Θεολογία και φιλοσοφία * Βασικές διαφορές Θεολογίας και Φιλοσοφίας * Οι σχέσεις τού Χριστιανισμού με την Ελληνική φιλοσοφία * Ελληνική φιλοσοφία και Πατέρες τής Εκκλησίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη * Η αρχαία Εκκλησία διαφθάρηκε από την Ελληνική φιλοσοφία; * Πρόδρομοι στην Αλληλοπεριχώρηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού
3ο Μέρος: Η συνεκτική λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος στον απόστολο Παύλο Η εκκλησιολογική ερμηνεία των εκφράσεων: «κοινωνία Πνεύματος»[a] και «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος»[b] Μία δημιουργική συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στη σκέψη του απ. Παύλου Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου*
Πηγή: Περιοδικό "Θεολογία" Τόμος 92ος. Απρίλιος - Ιούνιος 2021. Τεύχος 2ο. Σελίδες 7-34. |
Άρθρα της ενότητας: "Εκκλησιολογική ερμηνεία τής Κοινωνίας Πνεύματος":
(Σημείωση ΟΟΔΕ: Το αρχικό άρθρο χωρίσθηκε σε πολλά μέρη, με κριτήριο τη χρήση τμημάτων του στην Ορθόδοξη Απολογητική με εύληπτο και εύχρηστο τρόπο) |
3. Η συνεκτική λειτουργία τού Αγίου Πνεύματος στον απόστολο Παύλο Με τον όρο κοινωνία στη σοφιολογική γραμματεία ορίζεται η σχέση και η μετοχή σε κάτι κοινό, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει σχέση μεταξύ δύο αντιθέτων καταστάσεων[27]. Η σχέση επίσης στη σοφιολογική γραμματεία οδηγεί σε ένα οργανωμένο σύνολο, χωρίς όμως να έχει το εύρος και το εκκλησιολογικό βάθος το οποίο θα προσδώσει στη συνέχεια στον όρο αυτόν ο απ. Παύλος. Συγκεκριμένα, όταν ο απ. Παύλος συσχετίζει την αναφορικότητα του Πνεύματος του Θεού ως ενοποιητική και συνεκτική λειτουργία προς την έννοια της κοινωνίας ως σχέσεως, καθιστά την έννοια της κοινωνίας θεμελιώδες στοιχείο της όλης θεολογικής του σκέψεως -και ειδικώτερα στην εκκλησιολογική της θεώρηση- και συγχρόνως διαφοροποιεί τις δύο αυτές έννοιες από τη φιλοσοφική και την Ιουδαϊκή τους παράδοση και νοοτροπία. Με τον όρο κοινωνία περιγράφει μία απόλυτη κατηγορία σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό και με τους Αγίους, στην πίστη άλλα και μεταξύ των ανθρώπων[28], όχι ως μία διάσταση βιολογική, ψυχολογική ή συναισθηματική, άλλα με τη δυναμικότητα μιας σχέσεως, η οποία εκφράζεται ως ένα εκκλησιολογικό γεγονός «συνύπαρξης»[29], ενώ με τον συνδυασμό του Πνεύματος με την κοινωνία, όπως αυτή διατυπώνεται στο Β΄ Κορινθίους 13, 13 και Φιλιπ. 2, 1 και την περιγραφή της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού»[30], δίδει τη δυνατότητα για μία απόλυτη εκκλησιολογική κατανόηση της σχέσεως των εννοιών κοινωνίας, Πνεύματος και Εκκλησίας ως μιας «εν Χριστώ και εν Πνεύματι Αγίω» σχέσεως κοινωνίας και μετοχής. Η κοινωνία αυτή «εν Χριστώ» και «εν Πνεύματι Αγίω» δίδει στη σχέση και στη συνύπαρξη διαστάσεις εκκλησιολογικές και τις διαφοροποιεί από καθετί