Θεολογία και φιλοσοφία * Βασικές διαφορές Θεολογίας και Φιλοσοφίας * Οι σχέσεις τού Χριστιανισμού με την Ελληνική φιλοσοφία * Ελληνική φιλοσοφία και Πατέρες τής Εκκλησίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη * Η αρχαία Εκκλησία διαφθάρηκε από την Ελληνική φιλοσοφία; * Πρόδρομοι στην Αλληλοπεριχώρηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού
1ο Μέρος: Ανανοηματοδότηση Ιουδαϊκών και Στωϊκών εννοιών Η εκκλησιολογική ερμηνεία των εκφράσεων: «κοινωνία Πνεύματος»[1] και «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος»[2] Μία δημιουργική συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στη σκέψη του απ. Παύλου Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου*
Πηγή: Περιοδικό "Θεολογία" Τόμος 92ος. Απρίλιος - Ιούνιος 2021. Τεύχος 2ο. Σελίδες 7-34. |
Άρθρα της ενότητας: "Εκκλησιολογική ερμηνεία τής Κοινωνίας Πνεύματος":
(Σημείωση ΟΟΔΕ: Το αρχικό άρθρο χωρίσθηκε σε πολλά μέρη, με κριτήριο τη χρήση τμημάτων του στην Ορθόδοξη Απολογητική με εύληπτο και εύχρηστο τρόπο) |
1. Ανανοηματοδότηση Ιουδαϊκών και Στωϊκών εννοιών Ο όρος κοινωνία αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο στη σκέψη του απ. Παύλου[3]. Φαίνεται ότι το θεολογικό περιεχόμενό της αναδύεται μέσα από μία αναθεωρημένη έννοια εντοπισμένη στον χώρο της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ενώ νοηματοδοτείται ουσιαστικά από τον τρόπο με τον οποίον την εφήρμοσε στη θεολογία του ο απ. Παύλος σε σχέση προς το Άγιο Πνεύμα, ως περιγραφικό όρο δηλαδή του έργου του Αγίου Πνεύματος. Χαρακτηριστικά εδάφια είναι τα Φιλιπ. 2, 1 και Β΄ Κορινθίους 13, 13, στα οποία η κοινωνία αποτελεί έργο του Αγίου Πνεύματος ή ότι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα αποτελεί κοινωνία[4]. Το θεολογικό περιεχόμενο της έννοιας κοινωνία σε συνδυασμό με το Άγιο Πνεύμα δημιουργεί μία δυναμική στην όλη θεολογική σκέψη του απ. Παύλου άλλα και στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε ο συνδυασμός αυτός κυρίως στη θεολογική ανάπτυξη και ερμηνεία του, ως έννοιας πρώτιστα εκκλησιολογικής. Η αναφορική σχέση Αγίου Πνεύματος και κοινωνίας στο Β΄ Κορινθίους 13,13, αν και δεν είναι εφεύρημα του απ. Παύλου αφού αποτελεί μάλλον μία ήδη προδιατυπωμένη ομολογία πίστεως, την όποιαν παρέλαβε από την πρωτοχριστιανική κοινότητα και δίδαξε πρώτιστα στους Κορινθίους (Α' Κορινθίους 15, 3-7), εν τούτοις το θεολογικό της περιεχόμενο απηχεί πλήρως την εκκλησιολογική του σκέψη. Το συγκεκριμένο χωρίο (Β΄ Κορινθίους 13, 13) στη βιβλική επιστήμη χαρακτηρίζεται ως μία ομολογία «υβριδικής μορφής», λειτουργικής κυρίως προελεύσεως[5], ενώ ο συνδυασμός Αγίου Πνεύματος και κοινωνίας στο συγκεκριμένο χωρίο, ως προς την διατύπωση του Φιλιπ. 