντινή ταυτότητα, λαμβάνοντας βέβαια υπόψη ότι πάντα στους συγγραφείς εμφανίζονται και επιμέρους διαφοροποιήσεις, θα κατέληγε σε δύο βασικές θεωρίες, που κατά τη γνώμη μας και οι δύο αφήνουν αναπάντητα ερωτήματα. Για να είναι πιο ευδιάκριτο το περιεχόμενο τους θα τις ονομάσουμε ως εξής:
Α. Η Ελληνοκεντρική θεωρία [αναφερόμαστε αποκλειστικά σε επιστημονικές προσεγγίσεις, αγνοώντας θεωρίες εθνικιστικού λαϊκισμού]
Εδώ περιλαμβάνουμε τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι η ταυτότητα των Βυζαντινών χαρακτηρίζεται ορθότερα όταν δώσουμε προτεραιότητα έως και αποκλειστικότητα στο όνομα «Έλλην» (συμπεριλαμβανομένων παραγώγων και συνθέτων) υποβαθμίζοντας ή παραβλέποντας τη χρήση του «Ρωμαίος». Σε εποχές κυρίως που το ζήτημα της ταυτότητας ήταν λιγότερο επεξεργασμένο, οι παλαιότεροι εκπρόσωποι της ελληνοκεντρικής θεώρησης έβλεπαν στο Βυζάντιο ένα διαχρονικό «ελληνικό έθνος» με κοινά χαρακτηριστικά από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Μια νεώτερη και περισσότερο επεξεργασμένη προσέγγιση, προσπαθεί να απαγκιστρώσει την έννοια του έθνους, και ειδικότερα του ελληνικού έθνους, από τη νεωτερική σημασία και να τη συνδέσει με ένα ιστορικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό φορτίο του ελληνισμού (Γ. Κοντογιώργης). Σημαντικοί ιστορικοί όπως ο Απόστολος Βακαλόπουλος, ο Νίκος Σβορώνος ή η Ελένη Αρβελέρ, εκτίμησαν ότι από τον 13ο αι. μπορούμε να διακρίνουμε ενδείξεις διαμόρφωσης μιας ελληνικής εθνικής συνείδησης ή τις αρχές του Νέου Ελληνισμού, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην Άλωση της Κων/πολης το 1204 από τους Σταυροφόρους. Το Βυζάντιο, κυρίως με τον χαρακτήρα που έλαβε από τον 7ο αι. και εξής, ονομάζεται κάποιες φορές και ελληνική αυτοκρατορία[18], ενώ «οι κάτοικοι της βυζαντινής αυτοκρατορίας δεν είναι Ρωμαίοι, αλλά Έλληνες»[19]. Επίσης, μέσα στον προβληματισμό που δημιούργησαν τα βυζαντινά ελληνοπρεπή ονόματα, θα συναντήσουμε από κάποιους συγγραφείς και την υπόθεση ότι το όνομα «Ρωμαίος» κάποια στιγμή έπαψε εντελώς να ανταποκρίνεται σε κάποιο ουσιαστικό περιεχόμενο[20]:
Ταυτόχρονα, άλλοι συγγραφείς εκτίμησαν πως μετά από την καταλυτική προβολή του ελληνισμού κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, ουσιαστικά το όνομα «Ρωμαίος» σήμαινε ό,τι ακριβώς και το Έλληνας. Εδώ να σημειώσουμε ότι πρόσωπα όπως ο Απ. Βακαλόπουλος και όχι μόνο, που πρόσφεραν πολλά στην ιστορική έρευνα, έγραψαν με βάση τους προβληματισμούς των δεκαετιών του ’60, του ’70 και του ’80 και όχι του 2010 ή του 2020. Κατά συνέπεια θα αποτελούσε αναχρονισμό η απαίτηση μας να βρούμε βαθύτερα επεξεργασμένη τη σημασία του ονόματος «Ρωμαίος» για τους βυζαντινούς. Εκείνη την περίοδο η επιφυλακτική αντιμετώπιση του ονόματος «Ρωμαίος» αφορούσε την αμφισβήτηση του ισχυρισμού ότι οι βυζαντινοί θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των αρχαίων λατινο-ρωμαίων. Και ενώ σε αυτό είχαν δίκιο να είναι επιφυλακτικοί, όμως οι βυζαντινοί εξακολουθούσαν να είναι πράγματι (και) Ρωμαίοι με τον τρόπο όμως που θα αναλύσουμε παρακάτω.
Β. Η Ρωμαιοκεντρική θεωρία Εδώ περιλαμβάνουμε τις απόψεις που υποστηρίζουν ότι η ταυτότητα των Βυζαντινών χαρακτηρίζεται ορθότερα όταν δώσουμε προτεραιότητα έως και αποκλειστικότητα στο όνομα «Ρωμαίος». Κεντρικό σημείο στη θεωρία αυτή είναι η έντονη υποβάθμιση του ελληνικού στοιχείου από το οποίο ό,τι έχει «απομείνει» θεωρείται αφομοιωμένο και ομογενοποιημένο μέσα σε μια «εθνοτική» ή «εθνική ρωμαϊκή» ταυτότητα. Η θεώρηση αυτή εκτιμά πως, αυτό που εμείς σήμερα βλέπουμε στις πηγές ως «ελληνικό» είναι απλά ιστορικός αναχρονισμός διότι στην πραγματικότητα οι βυζαντινοί κάθε τι το ελληνικό το ονόμαζαν και το θεωρούσαν «ρωμαϊκό». Η Ρωμαιοκεντρική θεωρία περιλαμβάνει δύο προσεγγίσεις:
Ι. Η Νεο-Ρωμαϊκή θεώρηση Εδώ γίνεται αποδεκτή η διαφοροποίηση του Βυζαντίου, δηλ. του ανατολικού κράτους της Νέας Ρώμης από το παλαιό λατινο-ρωμαϊκό κράτος. Οι βυζαντινοί χαρακτηρίζονται ως «ελληνόφωνοι Ρωμαίοι» από τους σημερινούς μελετητές, οι οποίοι βασιζόμενοι σε εθνοτικούς δείκτες όπως του Anthony Smith[21], συμπεραίνουν πως εφόσον οι πολίτες υιοθετούσαν το κοινό όνομα «Ρωμαίος», συνδέονταν με αισθήματα αλληλεγγύης και πίστευαν ότι αποτελούν «γένος» δηλ. συλλογικότητα με κοινή καταγωγή, εύλογα μπορούν να θεωρηθούν αμιγώς «Ρωμαίοι». Από εκεί και πέρα, τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, όποιας εθνοτικής προέλευσης κι αν ήταν αρχικά (π.χ. ελληνικής), εφόσον τα ονόμαζαν οι ίδιοι «ρωμαϊκά», αυτό σημαίνει ότι είχε χαθεί το αρχικό εθνολογικό τους ίχνος και αυτό δήλωνε ταύτιση πολιτικού και πολιτισμικού παράγοντα κάτω από το κοινό όνομα «Ρωμαίος/Ρωμαϊκός». Αυτό συνέθετε τη «ρωμαϊκή εθνοτική τους ταυτότητα», η οποία συνδεόταν βεβαίως και με την «ρωμαϊκή πολιτειακή νομιμοφροσύνη» που στην Ανατολή είχε ως κέντρο τη Νέα Ρώμη.
ΙΙ. Η Λατινο-Ρωμαϊκή θεώρηση Συναφής με την παραπάνω προσέγγιση είναι και αυτή που βλέπει τη βυζαντινή ταυτότητα ως «εθνική ρωμαϊκή», εκτιμά όμως ότι οι βυζαντινοί εξακολουθούσαν να θεωρούν σημαντική για την ιστορία της ταυτότητας τους μια προγονική σύνδεση και μια συνέχεια με το λατινορωμαϊκό παρελθόν. Χαρακτηριστική είναι η θεώρηση του Αντώνη Καλδέλλη: «Το πόσο βαθιά θεωρούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους [και όχι ‘Έλληνες’], το αποδεικνύει ότι αποκαλούσαν την ελληνική τους γλώσσα ως ‘Ρωμαϊκή’ επειδή ήταν Ρωμαίοι, όπως και το ότι χαρακτήριζαν τη Λατινική ως ‘προγονική γλώσσα’ -το οποίο κανείς ‘Έλληνας’ δεν θα έκανε- πράγμα που ενίσχυε την εθνοτική σύνδεση μεταξύ Βυζαντινών και αρχαίων Ρωμαίων»[22].
3. Η έννοια της σύνθετης ταυτότητας μέσα από τις πηγές Ως αρχική τοποθέτηση, μετά την παράθεση των επικρατέστερων θεωριών, θα λέγαμε ότι ένας τρόπος υπάρχει για να προσεγγίσουμε αποτελεσματικά τη βυζαντινή ταυτότητα: να γίνουν δεκτοί οι ημικοί προσδιορισμοί των βυζαντινών από τις πηγές, χωρίς ιδεολογικά φίλτρα και χωρίς επιλεκτική υποβάθμιση ή αναβάθμιση τους. Στην παρακάτω εικόνα προσπαθήσαμε να παραθέσουμε από τις πηγές τα βασικότερα στοιχεία που συνθέτουν την ελληνορωμαϊκή βυζαντινή ταυτότητα (ο Νικήτας Χωνιάτης έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του ιστορικού του έργου τον 12ο αι.):
Είναι εντυπωσιακό ότι στην αρθρογραφία για τη βυζαντινή ταυτότητα είδαμε πολλές φορές μαρτυρίες όπως οι παραπάνω ν’ αναβαθμίζονται επιλεκτικά. Κάποιες φορές το όνομα «Έλληνας» να εκλαμβάνεται ως απόδειξη ότι οι Βυζαντινοί είναι μόνο Έλληνες, και κάποιες άλλες, αναφορές όπως του Χωνιάτη σε «σεμνώματα του γένους» να εκλαμβάνονται ως απόδειξη ότι οι Βυζαντινοί είναι μόνο Ρωμαίοι. Στην πραγματικότητα όμως οι δύο παραπάνω πηγές αναδεικνύουν την ημική προσέγγιση της βυζαντινής ταυτότητας ως σύνθεση στοιχείων: α) Το όνομα «Ρωμαίος» είναι δεσμευτικό για τη βυζαντινή εξουσία που αποτελεί τον κύριο εκφραστή της Ρωμαϊκής Ιδέας. Το όνομα αυτό φέρει το αρχαίο ρωμαϊκό κύρος χωρίς όμως να συνδέεται με τα λατινορωμαϊκά εδάφη ή τη λατινορωμαϊκή γενεαλογία (η βασιλεία έφυγε από την παλαιά Ρώμη, οι Αινειάδες είναι βάρβαροι εχθροί). β) Παρά το γεγονός ότι ο βυζαντινός λαός είναι και Ρωμαίοι πολίτες, εντούτοις ονομάζονται Έλληνες και «καθαρό γένος Ελλήνων». Επίσης, αν και η αυτοκρατορία είναι Ρωμαϊκή, εντούτοις η γη και οι πόλεις της μπορούν να ονομάζονται ελληνικές (ελληνίδα γη, πόλεις ελληνίδας). γ) Η μίξη Ρωμαίων και Ελλήνων (Ρωμέλληνες) όπως και η ταύτιση τους (μισορρώμαιος=αυτός που απεχθάνεται τον Έλληνα), επιβεβαιώνουν όσα προαναφέραμε για την ενιαία και αδιάσπαστη ελληνορωμαϊκή ταυτότητα που αποτελεί σύνθεση στοιχείων ρωμαϊκών και ελληνικών που διατηρούν τα ονόματα τους αναφομοίωτα.
Κατά συνέπεια, η έρευνα για τη βυζαντινή ταυτότητα δεν θα μπορέσει ποτέ να προχωρήσει αν δεν γίνει δεκτό ότι κάθε ημική χρήση του ονόματος «Ρωμαίος» ή του ονόματος «Έλλην» και «Γραικός», αποτελεί έκφραση ταυτοτικής συνείδησης και ποτέ δεν είναι μια «τυπική», «λογοτεχνική» ή άλλη «άνευ σημασίας» ενέργεια. Τα ονόματα αποτελούν σφραγίδα ταυτότητας και δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιούνται παρά μόνο αν ισχύουν στο ακέραιο, όπως ακριβώς και η ρωμαιοκεντρική θεωρία παραδέχεται για τον αυτοπροσδιορισμό[23]:
Αυτή η παραδοχή θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ότι η ταυτότητα του βυζαντινού εμπεριείχε τρεις αλληλοσυμπληρούμενους άξονες, τη Ρωμαϊκότητα, τον Χριστιανισμό και τον Ελληνισμό, που ο καθένας είχε τη δική του θέση στη συνείδηση του Βυζαντινού πολίτη. Άρα μιλάμε για μια ταυτότητα που είναι λάθος να την ονομάσουμε είτε αμιγώς «ρωμαϊκή», είτε αμιγώς «ελληνική», είτε αμιγώς «χριστιανική». Όπως είχαμε αναφέρει παλαιότερα και το φανερώνουν ξεκάθαρα οι πηγές: - Όταν ο βυζαντινός έλεγε «είμαι Χριστιανός», δεν σημαίνει ότι απέρριπτε ή αγνοούσε τα ρωμαϊκά και ελληνικά στοιχεία της ταυτότητας του. - Όταν ο βυζαντινός έλεγε «είμαι Έλληνας» ή «Γραικός», δεν σημαίνει ότι απέρριπτε ή αγνοούσε τα ρωμαϊκά και χριστιανικά στοιχεία της ταυτότητας του. - Όταν ο βυζαντινός έλεγε «είμαι Ρωμαίος», δεν σημαίνει ότι απέρριπτε ή αγνοούσε τα χριστιανικά και ελληνικά στοιχεία της ταυτότητας του.
4. Τα ερωτήματα που γεννούν οι δύο θεωρίες και μια τρίτη προσέγγιση Μετά τις πρώτες αυτές τοποθετήσεις, ας δούμε ένα μικρό μέρος από τους βυζαντινούς αυτοπροσδιορισμούς όπως καταγράφονται στις πηγές. Η παρακάτω εικόνα δείχνει τη διαίρεση της Αυτοκρατορικής Αρχής του 395 επί Θεοδοσίου Α΄, αλλά τα εδάφη της αυτοκρατορίας άλλαξαν αρκετές φορές μέχρι τον 15ο αιώνα.
