Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιεραποστολή - Χριστιανική Επέκταση

Το πολιτικό και πνευματικό κλίμα στην Ιαπωνία κατά την άφιξη τού π. Νικολάου Κασάτκιν * Οι ανά τον κόσμο Ορθόδοξοι * Παγκόσμιος χάρτης Ορθοδόξων * Πρώτες Ορθόδοξες Ιεραποστολικές διεισδύσεις στην Κίνα * Η Ιστορία τής Ορθοδοξίας στην Κορέα

7ο Μέρος

Διωγμοί στη Σεντάι και το Χακοντάτε

κατά το δεύτερο μισό τού 19ου αιώνα

Tού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου

 

Πηγή: Ιεραποστολικό βιβλίο τού Μακ. Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας Αναστασίου: "Έως εσχάτου τής γης" σελ. 251-260.

Προηγούμενη δημοσίευση: Ο όρθρος της Ορθοδοξίας εις την Ιαπωνίαν, Πορευθέντες, Αθήνα 1971 (αυτοτελής έκδοση στην καθαρεύουσα).

Προηγούμενο * Επόμενο

Παρά το άνοιγμα των σχέσεών τους προς τους ξένους, οι ιαπωνικές αρχές εξακολούθησαν να τηρούν εχθρική στάση απέναντι στον Χριστιανισμό και προσπάθησαν να επιβάλουν το Σίντο ως εθνική θρησκεία[38]. Στο Ναγκασάκι μάλιστα, που ήταν όπως σημειώθηκε τo προπύργιο των ρωμαιοκαθολικών, συνέλαβαν το 1869 χιλιάδες Χριστιανούς.

Το μέτρο αυτό προκάλεσε έντονα διαβήματα των δυτικών δυνάμεων και πολλές εσωτερικές ζυμώσεις, οι οποίες κατέληξαν το έτος 1873 στην άρση των αντιχριστιανικών διαταγμάτων[39]. Κατά την περίοδο των απαγορεύσεων υπέστησαν σκληρούς διωγμούς στη Βόρειο Ιαπωνία οι Ορθόδοξοι.

Στην πόλη Σεντάι είχε, όπως είδαμε, αποσταλεί τριμελής ομάδα αποτελούμενη από τον Παύλο Σαβάμπε, Ιάκωβο Τακάγια και Πέτρο Σασακάουα. Όταν έφθασαν εκεί επισκέφθηκαν τους προσωπικούς φίλους και συγγενείς για να μεταφέρουν σ’ αυτούς τις νέες θρησκευτικές εμπειρίες τους. Τόποι συναντήσεως ήσαν κατά πρώτο λόγο η κατοικία του φίλου τους Όνο ο οποίος εν τω μεταξύ βρισκόταν στο Τόκιο και δευτερευόντως διάφορα σπίτια ενδιαφερομένων. Σε μικρό χρονικό διάστημα ο κύκλος των συμμετεχόντων διευρύνθηκε, και μάλιστα άρχισαν να έρχονται και από τα γύρω χωριά. Σε ορισμένες συναντήσεις παρευρίσκονταν πάνω από εκατό άνδρες, γυναίκες και παιδιά.

Το πράγμα, όπως είναι ευνόητο, δεν άργησε να γίνει ευρύτατα γνωστό. Οι κύκλοι των καχυπόπτων έλεγαν ότι αυτοί που μετείχαν στις συγκεντρώσεις ασχολούνταν με μαγείες. Ένας από τους ακροατές ανέφερε στη σύναξη ότι ήταν ενδεχόμενο να γίνουν συλλήψεις και πρότεινε την προσωρινή διακοπή των συναντήσεων. Οι υπεύθυνοι όμως δεν ήσαν υπέρ μιας τέτοιας αναστολής του ευαγγελικού έργου. Χαρακτηριστικά ο Τακάγια απάντησε: «Από την πρώτη στιγμή γνωρίζαμε ότι ήταν ενδεχόμενο να επέμβουν στην εργασία μας οι Αρχές. Εάν στον πρώτο ψίθυρο ταραχής διακόψουμε το κήρυγμα του ευαγγελίου, πότε θα έρθει ο καιρός για να γίνει γνωστή η ευσπλαχνία του Θεού; Δεν είναι δικό μας θέμα να σκεφθούμε αν οι άρχοντες θα κάνουν συλλήψεις. Όσο είμαστε ελεύθεροι θα συνεχίσουμε την εργασία μας»[40].