2, 1[6], διαφέρει ερμηνευτικά, έστω και αν εκφράζει και αυτό πλήρως την ίδια θεολογική σκέψη του απ. Παύλου[7]. Προτού προχωρήσουμε στην εκκλησιολογική θεώρηση του όρου, θεωρούμε ότι είναι αναγκαίες κάποιες επιπλέον διευκρινίσεις. Αν και, κατά την άποψη του Théo Preiss, το Άγιο Πνεύμα στον απ. Παύλο είναι ένα πρόσωπο όπως ο Χριστός και ο Θεός Πατέρας[8], εν τούτοις ο απ. Παύλος δεν ενδιαφέρεται για μία πλήρη ανάπτυξη της τριαδολογίας. Βασικότερο μέλημά του είναι να τονίσει αυτά τα οποία μπορεί να κάνει το Άγιο Πνεύμα, δηλαδή το έργο Του (ελευθερία, κοινωνία, ενότητα), χωρίς να υπεισέρχεται σε κάποια συζήτηση σχετική με τον προσδιορισμό των ενδοτριαδικών σχέσεων[9]. Η παρατήρηση επίσης σύνολης της δομής στη σκέψη του απ. Παύλου μας επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε ότι πολλές φορές πραγματεύεται σε κάθε επιστολή του ο Απόστολος τα ίδια θεολογικά θέματα, κάθε φορά όμως προχωρεί σε έναν νέον εμπλουτισμό τόσο της σκέψεως όσο και της θεολογίας του[10]. Ειδικότερα ως προς τη σχέση Αγίου Πνεύματος και κοινωνίας είναι ανάγκη να επισημάνουμε ότι: α) ο όρος πνεύμα αποτελεί μία πολυδύναμη έννοια, διήκουσα στη σκέψη του απ. Παύλου, όπως και στην Π. Διαθήκη (Ησαΐας 45, 5, 23) και β) για τον προσδιορισμό του περιεχομένου της συγκεκριμένης έννοιας ο απ. Παύλος χρησιμοποιεί επιπλέον στοιχεία από ένα ήδη διαμορφωμένο προπαύλειο Ιουδαιοχριστιανικό και Ελληνιστικό περιβάλλον, με το οποίο διαλέγεται στο πλαίσιο μιας δημιουργικής σύνθεσης[11]. Είναι γνωστό άλλωστε ότι ο απ. Παύλος χρησιμοποιεί ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο, με το οποίο διατυπώνει ένα βίωμα, ως περιγραφή μιας «εμπειρικής θεολογίας»[12] και λιγότερο ως μία λογική εκδίπλωση της σκέψεως του ή της εκφοράς του λόγου του.
Β. Από τη φυσική «συνοχή» των Στωικών στην παύλεια «κοινωνία Πνεύματος» και «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» Με βάση λοιπόν τα παραπάνω εισαγωγικά στοιχεία, καλούμεθα να απαντήσουμε στα εξής ερωτήματα: α) Πώς ο απ. Παύλος ερμηνεύει και κατανοεί το περιεχόμενο των εδαφίων Φιλιπ. 2, 1 και Β΄ Κορινθίους 13, 13; β) Πώς οδηγείται σε μία νέα ερμηνευτική κατανόηση της σχέσεως Αγίου Πνεύματος και κοινωνίας με τις ειδικώτερες εκκλησιολογικές προεκτάσεις; γ) Με ποιόν τρόπο αναδεικνύει την αναθεωρημένη αυτή έννοια της κοινωνίας; Τα ερωτήματα αυτά οδηγούν την έρευνα αφ’ ενός στο περιβάλλον από το οποίο έλκει ο ίδιος ο απ. Παύλος τις πνευματικές του ρίζες και καταβολές και αφ’ ετέρου στον τρόπο με τον οποίον ερμήνευε θεολογικά και κυρίως εκκλησιολογικά αυτές, ώστε να ταυτίζει το Άγιο Πνεύμα με την κοινωνία και να τονίζει ότι το Άγιο Πνεύμα είναι κοινωνία, ακριβώς επειδή δημιουργεί κοινωνία αλλά και επειδή το ίδιο είναι κοινωνία. Αυτή η ερμηνευτική