Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Θεολογία και Φιλοσοφία

Θεολογία και φιλοσοφία * Βασικές διαφορές Θεολογίας και Φιλοσοφίας * Οι σχέσεις τού Χριστιανισμού με την Ελληνική φιλοσοφία * Ελληνική φιλοσοφία και Πατέρες τής Εκκλησίας, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη * Η αρχαία Εκκλησία διαφθάρηκε από την Ελληνική φιλοσοφία; * Πρόδρομοι στην Αλληλοπεριχώρηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού

5ο Μέρος: Το εκκλησιολογικό περιεχόμενο τών εκφράσεων "κοινωνία Πνεύματος" και "κοινωνία τού αγίου Πνεύματος" και η σωτηριολογική τους σημασία

Η εκκλησιολογική ερμηνεία των εκφράσεων: «κοινωνία Πνεύματος»[a] και «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος»[b]

Μία δημιουργική συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στη σκέψη του απ. Παύλου

Σεβ. Μητροπολίτου Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου Σαββάτου*

 

Πηγή: Περιοδικό "Θεολογία" Τόμος 92ος. Απρίλιος - Ιούνιος 2021. Τεύχος 2ο. Σελίδες 7-34.

 

Άρθρα της ενότητας: "Εκκλησιολογική ερμηνεία τής Κοινωνίας Πνεύματος":

(Σημείωση ΟΟΔΕ: Το αρχικό άρθρο χωρίσθηκε σε πολλά μέρη, με κριτήριο τη χρήση τμημάτων του στην Ορθόδοξη Απολογητική με εύληπτο και εύχρηστο τρόπο)

5. Το εκκλησιολογικό περιεχόμενο των εκφράσεων «κοινωνία Πνεύματος» και «κοινωνία του Αγίου Πνεύματος» και η σωτηριολογική τους σημασία

Η έννοια της κοινωνίας, όπως έχουμε αναφέρει, είναι βασικός όρος με τον οποίο περιγράφεται και θεμελιώνεται μία σχέση υπαρξιακή, μέσα από την οποία βεβαιώνεται η ύπαρξη του ενός από την ύπαρξη του άλλου αναπόσπαστα. Ο κατ’ εξοχήν τρόπος σχέσεως κοινωνίας είναι η Εκκλησία ως σχέση ελευθερίας και αγάπης, δηλαδή ως «κοινωνία Πνεύματος» και ως κοινωνία «εν Χριστώ».

Ο πρώτος ο οποίος ανέπτυξε το περιεχόμενο της έννοιας της κοινωνίας σε σχέση προς την Εκκλησία και κυρίως με την εκκλησιαστική της δομή και το μυστήριο της Θείας ευχαριστίας βασιζόμενος στις παύλειες προϋποθέσεις ήταν ο Ιγνάτιος Αντιόχειας, ο οποίος ταύτισε την κοινωνία με την ενότητα, ως μία μοναδική σχέση η οποία πραγματώνεται μέσα στην Εκκλησία[87]. Η ορατή ενότητα και κοινωνία στο πρόσωπο του Επισκόπου[88] και το συνέδριο του Επισκόπου[89] στηρίζονται στο μυστήριο της Θείας ευχαριστίας ως έκφραση πλέον της πληρότητας της εκκλησιαστικής κοινωνίας και ενότητας, επειδή ακριβώς ο Επίσκοπος θεωρείται σημείο κοινωνίας και ενότητας όχι αφ’ εαυτού αλλά στη βάση του λειτουργήματος του, ως λειτουργού και προεστώτος της Θείας ευχαριστίας[90], και με τριαδικό πρότυπο σχέσεως, «εις τόπον και τύπον Θεού Πατρός», «εν Χριστώ» και «εν Πνεύματι Αγίω».