Οι φόβοι εντούτοις επαληθεύθηκαν το βράδυ της 13ης Φεβρουάριου 1872. Αστυνομική δύναμη περικύκλωσε το σπίτι του Ιωάννη Όνο, όπου έμενε ο Παύλος Σαβάμπε. Ένας από αυτούς, μεταμφιεσμένος σε έμπορο, είχε πάει προηγουμένως εκεί για να συγκεντρώσει πληροφορίες. Ο Σαβάμπε κήρυττε στο σπίτι ενός από τους κατηχουμένους όταν τον πληροφόρησαν γι' αυτές τις κινήσεις. Χωρίς να θορυβηθεί συνέχισε μέχρι τέλους την προγραμματισμένη συνάντηση. Όταν επέστρεψε στην οικία του Όνο, τρεις αστυνομικοί τον συνέλαβαν, τον έδεσαν και τον οδήγησαν στους τοπικούς άρχοντες.

Θρύλοι από τους παλαιότερους διωγμούς, που είχαν εξαπολυθεί πριν από δυο-τρεις αιώνες, ανέφεραν ότι οι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν μαγείες και διέφευγαν[41]. Για να εμποδίσουν τέτοιο ενδεχόμενο ή τυχόν αντίσταση, σαράντα αστυνομικοί είχαν αποκλείσει τον δρόμο με οδοφράγματα και είχαν περικυκλώσει το σπίτι. Μετά τη σύλληψη του Σαβάμπε πολλοί από αυτούς μπήκαν στην οικία για εξονυχιστική ερευνά, συγκέντρωσαν όσα βιβλία βρήκαν και ποδοπάτησαν τις άγιες εικόνες. Από το σημειωματάριο του Σαβάμπε οδηγήθηκαν σε περαιτέρω συλλήψεις. Κατά την ανάκριση ο Παύλος Σαβάμπε, σύμφωνα με την παράδοση των πρώτων Χριστιανών, βρήκε την ευκαιρία για να κηρύξει στους ανακριτές του τη Χριστιανική αλήθεια. Εκείνοι όμως τον διέκοψαν και, αφού του αφαίρεσαν ό, τι Χριστιανικό σύμβολο έφερε επάνω του, τον έριξαν στη φυλακή.

Ο άλλος κήρυκας, ο Πέτρος Σασακάουα, γνωρίζοντας ότι πλησίαζε η σύλληψή του, αποφάσισε να πάει στις αρχές οικειοθελώς και να ζητήσει μάλιστα εξηγήσεις, γιατί συνέλαβαν τον Σαβάμπε, τον οποίο είχε δηλώσει στην αστυνομία ως φιλοξενούμενό του, χωρίς να τον ειδοποιήσουν ως οικοδεσπότη. Το αποτέλεσμα ήταν να φυλακίσουν αμέσως και τον Σασακάουα. Ο τρίτος Ορθόδοξος κήρυκας, ο Ιάκωβος Τακάγια, που ήταν σε ταξίδι, μόλις πληροφορήθηκε τα καθέκαστα έσπευσε να επιστρέψει στη Σεντάι για να συμμερισθεί τη δοκιμασία των αδελφών του. Τον έριξαν στη φυλακή των κοινών εγκληματιών.

Αν και απομόνωσαν τους τρεις Χριστιανούς σε ιδιαίτερους χώρους, οι φύλακες τους φέρθηκαν με κατανόηση. Τον Τακάγια, για παράδειγμα, όχι μόνο δεν τον υποχρέωσαν να προσευχηθεί μπροστά στο βουδδιστικό σύμβολο που υπήρχε εκεί, αλλά και του επέτρεψαν να απαγγέλλει δυνατά τις δικές του Χριστιανικές προσευχές. Επίσης επέτρεψαν στους φίλους των φυλακισμένων να τους φέρουν φαγητό. Τα τρόφιμα τα συγκέντρωναν οι πιστοί στο παρεκκλήσι που υπήρχε στο σπίτι του Όνο. Εκτός από αυτούς που φυλακίσθηκαν, εκατόν πενήντα ακόμη πρόσωπα, μεταξύ των οποίων πολλοί ανήλικοι, είχαν τεθεί υπό την επίβλεψη των συγγενών τους[42].