αλληλοπεριχώρηση των δύο όρων επιτεύχθηκε με τη δημιουργική συνάντηση και σύνθεση του Ιουδαϊκού στοιχείου με την Ελληνική διανόηση, η οποία διαμόρφωσε και τη θεολογική του σκέψη γενικώτερα. Όλη αυτή η διεργασία επεξεργασίας των όρων και της σκέψεως εκτείνεται σε ολόκληρη τη θεολογία του απ. Παύλου και είναι ανάλογη προς το πνευματικό περιβάλλον που μαθήτευσε[13]. Δείχνει οικειότητα με έννοιες και όρους στωικούς, τους όποιους προβάλλει εκχριστιανισμένους. Τούτο σημαίνει ότι υιοθετεί εκλεκτικά τη στωική φιλοσοφία, διατηρώντας αναλλοίωτη την Ιουδαϊκή νοοτροπία του, σημαντική παρακαταθήκη της θρησκευτικότητας της συναγωγής[14], μαζί με τη γνώση και τη σπουδή της σοφιολογικής γραμματείας[15]. Ο απ. Παύλος, παρ’ ό,τι παραμένει στις ρίζες του Ιουδαίος, εν τούτοις δίνει τόσο στις εβραϊκές όσο και στις ελληνικές κατηγορίες σκέψεως και όρους ένα νέο περιεχόμενο εμπνευσμένο από το γεγονός του Χριστού[16]. Τι συνεπάγεται όμως αυτή η συσχέτιση των όρων στη βάση της Χριστολογίας του; Είναι σήμερα πλέον αποδεκτό ότι ο απ. Παύλος εκφράζει έναν «εκλεκτισμό», έστω και αν διαπιστώνεται μία ώσμωση των δύο παραπάνω ασυμβίβαστων και αντίθετων πνευματικών και πολιτιστικών μεγεθών. Σε καμία περίπτωση όμως δεν αποδέχεται άκριτα τους όρους, τα σχήματα, τους τύπους και τις κατηγορίες της Ελληνικής διανόησης και κυρίως της στωικής φιλοσοφίας. Χρησιμοποιεί αυτούς φιλτραρισμένους «μέσα από τη σοφιολογική γραμματεία ενώ ο ίδιος προχωρεί και σε μία δική του επεξεργασία»[17]. Αυτήν ακριβώς την ευχέρεια χρήσεως των στωικών όρων και της επεξεργασίας τους επισημαίνουν και οι Πατέρες της Εκκλησίας[18]. Συνεπώς, η συμβολή του απ. Παύλου στη συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού δεν είναι η χρησιμοποιούμενη ορολογία αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίον επεξεργάζεται και ανανοηματοδοτεί Ελληνικές και Ιουδαϊκές έννοιες από τις οποίες πολλές φορές δεν αποδέχεται απόλυτα και το αρχικό νοηματικό ή εννοιολογικό περιεχόμενό τους. Πρώτιστο λοιπόν καθήκον της ιστορικοδογματικής ερμηνείας αποτελεί η έρευνα της ιδιαίτερης αυτής επεξεργασίας και ανανοηματοδότησης των Ελληνικών-Στωικών και Ιουδαϊκών εννοιών από τον απ. Παύλο και κυρίως του τρόπου με τον οποίον αφομοιώθηκαν από την αρχαία Εκκλησία και την πατερική παράδοση. Φαίνεται όμως ότι και με αυτήν τη διαδικασία, αφ’ ενός της αφομοιωτικής πρόσληψης της ελληνικής σκέψεως και φιλοσοφίας και αφ’ ετέρου της επεξεργασίας της μέσα από τη σοφιολογική γραμματεία της Παλαιάς Διαθήκης, ο απ. Παύλος εγκαινίασε μία δημιουργικώτερη συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού ακόμη και στο επίπεδο της εκκλησιολογίας.
Συνεχίζεται στο 2ο Μέρος με τίτλο: "Ταύτιση Αγίου Πνεύματος και Σοφίας στον Ιουδαϊσμό".