Με βάση τους προσδιορισμούς αυτούς, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται από τους ίδιους τους βυζαντινούς ως: - η ελληνική πλευρά της Ρωμανίας (Επιφάνιος, 4ος αι.), - η περιοχή των ανατολικών και Γραικών Εκκλησιών (Σύνοδος Καρθαγένης, 419 μ.Χ.)[24], - η περιοχή των ομόγλωσσων Γραικών ενώ η Δύση ως περιοχή των Ρωμαίων (Μάξιμος Ομολογητής, 7ος αι.), - η πλευρά των της «Ελλάδος»[25], ενώ η Δυτική, η πλευρά των Ρωμαίων (7η Οικ. Σύνοδος), - η περιοχή των Ελλήνων, ενώ η Δύση, περιοχή των Ρωμαίων (Γεώργιος Μοναχός, 9ος αι.), - η πλευρά των Γραικών, με πάτρια γραικικά έθιμα, γλώσσα και ενδυμασία γραικική, ενώ η άλλη πλευρά είναι αυτή του Ιταλικού Βασιλείου (Πρεσβεία Λιουπράνδου, 10ος αι.[26]), - η πλευρά του «έθνους» των Γραικών ενώ η Δύση, των Λατίνων (πατρ. Μιχαήλ Κηρουλάριος, 11ος αι.), - η χώρα των Γραικών και νέων Ρωμαίων ενώ η άλλη πλευρά είναι των παλαιών Ρωμαίων ή Ιταλών (Γεώργιος Ακροπολίτης, 13ος αι.), - η Ελλάδα, που είναι το Βυζάντιο, ενώ η άλλη πλευρά είναι η Ιταλία (Μανουήλ Χρυσολωράς, 14ος αι.). Εκτός αυτών, τα βυζαντινά εδάφη στις πηγές καλούνται ημικά όχι μόνο Ρωμανία αλλά και Γραικία, Γραικών μέρη, Γραικών χώρα, Ελλάς, ελληνική γη, χώρα των Ελλήνων κ.ά., τη στιγμή που όπως είπαμε, στα βυζαντινά κείμενα φαίνεται καθαρά η γνώση ότι το όνομα Γραικός παραπέμπει στην ελληνική αρχαιότητα, στους Έλληνες και τον ελληνισμό (το οποίο δίνει και την απάντηση στον παράδοξο ισχυρισμό του Clemens Gantner ότι οι βυζαντινοί μπορεί να «δανείστηκαν» συλλογικό αυτοπροσδιορισμό από τους δυτικούς[27]). Παρενθετικά, αξίζει να επισημάνουμε πόσο σχετικοποιούν οι παραπάνω πηγές το λεγόμενο «πολυεθνικό Βυζάντιο» (που επικαλούνται αρκετοί συγγραφείς και συχνά θολώνει την εικόνα της βυζαντινής ταυτότητας) αφού τελικά ήταν μόνο δύο οι κεντρικές πηγές πολιτειακών και πολιτισμικών αγαθών που έπαιζαν καθοριστικό ρόλο: η ρωμαϊκότητα και ο ελληνισμός. Όπως σημειώνει ο καθ. Ιω. Καραγιαννόπουλος, «η έκφρασις υπερεθνικόν κράτος … δεν πρέπει να δημιουργήση την εντύπωσιν ότι η [πολιτισμική] προσφορά των διαφόρων εθνολογικών στοιχείων … ήτο ποσοτικώς και ποιοτικώς η αυτή .. Καταλύτης όλων … υπήρξεν ο ελληνισμός»[28]. Όμως, μετά την παράθεση των πηγών, προκαλεί ερωτηματικά η επιμονή των υποστηρικτών της ρωμαιοκεντρικής θεωρίας να μην λαμβάνουν υπόψη τους ελληνότροπους αυτούς αυτοπροσδιορισμούς[29]:
Άραγε θα δεχτούμε αυτά που οι ίδιοι οι βυζαντινοί μας λένε, ώστε να τους αφήσουμε να μας οδηγήσουν σε συμπεράσματα ή θα εξάγουμε εμείς τα συμπεράσματα που θέλουμε παραβλέποντας επιλεκτικά τα συλλογικά τους ονόματα; Διότι αυτή η συνεπής ανά τους αιώνες, παρουσία ελληνοπρεπών αυτοπροσδιορισμών για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στις βυζαντινές πηγές, έρχεται σε διάσταση με τη ρωμαιοκεντρική πρόταση του Αντώνη Καλδέλλη που μιλά περί «εξαφανισμένου» και «απορροφημένου» από τη ρωμαϊκότητα, ελληνισμού:
Πέρα από την ακατανόητη αναφορά στην «εξαφάνιση του ελληνικού ονόματος» που είδαμε ότι δεν ισχύει, βλέπουμε ότι κεντρικό σημείο της ρωμαιοκεντρικής θεωρίας είναι το όνομα «Ρωμαίος», που θεωρείται το μέγιστης ημικής αξίας και γοήτρου συλλογικό όνομα των βυζαντινών, που αφομοιώνει κάθε άλλο όνομα. Όμως, αν ίσχυε η ερμηνεία αυτή, δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί πώς ο φορέας του αποκλειστικού ονόματος Ρωμαίος, η υπερήφανη ηγεσία μιας παντοδύναμης και αφομοιωτικής Αυτοκρατορίας, καταδέχεται να αντικαθιστά το ύψιστης αξίας συλλογικό ρωμαϊκό όνομα, για να αυτοπροσδιοριστεί έστω και περιστασιακά, με το όνομα ενός «ηττημένου», «υποταγμένου» και κατά τα άλλα… «αφομοιωμένου». Όσο περισσότερο η ρωμαιοκεντρική θεωρία, ανυψώνει το Ρωμαίος σε κάτι που μοιάζει με ιερό όνομα για τους Βυζαντινούς, τόσο μεγαλώνει το αδιέξοδο. Διότι τα Έλλην/Γραικός ή τα παράγωγα τους, οι βυζαντινοί βλέπουμε πως τα χρησιμοποιούν ως συλλογικά ονόματα για να προσδιορίσουν την ίδια ακριβώς συλλογικότητα και τα ίδια ακριβώς εδάφη που προσδιορίζει και το Ρωμαίος/Ρωμαϊκός. Πρόκειται δηλ. για μια -έστω μικρής συχνότητας- εναλλαγή του «ιερού ονόματος» Ρωμαίος με ένα όνομα που ιστορικά δηλώνει έναν άλλο λαό, καθώς Έλληνες και Ρωμαίοι είχαν διαφορετικό παρελθόν και διαφορετική ιστορία. Εγγύηση για τη γνώση όχι μόνο του διαφορετικού ιστορικού παρελθόντος των δύο λαών, αλλά και της χρονικής προτεραιότητας ως προς την πολιτισμική προσφορά, μας δίνει η ίδια η ρωμαϊκή νομοθεσία που παραδέχεται ότι βασίστηκε στο ελληνικό δίκαιο:
Επιπλέον, στις πηγές που αποτυπώνουν τα πολιτισμικά σύνορα όπως διευθετήθηκαν το 395 μ.Χ. επί Θεοδοσίου Α΄, οι βυζαντινοί αποδίδουν στους δυτικούς όχι μόνο το «Ρωμαίοι» αλλά και τα ονόματα «Ιταλοί» ή «Λατίνοι». Κατά συνέπεια, ονομάζοντας τους εαυτούς τους Γραικούς/Έλληνες, ουσιαστικά προσδίδουν διαφορετικό ιστορικοπολιτισμικό περιεχόμενο στο «Ρωμαίος» το δικό τους και στο «Ρωμαίος» των δυτικών. Άλλωστε η διπλή ονομασία επαληθεύει το ιστορικό ελληνικό όνομα και στα κατεξοχήν αρχαιοελληνικά εδάφη, όπου για τους βυζαντινούς και Ρωμαίους πολίτες της Πελοποννήσου, της Αττικής, της Θήβας ή της Εύβοιας, διατηρείται στις πηγές το όνομα Έλληνες:
Επ’ αυτού όμως, η απουσία συνέπειας της ρωμαιοκεντρικής θεωρίας προβληματίζει, καθώς όταν συναντά στις βυζαντινές πηγές το όνομα «Ρωμαίος» ισχυρίζεται ότι πρόκειται για «απόδειξη» εξαφάνισης, ασυνέχειας και αφομοίωσης του ελληνισμού λόγω της ρωμαϊκότητας, όταν όμως συναντά το ημικό όνομα «Έλλην/Γραικός» επιδιώκει με κάθε τρόπο την υποβάθμιση του: ότι είναι απλά μια αρχαιοπρεπής «κατασκευή» των λογίων[30], ένα σχήμα λόγου, μια «πειραματική ταυτότητα»[31]. Με λίγα λόγια, θα πρέπει να δεχόμαστε ότι οι βυζαντινοί περιγράφουν την «αληθινή» τους ταυτότητα μόνο όταν χρησιμοποιούν το Ρωμαίος, ενώ όταν μας λένε ότι είναι Έλληνες/Γραικοί οφείλουμε να μην… τους πιστεύουμε! Δεν μπορεί όμως να υπάρξει έρευνα χωρίς σεβασμό στις ημικές πηγές. Το Έλλην/ Γραικός δεν είναι κάποιο παρωνύμιο ή υποκοριστικό του ονόματος Ρωμαίος. Είναι ένα μή ρωμαϊκό όνομα και άρα δεν μπορεί να εμφανίζεται τυχαία. Είναι το όνομα ενός ιστορικού λαού διάφορου από τους Ρωμαίους. Εάν λοιπόν ισχυριστούμε ότι οι βυζαντινοί θέλουν να προσδιορίζονται μόνο με το όνομα «Ρωμαίος», τότε καταλήγουμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι κάποιος αντικαθιστά το όνομα του, με ονόματα που… «δεν θέλει» να έχει!
5. Το Βυζάντιο και η προβολή της ελληνικότητας στις πηγές Όταν κάποιος μελετήσει τη σχετική με τη βυζαντινή ταυτότητα βιβλιογραφία, θα διαβάσει συχνά για ταυτότητες που κάποτε «εξαφανίζονται», αργότερα «επανεμφανίζονται», για ταυτότητες που «αλλάζουν» δραματικά μετά από ένα ή περισσότερα ιστορικά γεγονότα, για ταυτότητες που άλλες φορές χαρακτηρίζονται «προσωρινές» ή «κατασκευασμένες» ή ακόμα και «πειραματικές». Γνωρίζοντας όμως την εξάπλωση του ελληνισμού στην ανατολή από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κοιτώντας ξανά τις βυζαντινές πηγές που περιγράφουν τη διαίρεση της αυτοκρατορικής Αρχής του 395 επί Θεοδοσίου Α΄, δύσκολα γίνεται δεκτό ότι έχουμε περιόδους «εξαφάνισης» του ελληνισμού στην ελληνόγλωσση ανατολή και την βυζαντινή επικράτεια. Επειδή λοιπόν, ακόμα κι αν προβάλλεται περιστασιακά μια ταυτότητα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει, θα έπρεπε η περίφημη αυτή «εξαφάνιση» να αποδειχτεί πέρα από κάθε αμφισβήτηση ώστε να δικαιούμαστε να μιλήσουμε για τυχόν μεταγενέστερη «επανεμφάνιση». Για το λόγο αυτό θεωρήσαμε πως αντί να μιλάμε για «εξαφανίσεις» και «επανεμφανίσεις», ορθότερο θα ήταν να γίνεται λόγος για μικρότερης ή μεγαλύτερης έντασης προβολή του ελληνισμού από τους βυζαντινούς συγγραφείς. Διότι η προβολή μιας ταυτότητας συνδέεται με τις αφορμές και τα κίνητρα που παρουσιάζονται. Πρέπει λοιπόν να δούμε αν υπάρχουν στις πηγές τα ίχνη εκείνα που επιτρέπουν να βρούμε τον βυζαντινό ελληνισμό με το όνομα του (όχι αφομοιωμένο κάτω από το ρωμαϊκό όνομα) σε όλους τους αιώνες από τον 4ο έως τον 15ο. Εάν τα ίχνη αυτά υπάρχουν, αυτό σημαίνει ότι το ερώτημα περί «εξαφάνισης» του ελληνισμού στο Βυζάντιο είναι παραπειστικό:
Στις παραπάνω πηγές, ένα μέρος από όσες θα μπορούσαμε να παραθέσουμε για να δείξουμε την ύπαρξη μιας ζωντανής μνήμης και επιρροής του ελληνισμού, βλέπουμε τον Ευσέβιο όπως και τον Πρίσκο να μιλούν για σύγχρονους τους Έλληνες/Γραικούς στο γένος, τον Ιουλιανό να απευθύνεται σε Έλληνες μέσα στους οποίους συγκαταλέγει τους Μακεδόνες, την Ευδοκία σύζυγο του Θεοδοσίου Β΄ να λέει στους βυζαντινούς κατοίκους της Αντιόχειας ότι είναι υπερήφανη για τους Έλληνες προγόνους τους και το κοινό ελληνικό αίμα που κυλά στις φλέβες τους, τον ιστορικό Ζώσιμο να διαχωρίζει τη ρωμαϊκή εξουσία από τους Έλληνες, τον Προκόπιο και τον Μαλάλα να μας λένε ότι στην εποχή τους (6ο αι., πριν την δημιουργία του Θέματος Ελλάδος) οι Γραικοί κατάγονται από τη βυζαντινή Ελλάδα που είναι ακριβώς η χώρα που έλαμψε ο Φειδίας, ενώ οι βυζαντινοί Πελοποννήσιοι και Ελλαδικοί της ίδιας περιόδου συνδέονται με τους Πέλοπα και Αιγιαλέα, τους μυθικούς ήρωες της ελληνικής αρχαιότητας. Ο Κύριλλος Σκυθοπολίτης μιλά για σύγχρονα του βυζαντινά πρόσωπα με ελληνική καταγωγή (πριν την δημιουργία του Θέματος Ελλάδος), στον 7ο βυζαντινό αιώνα (που δεν υπάρχουν πλέον ειδωλολάτρες) βλέπουμε δύο αναφορές από θρησκευτικές πηγές σε χώρα Ελλήνων (η μία ως τόπος προέλευσης επισκόπου), στο Πασχάλιο Χρονικό η βυζαντινή Ελλάδα προσδιορίζεται όχι ως μια «ρωμαϊκή επαρχία» αλλά ως το ίδιο έδαφος που έδρασε ο μυθικός Έλληνας και ο Ξέρξης, ο Θεοφάνης και ο Λέοντας ο σοφός μας βεβαιώνουν πως τα ελληνικά πολιτισμικά αγαθά αποτελούν προϋπόθεση ενσωμάτωσης για έναν βυζαντινό πολίτη, για τον Κων/νο Πορφυρογέννητο, τον Αρέθα και το Χρονικό της Μονεμβασίας, οι βυζαντινοί Πελοποννήσιοι είναι Έλληνες και Γραικοί, ο Νικήτας Μάγιστρος υμνεί το ένδοξο ελληνικό παρελθόν της βυζαντινής Θεσσαλίας ως τον τόπο καταγωγής του Αχιλλέα, ο Θεόδωρος Κυζίκου επικοινωνεί με τον αυτοκράτορα και αντί ν’ αναφερθεί σε αρχαιορωμαϊκή γενεαλογία, του λέει πόσο υπερήφανοι είναι οι βυζαντινοί κάτοικοι της Κυζίκου για την ελληνική τους καταγωγή, ο Ψελλός ονομάζει όλους τους Βυζαντινούς Έλληνες και γνήσιους κληρονόμους των Αρχαίων, ο Θεοφύλακτος μιλά με υπερηφάνεια για την καταγωγή του από τα αρχαιοελληνικά εδάφη, ο Ευστάθιος λέει πως η βυζαντινή Μικρασία είναι έδαφος Ελλήνων, ο Ιω. Απόκαυκος προσδιορίζει τη Βόνιτσα ως χώρο ελληνισμού και τους βυζαντινούς κατοίκους της ως Γραικούς, ο Μιχαήλ Χωνιάτης θεωρεί τους βυζαντινούς κατοίκους τους ελλαδικού χώρου ως Έλληνες, απογόνους των αρχαίων φιλοσόφων και του Λεωνίδα της Σπάρτης, ο Τζέτζης λέει ότι ο βυζαντινός πατέρας του ήταν Έλληνας, ο Τιμαρίων χαρακτηρίζει τους Βυζαντινούς ως Έλληνες, οι Γρηγόριος Κύπριος, Θεόδωρος Μετοχίτης, Νικόλαος Καβάσιλας, Ισίδωρος Κιέβου και Βησσαρίωνας, χαρακτηρίζουν ως Έλληνες αντίστοιχα τους βυζαντινούς Κύπριους, τους Καππαδόκες, τους Μικρασιάτες, τους Θεσσαλονικείς, τους Ηπειρώτες και τους Ποντίους. Δεν μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε ότι το όνομα Ρωμαίος «εξαφανίζει» τον ελληνισμό ή «αφομοιώνει» την ελληνικότητα. Αντιθέτως, οι Ρωμαίοι της ανατολής μνημονεύουν ημικά τη σύνδεση τους ή τη σύνδεση των βυζαντινών εδαφών με την ελληνική αρχαιότητα. Το όνομα Ρωμαίος ή η ιδιότητα του χριστιανού δεν μπορούν να εξαλείψουν τη μνήμη αυτής της ιστορικής σύνδεσης την οποία προφανώς κρατούν ζωντανή τα κοινά ιστορικά εδάφη, τα αρχαία μνημεία, οι επιγραφές και τα έργα τέχνης, η κοινή γλώσσα και τα γράμματα. Παρά το γεγονός λοιπόν ότι το όνομα «Έλλην» συνδέθηκε έντονα με την έννοια «ειδωλολάτρης» , ειδικά στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, εντούτοις δεν έχασε ποτέ το εθνολογικό του πρόσημο. Με μια πρόχειρη γεωγραφική τοποθέτηση κάποιων από τις προαναφερθείσες μαρτυρίες και μερικών ακόμα που προσθέσαμε, βλέπουμε τον βυζαντινό ελληνισμό στη Θεσσαλονίκη, στα Ιωάννινα, στη Βόνιτσα, στη Θεσσαλία, στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο, στην Πάτρα, στην Κόρινθο, στα Μέγαρα, στην Κρήτη, στη Μικρά Ασία, στην Κων/πολη, στην Κύζικο, στη Νίκαια, την Τραπεζούντα, στην Καππαδοκία, στο Ικόνιο, στην Αντιόχεια, στην Κύπρο. Ο χάρτης δεν έχει σκοπό να απεικονίσει εδάφη συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, αλλά κυρίως, βυζαντινές ή πρώην βυζαντινές τοποθεσίες για τις οποίες εκφράστηκε από τις πηγές μια μαρτυρία περί ελληνισμού της περιοχής:
6. Ελληνισμός, Χριστιανισμός, ειδωλολατρία Τα περισσότερα στοιχεία για το ζήτημα αυτό αναρτήθηκαν σε ξεχωριστό άρθρο, οπότε θα κάνουμε εδώ μόνο μια σύντομη αναφορά. Όπως είπαμε, το όνομα «Έλλην» συνδέθηκε έντονα με την έννοια της «ειδωλολατρίας» καθώς οι Έλληνες ήταν οι πιο προβεβλημένοι εκπρόσωποι της. Μάλιστα, είναι εντυπωσιακό ότι το «Έλλην» μπορούσε ακόμα και στο ίδιο κείμενο, σε κάποιο σημείο να δηλώνει αρχαιοελληνική ιστορικοπολιτισμική υπερηφάνεια και σε άλλο σημείο να φορτίζεται αρνητικά και να δηλώνει τον «άθεο», τον «αιρετικό», τον «άπιστο», τον εκτός χριστιανισμού, ανεξαρτήτως εθνολογικής προέλευσης. Το φαινόμενο αυτό διήρκεσε τουλάχιστον μέχρι και τον 18ο αιώνα και η διάκριση ανάμεσα στα δύο γινόταν από τα συμφραζόμενα.
Είναι περιττό να πούμε πόσες παρανοήσεις προκάλεσε αυτή η διπλή σημασία του «Έλλην» και πόσους παρέσυρε σε σενάρια βυζαντινού αφελληνισμού, με την υπόθεση ότι ο ελληνισμός κάτω από την πίεση του χριστιανισμού απέκτησε μόνο αρνητική σημασία! Φυσικά, τέτοια συμπεράσματα μοιάζουν εκτός πραγματικότητας, όταν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες σε όλη την ιστορία της Εκκλησίας παρέθετε σαν εφάμιλλες τη χριστιανική και την ελληνική καλοκαγαθία, πέρα από το γεγονός ότι το περίφημο σχήμα Έλλην-Βάρβαρος μπορούσε να σταθεί ως διαχωριστικό του κόσμου σε διδασκαλία εκκλησιαστικών συγγραφέων και αγίων, με τον Αβραάμ να ανήκει στους βάρβαρους!
Πολλά ακόμα θα μπορούσαμε να προσθέσουμε για το γεγονός ότι, η άρνηση της ειδωλολατρικής θρησκευτικότητας δεν εμπόδισε τη χρήση των πνευματικών αγαθών του ελληνισμού όπως μας λέει ο ιστορικός Σωζομενός. Και μόνο η αναφορά στους πανεπιστήμονες της εποχής Τρεις Ιεράρχες θα αρκούσε ως επιβεβαίωση. Ακόμα και ο αυστηρότατος και επικριτικός κατά της ειδωλολατρικής φιλοσοφίας Ιωάννης Χρυσόστομος, χρησιμοποιεί πλήθος παραδείγματα καλοκαγαθίας από τη ζωή των Αρχαίων Ελλήνων σοφών τους οποίους επαινεί αφειδώλευτα. Είδαμε κορυφαίους Πατέρες, όπως ο Μ. Βασίλειος (μάλιστα σε απόλυτη ταύτιση με τον Πλάτωνα που επίσης έβαζε στο στόχαστρο τις υπερβολές του Ομήρου και του Ησιόδου), να διδάσκει πώς να επιλέγουμε τον καλύτερο καρπό της ελληνικής γραμματείας, ενώ το ίδιο δεκτικοί προς την ελληνική παιδεία (πλην ειδωλολατρίας και χωρίς να παραβλέπουν την εκκλησιαστική παιδεία) ήταν όπως είπαμε ο Γρηγόριος Θεολόγος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Μάξιμος Ομολογητής, ο Θεόδωρος Στουδίτης. Μάλιστα, σύμφωνα με τον δογματολόγο της Εκκλησίας, άγιο Ιωάννη Δαμασκηνό, η αγαθή ουσία της ελληνικής παιδείας αποτελούσε δώρο θεού, κάτι που πίστευε και η Άννα Κομνηνή, όπως μας λέει στην εισαγωγή του έργου της. Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει αμφισβήτηση: παρά το γεγονός ότι ο ελληνισμός φορτίστηκε αρνητικά από την ειδωλολατρία, εντούτοις τα πολιτισμικά του αγαθά διατήρησαν το κύρος τους και το εθνολογικό τους πρόσημο αναφομοίωτο.