το κοσμικό και φυσικό. Με τον τρόπο αυτόν ο όρος κοινωνία[31] δεν εκλαμβάνεται ως μία απλή αμοιβαία σχέση μεταξύ του απρόσωπου και απροσδιόριστου θείου και του ανθρώπου ή και μεταξύ των ανθρώπων, όπως προσδιορίζεται στους στωικούς φιλοσόφους, αλλ' ούτε και ως μία απλή συμμετοχή, όπως στην Παλαιά Διαθήκη. Στον απ. Παύλο προσδιορίζεται ως μία σχέση μετέχοντος και μετεχομένου στη βάση της Χριστολογίας, γι' αυτό και είναι πρώτιστα κοινωνία «εν Χριστώ Ιησού» και «κοινωνία Πνεύματος» η «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος», επειδή ακριβώς το ίδιο το έργο του Πνεύματος είναι να δημιουργεί κοινωνία[32], αλλά και να επισφραγίζει αυτήν την κοινωνία[33]. Ο απ. Παύλος περιγράφει αυτή τη σχέση κοινωνίας όχι ως μία αφηρημένη η κοινωνιολογικού χαρακτήρος σχέση, άλλα ως μία σχέση συγκεκριμένη, η οποία προσδιορίζεται από την έννοια της κοινότητας, και με τον τρόπο αυτόν κοινωνία σημαίνει σχέση όλων των μελών της κοινότητας με τον Χριστό και μεταξύ τους «εν Πνεύματι Αγίω». Η κοινότητα αυτή είναι κοινωνία, η οποία δίδει στους ανθρώπους μία νέα μορφή σχέσεως, ως συνάξεως «επί το αυτό» (Πράξεις 2, 44 και εξής), η οποία αποτελεί τη νέα κοινωνία (βλέπε Α' Κορινθίους 12, 13). Αυτή η νέα κοινωνία είναι το «σώμα Χριστού» (Α' Κορινθίους 12, 12, 27) και συγχρόνως ως ναός του Θεού, όπου κατοικεί το Άγιο Πνεύμα (Α' Κορινθίους 3, 16)[34]. Ο απ. Παύλος, ταυτίζοντας τον όρο κοινωνία με την έννοια της συνάξεως «επί το αυτό», συνδέει ουσιαστικά την «κοινωνία Πνεύματος» και την «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» με την Εκκλησία[35], όρο τον οποίο λαμβάνει μεν από τους ελληνιστές Ιουδαίους των Ιεροσολύμων συγχρόνως όμως τον διαφοροποιεί από την Ιουδαϊκή παράδοση της συναγωγής. Τη διαφοροποίηση αυτή την επιτυγχάνει όταν ταυτίζει την κοινωνία όχι με μία απλή σύναξη ή συνάθροιση, όπως την Ιουδαϊκή συναγωγή, άλλα με έναν συγκεκριμένο τρόπο, αυτόν της μετοχής στη Θεία Ευχαριστία (Α΄ Κορινθίους 10, 16), όπου τα μέλη πραγματοποιούν την «κοινωνία εν τω Υιώ» (A' Κορινθίους 1, 6) και ταυτόχρονα την ένωσή τους με το «σώμα Χριστού» (Α' Κορινθίους 1, 9)[36], «τουτέστιν την Εκκλησίαν» (Εφεσίους 1, 23), «εν Πνεύματι Αγίω». Η αληθινή και πραγματική αυτή έννοια της ενότητας και της κοινωνίας εκφράζεται ως χαρισματική αλληλοσυμπλήρωση και αλληλοπεριχώρηση των μελών, «ίνα ώσιν τελειωμένοι εις έν … Ίνα και αυτοί εν ημίν ώσιν» Ιω. 17, 23, 21). Η κοινωνία όμως δεν ενώνει απλώς άλλα και διακρίνει χαρισματικά τα μέλη, ως έργο του Αγίου Πνεύματος (Εφεσίους 4, 3-4)[37], γι' αυτό και υπάρχει ενότητα «εν τη κοινωνία» και η ενότητα αυτή κατανοείται «εν τη κοινωνία» και η κοινωνία «εν τη ενότητι»[38]. Η κοινωνία αυτή ως ενότητα φανερώνεται ως γεγονός πραγματικό και Ιστορικό στο μυστήριο της Θείας ευχαριστίας[39]. Επιπλέον, το Άγιο Πνεύμα, το οποίο σφραγίζει αυτήν την