Σημειώσεις * Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος Σαββάτος είναι Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 1. Φιλιπ. 2, 1. 2. Β΄ Κορινθίους 13, 13. 3. Φιλιπ. 1, 5. 2, 1. 3, 10. 4, 15. Α' Κορινθίους 1, 9. 10,14, 16. Β΄ Κορινθίους 1, 7. 8, 4. 13, 13. Εφεσίους 5, 11, Ρωμ. 15, 26, 27. Γαλ. 2, 9. 6, 6. Εβραίους 10, 33. Φιλήμ. 6. 17. 4. Τη διαφορά μεταξύ των δύο εκφράσεων από άποψη φιλολογική, βλέπε J. Y. Campdell, “Κοινωνία and its cognates in the New Testament”, Journal of bíblical literature LI (1932), σσ. 352-380 και A.S. Di Marco, «Κοινωνία Πνεύματος (2 Cor. 13,13. Flp. 2,1) Πνεύμα Κοινωνίας. Circolatitá e ambivalenza linguistica e filologica», Filología Neotestamentaria 1 (1988), σσ. 63-75. 5. J. D. Kelly, Early Christian Creeds, Longman, London 1972, σσ. 12, 22-23. K. Νικολακόπουλος, «Βασικές τριαδικές εκφράσεις της Καινής Διαθήκης ως πρώτες προϋποθέσεις του Συμβόλου της Πίστεως», Θεολογία πδ' (2013), σσ. 58-59. J. Dapasse-Livet, «L ’existence chrétienne. Participation à la vie trinitaire 2 Cor. 13, 11-13», Assemblées du Seigneur 31 (1973), σσ. 10-13. R. P. Martin, “The Spirit in 2 Corinthians in Light of the ‘Fellowship of the Holy Spirit’ in 2 Corinthians 13: 14”, Beasley - Murray Festschrigt, σσ. 113-128. Στην πατερική σκέψη το εδάφιον Β΄ Κορινθίους 13,13 χρησιμοποιείται για να τονισθεί και η διάκριση τού έργου κάθε θείου προσώπου στην ιστορία της σωτηρίας, η δε χρήση του εμφανίζεται αρκετά νωρίς, με την εμφάνιση των πρώτων γνωστικών και τριαδολογικών ζητημάτων (βλέπε Ειρηναίου, Κατά αιρέσεων IV, 38, 3, Sources Chrétiennes (εφ' εξής SCh) 100, 953-957. V, 18, 2, SCh 153, 239-246. Του ιδίου, "Επίδειξις του αποστολικού κηρύγματος" 7, SCh 62, 41-42. Μ. Αθανασίου, Επιστολή προς Σεραπίωνα Α', 30, Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και εκκλησιαστικών Συγγραφέων (εφ' εξής ΒΕΠΕΣ) 33, 118. Β΄ 6, ΒΕΠΕΣ 33, 131. Κυρίλλου Αλεξάνδρειάς, Θησαυρός 34, PG 75, 608B-D. Θεοδωρήτου (Ψευδο-Kυρίλλου), De Sancta Trinitate, PG 75, 114 8-1189. Του ιδίου, Περί ενανθρωπήσεως, PG 75, 1420-1477. Του ιδίου, Περί της Αγίας Τριάδος 20, PG 75, 1176D-1177Α). Η Marie-Οdile Boulnois (Le paradoxe trinitaire chez Cyrille d’ Alexandrie. Hérméneutique, analyses philosophiques et argumentation théologique, Paris 1994, σσ. 438, υποσ. 503) θεωρεί ότι το συγκεκριμένο χωρίο δεν χρησιμοποιήθηκε συχνά από τους Πατέρες και μόνο σε αναφορά προς την έννοια της «συμπληρωματικότητας». Στη λειτουργική χρήση του συγκεκριμένου χωρίου αναφέρονται οι Διαταγαί των Αποστόλων (Βιβλίον Η', 12, 4. Και Η' 5, 11, ΒΕΠΕΣ 2, 151, 2-7 και 144, 29-31), όταν το χωρίο χρησιμοποιεί ο νεοχειροτονημένος Επίσκοπος ως έκφραση ευλογίας και ασπασμού, κατάλοιπο ίσως της λειτουργικής προελεύσεως του χωρίου. 