Η μη κοινωνία με τον Επίσκοπο συνεπάγεται μερισμό και «από διϋλισμό» (διάβρωση) της ενότητας και της κοινωνίας, καταστάσεις οι οποίες έχουν συνέπειες και στην κοινωνία μεταξύ των πιστών. Η ενότητα και η κοινωνία αυτή με τον Επίσκοπο ως προεστώτα στο. Μυστήριο της Θείας ευχαριστίας φανερώνει τον τρόπον με τον οποίον επιτυγχάνεται η κοινωνία μας με τον ένα και μόνον Αληθινό Τριαδικό Θεό και η μετοχή σε αυτήν την κοινωνία και ενότητα μας καθιστά μέλη και μιμητές του Χριστού[91]. Η παραμονή μας στην ενότητα αυτή επιβεβαιώνεται με τη μετοχή μας στο σώμα και το αίμα του Χριστού, ενώ μέσα από αυτήν τη μετοχή ως έκφραση κοινωνίας και ενότητας οδηγούμεθα στη σωτηρία μας[92]. Για τους λόγους αυτούς η Θεία Ευχαριστία είναι «φάρμακον αθανασίας, αντίδοτον του μη αποθανείν» και «ζην εν Ιησού Χριστώ δια παντός»[93]. Μόνο μέσα από αυτήν τη σχέση κοινωνίας με τον Χριστό, ως κοινωνία του αναστημένου σώματός Του, οδηγούμεθα στην κατάσταση της αθανασίας.

Ποιές είναι «επομένως οι προϋποθέσεις εκείνες με τις οποίες επιτυγχάνεται η ενότητα και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, υπό την προοπτική της αθανασίας και της αιωνίου ζωής; Είναι α) το «συνέρχεσθαι εν μια πίστει και εν Ιησού Χριστώ» και β) η «απερισπάστω διανοία» υπακοή στον Επίσκοπο και τους πρεσβυτέρους, ως «του κατά Θεόν ποιμαίνοντος υμάς»[94].

Η αμφιμονοσήμαντη αυτή σχέση κοινωνίας με τον Επίσκοπο, την πίστη, και σε αναφορά προς τη Θεία Ευχαριστία αποτελεί τη βάση κάθε πραγματικής κοινωνίας και ενότητας· αντίθετα κάθε παρέκκλιση συνεπάγεται διάβρωση («αποδυϊλισμό») της ενότητας και αλλοίωση του κατά Ιησούν Χριστόν ζην[95], αφού αποκομμένα τα μέλη της Εκκλησίας από την κοινωνία με τον Επίσκοπο και το συνέδριο των Πρεσβυτέρων αποκόπτονται και από την κοινότητα, το «σώμα Χριστού», την Εκκλησία, και βεβαίως δεν μετέχουν στην ευχαριστιακή κοινωνία και το «φάρμακου αθανασίας»[96].

Η ένωση, η σχέση, η κοινωνία και η ενότητα ως τρόποι εκκλησιαστικής ζωής και σχέσεως με τον «υπέρ πάντα τους Αγίους αγιώτατον αρχιερέα», η οποία μας οδηγεί και στην κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού[97], είναι που μας δίδει τη δυνατότητα προς αθανασία και καθίσταται για εμάς τους ανθρώπους η κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού «φάρμακου αθανασίας, αντίδοτον του μη αποθανείν αλλά (και) ζην εν Ιησού Χριστώ δια παντός».

Ο Ιγνάτιος την ενότητα και κοινωνία αυτή προς τον Επίσκοπο συνδέει και με την ενότητα και κοινωνία στην πίστη και την αγάπη- η πίστη όμως αυτή και η αγάπη δεν σχετίζονται ούτε προς μία διανοητική κατανόηση του περιεχομένου της ομολογίας, ούτε ως μία ψυχολογική η συναισθηματική προσέγγιση αντιστοίχως, αλλά ως τρόποι με τους όποιους φανερώνονται στο πλαίσιο της ενότητας και της κοινωνίας ότι «Θεός εστίν», αφού οποίος επαγγέλλεται ότι έχει πίστη δεν μπορεί να οδηγεί στη διάσπαση της κοινωνίας και της ενότητας, όπως και οποίος κατέχει την αγάπη δεν μπορεί να διαχέει το μίσος και την έλλειψη κοινωνίας και αποδοχής[98]. Συνεπώς, εκείνοι που επαγγέλλονται Ιησούν Χριστόν αναπόδραστα επιβεβαιώνονται από εκείνα τα οποία πράττουν.