κοινωνία, στον απ. Παύλο δεν είναι πλέον μία απρόσωπη, απροσδιόριστη δύναμη ή ενέργεια όπως συναντάται στους στωικούς ή μία προσωποποίηση της Σοφίας στη σοφιολογική γραμματεία, αλλά αποτελεί μία διακεκριμένη και συγκεκριμένη θεία πραγματικότητα, η οποία διακρίνεται από το έργο της, ως έργο κοινωνίας, ενότητας, ελευθερίας, ζωοποίησης, αγιασμού, ένα έργο παράλληλο προς το έργο του Χριστού ως Υιού του Θεού, από τον οποίον, αν και διακρίνεται, εν τούτοις σχετίζεται (Ρωμ. 7, 26), γι' αυτό και ο απ. Παύλος ομιλεί για το «Πνεύμα Χριστού» (Ρωμ. 8, 9. Φιλιπ. 1, 19), το «Πνεύμα τον Υιού του Θεού» (Γαλ. 4, 6)[40] και κυρίως τονίζει ότι «ο Κύριος το πνεύμά εστί και όπου το Πνεύμα εκεί ελευθερία» (Β΄ Κορινθίους 3, 17)[41]. Η παρούσα επισήμανση του απ. Παύλου ως προς το Άγιο Πνεύμα μαζί με την εκκλησιολογική νοηματοδότηση της έννοιας της κοινωνίας ως συνάξεως ευχαριστιακής «επί το αυτό», επιβεβαιώνει ότι, αφού η βάση της ευχαριστίας είναι η κοινωνία, την όποιαν δημιουργεί το Άγιο Πνεύμα και η οποία αποτελεί αναγνώριση της δωρεάς μιας πραγματικής ζωής με τη συμμετοχή στο «σώμα Χριστού», τότε ο ίδιος ο όρος κοινωνία λαμβάνει μία δυναμικότητα εκκλησιολογική. Η Εκκλησία δηλαδή είναι κοινωνία, στην οποίαν ο άνθρωπος αναγεννώμενος δια του βαπτίσματος και κοινωνεί της ζωής του Χριστού, η οποία αποκαλύφθηκε με την ίδια τη ζωή του Χριστού, με τον θάνατο και προπάντων με την ανάστασή Του, ως ζωή αγάπης και ελευθερίας[42]. Στην κοινωνία αυτή οι άνθρωποι καθίστανται «κοινωνοί θείας φύσεως» (Β΄ Πέτρου 1, 4), μετέχοντες ενός άλλου τρόπου ζωής, της ζωής του εκκλησιαστικού σώματος· γι' αυτό και η κοινωνία «εν Χριστώ» είναι «κοινωνία κατά μετοχήν» και μυστηριακή μετοχή, δηλαδή κατά χάριν μετοχή σε αυτό που ο Θεός είναι κατ’ ουσίαν[43]. Η κοινωνία συνεπώς ως έργο του Αγίου Πνεύματος ταυτίζεται με το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία (Εφεσίους 1, 23)[44], και αυτή η Εκκλησιολογική θεώρηση της κοινωνίας την καθιστά ως τον κατ’ εξοχήν τρόπο έκφρασης της ενότητας της Εκκλησίας, η οποία «σημαίνεται» στη Θεία Ευχαριστία (Παύλος, Πράξεις) αλλά και στο πρόσωπο του Επισκόπου (Ιγνάτιος), παρουσιάζοντας με την ερμηνεία ως προς την εκκλησιολογία μία «δευτεροπαύλεια θεολογία»[45]. Την εκκλησιαστική αυτή και ευχαριστιακή κοινωνία και ενότητα θα αναπτύξουν, στηριζόμενοι στη θεολογική σκέψη του απ. Παύλου, οι τρεις θεολόγοι της ενότητας και του ευχαριστιακού ρεαλισμού, οι Ιγνάτιος Αντιοχείας, Ειρηναίος Λυώνος και Κυπριανός Καρθαγένης, ως απάντηση στον δοκητισμό, στον μαρκιωνιτισμό και στα σχίσματα[46] αντίστοιχα, προβάλλοντας το χριστολογικό και πνευματολογικό υπόβαθρο της ενότητας και της κοινωνίας, η οποία πλέον ως κοινωνία Αγίων (communion sanctorum) και ως κοινωνία εν Αγίοις (communion in sacris) αποτελεί το κατ’ εξοχήν γνώρισμα της πραγματικής και αληθινής Εκκλησίας[47].