6. Παράβαλλε Ιωάννης Καραβιδόπουλος, Αποστόλου Παύλου Επιστολές προς Εφεσίους, Φιλιππησίους, Κολοσσαείς, Φιλήμονα, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 156-157. J. Hainz, Κοινωνία A Methodological Inquiry into the Use of Metaphors in Ecclesiology, London 1981, σσ. 55-61. A. Di Marco, «Κοινωνία - communio Flp 2,1», Laurentianum 21 (1980), 276-403. C. S. Keener, 1-2 Corinthians, Cambridge 2005, σσ. 247. Ο όρος κοινωνία αναφέρεται για πρώτη φορά, μετά τη βιβλική του χρήση, από τον απολογητή Αθηναγόρα (δεύτερο ήμισυ του β' αιώνος), ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο σε σχέση προς τις έννοιες «ένωσις» και «διαίρεσις» στο πλαίσιο της τριαδικής θεολογίας του (βλέπε Πρεσβεία περί Χριστιανών 12 και 24, ΒΕΠΕΣ 4, 289-290), στην προσπάθειά του να απαντήσει στο θεολογικό ερώτημα της εποχής του ως προς την ενότητα (μονοθεΐα) και την τριαδικότητα του Θεού των Χριστιανών, χωρίς να υιοθετεί το σχήμα της υποταγής (subordinatio) αλλά να τονίζει τη διάκριση. Με την έννοια της κοινωνίας προσδιορίζει τη σχέση στο πλαίσιο της τριαδικότητας, χωρίς επίσης να υπονοεί κάποια μοναρχιανική αντίληψη (παράβαλλε L. W. Barnard, Athenagoras. A Study in second century Christian Apologetic, Paris 1972, σσ. 111). Ο Μ. Βασίλειος τον όρο κοινωνία συσχετίζει με το περιεχόμενο του όρου ομοούσιον. Ο όρος ομοούσιος εκφράζεται με τους όρους: «οικεία και συμφυής και αχώριστος κοινωνία», «κοινωνία κατ’ ουσίαν» ή «κοινωνία κατά φύσιν» (Περί Αγίου Πνεύματος ΚΣΤ, 63, ΚΕ, 59, ΒΕΠΕΣ 52, 85, 282. Του ιδίου, Επιστολή 52, 23, ΒΕΠΕΣ 55, 86-87. Του ιδίου, Κατά Ευνομίου Β΄, 12, 28, ΒΕΠΕΣ 52, 195-196. Ομιλία ΙΕ΄, 2-3 (Περί πίστεως), ΒΕΠΕΣ 54, 153-155. Του ιδίου, ομιλία ΚΔ', 3-6, ΒΕΠΕΣ 54, 219-223. Του ιδίου, Επιστολή ΛΗ', 4 (Γρηγορίου Νύσσης, ΒΕΠΕΣ 55, 58-60), επιβεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό και την αρχική τριαδολογική σημασία του όρου κοινωνία. Παράβαλλε Αθανάσιος Γιέφτιτς, «Το θεολογικόν έργον του Μ. Βασιλείου μεταξύ “Νικαιανών” και “Ανατολικών”», στο: Ο ίδιος, Χριστός. Αρχή και Τέλος, Αθήναι 1983, σσ. 219-220. John Zizioulas, Metropolitan of Pergamos, “The Teaching of the 2nd Ecumenical Council, on the Holy Spirit in Historical and Ecumenical Perspective”, J. S. Martin (εκδ.), Credo in Spiritum Sanctum, Libreria Editrice Vaticana I, Roma 1983, σσ. 29-54. 7. Βλέπε E. B. Alio, Saint Paul: séconde épître aux Corinthiens, Paris 1937, σσ. 343. C. K. Barrett, A Commentary of the second Epistle to the Corinthians, Harper, New York - Black London 1973, σσ. 345. B. J. Hilberath, Πνευματολογία. Η σύγχρονη ρωμαιοκαθολική δογματική θεολογία περί Αγίου Πνεύματος, εκδ. Αφοί Κυριακίδη (Eλλην. Μετάφρ. Π. Βασιλειάδης και Γ. Μαρτζέλος), Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 65-66. 