Η πίστη δηλαδή, όπως και η αγάπη στον άνθρωπο, κατά τον Ιγνάτιο, εκκλησιοποιούνται και τελικώς καταξιώνονται μέσα από τον τρόπο με τον οποίον φανερώνει ο ίδιος ο άνθρωπος εντός της κοινωνίας και της ενότητας του εκκλησιαστικού σώματος το περιεχόμενο της πίστεως ως τρόπο ζωής. Επαναλαμβάνοντας ο Ιγνάτιος τα του απ. Παύλου, κατοχυρώνει μέσα από την προοπτική της ενότητας τη σημασία και τη σπουδαιότητα της πίστεως και της αγάπης ως στοιχεία αυτής της ενότητας και της κοινωνίας.

Ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος επομένως, θέτοντας το θέμα της παύλειας κοινωνίας σε σχέση προς το σώμα της Εκκλησίας στο επίπεδο της ορατής και πραγματικής εκκλησιαστικής ενότητας στο πρόσωπο του Επισκόπου και τη Θεία Ευχαριστία, μεταβαίνει από το θεωρητικό πλαίσιο της εκκλησιολογίας του απ. Παύλου στην πραγματική και ιστορική διάστασή της ως γεγονότος κοινωνίας και ενότητας στο «σώμα Χριστού», το οποίο έχει και τις αντίστοιχες σωτηριολογικές συνέπειες για τον άνθρωπο, αφού αποτελεί τον τρόπο προσκτήσεως της αθανασίας, ως γεγονότος εκκλησιολογικού πλέον και όχι ως μιας ηθικής κατάκτησης εξ αιτίας μιας ηθικής συμπεριφοράς και μόνον.

 

Συνεχίζεται στο 6ο Μέρος με τίτλο: "Επιλεγόμενα περί αγίου Πνεύματος και κοινωνίας".

 

Σημειώσεις


* Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος Σαββάτος είναι Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

a. Φιλιπ. 2, 1.

b. Β΄ Κορινθίους 13, 13.

87. Ιγνατίου Αντιόχειας, όπου πριν, III, 2, SCh. 10, 122.

88. Ιγνατίου Αντιόχειας, όπου πριν, III, 2. Ναii, 1, SCh. 10, 122, 126.

89. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους V, 1, SCh. 10, 62.

90. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Φιλαδελφείς II, 1-2, SCh. 10, 120- 122.

91. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους IV, 1, SCh. 10, 60.

92. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους XX, 2, SCh. 10, 76. Παράβαλλε Του ίδιου, Προς Σμυρναίους 3, SCh. 10, 134.

93. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους XX,2, SCh. 10, 76.

94. Παράβαλλε Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους, IV, 2. SCh. 10, 60.

95. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους XIV, 1, SCh. 10, 70.

96. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους II, 1, SCh. 10, 58.

97. Ειρηναίου Λυώνος, Κατά αιρέσεων, III, 24, 1, SCh. 211, 473.

98. Ιγνατίου Αντιόχειας, Προς Εφεσίους XIV, 1, SCh. 10, 70.

 

Συνεχίζεται στο 6ο Μέρος με τίτλο: "Επιλεγόμενα περί αγίου Πνεύματος και κοινωνίας".

Δημιουργία αρχείου: 23-2-2022.

Τελευταία μορφοποίηση: 24-2-2022.

ΕΠΑΝΩ