7. Η αλλαγή στο Βυζάντιο από τον 7ο αι. Οι ιστορικές πληροφορίες, ημικές και ητικές, αναγνωρίζουν μερικά κομβικά σημεία που δρομολογούν αλλαγές στο Βυζάντιο ως προς την ελληνικότητα της ταυτότητας του. Πηγές όπως ο Βαρ Εβραίος, ο Παύλος Διάκονος, ο Κων/νος Πορφυρογέννητος, οι αλλαγές που συντελέστηκαν επί Ηρακλείου το 629 μ.Χ., μαζί με τις μαρτυρίες από τις νεαρές του Ιουστινιανού για την κυριαρχία των ελληνικών και τις δυσοίωνες προβλέψεις του Ιωάννη Λυδού για τα δεινά που θα ακολουθήσουν την εγκατάλειψη των λατινικών ως γλώσσα της εξουσίας (τα οποία λατινικά απαξιώνονται σε επιστολή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ προς τον Πάπα Νικόλαο Α΄), δείχνουν προς αυτή ακριβώς την κατεύθυνση: στο διάστημα από τα τέλη του 6ου έως τις αρχές του 7ου αι., όλοι διαπιστώνουν πως κάτι αλλάζει στην κεντρική ταυτότητα της αυτοκρατορίας ως προς την ισορροπία λατινικότητας και ελληνισμού.
Μάλιστα, όπως είδαμε, από την ιουστινιάνεια νομοθεσία τεκμηριώνεται ότι στον 6ο αιώνα, η λατινικότητα στην Ανατολή περιορίζεται μόνο στον φορέα εξουσίας («πολιτείας σχήμα»), ο ελληνισμός όμως κυριαρχεί, και μάλιστα όχι ως δήθεν «κατασκευή» της μορφωμένης ελίτ, αλλά ως πολιτισμική δύναμη με λαϊκή βάση («πλήθει», «άπασιν», βλ. και πηγές στην Εικόνα1):
8. Η απολατινοποιημένη ρωμαϊκότητα στο Βυζάντιο: ελληνισμός και λατινική γλώσσα Η προσπάθεια ανίχνευσης του ελληνισμού στο Βυζάντιο δεν μπορεί να είναι ολοκληρωμένη χωρίς να ληφθεί υπόψη η παράμετρος της απολατινοποίησης της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που πέρα από κάθε αμφιβολία επιβεβαίωσε την περίφημη ρήση του Λατίνου ποιητή Οράτιου: ο ελληνισμός κατέκτησε τον κατακτητή του. Η ρωμαιοκεντρική θεωρία συχνά υποτιμά τη σημαντική αυτή παράμετρο της βυζαντινής ταυτότητας: από τη μία οι βυζαντινοί χαρακτηρίζονται απλώς «ελληνόφωνοι» με αποτέλεσμα η ομιλούμενη γλώσσα να υποβιβάζεται σε απλή «συγκυρία» χωρίς ιδιαίτερη σημασία, και από την άλλη, προβάλλεται η διείσδυση της ελληνικής γραμματείας στις συνήθειες των Λατίνων αστών ως «απόδειξη» ότι σε Δύση και Ανατολή τα ελληνικά αποτελούσαν ήδη καθημερινή πρακτική, οπότε «δεν μπορούσαν» να επηρεάσουν την αμιγώς ρωμαϊκή ή την λατινο-ρωμαϊκή ταυτότητα των βυζαντινών. Φυσικά όλα αυτά απέχουν από την πραγματικότητα. Οι υποστηρικτές της ρωμαιοκεντρικής θεωρίας θα έπρεπε να λάβουν υπόψη ότι για την αρχαία Ρώμη, η λατινικότητα αποτελούσε στοιχείο ρωμαϊκού σοβινισμού και ιδιαίτερα έναντι του ελληνισμού, της πολιτισμικής εκείνης δύναμης που χώριζε τον κόσμο σε Έλληνες και Βάρβαρους. Οι πηγές περιγράφουν με σαφήνεια την επιθυμία της ρωμαϊκής ηγεσίας να κυριαρχήσει η λατινική κουλτούρα εις βάρος της ελληνικής, κάτι που βεβαίως αποδείχτηκε ακατόρθωτο. Τελικά, όπως είδαμε, η νομοθεσία επί Ιουστινιανού παραδέχεται με απογοήτευση την οριστική ήττα της λατινικής γλώσσας στην Ανατολή και ο Ιωάννης Λυδός συνδέει με πικρία την εγκατάλειψη των λατινικών με το «δυσοίωνο» πεπρωμένο της αυτοκρατορίας:
Η θέση λοιπόν των λατινικών στην ελληνική ανατολή, σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτή που, για παράδειγμα, περιγράφει ο Αντώνης Καλδέλλης στο βιβλίο του «Romanland» (2019) (βλ. υποσημείωση αρ. 22, όπως και στην επόμενη εικόνα, επάνω αριστερά). Αντιθέτως: α) Στη βυζαντινή νομοθεσία έχουμε παρεμβάσεις εξελληνισμού εδαφίων όπου αφαιρείται ο όρος «πάτριος» για τα λατινικά. β) Η λατινική γλώσσα όχι μόνο δεν κατανοείται ως «πάτριος», αλλά αντιθέτως, εξυβρίζεται αρκετές φορές ως γλώσσα «βάρβαρη». γ) Η ελληνική παιδεία, η ελληνική γλώσσα και τα γράμματα, τιμούνται με το όνομα τους (και όχι αφομοιωμένα/ομογενοποιημένα κάτω από το ρωμαϊκό όνομα), θεωρούνται πηγή κύρους για το Βυζάντιο, αποτελούν απαραίτητα πολιτισμικά αγαθά για να ενσωματωθεί κάποιος στον Βυζαντινό κόσμο, χρησιμοποιούνται ως παραπομπή στην ελληνική αρχαιότητα με προγονικά χαρακτηριστικά και διχοτομούν τον κόσμο σε Έλληνες και βάρβαρους με τους βυζαντινούς να ανήκουν φυσικά στους πρώτους:
δ) Στις βυζαντινές πηγές όλων των αιώνων, από τον 4ο έως τον 15ο, η λατινική γλώσσα, αυτός ο πάλαι ποτέ ισχυρός δείκτης αρχαίου ρωμαϊκού σοβινισμού, υποτιμάται διαρκώς για την εκφραστική της φτώχεια και τη θεολογική της επικινδυνότητα:
Είναι απορίας άξιο πώς κατόρθωσε ο Αντώνης
Καλδέλλης (και όχι μόνο) να στηρίξει μέρος της θεωρίας του σε ένα τόσο έωλο
επιχείρημα. Η διαχρονική απαξίωση της λατινικής γλώσσας αλλά και η εξύβριση της
ως γλώσσα βάρβαρη, αποδυναμώνει δραστικά την αξία της
περιστασιακής χρήσης του όρου «πάτριος» για τα λατινικά, ως δήθεν
απόδειξη της σύνδεσης των βυζαντινών με το λατινορωμαϊκό παρελθόν.
Αυτός που θα ήθελε να τιμήσει την «πατρογονική» του γλώσσα,
δεν θα την χαρακτήριζε βάρβαρη. Επιπλέον, ούτε καν η εμφάνιση του
όρου «πάτριος» εγγυάται ότι πρόκειται για δήλωση ημική:
Όπως γράφει ο Σπύρος Τρωιάνος, με αφορμή τη χρήση του όρου «πάτριος» για τα λατινικά από τον Κων/νο Πορφυρογέννητο, δεν είναι απαραίτητο ότι τέτοια σχόλια «αφορούν την εποχή του γράφοντος», απλώς ο συγγραφέας «ανατρέχει στην ιδεολογία της εποχής που περιγράφει»[32].
9. Η Translatio Imperii, η Νέα Ρώμη και ο Μ. Κων/νος Ας δούμε τώρα ένα σημαντικό κομμάτι της βυζαντινής ταυτότητας, που συνδέεται στενά με την απολατινοποίηση της αυτοκρατορικής εξουσίας στην ανατολή αλλά και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο κατά του Μονοφυσιτισμού (451) και την κατάλυση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους τον Σεπτέμβρη του 476, εποχή κατά την οποία ξεκινά η μόνιμη εγκατάσταση γερμανικών φύλων στην Ιταλία. Το Βυζάντιο εξακολουθούσε να αντιπροσωπεύει τη Ρωμαϊκή Ιδέα, όμως απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τη λατινικότητα, κάτω από την επίδραση του ελληνισμού που κυριαρχούσε στην ανατολή. Η σταδιακή απομάκρυνση των δύο πλευρών της αυτοκρατορίας (παρά το γεγονός ότι η αυτοκρατορία νομικά εξακολουθούσε να είναι μία και ενιαία) δικαιώνει τη διευθέτηση του Θεοδοσίου Α΄ στα 395, που ουσιαστικά επιβεβαίωσε τα γλωσσικά και πολιτισμικά «σύνορα» της εποχής. Το γεγονός μάλιστα ότι ο αυτοκράτορας Ζήνων (476-491) αποδέχτηκε την κυριαρχία του Οδόακρου στην Ιταλία, δείχνει την αποστασιοποίηση του Βυζαντίου[33]. Μοναδική προσπάθεια επανασύνδεσης ήταν επί Ιουστινιανού που στα μέσα του 6ου αι. κατορθώνει την ανάκτηση της Ιταλίας από τους Γότθους, αλλά από εκεί και πέρα τα γερμανικά φύλα την κατακτούν πάλι και ο διαχωρισμός γίνεται οριστικός. Ο χρονογράφος Θεοφάνης (760-818) στην εποχή του θεωρούσε εκτός βυζαντινής κυριαρχίας «Ρώμην τε και Ιταλίαν και πάντα τα εσπέρια» (PG 108,824C). Για να κατανοήσουμε τις πολιτικές εξελίξεις και την απόσταση που τελικά χώρισε την Ανατολή από τη Δύση, θα αρκούσε να πούμε ότι ο αυτοκράτορας Κων/νος Πορφυρογέννητος (912-959), «αγνοεί πεισματικά τον Ιουστινιανό και τη reconquista του λες και δεν υπήρξε ποτέ»[34]! Υπάρχει λοιπόν μια μεγάλη πολιτική σύγκρουση που κορυφώνεται τον 8ο αι. και από τότε δεν σταματά ποτέ. Στον 8ο αι. εμφανίζεται στο Βυζάντιο η θεωρία ότι η ρωμαϊκή βασιλεία δεν υπάρχει πλέον στη Δύση (Θεοφάνης, PG 108,300A) και πράγματι, οι δύο πλευρές επιδιώκουν να στερήσουν η μία από την άλλη τα ρωμαϊκά δικαιώματα. Για το λόγο αυτό οι βυζαντινοί αποκαλούν τους δυτικούς Φράγκους και οι δυτικοί αντίστοιχα, αποκαλούν τους βυζαντινούς Γραικούς, για να κρατήσουν και οι δύο πλευρές το Ρωμαίος μόνο για τον εαυτό τους (βλ. κάποια στοιχεία και στο παλαιότερο άρθρο μας). Αποκαλυπτικό για τη σύγκρουση αυτή (αλλά και για τη βυζαντινή ταυτότητα γενικά) είναι το κείμενο που ονομάζεται «Πρεσβεία Λιουτπράνδου προς Νικηφόρο Φωκά» (Relatio de legatione Constantinopolitana, 968 μ.Χ., βλ. ελληνική μετάφραση Σπ. Ζαμπέλιου), το οποίο οδήγησε σε απρόσμενες ερμηνείες ως προς το συλλογικό όνομα Γραικός, δύο έργα αφιερωμένα στη βυζαντινή ταυτότητα (γραμμένα από τους Αντώνη Καλδέλλη και Gill Page, η οποία γράφει και το παράδοξο, ότι δήθεν το Γραικός, στο Βυζάντιο, έπεσε σε «αχρησία» μετά τον 9ο αιώνα…).
Όπως ξέρουμε (βλ. για το περιστατικό, εδώ), ένα πολύ σοβαρό διπλωματικό επεισόδιο προκλήθηκε από την επίσημη παπική επιστολή που έφερε μαζί του ο δυτικός πρέσβης Λιουτπράνδος, η οποία προσφωνούσε τον Φράγκο Όθωνα Α΄ ως «Αυτοκράτορα Ρωμαίων» ενώ τον Νικηφόρο Β΄ Φωκά ως «Αυτοκράτορα Γραικών»[35]. Έχουμε δείξει με κάθε λεπτομέρεια ότι η σύγκρουση οφείλεται στο θράσος των δυτικών να αμφισβητήσουν το βυζαντινό προνόμιο του τίτλου «Αυτοκράτορας Ρωμαίων», όμως ο Αντώνης Καλδέλλης και η Gill Page υποστήριξαν ότι η έκρηξη των βυζαντινών οφειλόταν στο γεγονός ότι τους είπαν «Γραικούς»! Παρέβλεψαν δηλ. τη δεύτερη συζήτηση που μας μεταφέρει αυτούσια ο Λιουτπράνδος, κατά τη διάρκεια της οποίας αποκαλεί ξανά τους βυζαντινούς Γραικούς ενώπιον τους, και εκείνοι απαντούν χωρίς να δείξουν την παραμικρή ενόχληση. Είχαμε επισημάνει μάλιστα ότι ο Λιουτπράνδος γράφει πόσο τρομοκρατημένος ήταν από τη βίαιη έκρηξη των Βυζαντινών, μέχρι που πίστεψε ότι θα μπορούσαν και να τους σκοτώσουν ακόμα. Κατά συνέπεια, θα ήταν παράλογο να δεχτούμε ότι πήγε στο Παλάτι και στα πλαίσια μιας ουδέτερης συζήτησης για κάποια ενδύματα, τους αποκάλεσε και πάλι «Γραικούς» γνωρίζοντας ότι θα υποστεί την οργή τους. Επιπλέον, αξίζει ιδιαίτερης προσοχής ο τρόπος με τον οποίο ο Λιουπράνδος προσπάθησε να κατευνάσει τα πνεύματα, όταν μετά από αρκετές ημέρες φυλάκισης λόγω του παραπάνω επεισοδίου, οδηγήθηκε στο παλάτι. Αν δεχτούμε το σκεπτικό του Αντώνη Καλδέλλη και της Gill Page, θα περιμέναμε ότι ο Λατίνος πρέσβης θα επιχειρούσε να κολακέψει τους Βυζαντινούς συνδέοντας τους με τον λατινικό πολιτισμό των αρχαίων Ρωμαίων, όμως ο Λιουτπράνδος τους λέει ακριβώς το αντίθετο: «Όσα έγραφε η επιστολή [ό,τι δηλ. ο Νικηφόρος είναι ‘αυτοκράτορας των Γραικών’] αποτελούσαν έπαινο, επειδή εσείς οι Βυζαντινοί αλλάξατε γλώσσα, έθιμα και ενδυμασία και όπως σας δυσαρεστεί η ρωμαϊκή εμφάνιση έτσι νομίζαμε ότι σας δυσαρεστεί και το ρωμαϊκό όνομα». Και αυτά που τους είπε είχαν τόση επιτυχία, ώστε μόλις ολοκληρώνει τις σκέψεις του, οι βυζαντινοί του λένε: «Είσαι ο μόνος Φράγκος που συμπαθούμε» (Ζαμπέλιος, σελ. 559). Τι τους είπε λοιπόν στο κολακευτικό του λογύδριο; α) Είναι όντως κληρονόμοι των σκήπτρων της ρωμαϊκής εξουσίας. β) Δικαιούνται το όνομα «Ρωμαίοι». γ) Ακόμα και σε επίπεδο κεντρικής εξουσίας, ακολουθούν ένα ελληνικό/γραικικό πολιτισμικό πρότυπο με αποτέλεσμα να θεωρούν ανεπιθύμητα τα πολιτισμικά στοιχεία των δυτικών Ρωμαίων. Στον διάλογο αυτό λοιπόν που μας μεταφέρεται αυτούσιος, φαίνεται καθαρά ότι αυτό που γράφει ο Αντ. Καλδέλλης και η Gill Page δεν ισχύει. Η πολιτισμική επιρροή του ελληνισμού στην ταυτότητα του Βυζαντίου ήταν αντίληψη όχι μόνο ητική, αλλά και ημική και ουδόλως «δυσαρεστούσε» τους βυζαντινούς. Αυτό που οδήγησε στο πρωτοφανές ξέσπασμα τους, ήταν η αμφισβήτηση των ρωμαϊκών δικαιωμάτων του Βυζαντίου από τους δυτικούς. Γι’ αυτό, μέσα στο συγκρουσιακό αυτό περιβάλλον, οι δύο πλευρές ανέπτυξαν τις δικές τους θεωρίες σχετικά με τα αυτοκρατορικά δικαιώματα (Translatio Imperii). Οι Δυτικοί ισχυρίζονται πως το Βυζάντιο δεν δικαιούται τη ρωμαϊκή εξουσία διότι εγκατέλειψε τη ρωμαϊκή Εκκλησία, την πρεσβυτέρα Ρώμη, τα ιταλικά εδάφη, τη λατινική γλώσσα και τον ρωμαϊκό λαό. Οι βυζαντινοί από την άλλη, γνωρίζοντας φυσικά την κατάσταση αυτή, είχαν δημιουργήσει τη δική τους θεωρία, ότι διατηρούν τα ρωμαϊκά τους δικαιώματα στο ακέραιο, διότι ο Μ. Κων/νος μετέφερε τα ρωμαϊκά σύμβολα, τη γερουσία και τον στρατό στη Νέα Ρώμη, άρα κατέχουν πλέον κάθε ρωμαϊκή εξουσία σε αντίθεση με την πρεσβυτέρα Ρώμη που τα έχασε όλα και τελικά καταλύθηκε από τους βάρβαρους:
Όπως βλέπουμε οι βυζαντινοί γνώριζαν ότι η απολατινοποίηση και η μετακίνηση/παρουσία τους στην ελληνική ανατολή δημιουργούσε έναν προβληματισμό ως προς τη νομιμοποίηση τους. Για να το ξεπεράσουν, δημιούργησαν τη λεγόμενη Translatio Imperii, δηλ. τη θεωρία για τη μεταφορά της εξουσίας από τον Μ. Κων/νο στη Νέα Ρώμη/Κωνσταντινούπολη, που δομήθηκε και με τη βοήθεια του 28ου Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου τον οποίο επικαλείται και η Άννα Κομνηνή τον 12ο αιώνα:
Μ’ αυτό τον τρόπο, ο Μ. Κων/νος αλλά και η Νέα Ρώμη, γίνονται τα κυριότερα σημεία αναφοράς στο αρχαίο ρωμαϊκό παρελθόν της βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία πιστεύει πως είναι η μοναδική νόμιμη κληρονόμος και συνεχιστής της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα όταν η δυτική πλευρά και η πρεσβυτέρα Ρώμη έχασαν το 476 τα δικαιώματα στη βασιλεία μετά την κατάκτηση τους από τους βάρβαρους επί Ρωμύλου Αυγουστύλου:
Εν κατακλείδι, για να αντιμετωπίσει το Βυζάντιο την απολατινοποίηση του και την απομάκρυνση του από την αρχαία πηγή της λατινορωμαϊκής εξουσίας βασίστηκε σε τρεις άξονες: α) Στον Μέγα Κωνσταντίνο και τη δημιουργία της Νέας Ρώμης ως το αντίπαλον δέος της πολιτικής δύναμης της πρεσβυτέρας Ρώμης και σύμβολο της νέας χριστιανικής περιόδου της αυτοκρατορίας που εγκαταλείπει οριστικά την ειδωλολατρία. β) Στην εκκλησιαστική αναβάθμιση της Κων/πολης από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο ως το αντίπαλον δέος της παπικής εκκλησιαστικής εξουσίας. γ) Στη θεωρία περί διακοπής της ρωμαϊκής εξουσίας στη Δύση λόγω της βαρβαρικής εισβολής που αφήνει μοναδικό συνεχιστή της αυτοκρατορίας το Βυζάντιο.
