Οι Ησυχαστικές Έριδες τού 14ου αιώνα Ιστορική ανασκόπηση Τού π. Ευάγγελου Μάγειρα
|
Προλογικό σημείωμα Στο χρονικό διάστημα από τον 9ο ως τις αρχές του 13ου αιώνα οι πολιτικές, πολιτισμικές και θεολογικές διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στην ανατολική και τη δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξελίχθηκαν βαθμιαία σε αγεφύρωτο χάσμα. Οι δύο κόσμοι απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον σε κάθε επίπεδο1. Η χαριστική όμως βολή στις σχέσεις των δύο κόσμων δόθηκε το έτος 1204. Με την άλωση και τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το έτος αυτό και τον διαμελισμό της Αυτοκρατορίας, το πολιτικό-πολιτισμικό-θεολογικό σχίσμα έγινε οριστικό2, καθώς ο μέσος πολίτης συνειδητοποίησε ότι ο χειρότερος εχθρός του ήταν οι Δυτικοί. Όσο μάλιστα η κυριαρχία των Δυτικών σε μεγάλο μέρος των εδαφών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας παρετείνετο, το μίσος του απλού λαού γι’ αυτούς γινόταν καθολικό3. Τα αισθήματα αυτά των βυζαντινών αποτυπώνονται ανάγλυφα στην επιστολή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αθανασίου προς τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο4, όταν ο δεκατετράχρονος γιος του αυτοκράτορα Θεόδωρος επρόκειτο να πάει στο μαρκησάτο του Μονφεράτου5 για να διαδεχθεί τον θείο του που είχε πεθάνει άτεκνος. «Ποιος θα τολμήσει να εγγυηθεί γι’ αυτό», γράφει ο Πατριάρχης, «ότι έστω θα διατηρήσει την πίστη άμεμπτη σε τόσο νεανική ηλικία και σε ξένη χώρα που κατοικείται από βαρβάρους (αλλοεθνείς), από λαό με υπεροψία στο ακρότατο σημείο, ο οποίος έχει χάσει εντελώς τη λογική του;»6. Η εποχή κατά την οποία οι βυζαντινοί θεωρούσαν ότι η ρίζα του κράτους τους βρίσκεται στη Ρώμη7 –και επομένως τα εδάφη της ανατολικής και της δυτικής Ευρώπης ανήκαν στη μία και ενιαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία– ήταν πολύ μακριά. Η Δύση ήταν πια «ξένη χώρα» και οι κάτοικοί της όχι Ρωμαίοι αλλά «βάρβαροι», και μάλιστα με διαφορετική πίστη8. Έτσι, ενώ η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί τον 14ο αιώνα υποχρέωνε τους αυτοκράτορες να επιδιώκουν την ένωση των Εκκλησιών, με σκοπό να προσεταιριστούν τις δυτικές δυνάμεις στον αγώνα τους εναντίον των Τούρκων9, η συντριπτική πλειοψηφία του κλήρου και του λαού έμενε ανυποχώρητη στην πίστη και στις παραδόσεις της και εναντιωνόταν κατηγορηματικά σε κάθε προσπάθεια ένωσης των δύο Εκκλησιών10. Η κατάσταση αυτή οδηγούσε τις διαπραγματεύσεις σε πολύ αργούς ρυθμούς και μέσα σε πνεύμα, όπως εύστοχα σημειώνεται, «ύπουλης αλληλεξαπάτησης και των δύο μερών»11. Το κλίμα αυτό έντονης αντιπάθειας προς κάθε τι το δυτικό και διαφύλαξης της Ορθόδοξης Παράδοσης, μέσα στο οποίο διεξήχθησαν οι ησυχαστικές έριδες του 14ου αιώνα, ήταν καθοριστικό για την εξέλιξή τους.
