Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Ερμηνευτικές Αντιαιρετικές Μελέτες Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου Γεωργίου Παν. Τσιμπιρίδη
Μέρος 2ο: Ερμηνεία τού κατά Ιωάννην Ευαγγελίου |
29. «Ότι ο Πατήρ μου μείζων μου εστι». (Ιωάν. ΙΔ: 28). Ερμηνεία τής περιφήμου φράσεως τού Χριστού περί κατωτερότητός του εν σχέσει προς τον Πατέρα (ΙΩΑΝ. ΙΔ:28) «Ηκούσατε ότι εγώ είπον υμίν, υπάγω και έρχομαι προς υμάς. Ει ηγαπάτε με, εχάρητε αν ότι είπον, πορεύομαι προς τον Πατέρα· ότι ο Πατήρ μου μείζων μού εστι» (Ιωάν. 14:28)
Δηλαδή: «Ακούσατε ότι εγώ σάς είπα: ‘Πηγαίνω και επανέρχομαι σε εσάς’. Εάν με αγαπούσατε, θα είχατε χαρά, διότι σάς είπα: ‘Πηγαίνω στον Πατέρα’, διότι ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από Εμένα». Προηγουμένως ο Χριστός είπε στούς μαθητές Του να μην ταράσσονται και να μη δειλιάζουν (στίχ.27). Τώρα λέγει, ότι θα έπρεπε και να χαίρουν. Εδώ συμβαίνει κάτι το ασυνήθιστο. Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται ενώπιον σκληρής δοκιμασίας έχει ανάγκη στηρίξεως από τούς συνανθρώπους του. Αλλά στην περίπτωση τού Χριστού συμβαίνει το αντίστροφο! Ο Χριστός ξέρει, ότι σε λίγο θα συλληφθεί από τούς εχθρούς Του και θα υποστεί τη σκληρότερη δοκιμασία, τα φρικτά πάθη, τα οποία κατ’ επανάληψιν προείπε στούς μαθητές Του. Αντί λοιπόν οι μαθητές να στηρίξουν το Χριστό ως άνθρωπο, ο Χριστός στηρίζει τούς μαθητές Του εν όψει τών επικείμενων φρικτών παθών Του, λέγοντας σ’ αυτούς να μην ταράσσονται. Ιδιαιτέρως συγκινητικό αυτό και ακόμη πιο συγκινητικό το ότι ο Χριστός βαδίζοντας προς το φρικτό μαρτύριό Του ομιλεί περί χαράς. Πόσο διαφέρει ο Χριστός ως άνθρωπος από όλους εμάς τούς άλλους ανθρώπους! Ο Χριστός είναι άνθρωπος, όπως εμείς, εκτός όμως αμαρτίας. Κι επειδή είναι εκτός αμαρτίας, γι’ αυτό και στη συμπεριφορά Του διαφέρει από όλους εμάς τούς άλλους ανθρώπους κατά τρόπο υπερθαύμαστο! Το «υπάγω» (αναχωρώ, φεύγω) το οποίο δημιούργησε λύπη στούς μαθητές, θα έπρεπε να τούς κάνει να χαρούν. Λέγει ο Χριστός: «Εάν με αγαπούσατε, θα είχατε χαρά, διότι σάς είπα: ‘Πηγαίνω στον Πατέρα’». Αμφισβητεί ο Ιησούς την αγάπη τών μαθητών Του και λέγει: «Εάν με αγαπούσατε»; Όχι, δεν αμφισβητεί την αγάπη τών μαθητών Του, αλλά θέλει να πει, ότι η αγάπη τους δεν ήταν τελείως ανιδιοτελής και σε πλήρες μέτρο. Εάν θα ήταν έτσι, θα τούς έκανε να χαρούν για την μετάβασή Του στον Πατέρα. Την αιτία τής χαράς εκφράζει ο Χριστός με την περίφημη φράση: «ότι ο Πατήρ μου μείζων μού εστι», διότι ο Πατέρας μου είναι μεγαλύτερος