Εδώ να προσθέσουμε ένα σχόλιο για τη λεγόμενη «(ψευδο-)Κωνσταντίνεια δωρεά»[36], ένα πλαστογραφημένο έγγραφο του 8ου-9ου αι. που έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στην κοσμική διάσταση της παπικής εξουσίας. Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, ο Μέγας Κωνσταντίνος αναχωρώντας από τη Δύση, παραχώρησε δήθεν στον Πάπα Σίλβεστρο (314-335) την αυτοκρατορική εξουσία, τη διοίκηση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους και την ηγεσία επί όλων των Εκκλησιών της Οικουμένης[37]. Αυτό δείχνει ότι η απόφαση του Βυζαντίου να στηριχτεί στον Μ. Κων/νο και τη Νέα Ρώμη για την δική της Translatio Imperii εμπεριείχε έναν συμβολισμό που είχε απήχηση και ενοχλούσε πραγματικά τη Δύση.
10. Η βυζαντινή θεωρία των «δύο γενών», Ελλήνων και Ρωμαίων Ας προχωρήσουμε τώρα σε ένα ερώτημα που συνήθως η ελληνοκεντρική θεωρία δεν το εξετάζει στο βάθος που πρέπει: είναι οι βυζαντινοί πράγματι Ρωμαίοι ή μήπως το Ρωμαίος στην Ανατολή έχει πάψει να ανταποκρίνεται σε κάποιο ουσιαστικό περιεχόμενο και σημαίνει απλά «Έλληνας»; Αναφερθήκαμε ήδη στην απολατινοποίηση του Βυζαντίου ως μια εδαφική, γλωσσική και τελικά εκκλησιαστική απομάκρυνση, στην οποία βασίστηκε η Δύση για να αμφισβητήσει τα ρωμαϊκά δικαιώματα της Ανατολής. Είδαμε πως η αμφισβήτηση αυτή είχε ως συνέπεια την αντίδραση του Βυζαντίου, που θεμελίωσε το δικαίωμα στη ρωμαϊκή εξουσία (Translatio Imperii) χωρίς εξαρτήσεις από τα πολιτισμικά, εδαφικά ή γενεαλογικά χαρακτηριστικά των αρχαίων Ρωμαίων. Η ανάγκη για την κατασκευή μιας Translatio Imperii αποδεικνύει ότι οι βυζαντινοί αισθάνονταν πράγματι Ρωμαίοι και επιθυμούσαν πέρα από κάθε αμφιβολία τη ρωμαϊκή ταυτότητα και το ρωμαϊκό όνομα, διότι η αυτοκρατορία τους αποτελούσε για την εποχή μια οικουμενική τάξη πραγμάτων και έναν κανόνα δομημένης πολιτειακής ύπαρξης που ήταν πηγή κύρους και θεμελιώδης αξία ζωής για τους πολίτες. Όμως, ενώ για τους δυτικούς η ρωμαϊκή ταυτότητα βασιζόταν στα αρχαία ρωμαϊκά εδάφη και τη λατινικότητα (Εικόνα25), στους βυζαντινούς αρκούσε η αρχαία ρωμαϊκή καταγωγή του κράτους και η απόδειξη ότι το Βυζάντιο αποτελεί τον μοναδικό νόμιμο συνεχιστή της ρωμαϊκής εξουσίας, την οποία τους παρέδωσε ο Μ. Κων/νος μαζί με τη Νέα Ρώμη. Αυτή ακριβώς είναι η Ρωμαϊκή Ιδέα την οποία συνεχίζει το Βυζάντιο και εκεί βρίσκεται η πηγή της απολατινοποιημένης βυζαντινής ρωμαϊκότητας. Για να εξηγήσουν λοιπόν οι βυζαντινοί μια ταυτότητα που τους κάνει ταυτόχρονα υπερήφανους για πράγματα ελληνικά και πράγματα ρωμαϊκά, περιέγραψαν την ελληνορωμαϊκή αυτή σύνθεση με τη θεωρία της «ένωσης» των «δύο γενών» ή «εθνών», η οποία αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις παρακάτω πηγές, στις οποίες προσθέσαμε μερικά διευκρινιστικά χωρία:
Τα παραπάνω δεδομένα αποκωδικοποιούνται εξαιρετικά από την ερμηνεία του καθ. Αλέξη Σαββίδη η οποία επιβεβαιώνεται και από την τελευταία μαρτυρία: «έλληνες όντες τω γένει, ρωμαίους εαυτούς ονομάζομεν εκ της νέας Ρώμης». Αν ρίξουμε μια ματιά στην μαρτυρία του Μανουήλ Χρυσολωρά, μας λέει πως οι βυζαντινοί ήταν απόγονοι (έκγονοι) των «προγενέστερων» και «αρχαιότερων» Ελλήνων και κατόπιν «έγιναν επίσης πρόγονοί» τους οι «παλαιοί Ρωμαίοι». Οι λόγιοι βυζαντινοί όμως γνωρίζουν την ιστορική προτεραιότητα των αρχαίων Ελλήνων, όταν ακόμα οι Ρωμαίοι είχαν έναν ασήμαντο πολιτισμό. Έτσι κατανοούμε ότι αυτή η περίφημη «ένωση των δύο εθνών» είναι σχήμα ρητορικό που αναφέρεται σε ετεροχρονισμένη σύνθεση πολιτισμών στα πλαίσια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, διότι ούτε οι λατινορωμαίοι γεννούν Έλληνες, ούτε οι Έλληνες λατινορωμαίους, ούτε κανείς γεννιέται… δύο φορές ώστε να έχει αρχικά έναν βιολογικό πατέρα και μετά να αποκτά και δεύτερο. Γι’ αυτό καταλήγει ο Χρυσολωράς πως παρά το γεγονός ότι μπορούν να αποκαλούνται εξίσου Έλληνες και Ρωμαίοι, εν τούτοις, οι βυζαντινοί συνδέονται με τον Μέγα Αλέξανδρο που είναι Γραικός δηλ. Έλληνας, όπως και όλοι οι Μακεδόνες[38].
Εάν λοιπόν δούμε προσεκτικά όλες τις παραπάνω διατυπώσεις της θεωρίας των «δύο εθνών» μαζί με τις προσθήκες μας από έργα των ίδιων συγγραφέων, θα καταλάβουμε ότι: Ο ψευδο-Μεθόδιος μιλά για «ένωση» Ρωμαίων-Ελλήνων, αλλού όμως αποσαφηνίζει ότι αναφέρεται στους Έλληνες που φέρουν το όνομα Ρωμαίοι. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης, με πιο σαφή τρόπο διακρίνει τους δύο λαούς, επισημαίνει ότι φέρουν κοινό όνομα, εξαίρει όμως την πολιτισμική ανωτερότητα των βυζαντινών τους οποίους ονομάζει Γραικούς και είναι εκείνοι που έδωσαν παιδεία στους δυτικούς Ρωμαίους (Ιταλούς). Επιπλέον, μπορεί να ονομάζει βυζαντινά εδάφη ως «δική μας ελληνική γη». Ο Γρηγόριος Κύπριος εξίσου μιλά για το «γένος» που προέκυψε από την ένωση των δύο, ταυτόχρονα όμως επισημαίνει ότι οι βυζαντινοί Κύπριοι είναι Έλληνες που βρίσκονται υπόδουλοι στους βάρβαρους δυτικούς Ρωμαίους. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης χρησιμοποιεί και αυτός τη θεωρία της σύμπηξης των δύο λαών, όμως οι βυζαντινοί Μικρασιάτες καλούνται Έλληνες και ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του και τους βυζαντινούς ως γένος Ελλήνων. Στο ίδιο μοτίβο και ο Πανηγυρικός του Ανωνύμου, όπου ενώ η θεωρία του περιγράφει τους περίφημους «Ρωμέλληνες», εντούτοις διατηρεί ελληνικό εθνολογικό πρόσημο για τους βυζαντινούς πολίτες, και μάλιστα με το αξιολογικό χαρακτηριστικό, «καθαρό ελληνικό γένος». Η απάντηση λοιπόν έρχεται από την τελευταία μαρτυρία του Πατριάρχη Ιωσήφ: ως προς το γένος είμαστε Έλληνες και το όνομα μας Ρωμαίοι είναι πολιτειακό και το οφείλουμε στη Νέα Ρώμη. Κατανοούμε λοιπόν ότι η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η εξουσία της, οι θεσμοί της και η στρατιωτική της δύναμη, αποτελούν πηγή ταυτότητας για τον βυζαντινό που βρίσκει όμως το παρελθόν του σε δύο ιστορικά κέντρα: τον ελληνισμό και το αρχαίο ρωμαϊκό κράτος από το οποίο «κατάγεται» το δικό του κράτος.
11. Η θέση της λατινορωμαϊκής γενεαλογίας στο Βυζάντιο (Αινειάδες, Λατίνοι, Ιταλοί) Στην ενότητα αυτή θα επιμείνουμε λίγο ακόμα στην εξέταση της θεωρίας των «δύο γενών» ή «εθνών» ώστε να επιβεβαιώσουμε αν επρόκειτο για συμβολισμό της πολιτικής-πολιτισμικής σύνθεσης ή αν πράγματι οι βυζαντινοί επιθυμούσαν να συνδεθούν γενεαλογικά με τους λατινορωμαίους.
Ερευνώντας ποια εθνολογικά/γενεαλογικά ονόματα
απέδιδαν οι βυζαντινοί στους λατινορωμαίους και τους απογόνους τους, βλέπουμε
ότι αυτά ήταν κυρίως τρία:
Όσο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι στην εποχή του Ιουστινιανού η εξουσία δηλώνει ακόμα λατινορωμαϊκή καταγωγή (‘Αινεάδαι ημείς’), άλλο τόσο είναι να παρακολουθούμε ότι στην πορεία του χρόνου το πάλαι ποτέ γενεαλογικό όνομα των αρχαίων Ρωμαίων γίνεται ητικό και υβρίζεται με τον όρο «βάρβαροι». Επίσης, το όνομα «Ιταλοί» αντιπροσωπεύει τους ξένους, τους «άλλους» και την ξένη γλώσσα τους:
Ακόμα και ο Ιούλιος Καίσαρας (μαζί με τους ‘Αινειάδες’) αποτελεί πλέον προγονικό σύμβολο των δυτικών Ρωμαίων, που για το Βυζάντιο είναι ξένοι ή και εχθροί.
Εντυπωσιακή επιβεβαίωση της απολατινοποίησης των βυζαντινών μας δίνει ο Ιωάννης Τζέτζης που, όπως σημειώνει ο Χρήστος Μαλατράς, χαρακτηρίζει τους σύγχρονους Ρωμαίους της δύσης εξίσου βάρβαρους με τους αρχαίους λατινορωμαίους!
Εικόνα 34
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι από τη μεσοβυζαντινή εποχή και μετά, δεν υπάρχει χώρος στο Βυζάντιο για λατινικό παρελθόν, αλλά μόνο για απολατινοποιημένο ρωμαϊκό παρελθόν.
Εικόνα 35
Όταν λοιπόν συναντάμε στις πηγές αόριστες αναφορές σε αρχαίους Ρωμαίους βασιλείς (π.χ. Χρονικό Τόκκων) ή γενικές αναφορές στους αρχαίους ρωμαίους, πρόκειται για απολατινοποιημένα πλέον σύμβολα που χρησιμοποιούνται από τους βυζαντινούς Ρωμαίους είτε ως αναφορά στους ‘’πατέρες της ρωμαϊκής πολιτείας’’ είτε ως παραπομπή στην ένδοξη στρατιωτική ιστορία, δεν δηλώνουν όμως επιθυμία σύνδεσης με το λατινορωμαϊκό πολιτισμικό ή γενεαλογικό παρελθόν. Δεν θα πρέπει να μας ξεγελούν κάποιοι λατινικοί τίτλοι που επιβίωσαν αποκλειστικά στις σφραγίδες των αυτοκρατόρων ή στα χρυσά τους νομίσματα μέχρι τα μέσα του 11ου αι.[39], παρά το γεγονός ότι ήδη «επί Ηρακλείου … εκπορθούνται τα δύο τελευταία οχυρά της λατινικής, ο στρατός και τα νομίσματα, με την εισαγωγήν ελληνικής στρατιωτικής ορολογίας και την κοπήν του πρώτου χαλκού κέρματος με χάραξιν ελληνικής επιγραφής»[40]. Αυτές οι περιορισμένες χρήσεις θα πρέπει να εκληφθούν ως απολιθώματα της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας[41] και όχι ως λειτουργική λατινογλωσσία. Αντίστοιχα απολιθώματα αποτελούσαν και κάποιες παγανιστικές απεικονίσεις που συναντάμε στα αυτοκρατορικά νομίσματα (επιβίωσαν μάλιστα και επί βασιλείας Ιουστινιανού που ήταν εχθρικά διακείμενος προς την ειδωλολατρία[42]) όμως δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν επιχείρημα ενάντια στην επικράτηση του Χριστιανισμού.
12. Το «μέτρημα» των εθνωνυμίων Θα παραθέσουμε εδώ ένα σύντομο σχόλιο για την ποσοτική αντιμετώπιση των ονομάτων Ρωμαίοι-Γραικοί-Έλληνες από τη ρωμαιοκεντρική θεώρηση που μοιάζει με μια νεώτερη εκδοχή αυτού που ο Σπύρος Βρυώνης χαρακτήρισε ως «σχολή των ονομάτων»[43]. Στα πλαίσια αυτά φαίνεται να κινείται η προσπάθεια του κ. Τάσου Καπλάνη που προσπάθησε να ανιχνεύσει την ταυτότητα των Βυζαντινών μετρώντας τη συχνότητα εμφάνισης των τριών ονομάτων στην ψηφιακή βιβλιοθήκη TLG (Thesaurus Linguae Graecae) (βλ. και εδώ). Εντυπωσιακό όμως είναι το γεγονός ότι στην ίδια ακριβώς σελίδα όπου ο κ. Καπλάνης παραθέτει στατιστικό πίνακα για να δείξει ότι τα Ρωμαίος είναι «πολλά» ενώ τα Έλληνας/Γραικός «λίγα»[44], αναφέρει και τη γνωστή περίπτωση του ημικού ονόματος «Ρωμέλληνες»[45]. Και είναι εντυπωσιακό, διότι πρόκειται για ένα παράδειγμα που μάλλον ακυρώνει την αξία μιας τέτοιας καταμέτρησης, αφού σε ένα κείμενο 10 χιλ. λέξεων, με πλήθος άμεσες και έμμεσες αναφορές στη ρωμαϊκή ταυτότητα, αρκεί το μοναδικό «Ρωμέλληνες» για να αποκαλύψει μια ημική διάσταση της βυζαντινής ταυτότητας που καμία άλλη καταμέτρηση δεν αποκαλύπτει. Επιπλέον, η Απολογία του Ιωσήφ Κων/πόλεως (έτους 1273)[46], περιλαμβάνει περίπου 30 χιλ. λέξεις, με αρκετές άμεσες ή έμμεσες αναφορές στη ρωμαϊκή ταυτότητα αλλά και απαξιωτικές κρίσεις για τον ειδωλολατρικό ελληνισμό, και όμως, αποκαλύπτει μια σημαντική διάσταση της ημικής βυζαντινής ταυτότητας με τη φράση, «Έλληνες όντες τω γένει, Ρωμαίους εαυτούς ονομάζομεν εκ γαρ της νέας Ρώμης»[47]. Βλέπουμε λοιπόν και στις δύο περιπτώσεις πως η μέθοδος της απλής καταμέτρησης ονομάτων δεν θα πρόσφερε το παραμικρό στην κατανόηση της βυζαντινής ταυτότητας συγκριτικά με τις δύο αυτές σύντομες διατυπώσεις. Με λίγα λόγια, η μέθοδος «λαμβάνω υπόψη τα πολλά» και «υποβαθμίζω τα λίγα» οδηγεί σε αποτελέσματα πλασματικά. Όπως έγραφε και ο Σπ. Βρυώνης, η σημασία που δίνει η «σχολή» αυτή στα ονόματα δεν συνοδεύεται από μια αντίστοιχη εμβάθυνση στις πραγματικότητες[48]. Είπαμε πιο πάνω ότι αρκεί να φανταστούμε κάποιον που μετρά ονόματα στις κυπριακές πηγές, και βλέποντας ότι τα «Κύπριος» είναι περισσότερα, συμπεραίνει πως στην Κύπρο δεν υφίστανται οι ταυτότητες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων (‘λύνοντας’ ίσως έτσι ‘απλά’ και το Κυπριακό…).