Σημειώσεις 1. Martin Hinterberger, «Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι», Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης, επιμ. Ελένη Γραμματικοπούλου, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004, σ. 11. 2. Αυτόθι, σ. 12. 3. Γ. Μεταλληνός, «Η πρώτη Άλωση της Πόλης», εφημερίδα Χριστιανική, 681(994)/6-5-2004, σ. 10. Είναι πολύ χαρακτηριστική για το γεγονός αυτό η ομιλία του Βαρλαάμ στην Αβινιόν το 1339 προς τον πάπα, στην οποία ισχυρίστηκε ότι η αιτία που ο λαός εκδήλωνε έντονη αντίθεση για την ένωση των δύο Εκκλησιών ήταν όχι τόσο οι δογματικές διαφορές, όσο το μίσος προς τους Δυτικούς, αποτέλεσμα των πολυάριθμων δεινών που υπέστη απ’ αυτούς: «Μάθετε και αυτήν την αλήθεια: Διαχωρίζει τις καρδιές των Ελλήνων από εσάς όχι τόσο η διαφορά των δογμάτων, όσο το μίσος που εισήλθε στις ψυχές τους εναντίον των Λατίνων, εξ αιτίας των πολλών και μεγάλων δεινών, τα οποία σε διάφορες περιόδους οι Έλληνες υπέστησαν από τους Λατίνους και ακόμα καθημερινά υφίστανται... Όπως ήδη έχω πει, μεγάλο μίσος εισήλθε στις ψυχές των Ελλήνων εναντίον των Λατίνων, εξ αιτίας των πολλών δεινών που υπέστησαν απ’ αυτούς. Εάν πρώτα δεν βγει αυτό το μίσος από μέσα τους, κανείς δεν μπορεί να διδάξει στους Έλληνες την ένωση μαζί σας» {«scitote et hoc vere, quia non tantum differentia dogmatum separat corda Graecorum a vobis, quantum odium, quod intravit in animos eorum contra Latinos ex multis et magnis malis, quae per diversa tempora passi sunt Graeci a Latinis et adhuc patiuntur per singulos dies... Quod ergo jam dixi magnum odium, intravit in animas Graecorum contra Latinos ex multis malis, quae passi sunt ab eis; quod odium nisi prius ejiciatur, nemo poterit docere Graecos vestram unionem» (Barlaami de Seminaria, Barlaami Oratio Pro Unione, Avenione habita coram Benedicto XII Pontifice Maximo, PG 151, 1336B-C)}. 4. Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος (1259-1332). 5. Το Μονφεράτο ήταν περιοχή στο δυτικό τμήμα των Ιταλικών Άλπεων, βόρεια της Γένοβας, κοντά στο Τορίνο. 6. «Τις γαρ ο εγγύας δούναι θαρρών περί τού ρηθέντος, ει καν τηρήση την πίστιν αμώμητον εν τοιαύτη νεότητι και αλλοδαπεί γη βαρβάροις κατοικουμένη και έθνει κατάκρως υπερηφάνω και απονενοημένω τα μέγιστα;» {A.-M. M. Talbot, The Correspondence of Athanasius I, Patriarch of Constantinople (“Corpus Fontium Historiae Byzantinae” 7), Dumbarton Oaks, Washington, D. C. 1975, 84, στ. 43-46}. 7. Ιω. Καραγιαννόπουλος, Το βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 20014, σ. 103. 8. Παρόμοια επιστολή έστειλε μετά από είκοσι χρόνια και ο πάπας Ιωάννης ΚΒ΄, όταν η Ιωάννα της Σαβοΐας επρόκειτο να ανέβει στον θρόνο του Βυζαντίου, δίπλα στον άνδρα της Ανδρόνικο Γ΄ (Martin Hinterberger, «Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι», Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης, επιμ. Ελένη Γραμματικοπούλου, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004, σ. 16). 9. Βέλικο Ραντούνοβιτς, Τα έργα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στη σερβική γραμματεία του 14ου αιώνα, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1998, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης 14/4/1999, σ. 34. 10. Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, μτφρ. Ιω. Θ. Παναγόπουλος, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1978, σ. 359. 11. Βέλικο Ραντούνοβιτς, ό.π., σ. 35. |
Δημιουργία αρχείου: 14-3-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 29-3-2018.