από Εμένα. Ονομάζουμε περίφημη αυτή την φράση, διότι πολύ επικαλέσθηκαν αυτή τη φράση οι Αρειανοί και πολύ την επικαλούνται οι αυτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες τού Ιεχωβά» καθώς και άλλοι Αντιτριαδίτες εναντίον τής Θεότητος τού Χριστού. Λέγουν οι αιρετικοί: «Να, ο ίδιος ο Χριστός ομολογεί, ότι ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από Αυτόν, άρα είναι μικρότερος από τον Πατέρα και άρα δεν είναι Θεός». Είναι βεβαίως αναρίθμητες οι Αγιογραφικές αποδείξεις τής υψίστης αληθείας, ότι ο Χριστός είναι Θεός και κακώς οι αρνητές τής Θεότητος τού Ιησού επικαλούνται την συγκεκριμένη φράση. Δεν την ερμηνεύουν σωστά, αλλά την παρερμηνεύουν. Σχετικά λοιπόν με αυτή τη φράση έχουμε να παρατηρήσουμε τα ακόλουθα. Πρώτον, το να είναι κανείς «μείζων», μεγαλύτερος από άλλον, αυτό ΔΕΝ σημαίνει κατ’ ανάγκην διαφορά φύσεως. «Μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις», λέγει ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ Κορ. 14:5, δηλ. «Διότι αυτός που προφητεύει είναι ανώτερος εκείνου που γλωσσολαλεί». Αλλά ΚΑΙ αυτός που προφητεύει ΚΑΙ αυτός που γλωσσολαλεί είναι άνθρωπος, δεν διαφέρουν σε τίποτα όσον αφορά τη φύση. Στη βασιλεία τών ουρανών υπάρχουν άνθρωποι μείζονες (μεγαλύτεροι) και μικρότεροι, αλλά πάντως άνθρωποι ΚΑΙ οι μεν ΚΑΙ οι δε. «Εν εκείνη τη ώρα προσήλθον οι μαθηταί τω Ιησού λέγοντες· Τις άρα μείζων εστίν εν τη βασιλεία τών ουρανών;.....Όστις ουν ταπεινώσει εαυτόν ως το παιδίον τούτο, ούτός εστιν ο μείζων εν τη βασιλεία τών ουρανών» (Ματθ. 18:1, 4) δηλ. «Εκείνη την ώρα πλησίασαν οι μαθητές τον Ιησού και τού είπαν: ‘Ποιος άραγε είναι μεγαλύτερος στη βασιλεία τών ουρανών;’....Όποιος λοιπόν θα γίνει ταπεινός σαν αυτό το παιδί, αυτός είναι ο μεγαλύτερος στη βασιλεία τών ουρανών». Ο βασιλεύς είναι μείζων τού στρατιώτου και ο κύριος είναι μείζων τού δούλου, αλλά ΟΛΟΙ είναι άνθρωποι. «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ουκ έστι δούλος μείζων τού κυρίου αυτού, ουδέ απόστολος μείζων τού πέμψαντος αυτόν» (Ιωάν. 13:16) δηλ. «Αληθινά αληθινά σάς λέγω, δεν υπάρχει δούλος ανώτερος τού κυρίου του, ούτε απεσταλμένος ανώτερος αυτού που τον απέστειλε». Δεύτερον, λέγοντας ο Χριστός, ότι ο Πατέρας Του είναι μεγαλύτερος, και άρα Αυτός είναι μικρότερος, ομιλεί ως άνθρωπος. Ως άνθρωπος δε ο Χριστός είναι μικρότερος όχι μόνον από τον Πατέρα, αλλά και από τούς αγγέλους (Ψαλμ. 8:5 – Εβρ.2:7, 9). Ως άνθρωπος επίσης πεινά, διψά, κουράζεται, προσεύχεται, σταυρώνεται, πονάει κ.τ.