13. Ο Clemens Gantner και οι παπικές προσβολές που έγιναν… ημικό όνομα Στην ενότητα αυτή, θα αναφερθούμε σε μια μελέτη του Clemens Gantner που επικεντρώνεται στην αλλαγή που συντελέστηκε τον 8ο αιώνα στη Δύση, η οποία ξεκινά την απαγκίστρωσή της από το Βυζάντιο και την πρόσδεσή της στο άρμα των Φράγκων βασιλέων[49]. Ο συγγραφέας ασχολείται και με τον όρο «Γραικός», σημειώνοντας ότι οι δυτικοί κατά τον 8ο αι. αποφάσισαν να αποκαλούν τους βυζαντινούς όχι «Ρωμαίους» αλλά «Γραικούς», ως ένα τέχνασμα για να μην αναγνωρίσουν τη ρωμαϊκότητα του Βυζαντίου (βλ. σελ. 337, και υποσημείωση αρ. 27 στο παρόν άρθρο). Πράγματι, όπως κι εμείς αναφέραμε, η σύγκρουση Ανατολής-Δύσης παίρνει εκείνη την εποχή τη μορφή μιας διελκυστίνδας για το ποιος είναι ο «αυθεντικός Ρωμαίος» και γι’ αυτό οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν για τους δυτικούς το όνομα «Φράγκοι» για τον ίδιο λόγο. Πάντως, ο Gantner δεν αρνείται την ελληνικότητα του Βυζαντίου, το αντίθετο μάλιστα, την αποδέχεται ξεκάθαρα ως προς όλα τα στοιχεία που προαναφέραμε, γλώσσα, κουλτούρα, ιστορία[50]. Το πρόβλημα όμως είναι, ότι ενώ ο συγγραφέας αναφέρει πως το «Γραικός» των δυτικών είχε και «αντι-βυζαντινή χρήση» (σελ. 337: ‘anti-Byzantine use’) κάνει την περίεργη υπόθεση ότι θα μπορούσαν οι βυζαντινοί να «δανειστούν» από τη Δύση ένα όνομα με προσβλητική σημασία και να το χρησιμοποιήσουν ως… αυτοπροσδιορισμό! (σελ. 305) Πρέπει εδώ να σχολιάσουμε ότι αρκετές φορές στο παρελθόν, εθνωνύμια και συλλογικά ονόματα έλαβαν αρνητικές σημασίες για διάφορους κοινωνικούς, ιστορικούς ή άλλους λόγους. Για παράδειγμα, το ημικό φυλετικό όνομα «Βλάχος» πήρε κάποια στιγμή και την ητική, αρνητική σημασία του «άξεστου χωριάτη». Όλοι όμως κατανοούμε πως όταν οι βλάχικοι πληθυσμοί και οι απόγονοι αυτών αυτοπροσδιορίζονταν καταγωγικά ως «Βλάχοι», αυτό δεν σημαίνει ότι χαρακτήριζαν τους εαυτούς τους ως «άξεστους χωριάτες»! Και σήμερα, συχνά τα εθνωνύμια των οικονομικών μεταναστών αποκτούν την υποτιμητική ητική σημασία του παρία ή του έκνομου. Όταν όμως οι οικονομικοί μετανάστες χρησιμοποιούν τα εθνωνύμια τους, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοπροσδιορίζονται με τις… ητικές προσβολές. Για τους ίδιους είναι απλώς τα ημικά τους ονόματα. Όπως καταλαβαίνουμε λοιπόν, από τη στιγμή που οι βυζαντινοί χρησιμοποιούν το όνομα «Γραικός» ως αυτοπροσδιορισμό έστω και περιστασιακά, δεν είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι το δανείστηκαν από τη Δύση, διότι είδαμε στα γεγονότα με τον Λιουτπράνδο, ότι οι βυζαντινοί δεν ανέχονταν αμφισβήτηση της ρωμαϊκότητας τους και γι’ αυτό οδηγήθηκαν σε ένα ξέσπασμα οργής άνευ προηγουμένου. Άρα, ο ισχυρισμός του Gantner για το όνομα «Γραικός» είναι αρκετά παράδοξος και μάλιστα, τις απόψεις του επικροτεί ως ένα βαθμό και ο Ευάγγελος Χρυσός, που γράφει ότι μόνο οι δυτικοί ονόμαζαν «Γραικία» το Βυζάντιο[51]. Επάνω στους ισχυρισμούς αυτούς, πάντα με βάση τα τεκμήρια που υπάρχουν, μπορούμε να πούμε τα εξής: 1) Είναι αστήριχτη η άποψη ότι οι βυζαντινοί «δεν ονόμαζαν» την αυτοκρατορία τους Γραικία, από τη στιγμή που το είδαμε καταγεγραμμένο στις ημικές πηγές. 2) Εφόσον η Δύση χρησιμοποιούσε το «Γραικός» υποτιμητικά για να στερήσει το «Ρωμαίος» από τους βυζαντινούς, τότε το επιχείρημα του «δανείου» δεν μπορεί να σταθεί διότι: α) Οι Βυζαντινοί, στις ίδιες πηγές που αυτοπροσδιορίζονται ως «Γραικοί» χρησιμοποιούν ταυτόχρονα για τον εαυτό τους και το «Ρωμαίοι». Άρα το Γραικός στην Ανατολή έχει εντελώς διαφορετική χρήση η οποία γίνεται τα πλαίσια έκφρασης της ημικής τους ταυτότητας που αποτελεί σύνθεση ελληνικών και ρωμαϊκών παραγόντων. β) Δεν προκύπτει από πουθενά ότι η χρήση του ονόματος «Γραικός» στην Ανατολή θα μπορούσε να είναι δυτικό «δάνειο», αφού οι βυζαντινοί μας βεβαιώνουν ότι το όνομα αυτό έχει αρχαιοελληνική προέλευση:
Εικόνα 36
Θεωρούμε λοιπόν ότι το βασικό επιχείρημα της μελέτης του Gantner δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Δύο ακόμα σημεία τα οποία μας προβλημάτισαν στην έρευνα του είναι τα εξής: 1) Αναφέρει ότι στον 7ο αιώνα βρίσκει δύο πηγές με το όνομα «Γραικός», το οποίο είναι σωστό, όμως στις πηγές αυτές οι αναφορές δεν είναι δύο όπως λέει ο Gantner, αλλά τρεις. Μία στη δίκη του Μάξιμου Ομολογητή (PG 90,128C) και άλλες δύο στα πρακτικά της συνόδου του Λατερανού το 649. Από τις τελευταίες, ο συγγραφέας παρουσιάζει μόνο τη μία (Mansi 10,904Α) αλλά όχι τη δεύτερη (Mansi 10,904Ε) όπου οι βυζαντινοί μοναχοί παραδίδουν στη Σύνοδο «λίβελλο» αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «Γραικοί».
Εικόνα 37
2) Επίσης, ο Gantner γράφει ότι δεν υπάρχει μαρτυρία αυτοπροσδιορισμού με ελληνικό συλλογικό όνομα στον 8ο αιώνα, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο τέτοιες μαρτυρίες:
Εικόνα 38
Να σημειώσουμε ότι ως προς τον ψευδο-Μεθόδιο, ο Gantner προκειμένου να υποβαθμίσει την αξία της μαρτυρίας, καταφεύγει δυστυχώς σε απλή αντιγραφή των αβάσιμων ισχυρισμών του Αντώνη Καλδέλλη[52], οι οποίοι βεβαίως καταρρίπτονται από τις πηγές, τη βιβλιογραφία αλλά και την κοινή λογική (για να μην επαναλαμβάνουμε τα ίδια, η ολοκληρωμένη απάντηση μας από το 2017 εδώ, και μια ακόμα ενότητα εδώ).
14. Η απολατινοποιημένη ρωμαϊκότητα, ο ελληνισμός και οι αρχαίες ρωμαϊκές στρατιωτικές αξίες Ας δούμε τώρα την τελευταία σημαντική ενότητα επάνω στο ζήτημα της σύνθετης ταυτότητας και ειδικότερα το υψηλό κύρος της στρατιωτικής αρετής, το οποίο πιστώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην ρωμαϊκότητα και στο όνομα «Ρωμαίος». Εξαρχής να πούμε ότι παλαιότερα δείξαμε κάποιες συσχετίσεις στρατού και ελληνισμού και στις πηγές της εικόνας βλέπουμε: α) στον 8ο αιώνα, ένας Έλληνας στρατηγός ο Επαμεινώνδας, αποτελεί μέτρο σύγκρισης για το ήθος του σπουδαίου Ρωμαίου στρατηγού Σκιπίωνα, β) στον 9ο αιώνα βυζαντινή πηγή αναφέρει πως οι Άραβες πολεμούν με το ναυτικό των «Γραικών» και όχι «Ρωμαίων», γ) στον 10ο αιώνα ο Λέων Μάγιστρος ή Χοιροσφάκτης περιλαμβάνει κάτω από το όνομα «Γραικοί» τους αιχμάλωτους Ρωμαίους στρατιώτες, δ) στον 11ο αιώνα ο Κων/νος Θ΄ ο Μονομάχος στέλνει «Μακεδονικά τάγματα» κατά των Τούρκων συσχετίζοντας τους πολεμιστές του με τον ελληνικό στρατό των αρχαίων Μακεδόνων, ε) το ίδιο πρότυπο επαληθεύεται και σε εικονογραφημένο χειρόγραφο της ίδιας περιόδου. Άλλωστε, παρά το γεγονός ότι είναι διακριτά τα ρωμαϊκά και τα ελληνικά πράγματα που δίνουν κύρος στη σύνθετη ταυτότητα των βυζαντινών, εντούτοις δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί και η συνεκδοχική χρήση των ονομάτων «Έλλην» και «Ρωμαίος» όπως βλέπουμε στις παρακάτω πηγές:
Εικόνα 39
Σε κάθε περίπτωση όμως, τα πρωτεία στην πολεμική αρετή ανήκουν στον ρωμαϊκό άξονα ταυτότητας. Σε ένα αξιοσημείωτο χωρίο, ο Πέτρος Πατρίκιος, αναφερόμενος στη βαρβαρική επίθεση κατά της Αθήνας το 267 μ.Χ. (εποχή που οι Έλληνες είχαν ήδη το προνόμιο του Ρωμαίου πολίτη), επικρίνει το σχόλιο ενός βάρβαρου που λέει ότι «οι Ρωμαίοι ασχολούνται με τα βιβλία και αμελούν τον πόλεμο». Από τη σημαντική αυτή μαρτυρία αντλούμε τα εξής: - Ο Πέτρος Πατρίκιος ξέρει πως οι βάρβαροι, με τον συσχετισμό περί «Ρωμαίων» και «βιβλίων» αναφέρονται στους Έλληνες Αθηναίους. - Την ίδια στιγμή όμως, ο Πέτρος Πατρίκιος αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί δύο υποκείμενα: τη μαχητικότητα των Ρωμαίων και τη σοφία των Αθηναίων. Γιατί το κάνει αυτό; Ακριβώς διότι οι Αθηναίοι έχουν ενταχθεί στη ρωμαϊκή επικράτεια και οι βάρβαροι προσβάλουν τη διπλή ιδιότητα τους: ως βυζαντινοί Έλληνες συνδέονται με μια μακρά παράδοση στην παιδεία και ως Ρωμαίοι συνδέονται με την πολεμική ισχύ της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. - Σε κάθε περίπτωση ο Πέτρος Πατρίκιος διαχωρίζει την προέλευση των δύο αρετών: τα γράμματα είναι κληρονομιά των Ελλήνων αλλά η στρατιωτική αρετή είναι κληρονομιά των Ρωμαίων.
Εικόνα 40
Η στρατιωτική αρετή λοιπόν, όπως και η καταγωγή του κράτους, είναι αγαθά Ρωμαϊκά, είναι αυτά που δίνουν κύρος στο όνομα «Ρωμαίος». Γι’ αυτό είναι δύσκολο να μιλήσουμε για αμιγώς ελληνική, βυζαντινή ταυτότητα. Όπως αναφέραμε πιο πριν, ο βυζαντινός αναζητά το παρελθόν του σε δύο ιστορικά κέντρα, τον ελληνισμό (πολιτισμός) και το ρωμαϊκό κράτος (εξουσία, στρατιωτική δύναμη). Αναλύοντας τις παρακάτω πηγές, θα δείξουμε αυτό ακριβώς· όσο μονοσήμαντη κι αν παρουσιάζεται μια μαρτυρία, μελετώντας το σύνολο των κειμένων από τα οποία προέρχονται διαφαίνονται πάντα τα δύο ιστορικά κέντρα, ο ελληνισμός και η ρωμαϊκότητα. Από τη μία επιβεβαιώνεται ότι οι βυζαντινοί είναι πράγματι Ρωμαίοι και αυτό το «Ρωμαίος» δεν είναι κάποια «κενή περιεχομένου» ταυτότητα. Από την άλλη, στα κείμενα διακρίνεται η απολατινοποίηση, η Translatio Imperii και η σύνθεση ελληνισμού και ρωμαϊκότητας. Οι σχετικές πηγές είναι οι εξής:
Εικόνα 41
Ξεκινώντας από την τελευταία μαρτυρία αρ. 6, για να μην επαναλαμβανόμαστε, παραπέμπουμε στην Εικόνα7 και σε όσα έχουμε ήδη σχολιάσει εκεί, όπου διαπιστώνουμε τη σύνθεση ελληνισμού και απολατινοποιημένης ρωμαϊκότητας. Προχωρούμε στη μαρτυρία αρ. 1 από τον 9ο αι. και τον Συριανό Μάγιστρο, στον οποίο η κυριότερη έκφραση του ελληνικού άξονα ταυτότητας, είναι αυτή που γεμίζει το εγχειρίδιο του με ελληνικά ονόματα και παραδείγματα, πολύ περισσότερα σε σχέση με τα αρχαιορωμαϊκά. Παραφράζοντας την επίμαχη φράση του, σίγουρα το εγχειρίδιο διδάσκει και την «απομίμησιν» της αρετής των Ελλήνων. Θεωρούμε πάντως θεμιτό, ένα αμιγώς στρατιωτικό εγχειρίδιο να επιμένει στο όνομα Ρωμαίος, αφού το στράτευμα αποτελεί τον κατεξοχήν εκφραστή της ρωμαϊκότητας:
Εικόνα 42
Ως προς τη μαρτυρία αρ. 2 από τον 10ο αι. και τον Συνεχιστή Θεοφάνη παρατηρούμε με ευκολία τον ελληνικό άξονα που είναι η υπερηφάνεια για την ελληνική παιδεία, εξαιτίας της οποίας όλα τα έθνη θαυμάζουν τους Βυζαντινούς:
Εικόνα 43
Προχωρούμε στη μαρτυρία αρ. 3 πού προέρχεται από βυζαντινή εκκλησιαστική ακολουθία του 10ου αι. Εδώ ίσως κάποιοι υποθέσουν ότι το «Ρώμης γεννήματα» αναφέρεται στην πρεσβυτέρα Ρώμη, όμως για τους εκδότες αυτό δεν ισχύει. Πράγματι, υπάρχουν παραδείγματα από τις βυζαντινές πηγές όπου η Νέα Ρώμη-Κωνσταντινούπολη αναφέρεται και ως «Ρώμη». Άλλωστε θα ήταν παράδοξο να έχουμε επίκληση της πρεσβυτέρας Ρώμης στον 10ο αι., εποχή προχωρημένης σύγκρουσης Ανατολής-Δύσης, με την Translatio Imperii να επιδιώκει την αναβάθμιση της Νέας Ρώμης:
Εικόνα 44
Σχετικά με τη μαρτυρία αρ. 4 του 12ου αι., εξετάζοντας την Ιστορία του Ιωάννη Κίνναμου βλέπουμε ότι διακρίνεται εύκολα η πολιτειακή και πολιτισμική διχοτόμηση της αυτοκρατορίας. Η διάσταση Νέας και πρεσβυτέρας Ρώμης είναι σε ισχύ, οι Δυτικοί είναι οι «ρωμαΐζοντες» Λατίνοι και οι Βυζαντινοί είναι οι ελληνίζοντες που μιλούν την γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων:
Εικόνα 45
Η μαρτυρία αρ. 5 που έρχεται από το 1207 και τον πατριάρχη Μιχαήλ Αυτωρειανό θα λέγαμε ότι είναι αρκετά εντυπωσιακή, διότι βρισκόμαστε αμέσως μετά την Άλωση του 1204, στο κράτος των Λασκαριδών της Νίκαιας όπου ομολογουμένως προβάλλεται έντονα η ελληνική ταυτότητα. Όμως η ομιλία που απευθύνεται στους στρατιώτες, εξακολουθεί να συνδέει το στράτευμα με το όνομα Ρωμαίος. Βεβαίως, το Ρωμαίος αυτό, παρά το γεγονός ότι παραπέμπει στην αρχαία ρωμαϊκή στρατιωτική αρετή, είναι απολατινοποιημένο, αφού στο περιβάλλον της Νίκαιας και του Αυτωρειανού οι «Αινειάδες» είναι οι εχθροί και ο ίδιος ο πατριάρχης ανήκει στο «πανελλήνιο χοροστάσιο»:
Εικόνα 46
Συμπερασματικά, θεωρούμε ότι μαρτυρίες όπως οι παραπάνω δείχνουν πόσο δύσκολο είναι να προσδιοριστούν οι Βυζαντινοί ως αμιγώς «Έλληνες». Υπάρχουν αξίες στην ταυτότητα τους που κρατούν ζωντανό το όνομα «Ρωμαίος» μέχρι το τέλος. Ακόμα και από το 1204 και μετά, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξακολουθεί να τροφοδοτεί τη ρωμαϊκότητα. Όσο συμβαίνει αυτό, οι Βυζαντινοί παραμένουν Ρωμέλληνες. Μετά την κατάλυση της αυτοκρατορίας από τους Τούρκους, η ρωμαϊκότητα μένει χωρίς στήριγμα και αρχίζει πλέον η ελληνορθοδοξία να επικρατεί στη μεταβυζαντινή ταυτότητα. Η μακρά υποδούλωση θα οδηγήσει τα πράγματα προς την αναζήτηση πολιτικής ανεξαρτησίας και τη δημιουργία του ελληνικού έθνους[53].