Συνεχίζεται στο 4ο Μέρος με τίτλο: "Η "αποδοχή" τού εκκλησιολογικού περιεχομένου τών εκφράσεων "κοινωνία Πνεύματος" και "κοινωνία τού αγίου Πνεύματος" από τους Πατέρες τής Εκκλησίας τών τριών πρώτων αιώνων".
Σημειώσεις * Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος Σαββάτος είναι Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. a. Φιλιπ. 2, 1. b. Β΄ Κορινθίους 13, 13. 27. Παράβαλλε Β΄ Κορινθίους 6, 14. 28. Παράβαλλε Α΄ Κορινθίους 1, 9. 3, 16. 6, 17, 19. Β΄ Κορινθίους 8, 4. Φιλιπ. 1, 5. 3, 10. 29. Παράβαλλε Α' Κορινθίους 10, 16. Α΄ Ιωάννου 1, 7. Για την έννοια του «συνυπάρχειν» βλέπε Κυρίλλου Αλεξάνδρειάς, Θησαυρός IV, PG 75, 56C. 30. J. Hainz, «κοινωνία», Exegetisches Wörterbuch zum Neuen Testament, Stuttgard II, 749-755. Χαρ. Ατματζίδης, Κριτικές αναγνώσεις των βιβλικών κειμένων, τόμ. Α', Θεσσαλονίκη 2010, σ. 295. 31. Βλέπε Κυρίλλου Αλεξάνδρειάς, εις το Ιωάννην, ια', 10, PG 74, 544 Α-D. Παράβαλλε Χρ. Βούλγαρης, «Η Εκκλησία ως η κατ’ εξοχήν κοινωνία κατά την Καινήν Διαθήκην», εκκλησιαστικός Κήρυκας Γ΄ (1991), σσ. 28-53. Ε. Franco, Communione e patricipazione. La κοινωνία nell’ epistolario paolino, Brescia 1986. 32. Π. Βασιλειάδης, «Σύγχρονες προσεγγίσεις της παύλειας θεολογίας», όπου πριν, σ. 293. 33. Βλέπε Κυρίλλου Αλεξάνδρειάς, εις τον Ιωάννην ια', 11, PG 74, 553, 557-550. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία εις την Α' προς Κορινθίους επιστολή XXX, β, PG 61, στ. 251-252. 34. Για τον Μ. Βασίλειο ο όρος κοινωνία δεν είναι μία απλή λέξη ενός απλού τρόπου υπάρξεως, αλλά εκφράζει μία ιδιαίτερη πραγματικότητα, η οποία περιγράφεται ως σώμα Χριστού «εν Αγίω Πνεύματι», δηλαδή η Εκκλησία· γι' αυτό και δεν υπάρχει Εκκλησία χωρίς τον Χριστό και το άγ. Πνεύμα. Αυτή η κοινωνία επίσης φανερώνεται ως «συμφωνία» των μελών (βλέπε Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος κστ, 61, ΒΕΠΕΣ 52, 284. Του ίδιου, Επιστολή 243, α', ΒΕΠΕΣ 55, 297-298), η οποία φανερώνεται ως ενότητα. Οι δύο αυτές εκκλησιολογικές πραγματικότητες, η κοινωνία και η ενότητα, σημαίνουν την Εκκλησία. Η ενότητα βρίσκεται στην κοινωνία και η κοινωνία στηρίζει την ενότητα. Αυτή η αλληλοπεριχώρηση των δύο πραγματικοτήτων θα αποδειχθεί σημαντική στην ανάπτυξη και εξέλιξη της εκκλησιαστικής δομής και της ιστορικής, ορατής και πραγματικής Εκκλησίας, ήδη από τον β' αιώνα. Παράβαλλε Β. J. Hilderath, Πνευματολογία, σ. 63. Β. Τσάκωνας, όπου πριν, σσ. 240-249. 35. Β. Τσάκωνας, όπου πριν, σσ. 78-79. Βλέπε Αθανασίου Γιέφτιτς, πρ. Μητροπολίτου Ζαχουμίου και Ερζεγοβίνης, Η εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1984. 