λ. Η έννοια λοιπόν τού περιφήμου λόγου τού Χριστού είναι η εξής: «Εάν με αγαπούσατε με τελεία αγάπη, θα είχατε χαρά, διότι σάς είπα ότι πηγαίνω προς τον Πατέρα Μου, διότι ο Πατέρας Μου βρίσκεται σε κατάσταση μεγαλείου, ενώ εγώ βρίσκομαι σε κατάσταση ταπεινώσεως, βασάνων και εξουθενώσεως». Η ορθή έννοια τού συγκεκριμένου λόγου τού Χριστού συλλαμβάνεται συναισθηματικώς. Οι μαθητές θα έπρεπε να αισθανθούν χαρά, διότι ο Κύριος και Διδάσκαλός τους, πηγαίνοντας προς τον Πατέρα Του, μετέβαινε από κατώτερη κατάσταση σε ανώτερη, από την εξουθένωση στο μεγαλείο. Αλλά οι μαθητές δεν ήταν ακόμη τελείως απαλλαγμένοι από την ιδιοτέλεια και δεν είχαν ακόμη φθάσει στην τελεία αγάπη. Δεν σκέφθηκαν το Χριστό, σκέφθηκαν τούς εαυτούς τους, γι’ αυτό και δε χάρηκαν (διότι ο Χριστός θα άφηνε την κατάσταση ταπεινώσεως και βασάνων εις την οποίαν βρισκόταν και θα επανερχόταν στα μεγαλεία του ουρανού), αλλά λυπήθηκαν, διότι θα αποχωριζόταν από αυτούς. Μπορούμε να κατηγορήσουμε τούς μαθητές γι’ αυτήν την ιδιοτέλειά τους; Όχι, διότι ακόμη δεν είχε έλθει η Πεντηκοστή. Όταν ήλθε η Πεντηκοστή, οι μαθητές απέβαλαν τελείως την ιδιοτέλεια. Τρίτον, ενώ σε αυτόν τον στίχο τού Ιωάννου ο Χριστός ομιλεί ως άνθρωπος, που βρίσκεται σε κατάσταση ταπεινώσεως, βασάνων και εξουθενώσεως, υπαινίσσεται συγχρόνως και την ανωτέρα Θεία φύση Του, διότι ΔΕΝ λέγει «τον Θεόν» και «ο Θεός Μου», αλλά λέγει «τον Πατέρα» και «ο Πατήρ Μου»! Μεταξύ Θεού και Χριστού υπάρχει ειδική σχέση, σχέση πατρός προς υιό, σχέση φυσική. Ο Υιός δηλαδή είναι τής ΙΔΙΑΣ φύσεως με τον Πατέρα. Αλλά και σχέση ομουσιότητος υπάρχει μεταξύ Πατρός και Υιού, η οποία φανερώνεται από την μεγαλειώδη και υψίστης θεολογικής σημασίας διακήρυξη τού Ιησού «Εγώ και ο Πατήρ έν εσμέν» δηλ. «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα» (Ιωάν.10:30). Τα πρόσωπα που αναφέρονται σε αυτή τη δήλωση είναι ΔΥΟ, αλλά τα δύο αυτά πρόσωπα είναι ΕΝΑ πράγμα, ΜΙΑ ουσία ή Θεότητα. Ο Πατήρ και ο Υιός είναι ομοούσιοι, έχουν ομού (μαζί) τη Θεία ουσία, από κοινού και εξ αδιαιρέτου. Συνεπώς ο Χριστός, κατά την ανωτέρα φύση Του, ως Υιός δηλαδή, ΔΕΝ είναι κατώτερος από τον Πατέρα, όπως δίδασκαν οι Αρειανοί και διδάσκουν σήμερα οι αυτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες τού Ιεχωβά» και άλλοι Αντιτριαδίτες, αλλά είναι ΙΣΟΣ προς τον Πατέρα, ΙΣΟΘΕΟΣ, όπως κηρύττει ο Απόστολος Παύλος στην προς Φιλιπ. 2:6 «εν μορφή Θεού» και «ίσα Θεώ»!
Άλλα σχετικά άρθρα: |
Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο
Δημιουργία αρχείου: 5-11-2016.
Τελευταία μορφοποίηση: 17-11-2016.