15. Γιατί σήμερα ονομάζουμε «Βυζάντιο» την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία; Αν και το βασίλειο της νέας Ρώμης[54] ουδέποτε έπαψε να αποτελεί την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, η ονομασία «Βυζάντιο» έχει επικρατήσει στις ιστορικές σπουδές. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις, η ονομασία αυτή μας βοηθά να προσδιορίσουμε μια αυτοκρατορία με διακριτή ιστορική διαδρομή και ταυτότητα, που στην πορεία του χρόνου απέκτησε διαφορετικά χαρακτηριστικά από την αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Όπως γνωρίζουμε, η πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Κων/πολη ή αλλιώς Νέα Ρώμη, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας αποικίας «που ίδρυσαν Έλληνες άποικοι από τα Μέγαρα»[55] (περ. 660 π.Χ.) και λεγόταν «Βυζάντιο» από το όνομα του οικιστή της, του Βύζαντα. Εξ αυτού, η Κων/πολη στις πηγές ονομάζεται «Βυζάντιο» ενώ οι κάτοικοι της λέγονταν «Βυζάντιοι» (=Βυζαντινοί). Στη βιβλιογραφία αναφέρεται συνήθως ότι τα ‘Βυζάντιο’/‘Βυζαντινός’ ως συλλογικά ονόματα αποτελούν νεολογισμούς του 16ου αι. Στην πραγματικότητα πάντως υπάρχουν αναφορές στις πηγές όπου με συνεκδοχική χρήση, το όνομα της πρωτεύουσας μπορεί να δηλώσει είτε το σύνολο των Ρωμαίων της Ανατολής, είτε την Αυτοκρατορία ολόκληρη. Για παράδειγμα, τον 12ο αιώνα ο Κωνσταντίνος Μανασσής, περιγράφοντας τη νίκη των Ρωμαίων κατά των Περσών επί αυτοκράτορα Ηρακλείου (7ος αι.), αναφέρει ότι τους Πέρσες θέρισε «βυζαντινό σπαθί»[56], άρα εδώ, το όνομα της πρωτεύουσας δηλώνει συνολικά τη μαχόμενη αυτοκρατορία:
Εικόνα 47
Επίσης, στα μέσα του 7ου αι., κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων του Μάξιμου Ομολογητή στην Κων/πολη (ο οποίος εξορίστηκε επειδή στάθηκε εμπόδιο στον αυτοκρατορικό συμβιβασμό Ορθοδοξίας και Μονοθελητισμού[57]), οι κατήγοροι του προσπαθώντας να τον πείσουν ότι και οι δυτικοί υποστηρίζουν την αίρεση, τον ρωτούν: εσύ που θεωρείς εμάς αιρετικούς αλλά τους δυτικούς όχι, «τι έχεις ποιήσαι, των Ρωμαίων ενουμένων τοις Βυζαντίοις;», δηλ. «τι θα κάνεις όταν οι [δυτικοί] Ρωμαίοι ενωθούν με τους Βυζαντινούς;». Καθώς σε άλλο σημείο της ανάκρισης, οι δικαστικοί λειτουργοί κατηγόρησαν τον άγιο Μάξιμο για δήθεν πρόκληση σχίσματος στην Εκκλησία, καταλαβαίνουμε ότι εδώ, τα «Ρωμαίοι» και «Βυζαντινοί» χρησιμοποιούνται ως συλλογικά ονόματα των πολιτών και μελών της Εκκλησίας, σε Δύση και Ανατολή αντίστοιχα:
Εικόνα 48
Κατά συνέπεια, όπως δείχνουν οι ιστορικές πηγές, τα συλλογικά ονόματα Βυζάντιο και Βυζαντινοί, με τα οποία –πολύ σημαντικό- οι ίδιοι οι πολίτες ανάγουν το ιδρυτικό παρελθόν της Νέας Ρώμης σε μια αρχαία ελληνική πόλη, είναι ορθό να τα χρησιμοποιούμε για να δείξουμε συν τοις άλλοις και την ιδιαιτερότητα της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
16. Γιατί μας ενδιαφέρει σήμερα η βυζαντινή ιστορία; Εφόσον μιλάμε για ταυτότητα, θα πούμε ότι η βυζαντινή ιστορία, εκτός άλλων, είναι σημαντική και για λόγους αυτογνωσίας. Θα αρκούσε να παραδειγματιστούμε από την αγωνία κάθε ανθρώπου που αγνοεί το παρελθόν του και νιώθει μια ακατανίκητη εσωτερική ανάγκη να αναζητήσει την ταυτότητα του. Η ίδια ανάγκη προεκτείνεται και σε οικογενειακό ή συλλογικό επίπεδο (π.χ. αναζήτηση οικογενειακού δέντρου, εθνοτικό παρελθόν), πόσο μάλλον όταν γνωρίζουμε την αγάπη και τη μακρά παράδοση στην ιστοριογραφία που έχουν οι Έλληνες. Σήμερα όμως, όπως και στον 19ο αιώνα, εμφανίζονται ιδεολογικά φορτισμένοι άνθρωποι που θέλουν να αγνοούν το Βυζάντιο, λες και μπορούμε από την αρχαιότητα, να φτάσουμε ξαφνικά στο 1821. Το βυζάντιο όμως θα είναι πάντα εκεί, ακόμα και αν επιλέξουμε να το αγνοήσουμε. Εφόσον το Βυζάντιο αποτελεί κομμάτι της ιστορίας του ελληνισμού, απορρίπτοντας το, απορρίπτουμε την ελληνική ιστορία και ένα κομμάτι της ταυτότητας μας αφού ο σημερινός ελληνισμός, μέσα στο χρονικό συνεχές, περνά αναγκαστικά όχι μόνο από τον αρχαίο, αλλά και από τον μεσαιωνικό και τον μεταβυζαντινό ελληνισμό. Είναι όπως η ζωή κάθε ανθρώπου· όποια άποψη, θετική ή αρνητική, κι αν έχουμε για περιόδους της ζωής μας, ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και ό,τι έχουμε ζήσει συνδιαμορφώνει την ταυτότητα μας είτε το θέλουμε, είτε όχι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο χωρίς τη γνώση του βυζαντίου είναι αδύνατον να κατανοήσουμε στοιχεία της ιδιοπροσωπίας μας. Συχνά ακούμε απαξιωτικές κρίσεις για το Βυζάντιο όταν αντιπαραβάλλεται με τα επιστημονικά επιτεύγματα της Αρχαίας Ελλάδας. Γιατί όμως το Βυζάντιο να κρίνεται μονομερώς με τον τρόπο αυτό; Είναι γνωστό π.χ. ότι στα ειδικά εγχειρίδια γραμματολογίας θα βρει κανείς ελάχιστους αρχαίους Σπαρτιάτες, ενώ από την αρχαιότητα ξέρουμε πως οι «Λακεδαιμόνιοι μουσικής απείρως είχον· έμελε γάρ αυτοίς γυμνασίων και όπλων» (δηλ. οι Σπαρτιάτες δεν είχαν καμία σχέση με τα έργα των Μουσών [τέχνες και επιστήμες] διότι νοιάζονταν μόνο για γυμνάσια και όπλα)[58]. Και όμως κανείς δεν σκέφτηκε να αποκόψει τους Σπαρτιάτες από την ελληνική ιστορία. Και όπως οι Σπαρτιάτες επάξια προστίθενται στην ελληνική ταυτότητα επειδή ενίσχυσαν τον αγώνα κατά των Περσών προστατεύοντας στις Θερμοπύλες τον ελληνισμό, το ίδιο συνέβη και με τους ελληνορωμαίους βυζαντινούς που εμπόδισαν την αλματώδη επέκταση του Ισλάμ, δρώντας ως προστατευτική ασπίδα του γεωγραφικού και πολιτισμικού χώρου όπου αναπτύχθηκε η έννοια της Ευρώπης[59]. Ούτως ή άλλως όμως, δεν υπάρχει λόγος να θέλει κάποιος να «σβήσει» από το παρελθόν του ελληνισμού μια αυτοκρατορία που χτίστηκε επάνω στην αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου και κεντρικός κορμός των εδαφών της μέχρι τον 15ο αι. παρέμειναν τα προαιώνια εδάφη του αρχαιοελληνικού άξονα στα οποία συνεχίζει να ζει ο ελληνισμός από την εποχή του Ομήρου.
Δείξαμε ότι η ταυτότητα των βυζαντινών (με δεδομένη την επιρροή του χριστιανισμού), αποτελεί μια σύνθεση στοιχείων από διαφορετικό ιστορικοπολιτισμικό παρελθόν και με διακριτά ονόματα, τα οποία επιβιώνουν αυτούσια έως το τέλος: Ρωμαϊκότητα και Ελληνισμός. Αυτή είναι η σύνθετη ελληνορωμαϊκή ταυτότητα του Βυζαντίου που ακριβώς επειδή είναι σύνθετη δεν μπορεί να είναι ούτε αμιγώς ελληνική ούτε αμιγώς ρωμαϊκή. Οι βυζαντινοί, όσο επιβιώνει η αυτοκρατορία, είναι «Ρωμέλληνες», ενώ μετά την οριστική κατάλυση του ρωμαϊκού κράτους το 1453 πορεύονται στην ιστορία ως ελληνορθόδοξοι ρωμαίοι/ρωμιοί. Κάτω από τη δύναμη της παράδοσης χιλίων χρόνων το όνομα Ρωμαίος επιβιώνει, όμως τα ονόματα Ρωμαίος και Γραικός/Έλληνας που στο Βυζάντιο αντιπροσώπευαν διαφορετικές αξίες (πολιτικές και πολιτισμικές αντίστοιχα), τώρα γίνονται ομότιμα, συνώνυμα ή και ταυτόσημα. Αυτό συμβαίνει διότι το «Ρωμαίος» χάνει την σύνδεση του με την πολιτειακή νομιμοφροσύνη προς τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία η οποία δεν υπάρχει πια, και προσεγγίζει το ελληνορθόδοξο περιεχόμενο. Η επεξήγηση, «Ρωμαίος δηλαδή Έλληνας», «Γραικός δηλαδή Ρωμαίος» που μπορεί να τη συναντάμε είτε κατά λέξη, είτε κατά έννοια, καταγράφεται σε όλους τους αιώνες της Τουρκοκρατίας:
Εικόνα 49
Όπως βλέπουμε, μετά την οριστική απώλεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η ελληνορθόδοξη ταυτότητα ελληνοποιεί και συνενώνει τις μνήμες. Οι Έλληνες Μακεδόνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι «Ρωμαίοι» (Σταυρινός, 1638), το Βυζάντιο γίνεται η «Ελλήνων αυτοκρατορία» (Μελέτιος Αθηνών, 1783), ο φιλόσοφος Θαλής είναι Έλληνας δηλ. «Ρωμαίος στο γένος», οι αρχαίοι Έλληνες είναι οι παλαιοί Ρωμαίοι, η δράση του Ιουστινιανού και του Βελισσάριου τοποθετείται στην εποχή των Γραικών ή Ελλήνων, η αρχαία Ελλάδα του Μενελάου, της Σπάρτης και της Ωραίας Ελένης γίνεται «Ρωμικάτο»[60], η Ρωμανία λέγεται Ελλάδα. Εδώ θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η διπλή σημασία έλληνας=ειδωλολάτρης και Έλληνας=αυτός που κατάγεται από το γένος των (αρχαίων) Ελλήνων, ισχύει μέχρι και τον 18ο αιώνα αλλά και αργότερα. Ο Ευγένιος Βούλγαρης σε έκδοση του 1768 («Περί των διχονοιών των εν ταις Εκκλησίαις της Πολονίας») εκφράζει τη συγγραφική προτίμηση στο αρχαιοελληνικό Γραικός επειδή είναι γνωστό στους Ευρωπαίους και επειδή το «Έλληνας» μπορεί να θυμίζει τους αρχαίους και την ειδωλολατρία. Από την άλλη αποφεύγει το Ρωμαίος επειδή μπορεί να προκαλέσει σύγχυση με τους «Ρωμάνους» (τους δυτικούς Ρωμαίους). Το σημαντικό όμως είναι, ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης μας βεβαιώνει ότι και τα τρία ονόματα προσδιορίζουν τον ίδιο ακριβώς λαό (βλ. ενδεικτικά πηγές: 1462, 1474, 1525, 1584, 1620, 1631, 1662, 1704, 1714, 1720, 1771, 1791, 1794, 18ος αι., 1802). Ο ελληνισμός στην ιστορική του διαδρομή, συνάντησε τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και πήρε από αυτήν ένα ακόμα όνομα και μια δεύτερη πρωτεύουσα στα οποία άφησε ανεξίτηλη την επιρροή του. Μετά την Άλωση ξεκινά η περίοδος της ρωμιοσύνης, όπου γίνεται η σύνθεση της αρχαιοελληνικής μνήμης με το ελληνοποιημένο βυζαντινό παρελθόν το οποίο γίνεται πλέον αντιληπτό ως συνέχεια της αρχαιότητας και της αλεξανδρινής περιόδου[61]. Όταν μετά από σειρά επαναστατικών κινημάτων έρχεται το 1821 και η ελληνική ανεξαρτησία, το ελληνικό έθνος πλέον, μπαίνει σε ένα κράτος ελληνικό (το οποίο ολοκληρώνεται το 1948 με τα Δωδεκάνησα) που σε κάθε του άκρη θυμίζει την αρχαία, την αλεξανδρινή, τη βυζαντινή και την τουρκοκρατούμενη ιστορία του ελληνισμού. Μπορούμε με απόλυτη βεβαιότητα να πούμε ότι οι θεωρίες αφελληνισμού που διαβάσαμε ή ακούσαμε κατά καιρούς τα τελευταία 25-30 χρόνια, αποτελούν, είτε αφελείς προσεγγίσεις λόγω άγνοιας των πηγών, είτε συνειδητές παρεμβάσεις στην προσπάθεια να υπερισχύσουν κάποιες ιδεολογικές προκαταλήψεις, είτε ακραίες θέσεις χαρακωμάτων στα πλαίσια μιας σύγκρουσης εθνικιστικών και «αντιεθνικιστικών» λαϊκισμών. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι: - Καμία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν «εξαφάνισε» τον ελληνισμό. - Καμία Ευρώπη δεν «εφηύρε» τους Έλληνες το 1821, ούτε τους «(ξανα)κατασκεύασε» με βάση τα δυτικά πρότυπα, ούτε βεβαίως εκπαίδευσε μια «μάζα χριστιανών» να λένε ότι είναι… «Έλληνες». - Κανένας Παπαρρηγόπουλος δεν «εφηύρε» τη συνέχεια του ελληνισμού ούτε «έβαλε με το ζόρι» το Βυζάντιο στην ελληνική ιστορία. - Στην Τουρκοκρατία, ποτέ δεν υπήρξε «ρωμέικη εθνότητα» αποκομμένη από τον ελληνισμό. Υπήρξαν μόνο Ρωμιοί/Γραικοί ή Έλληνες και η ελληνορθόδοξη ταυτότητα τους με τις λόγιες και τις δημώδεις εκφάνσεις της[62].