36. Παράβαλλε Πράξεις 2, 42. Α΄ Ιωάννου 1, 3, 7. Για την ευχαριστία η Αρχαία Εκκλησία χρησιμοποιεί δυο έννοιες που την φανερώνουν ως κοινωνία: «σύναξις» και «κοινωνία». Βλέπε Διονυσίου Αρεοπαγίτου, εκκλησιαστική Ιεραρχία 3, 1, PG 3, 424 C. Μ. Βασιλείου, Ιστορία Μυσταγωγική 63 (εκδ. F. Ε. Brighman), Journal of Theological Studies 9 (1908), σσ. 267, 387, 397. Επιφανείου, Κατά αιρέσεων II, 2, PG 42, 188 Α. Ιωάννου Δαμασκηνού, έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως 86, PG 94, 1153 A, Β. Συμεών Θεσσαλονίκης, Περί της Θείας Λειτουργίας ΟΗ΄, PG 155, 253 C. 37. Χρ. Βούλγαρης, Η ενότης της Αποστολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 251. 38. Βλέπε J. Fotopoulos, “The Holy Spirit in Paul from an Orthodox Perspective”, The Holy Spirit and the Church according to the New Testament. Sixth International East-West Symposium of New Testament Scholars, Belgrade, August 25 to 31-2013, ed. Mohr Siebec, Tübingen 2016, σ. 185 και Pr. Dragutinonič, “The Holy Spirit and the Church in the Gospel of John. A Discourse Analysis of John 20, 19-23”, όπου πριν, σ. 139. 39. A Κορινθίους 10, 16-17. Παράβαλλε Πράξεις 2, 42, 46. 20, 7, 11. 27, 35. Α΄ Κορινθίους 11, 24. Λουκάς 24, 35. 40. Βλέπε Β. Τσάκωνας, όπου πριν, σσ. 90-95. 41. Χρ. Βούλγαρης, «Ο δε Κύριος το Πνεύμα εστίν. Β΄ Κορινθίους 3, 17», Αναφορά εις μνήμην Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου 1919-1986, τόμ. Β΄, εκδ. Ιερά Μητρόπολις Ελβετίας Ίδρυμα δια την Χριστιανικήν ενότητα Atef Danial, Γενεύη 1989, σσ. 11-23, όπου όλη η πατερική ερμηνευτική επί του παρόντος χωρίου. 42. Βλέπε Ιωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, Ελευθερία και ύπαρξη, εκδ. Δόμος, Αθήνα 2018, σ. 120. 43. Βλέπε Μάξιμος Βασιλίεβιτς, επισκ. Δυτικής Αμερικής, Ο άνθρωπος της εν Χριστώ κοινωνίας. «Μετοχή Θεού» στη θεολογική ανθρωπολογία του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Αθήνα 1999. 44. Για την πολυσήμαντη έννοια «σώμα» στον Παύλο και την εκκλησιολογική σημασία της έκφρασης «σώμα Χριστού» βλέπε Ιωάννης Ζηζιούλας, Μητρ. Γέρων Περγάμου, Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θεία Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2012, σσ. 14-16, 38-45 (όπου και βιβλιογραφία). 45. Βλέπε Τ. Nicklas, “A Church without Spirit? Pneumatology in the Writings of Ignatius of Antioch”, The Holy Spirit and the Church according to the New Testament. Sixth International East-West Symposium of News Testament Scholars, Belgrade, August 25 to 31 2013, Mohr Srebeck, Tübingen 2016, σ. 405. Παράβαλλε Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία Α', Αθήναι 19822, σ. 176. 46. Βλέπε Ιωάννης Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου, όπου πριν, σσ. 110-134. 47. Πράξεις 2, 42. Ρωμαίους 15, 26. A' Κορινθίους 1, 9. 10, 16. Παράβαλλε Theological Dictionary of the New Testament, vol. Ill, 801. Xp. Βούλγαρης, όπου πριν, σ. 234.
Συνεχίζεται στο 4ο Μέρος με τίτλο: "Η "αποδοχή" τού εκκλησιολογικού περιεχομένου τών εκφράσεων "κοινωνία Πνεύματος" και "κοινωνία τού αγίου Πνεύματος" από τους Πατέρες τής Εκκλησίας τών τριών πρώτων αιώνων". |
Δημιουργία αρχείου: 10-2-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 24-2-2022.