8. Βλέπε Th. Preiss, “The Inner Witness of the Holy Spirit. The doctrine of the Holy Spirit and Scripture”, Interpretation, A Journal of Bible and Theology, July 1953, σσ. 259-280. B. Τσάκωνας, Η περί Παρακλήτου Πνεύματος διδασκαλία του Eυαγγελιστού Ιωάννου (υπό το πρίσμα της καθόλου βιβλικής πνευματολογίας), Εν Αθήναις 1992, σσ. 93-94 και 87. 9. Β. J. Hilberath, όπου πριν, σ. 65. 10. Βλέπε Π. Βασιλειάδης, «Σύγχρονες προσεγγίσεις της παύλειας θεολογίας», Απόστολος Παύλος και Κόρινθος. Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου (Κόρινθος, 23-25 Σεπτεμβρίου 2007), τόμ. Α', Αθήνα 2009, σσ. 281-302. 11. Χαρ. Ατματζίδης, από την βιβλική έρευνα στην πίστη της Εκκλησίας, τόμ. Α', Θεσσαλονίκη 2010, σσ. 302 και 103-104. 12. Βλέπε Π. Βασιλειάδης, όπου πριν, σ. 293. Παράβαλλε Κ. Παπαδημητρίου, Τα λεξιλόγια του Αποστόλου Παύλου. Σημασιολογική και πολιτισμική ερμηνευτική ανάλυση ειδικών λεξιλογικών όρων μέσα στο Παύλειο corpus, εκδ. Ostracon, Θεσσαλονίκη 2017. 13. Για τις σπουδές και τις επιδράσεις του Απ. Παύλου βλέπε Πράξεις 19, 8-10. Μ. Κωνσταντίνου, «Ο ελληνόφωνος Ιουδαϊσμός της εποχής του Αποστόλου Παύλου και η συμβολή του στη διάδοση της Χριστιανικής πίστης», Synthesis (e-journal), τ. 2 (2013), σσ. 166-175. 14. Ν. Κ. Λούβαρης, Εισαγωγή εις τας περί Παύλου Σπουδάς, Αθήναι 1960, σσ. 107- 108. Β. Ιωαννίδης, Ο Απόστολος Παύλος και οι Στωικοί φιλόσοφοι. Αι ιδέαι αυτών περί θείου προορισμού και περί ανθρώπινης ελευθερίας, Θεσσαλονίκη 1934, σσ. 8, 12, 13-14, 211. Β. Τσάκωνας, Η περί Παρακλήτου Πνεύματος, σ. 82, υποσ. 1. Ιωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, όπου πριν, σ. 89. Σωτ. Δεσπότης, Ο Απόστολος Παύλος στην Αθήνα, εκδ. Άθως, ά.χ., σ. 117. 15. Γαλ. 4, 4, Ρωμ. 8, 3. 16. Βλέπε Ιωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δυο κόσμων, Αθήνα 2003, σσ. 87-107. 17. Βλέπε J. Fotopoulos, “The Holy Spirit in Paul from an Orthodoxe Perspective”, The Holy Spirit and the Church according to the New Testament. Sixth International East-West Symposium of New Testament Scholars, Belgrade, August 25 to 31 2013, Mohr Sieberk, Tübingen Germany 2016, σσ. 173-186. 18. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΗ' (Περί θεολογίας), 13-14, ΒΕΠΕΣ 59, 225-226 και Γρηγορίου Νύσσης, Περί του βίου Μωυσέως, ΒΕΠΕΣ 65Α, 118.
Συνεχίζεται στο 2ο Μέρος με τίτλο: "Ταύτιση Αγίου Πνεύματος και Σοφίας στον Ιουδαϊσμό". |
Δημιουργία αρχείου: 20-1-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 24-2-2022.