Επίμετρο1: Ιδεολογικός αφελληνισμός Ως προς την τελευταία αναφορά περί «ρωμέικης εθνότητας», θα κάνουμε ένα επιπλέον σχόλιο. Πρόκειται για μια πρόσφατη τάση πλήρους αφελληνισμού του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας που χρησιμοποιεί εργαλειακά το όνομα «Ρωμαίος» σαν μια επανάληψη της «σχολής των ονομάτων» που προαναφέραμε. Για την περίοδο της Τουρκοκρατίας επικαλούνται συχνά τον Δημήτριο Καταρτζή (1730-1807) επειδή αρνείται το όνομα «Έλληνες» για τους υπόδουλους και προτιμά το «Ρωμαίος» με την ισχνή δικαιολογία της συνήθειας της εποχής, ότι «επικράτησε να λέμε Έλληνες τους αρχαίους που ήταν ειδωλολάτρες». Επίσης στηρίζονται πολύ στην λατινορωμαϊκή θεώρηση του Αντώνη Καλδέλλη, ισχυριζόμενοι ότι οι τουρκοκρατούμενοι «Ρωμαίοι» είναι συνέχεια των βυζαντινών «Ρωμαίων», αλλά όλοι αυτοί κατάγονται από τους… αρχαίους λατινορωμαίους και δεν συνδέονται με τον ελληνισμό! Ασφαλώς, τέτοιες προσεγγίσεις αφελληνισμού, εκτός άλλων, θυμίζουν και τους οπαδούς ενός σλαβόφιλου κόμματος που όποτε κατέβηκε στις Ευρωεκλογές δεν πήρε πάνω από το… 0,09% - 0,11% των ψήφων όλες κι όλες (4-6 χιλ. ψήφους το μέγιστο). Πρόκειται για τα γνωστά απόνερα του Μακεδονικού ζητήματος και του Εμφυλίου που βεβαίως δεν έχουν καμία σχέση με την Τουρκοκρατία όπου όλες οι εθνοτικές ομάδες εντάχθηκαν οικειοθελώς στο ελληνικό έθνος. Βεβαίως, Δημοκρατία έχουμε, ο καθένας γράφει ό,τι θέλει και προεκτείνει τις ιδεολογικές του κατασκευές περί «Ρωμαίων εκτός ελληνισμού» όσο παλιά θέλει… Ως προς το τέχνασμα της χρήσης ή όχι του «Έλληνας» στην Τουρκοκρατία, να πούμε ότι πολλές φορές, το σκέτο όνομα «Έλληνες» ή «παλιοί Έλληνες» σήμαινε αυτό που εμείς λέμε «Αρχαίοι Έλληνες» και έτσι, όπως συχνά βλέπουμε στις μαρτυρίες Κακριδή, ο λαός τους μνημονεύει με θαυμασμό σαν να είναι κάποιοι «άλλοι». Αυτό όμως δεν είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που κάνουμε κι εμείς σήμερα. Θαυμάζουμε τους αρχαίους, αλλά δεν λέμε ότι «είμαστε οι Αρχαίοι Έλληνες», λέμε πως είμαστε «απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων», οι οποίοι βεβαίως έχουν πεθάνει εδώ και αιώνες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι απλοί άνθρωποι δήλωναν προγονική/γενεαλογική σύνδεση («γενιά») με τους αρχαίους Έλληνες. Και ακριβώς επειδή κατανοούσε ο λαός ως ημικά τα ονόματα Έλληνας ή Γραικός, αυτά χρησιμοποιούνταν εξίσου με το Ρωμαίος στα δημοτικά τραγούδια ή σε δημώδη εκκλησιαστικά κηρύγματα της Τουρκοκρατίας. Επιπλέον όμως, μόνο ένδεια επιχειρημάτων δείχνει η προσπάθεια να πείσουν για τον δήθεν «αφελληνισμό» των Ρωμιών της Τουρκοκρατίας, όταν μένουν αγκιστρωμένοι σε έναν συγγραφέα που πιστεύει πως ό,τι έχουν οι ρωμιοί, από την καταγωγή, τους προγόνους μέχρι και τη γλώσσα, είναι όλα ελληνικά, και μάλιστα είναι υπερήφανοι γι’ αυτό:
Εικόνα 50
Για το λόγο αυτό, η προσέγγιση τους είναι εντελώς αντιφατική. Αν οι βυζαντινοί ήταν αφελληνισμένοι «εθνοτικά Ρωμαίοι» που κατάγονται από τους αρχαίους λατινορωμαίους και συνέχεια τους ήταν η «ρωμαϊκή εθνότητα» της Τουρκοκρατίας, πώς επικαλούνται τον Καταρτζή που στο παρελθόν των «Ρωμαίων» του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας δεν βλέπει λατινορωμαίους αλλά μόνο Έλληνες προγόνους;! Ιδού η απορία… Επιπλέον, χωρίζουν τους λόγιους Ρωμιούς σε κατηγορίες όπως τους εξυπηρετεί· κάνουν ιδεολογική σημαία τους τον ένα και μοναδικό Καταρτζή που αποκρούει την ονομασία «Έλληνες» σαν να είναι ο «αυθεντικός» Ρωμαίος, λες και ο Ευγένιος Βούλγαρης και αμέτρητοι άλλοι που και το όνομα «Ρωμαίος» αποδέχονται αλλά και την ισοτιμία των τριών ονομάτων, είναι Ρωμαίοι… «ιμιτασιόν». Άλλωστε, όπως είπαμε, σε τι τους ωφελεί ο Καταρτζής που όλο το ρωμέικο παρελθόν το βλέπει ελληνικό;! Μάλιστα, ο Καταρτζής ήταν και σύγχρονος του αγ. Αθανασίου του Παρίου, που όπως γνωρίζουμε ήταν συντηρητικός, παραδοσιαρχικός και απόλυτος αρνητής κάθε μορφής αίρεσης ή ειδωλολατρίας. Και όμως, χαρακτήριζε το Βυζάντιο ως αυτοκρατορία των Γραικών, τη γλώσσα των υπόδουλων ελληνική και τους τουρκοκρατούμενους Ρωμαίους τους ονόμαζε χωρίς πρόβλημα Έλληνες, ελληνικό έθνος, ελληνικό γένος. Ποιος λοιπόν φανταζόταν ότι θα βλέπαμε ανθρώπους να χαρακτηρίζουν τον Καταρτζή ως «αυθεντικό» Ρωμαίο και τον Αθανάσιο τον Πάριο, ως Ρωμαίο «γιαλαντζί»…
Εικόνα 51
Ως τελευταία απόδειξη για το πόσο δύσκολο είναι να στηρίξουν στον Καταρτζή την ευφάνταστη θεωρία τους, παραθέτουμε το σχόλιο του Πασχάλη Κιτρομηλίδη που θεωρεί τον Καταρτζή ως… πρόδρομο των Ελλήνων εθνικιστών: «Ο Καταρτζής πέτυχε μια από τις πρωιμότερες διατυπώσεις της θεωρίας της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού έθνους, που έμελλε αργότερα να αποβεί θεμελιώδες δόγμα του ελληνικού εθνικισμού»[63]. Γενικά, για τις νεόκοπες αυτές τάσεις αφελληνισμού βλ. και εδώ.
Επίμετρο2: Η έννοια της «συνέχειας» Κλείνοντας, και με αφορμή το τελευταίο σχόλιο του Πασχάλη Κιτρομηλίδη, να πούμε ότι είναι υπερβολή να συνδέεται η θέση του Καταρτζή με τον εθνικισμό. Η συνέχεια του ελληνισμού δεν είναι «εφεύρεση» ούτε του Καταρτζή, ούτε του Παπαρρηγόπουλου, ούτε του εθνικισμού. Ο Πατριάρχης Ιωσήφ στα 1270 περίπου, απευθυνόμενος στην βυζαντινή ηγεσία ανέφερε ως κοινή γνώση ότι «εμείς είμαστε στο γένος Έλληνες αλλά φέρουμε το όνομα Ρωμαίοι» (βλ. Εικόνα3), το οποίο επίσης εκφράζει ιστορική συνέχεια παρόμοια με του Καταρτζή. Θεωρούμε ότι τα τεκμήρια που παρουσιάστηκαν στα είκοσι έως τώρα άρθρα μας, έδειξαν πως η συνέχεια του ελληνισμού, η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας ή του ονόματος «Έλληνες»[64], είναι μια πραγματικότητα που περιγράφεται αδιάκοπα στις πηγές. Ο εθνικισμός όντως παραμορφώνει την ιστορία, αλλά αυτό έχει να κάνει με τις ουσιοκρατικές αντιλήψεις του. Ερμηνεύει τις αναφορές σε «Έλληνες» και «ελληνισμό» σαν να αφορούν ένα γενετικά αναλλοίωτο διαχρονικό έθνος, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για έννοιες που εξελίσσονται διαρκώς μέσα στο χρόνο και βεβαίως δεν έχουν καμία σχέση με την «καθαρότητα» του DNA. Για παράδειγμα, η ελληνική γλώσσα (βλ. εδώ), τόσους αιώνες διατηρεί το ίδιο ακριβώς όνομα, όμως η γλώσσα στην εποχή του Ηρόδοτου, του Γρηγορίου Θεολόγου, του Σχολάριου ή του Κριτόπουλου παρουσιάζει σημαντικές διαφορές. Έτσι και οι έννοιες «Έλληνες» και «ελληνισμός» προχωρούν και εξελίσσονται στο χρόνο μέσα από ποικίλες αλληλεπιδράσεις. Σίγουρα όμως, δεν υπάρχει ούτε ένας αιώνας από την αρχαϊκή εποχή μέχρι σήμερα, που να μην καταγράφεται στις πηγές η συνέχεια του «ελληνισμού» και των «Ελλήνων/Γραικών» ως έννοιες που βασίζονται σε μια σταθερή πηγή αξιών, συνδεδεμένη και με τα ελλαδικά/μικρασιατικά εδάφη (αλλά όχι μόνο, κέντρο ελληνισμού π.χ. ήταν και η Βενετία και πολλά άλλα μέρη) αλλά κυρίως με την ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά γράμματα, την ελληνική σοφία, το ελληνικό παράδειγμα και τα υλικά μνημεία. Ακόμα και όταν ενσωματώθηκαν στον ελληνισμό κάθε καταγωγής βυζαντινοί πληθυσμοί και αργότερα Βλάχοι, Αρβανίτες, σλαβόφωνοι, εκχριστιανισμένοι Οθωμανοί κ.λπ., ο ελληνισμός και οι Έλληνες συνέχισαν να υπάρχουν στις πηγές ακριβώς επειδή αυτή η πηγή αξιών παρέμεινε σταθερή σε βαθμό που εξελίχθηκε και σε «μύθο καταγωγής» για όλους αυτούς τους πληθυσμούς. Οι Υδραίοι που ήταν σε μεγάλο βαθμό Αρβανίτες αλλά υιοθετούσαν το όνομα Έλληνες και αποδέχονταν την καταγωγή από τον Μιλτιάδη και τον Θεμιστοκλή αποδεικνύουν ακριβώς τη συνέχεια του ελληνισμού και των Ελλήνων που βασίζεται σε οικουμενικά πνευματικά αγαθά και όχι σε μια στενή φυλετική καταγωγή όπως π.χ. οι Μαορί ή οι Παπούα. Γι’ αυτό μπορούσε μια ολόκληρη βυζαντινή αυτοκρατορία να αυτοπροσδιορίζεται με το όνομα Έλληνες/Γραικοί/Γραικία/Ελλάδα/Ελλήνων χώρα (βλ. Εικόνα9) και η συνέχεια αυτού του ελληνισμού να εξελιχθεί στην ελληνορθόδοξη ρωμ(α)ιοσύνη και κατόπιν στο ελληνικό έθνος που γνωρίζουμε σήμερα. Όπως είχαμε αναφέρει και είναι σημαντικό να το θυμόμαστε, ο πρώτος παράγοντας που επιχείρησε να ανατρέψει την καταγεγραμμένη στις πηγές αντίληψη περί ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, ήταν ο ίδιος ο Διαφωτισμός. Εμφανίζονται λόγιοι του Διαφωτισμού προεπαναστατικά (Κοραής, Νομαρχία Ανωνύμου) και μετεπαναστατικά (Σαρίπολος, Κουμανούδης, Ρίζος Νερουλός), οι οποίοι, έχοντας στόχο να κάνουν την Ελλάδα ελκυστική για τη βοήθεια των δυτικών, υποβάθμισαν και απαξίωσαν το Βυζάντιο ενώ τόνισαν υπέρμετρα την κλασική αρχαιότητα. Αυτή η τακτική γέννησε και μια διαμάχη παραδοσιακών και νεωτεριζόντων που επεκτάθηκε ακόμα και στην επιλογή των ονομάτων «Έλληνας», «Γραικός» ή «Ρωμαίος». Κατά συνέπεια, οι συνήθως κατηγορούμενοι για... «εθνικισμό», Ζαμπέλιος και Παπαρρηγόπουλος, που τάχα ενέταξαν «με το ζόρι» το Βυζάντιο στη συνέχεια του ελληνισμού, αποδείχτηκαν πιο συνεπείς από τους Διαφωτιστές, έδειξαν σεβασμό στα τεκμήρια που είχαν στη διάθεση τους και «προσέφεραν μια πολύ πιο πειστική εξήγηση για την εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού»[65]. Έτσι, τόνισαν το στοιχείο της πολιτισμικής συνέχειας και πέρα από τις αυτονόητες αδυναμίες που μπορούμε σήμερα να εντοπίσουμε σε τόσο παλιά έργα, τουλάχιστον έδειξαν ότι το Βυζάντιο δικαιωματικά είχε μια θέση στην ιστορία του ελληνισμού.
Σημειώσεις
[1] Βλ. και Anthony Smith, «Εθνική Ταυτότητα» (μτφρ. Εύα Πέππα), εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2000, σελ. 30 και 40. [2] Με τους όρους Ρωμαϊκότητα και Ρωμαϊκή Ιδέα αναφερόμαστε στο σύνολο των πολιτικών αξιών που συνδέονται με τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία (πολιτειακή εξουσία, στρατιωτική ισχύς, ρωμαϊκό δίκαιο, θεσμοί) και ισχύουν και για τις δύο πολιτισμικές πλευρές της αυτοκρατορίας. Όταν κάτι συνδέεται αποκλειστικά με τους δυτικούς Ρωμαίους, το χαρακτηρίζουμε λατινορωμαϊκό για να δείξουμε τη σύνδεση με τα λατινικά γράμματα και τη γλώσσα που αποτελούσαν θεμέλια του αρχαίου ρωμαϊκού κράτους και πολιτισμού. Η λατινικότητα συχνά είχε διαστάσεις σοβινιστικές, ειδικά έναντι του ελληνισμού, επειδή είχε θεωρηθεί υπερβολική η διείσδυση του στη ρωμαϊκή κουλτούρα. Εκτός αυτών, ονομάζουμε νεορωμαϊκό ό,τι αφορά τη Ρωμαϊκή Ιδέα και συνδέεται με τη Νέα Ρώμη (Κων/πολη ) και τον Μέγα Κων/νο. Το νεορωμαϊκό είναι ταυτόχρονα και βυζαντινό. Αντίθετα, η πρεσβυτέρα Ρώμη, δηλ. η αρχαία Ρώμη, είναι κομμάτι της δυτικής λατινορωμαϊκής ιδεολογίας. Με τον όρο Ελληνικότητα αναφερόμαστε στο σύνολο των πολιτισμικών αξιών που υιοθετούν οι βυζαντινοί από τον ελληνισμό. Επειδή το όνομα «ελλην-» είχε αποκτήσει αρνητική θρησκευτική χροιά, συχνά στη θέση του χρησιμοποιήθηκε το όνομα «γραικ-», το οποίο οι βυζαντινοί θεωρούσαν αρχαιοελληνικής προέλευσης και εξίσου συνδεδεμένο με τον ελληνισμό. [3] «They overlooked that the term Rhomaioi had also come to change and that it no longer denoted, in Byzantine times, Romans who spoke Latin and who lived in Italy, and who in ancient times were themselves pagans» (Vryonis Speros, «Greek Identity in the Middle Ages», Etudes Balkaniques - Cahiers Pierre Belon 6 (1999), σελ. 27-28). [4] Βλ. Χαντζή Αλεξάνδρα, «Κοινωνική ταυτότητα και διομαδικές σχέσεις» (Τμήμα Ψυχολογίας, Σημειώσεις Μαθημάτων). [5] Βλ. όσα έχουμε αναφέρει εδώ, για την προσπάθεια του κ. Τάσου Καπλάνη που το 2014 αποφάσισε να μετρήσει πόσες φορές αναφέρονται στην ψηφιακή βιβλιοθήκη Thesaurus Linguae Graecae (TLG) τα ονόματα Ρωμαίος/Γραικός/Έλλην πιστεύοντας ότι αρκεί να εντοπίσουμε το συχνότερα εμφανιζόμενο όνομα για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα γύρω από την ταυτότητα των Βυζαντινών. [6] Kaldellis Anthony, «Hellenism in Byzantium», Cambridge University Press, New York 2008, σελ. 113: «One might then say that the Presidents of the US “are really” Englishmen (or what not), regardless of the fact that they consider themselves Americans…the Byzantines were Romans who happened to speak Greek and not Greeks who happened to call themselves Romans». [7] Βλ. ομιλία Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, εφημ. «Αιών», 13 Νοεμβρίου 1838. [8] Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, «Ο Ελληνισμός άνευ πρωτογενούς εξουσίας», Νέος Ερμής ο Λόγιος, 4 (2012), σελ. 198. [9] Βλ. τα προλεγόμενα του Σπ. Ασδραχά στο: Σβορώνος Νίκος, «Το Ελληνικό έθνος - Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού», Πόλις, Αθήνα 2004, σελ. 11. [10] Βλ. ψευδο-Σφραντζής, «Μέγα Χρονικό» (Chronicon Majus), CSHB 39 (ed. Bekker), Bonn 1828, σελ. 271,276. Η ομιλία αυτή μνημονεύεται και από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Λεονάρδο τον Χίο ο οποίος την παραθέτει σε σύντομη μορφή στα λατινικά σε επιστολή του προς τον Πάπα με ημερομηνία 15 Αυγούστου 1453. Το απόσπασμα περί Ελλήνων εδώ (PG 159,939B). [11] «…τούνομα μέντοι μηκέτι κατά τό πάτριον καλουμένους αλλάξασθαι, καί τούς γε βασιλείς Βυζαντίου επί τό σφάς αυτούς Ρωμαίων βασιλείς τε καί αυτοκράτορας σεμνύνεσθαι αποκαλείν, Ελλήνων δέ βασιλείς ουκέτι ουδαμή αξιούν» (Laonicus Chalcondyles, CSHB 10, ed. Bekker, Bonn, 1843, σελ. 6). [12] Μόνο ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, προκειμένου να στερήσει τα ελληνικά γράμματα από τους Χριστιανούς, υποτίμησε ουσιαστικά τον ελληνισμό περιορίζοντας τον στο στενό πλαίσιο του παγανισμού. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός του απάντησε ότι το να προσπαθεί να συνδέσει την ελληνική παιδεία αποκλειστικά με την ειδωλολατρική θρησκεία είναι ένα δόλιο τέχνασμα («κακούργως την προσηγορίαν μετέθηκεν [ο Ιουλιανός] επί το δοκούν, ώσπερ της θρησκείας όντα τον Έλληνα λόγον, αλλ' ου της γλώσσης», PG 35, 536Α). [13] Βλ. τις θέσεις μας εδώ, τα αριθμημένα κείμενα από 1 έως17 μαζί με δύο παλαιότερα που είναι τοποθετημένα κάτω από τους δεσμούς των άρθρων 4 και 8. [14] «… the debate as to whether the classical Greeks, Byzantines and modern Greeks have a relationship characterized by continuity or by discontinuity» (Vryonis Speros, «Recent Scholarship On Continuity And Discontinuity Of Culture», στο συλλογικό έργο: «The ‘Past’ in medieval and modern Greek culture», Malibu 1978, σελ. 237). [17] Για απαντήσεις στους ισχυρισμούς περί «σλαβοποίησης» των βυζαντινών, βλ. από εδώ και κάτω. [18] Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, «Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Ψυχογιός, Αθήνα 1988, σελ. 16. [19] Βακαλόπουλος Απόστολος, «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», τόμ. 1 (Αρχές και Διαμόρφωση του), έκδ. 2η, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 87. [20] Paris Gounaridis, «Η εξέλιξη της ταυτότητας των Ελλήνων στη Βυζαντινή αυτοκρατορία», Etudes Balkaniques 6-Cahiers Pierre Belon (1999), σελ. 62. Ο Π. Γουναρίδης πραγματοποίησε σημαντική έρευνα στις βυζαντινές πηγές ως προς τη βυζαντινή ταυτότητα και την παρουσία του ελληνισμού, χωρίς βεβαίως εθνοκεντρικές παρωπίδες. Μάλιστα, διαβάζοντας την εισαγωγή του τελευταίου του άρθρου διαπιστώνει κανείς το ακριβώς αντίθετο (βλ. συλλογικό έργο, «Έλλην, Ρωμηός, Γραικός-Συλλογικοί προσδιορισμοί και ταυτότητες»', Ευρασία, Αθήνα 2018, σελ. 215). [21] Βλ. Anthony Smith, «Εθνική Ταυτότητα», ό.π., σελ. 40. [22] «One device was to qualify Latin as “the ancestral (patrios) language” of the Romans, implying that it was no longer the language that they used, but was the language of their ancestors. This reinforced the ethnic connection between the Byzantines and the ancient Romans […] This proves how deeply they identified as Romans: no self-identifying ethnic “Greek” would ever refer to Latin as his ancestral language […] They began on a popular level to call their (Greek) language “Roman,” because they were Romans and that was their language» (Kaldellis Anthony, «Romanland-Ethnicity and Empire in Byzantium», Harvard University Press, 2019, σελ. 100-101). [23] Καλοδούκας Οδυσσέας, «Η ρωμαϊκή ταυτότητα σε βυζαντινές πηγές του 11ου αιώνα», ΕΚΠΑ, 2022, σελ. 18. [24] Τα κείμενα εκδόθηκαν στα λατινικά και κατόπιν μεταφράστηκαν στα ελληνικά, η ελληνική μετάφραση όμως απέκτησε ισχύ Ιερού Κανόνα στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά συνέπεια, το όνομα «Γραικός» ήταν πλήρως αποδεκτό στο Βυζάντιο. [25] Φαίνεται πως επειδή πρόκειται για επίσημα χριστιανικά κείμενα και αυτή η ημική έκφραση αφορά το βυζαντινό παρόν, είναι πιθανό να έχουμε μια συνειδητή αντικατάσταση του «Έλληνες» που είναι ιδιαίτερα φορτισμένο από την ειδωλολατρία, με τον ηπιότερο όρο «Ελλάδος». Πάντως, όπως φαίνεται από το δίπολο «Ρωμαίοι» και «Ελλάδος» (‘et Romani et Greci’ γράφει η λατινική μετάφραση του έτους 873), προφανώς αποτελεί μια κατανόηση διαχωρισμού ανατολικής και δυτικής ταυτότητας (όπως π.χ. το «Ρωμαίων» και «Ελλήνων» που βλέπουμε στον Γεώργιο Μοναχό). [26] Ο λόγιος Λογγοβάρδος επίσκοπος Κρεμόνας Λιουτπράνδος, επισκέφθηκε το έτος 968 την Κων/πολη ως απεσταλμένος του δυτικού βασιλιά Όθωνα Α΄ (936-973). Το σημαντικό στη μαρτυρία του είναι ότι δεν χρησιμοποιεί μόνο πλάγιο λόγο, αλλά και ευθύ, μεταφέροντας αυτούσιους διαλόγους μέσα από τους οποίους προκύπτουν και βυζαντινές, ημικές αντιλήψεις ταυτότητας. Βλ. την ανάλυση μας επάνω στην εσφαλμένη χρήση και ερμηνεία του κειμένου από τη Ρωμαιοκεντρική θεώρηση, εδώ. [27]«The term Graikoi, by the early Middle Ages maybe even a loanword from the Latin ethnonym» (Clemens Gantner, «The Label ‘Greeks’ in the Papal Diplomatic Repertoire in the Eighth Century», στο συλλογικό έργο: ‘Strategies of Identification: Ethnicity and Religion in Early MedievalEurope’, Τούρνχαουτ 2013, σ. 305). Θα δούμε σε επόμενη ενότητα ότι ο συγγραφέας παραδέχεται πως από τον 8ο αι., γινόταν στη Δύση «anti-Byzantine use of the word ‘Greeks’» (σελ. 337) προκειμένου να αποσυνδεθεί το Βυζάντιο από τη ρωμαϊκότητα την οποία οι δυτικοί ήθελαν μόνο για τον εαυτό τους. Άρα, είναι ακατανόητος ο ισχυρισμός του Gantner ότι οι βυζαντινοί, που ήταν και αρκετά ισχυροί, θα «δανείζονταν» μια… προσβολή των δυτικών και θα την χρησιμοποιούσαν ως ημικό συλλογικό όνομα στη θέση του Ρωμαίος! [28] Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία Βυζαντινού Κράτους», τόμ. A΄, Βάνιας, Θεσ/νίκη 1995, σελ. 23. [29] Καλοδούκας Οδυσσέας, «Η ρωμαϊκή ταυτότητα …», ό.π., σελ. 17-18. [30] Βλ. και σχόλια στο: Vryonis Speros, «Greek Identity in the Middle Ages», Etudes Balkaniques 6-Cahiers Pierre Belon (1999), σελ. 28. Επίσης, μια σχετική άποψη του Δημ. Τσουγκαράκη. [31] Καλοδούκας Οδυσσέας, «Η ρωμαϊκή ταυτότητα …», ό.π., σελ. 21. [32] Επετηρίδα του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας τον Ελληνικού Δικαίου της Ακαδημίας Αθηνών (Ε.Κ.Ε.Ι.Ε.Δ.), τόμ. 37 (2003), σελ. 186. [33] «Ο αρχηγός των βαρβάρων μισθοφόρων του αυτοκράτορος της Δύσεως Ρωμύλου Αυγουστύλου (475-476) Οδόακρος εδολοφόνησε τον στρατηλάτην (magister militum) Ορέστην, πατέρα του Ρωμύλου, και εξεδίωξε τον αυτοκράτορα εκ του θρόνου… Ο Ζήνων μη έχων την δύναμιν αλλ’ ούτε και την διάθεσιν ν’ αναμιχθή εις τα πράγματα της Ιταλίας εδέχθη τας προτάσεις του Οδοάκρου … τον εξουσιοδότησε να κυβερνά εξ ονόματός του την Ιταλίαν και την Δύσιν» (Καραγιαννόπουλος Ιωάννης, «Ιστορία Βυζαντινού Κράτους», τόμ. Α΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 304-305). [34] Λουγγής Τηλέμαχος, «Η πρώιμη βυζαντινή ιστοριογραφία και το λεγόμενο ‘μεγάλο χάσμα’», Βυζαντινά Σύμμεικτα 4 (1981), σελ. 54. [35] Ζαμπέλιος Σπυρίδων, «Βυζαντιναί μελέται», εν Αθήναις 1857, σελ. 554. [36] Βλ. Στεφανίδης Βασ. (Αρχιμ.), «Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ' αρχής μέχρι σήμερον», 6η έκδ., Παπαδημητρίου, Αθήνα 1998, σελ. 300. [37] Βυζαντινή ελληνική μετάφραση της ψευδο-Κωνσταντίνειας Δωρεάς, πιθανόν του 9ου αι., υπάρχει στο: Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, «Σύνταγμα των θείων και Ιερών κανόνων», τόμ. Α΄, Αθήνησιν 1852, σελ. 145-148. [38] Έχουμε αναφερθεί πάλι στη γνώση των βυζαντινών ότι οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες. Βλ. από εδώ και κάτω μερικές επιπλέον μαρτυρίες. [39] Τσουγκαράκης Δημήτρης, «Εισαγωγή στη βυζαντινή σφραγιδογραφία», Κανάκης, Αθήνα 1999, σελ. 74. Βλ. και Βασιλικοπούλου Αγνή, «Η πάτριος φωνή», στο «Η επικοινωνία στο Βυζάντιο», ΚΒΕ-ΕΙΕ, Αθήνα 1993, σελ. 107-108. [40] Χριστοφιλοπούλου Αικατερίνη, «Βυζαντινή ιστορία (610-867)», τόμ. Β1΄, 2η έκδ., Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 250. [41] Browning Robert, «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία», Παπαδήμας, Αθήνα 1990, σελ. 64. [42] J.A.S. Evans, «Η Εποχή του Ιουστινιανού» (μτφρ. Κουρής Βασίλης), εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1999, σελ. 120. [43] Vryonis Speros, «Recent Scholarship … », ό.π., σελ. 248. [44] Βλ. Τάσος Καπλάνης, «Antique Names and Self-Identification: Hellenes, Graikoi, and Romaioi from Late Byzantium to the Greek Nation-State» στο D. Tziovas (ed.), ‘Re-imagining the Past: Antiquity and Modern Greek Culture’, Oxford University Press, 2014, σελ. 93. [45] Βλ. «Ανωνύμου, Πανηγυρικός» [= Ισίδωρος Κιέβου, 15ος αι.], στο Λάμπρος Σπυρίδων, «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά», τόμ. Γ΄ (1926), σελ. 194. [46] Laurent V.-Darrouzes J., «Dossier grec de l'Union de Lyon (1273-1277)», Paris 1976, σελ. 136-301. [47] Laurent V.-Darrouzes J., «Dossier grec…», ό.π., σελ. 215. [48] «we must examine not only the name but the actuality as well» (Vryonis Speros, «Recent Scholarship … », ό.π., σελ. 248). [49] Clemens Gantner, «The Label ‘Greeks’ in the Papal Diplomatic Repertoire in the Eighth Century», στο: Walter Pohl-Gerda Heydemann (επιμ.), «Strategies of Identification: Ethnicity and Religion in Early Medieval Europe», Turnhout, 2013, σελ. 303-349. [50] «The East Roman Empire was, at least from the start of the seventh century, essentially Greek, a term which embraced the spoken language and the cultural and historical heritage» (Clemens Gantner, «The Label ‘Greeks’… », ό.π., σελ. 306). [51] Χρυσός Ευάγγελος, «Γραικοί και Ρωμαίοι στην αναμέτρηση Ανατολής και Δύσης τον 9ο αιώνα», στο: «Έλλην, Ρωμηός, Γραικός-Συλλογικοί προσδιορισμοί και ταυτότητες», Ευρασία, Αθήνα 2018, σελ. 105. [52] Πρόκειται ακριβώς για το πρόβλημα που αναφέραμε και στην αρχή: υπάρχουν συγγραφείς που είναι σαν πασχίζουν πραγματικά να υποβαθμίσουν ή να αναβαθμίσουν επιλεκτικά τις ημικές μαρτυρίες των βυζαντινών. Μερικοί ερευνητές, μοιάζει να θέλουν να υποχρεώσουν τα τεκμήρια να ταιριάξουν στη θεωρία τους και όχι να αφήσουν τη θεωρία να προκύψει από τα τεκμήρια που υπάρχουν. [53] Για την περιβόητη «αιτιώδη σχέση» του 1821 με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, να πούμε ότι ασφαλώς το ιστορικό περιβάλλον έπαιξε ρόλο, αλλά πρωτίστως στον τρόπο που είδαν οι ξένοι την επανάσταση από τους οποίους οι υπόδουλοι πάντα περίμεναν ενίσχυση. Όμως τα Ορλωφικά αποτέλεσαν ήδη γενική ελληνική επανάσταση (βλ. Τ. Κανδηλώρος, «Ο αρματωλισμός της Πελοποννήσου» (1924), σ. 72-73). Θα ήταν άτοπο να μιλήσουμε για «εξάρτηση» της ελληνικής επανάστασης από αυτή των Γάλλων (1789), όταν δύο δεκαετίες πριν τη γαλλική επανάσταση γίνονται τα Ορλωφικά (1770) με τους ίδιους ακριβώς στόχους με το 1821. Μάλιστα, ο Κολοκοτρώνης απορρίπτει την ομοιότητα λέγοντας ότι οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις είναι «εμφύλιοι» ενώ ο «πλέον δίκαιος» είναι ο ελληνικός αγώνας «έθνους με έθνος» («Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής», τ.Β΄ (1889), σ. 12-13). Σύμφωνα με τον Λάμπρο Κατσώνη, στα Ορλωφικά επαναστάτησε το Ελληνικόν γένος με τους Ρωμαίους στρατιώτες του (Πανδώρα, τχ. 349 (1/10/1865), σ. 309). Στη μαρτυρία αυτή βλέπουμε πως, ενώ οι εθνοτικές ομάδες Ελλήνων/Γραικών/Ρωμαίων και Βλάχων, Αρβανιτών, σλαβόφωνων πορεύονται προς τη διεκδίκηση πολιτειακής ανεξαρτησίας, η ελληνική ταυτότητα λειτουργεί συμπεριληπτικά ως εθνική ταυτότητα και το ελληνικό όνομα περικλείει όλες τις άλλες ταυτότητες (βλ. και Σύνταγμα του Ρήγα όπως και εδώ). [54] Βλ. Αρέθας Καισαρείας (9ος-10ος αι.), «Ερμηνεία εις την Αποκάλυψιν», PG 106,721B: “μετά την κατάλυσιν [της πρεσβυτέρας Ρώμης] εις την νέαν Ρώμην τα των φιλοχρίστων βασιλέων μετηνέχθη βασίλεια”. [55] Nesselrath Heinz-Gunther, «Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία», τόμ. Α΄(Αρχαία Ελλάδα), 2η έκδ., Παπαδήμας, Αθήνα 2003, σελ. 324. Βλ. και «Ανωνύμου, Πανηγυρικός» (15ος αι.), στο Λάμπρος Σπυρίδων, «Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά», τόμ. Γ΄ (1926), σελ.149 : «Γέγονε τοίνυν οικιστής το πρώτον Βύζας εκείνος, Έλλην ανήρ». [56] Βλ. και Παπαδοπούλου Θεοδώρα, «Συλλογική ταυτότητα και αυτογνωσία στο Βυζάντιο κατά το τέλος της μεσοβυζαντινής περιόδου» (διδακτ. διατριβή), Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2007, σελ. 108. [57] Βλ. «Μονοθελητισμός», Θ.Η.Ε., 9,67-68. [58] Αιλιανός, «Ποικίλη ιστορία», 12,50. [59] Herrin Judith, «Τι είναι το Βυζάντιο» (μτφρ. Σαμαρά Χριστιάννα), Ωκεανίδα, Αθήνα 2008, σελ. 501. [60] Φώσκολος Μάρκος Αντώνιος (17ος αι.), κωμωδία «Φορτουνάτος». Βλ. εδώ, στίχο 160 και εδώ στο γλωσσάρι. Βλ. και σχόλιο του Στυλιανού Αλεξίου, Ρωμικάτο είναι η Ελλάδα (Αλεξίου Στυλιανός, «Φιλολογικαί παρατηρήσεις εις κρητικά κείμενα», Κρητικά Χρονικά 8 (1954), σελ. 267, ψηφιακό αντίγραφο εδώ ή εδώ) [61] Σε κάποιες περιπτώσεις η ημική αντίληψη ταυτότητας δεν συμβαδίζει ακριβώς με την ακαδημαϊκή ιστορία. Γι’ αυτό άλλωστε ξεχωρίζουμε τις ημικές από τις ητικές αντιλήψεις. Για παράδειγμα, η εποχή του Μ. Κων/νου και του Ιουστινιανού, αντικειμενικά ανήκουν στη λατινορωμαϊκή ιδεολογία όμως η πορεία της βυζαντινής απολατινοποίησης, η επιρροή του ελληνισμού και η ελληνορθόδοξη ταυτότητα της Τουρκοκρατίας ενσωμάτωσαν όλη τη βυζαντινή ιστορία ως κομμάτι της ελληνικής ταυτότητας. Σήμερα βεβαίως μπορούμε να διακρίνουμε τις διαφορές ως ιστορική γνώση, όταν όμως μελετάμε «ταυτότητα», μας ενδιαφέρει η ημική ματιά του εκάστοτε παρόντος. [62] Σε όλη την Τουρκοκρατία, η δημώδης γλωσσική μορφή είχε πάντα τρία ισότιμα ονόματα: «κοινή/απλή γλώσσα/διάλεκτος των Ρωμαίων/Γραικών/Ελλήνων» ή μονολεκτικά «ρωμέικα». Ακόμα και για τους ξένους, η λόγια μορφή της γλώσσας λεγόταν Greco litterale δηλαδή «ελληνική/γραικική λόγια» και μονολεκτικά μεταφραζόταν ως «Ελληνικά» με την έννοια «Καθαρεύουσα», ενώ η δημώδης γλωσσική μορφή λεγόταν Greco volgare δηλαδή «ελληνική/γραικική δημώδης» και μονολεκτικά μεταφραζόταν ως «Ρωμέικα» με την έννοια «Δημοτική». Σε κάθε περίπτωση όμως και οι δύο γλωσσικές μορφές είχαν το ίδιο ακριβώς εθνολογικό πρόσημο Greco, που σημαίνει Γραικός/ Έλληνας. [63] Κιτρομηλίδης Πασχάλης, «Νεοελληνικός διαφωτισμός», 3η έκδ., ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 215. [64] Το όνομα «Έλληνες» με την βυζαντινή, προνεωτερική, πολιτισμική ή και καταγωγική σημασία. Πέρα βεβαίως από τη χρήση του Ελλάδος, Ελλαδικός, τις περιφραστικές διατυπώσεις ή το πολύ συχνότερα εμφανιζόμενο στους πρώτους αιώνες «Γραικός» που έχει την ίδια εθνολογική αναφορά με το «Έλληνας» αλλά χωρίς την ειδωλολατρική φόρτιση. [65] Βλ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Ταυτότητες, ιστορικότητα και το πρόβλημα της αλαζονείας του παρόντος» στο συλλογικό έργο: «Έλλην, Ρωμηός, Γραικός-Συλλογικοί προσδιορισμοί και ταυτότητες», Ευρασία, Αθήνα 2018, σελ. 650. |
Δημιουργία αρχείου: 29-3-2023.
Τελευταία μορφοποίηση: 6-4-2023.