Μόλις ο π. Νικόλαος πληροφορήθηκε στο Τόκιο τα διατρέξαντα, κάλεσε ανήσυχος τον Όνο για να τον προτρέψει επιμόνως να ενεργήσει για τη σωτηρία των φυλακισμένων της Σεντάι. Ο τελευταίος ήταν έτοιμος να πάει για να συμμερισθεί τη δοκιμασία των αδελφών του, ακόμη και τον θάνατο, αν παρίστατο ανάγκη. Αλλά ο π. Νικόλαος επέμεινε ότι ήταν καλύτερο να κινηθούν δραστήρια στην πρωτεύουσα για την απελευθέρωση των κρατουμένων. Πράγματι ο Όνο, μέσω των προσωπικών του γνωριμιών και άλλων φίλων, πέτυχε να επικοινωνήσει με επίσημες προσωπικότητες της Ιαπωνίας που μπορούσαν να επηρεάσουν την κυβέρνηση (τον υπουργό Εξωτερικών, συμβούλους του κράτους, επιστήμονες και άλλους σημαντικούς παράγοντες). Έτσι, όταν έφθασε η σχετική έκθεση της νομαρχίας της Σεντάι για τους συλληφθέντες, παρά τις υπάρχουσες διχογνωμίες στους κυβερνητικούς κύκλους, τελικά δόθηκε η εντολή να απολυθούν οι κρατούμενοι Χριστιανοί.

Ενδεικτικό της τακτικής των ιαπωνικών αρχών κατά την περίοδο εκείνη ήταν ο τρόπος με τον οποίο ανακοινώθηκε η απόφαση της απολύσεως: «Αν και είσθε αξιόποινοι, διότι σπουδάζατε τη νέα θρησκεία, τύχατε συγγνώμης, διότι μετανοήσατε για τα σφάλματά σας. Προσέξτε να μην παραβείτε και πάλι τον νόμο»[43]. Όταν οι φυλακισμένοι διαμαρτυρήθηκαν, ότι καθόλου δεν είχαν μετανοήσει για τις Χριστιανικές τους αντιλήψεις, οι αρμόδιοι τους διέκοψαν και τους διέταξαν να απομακρυνθούν αμέσως. Με βαθιά συγκίνηση η κοινότητα των Χριστιανών της Σεντάι συγκεντρώθηκε μαζί με τους τέως φυλακισμένους στο παρεκκλήσι της οικίας του Όνο, για να ευχαριστήσουν τον Σωτήρα.

Η δοκιμασία απομάκρυνε τους χλιαρούς και αμφιταλαντευομένους, εμπόδισε για κάποιο διάστημα την προσέλευση νέων ακροατών, γενικότερα όμως ισχυροποίησε τη συνείδηση και αποφασιστικότητα τών Χριστιανών της Σεντάι. Το 1873, ενώ ακόμη συνεχιζόταν η απαγόρευση του Χριστιανισμού, υπολογίζεται ότι υπήρχαν στην πόλη αυτή γύρω στους διακόσιους που είχαν προσέλθει στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ ανάμεσα σ’ αυτούς ήσαν είκοσι ολόκληρες οικογένειες. Πολλοί ακόμη δεν είχαν βαπτισθεί. Όταν αργότερα ο Σαβάμπε χειροτονήθηκε Ιερέας, το έτος 1875, βαπτίσθηκαν στη Σεντάι εκατόν είκοσι εννέα πρόσωπα[44]. Σ' αυτή την πόλη εγκαταστάθηκαν μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας πολλοί από τους παλαιούς μαθητές του Νικολάι στο Χακοντάτε και η Ορθόδοξη κοινότητα παρουσίασε μεγάλη άνθηση[45].

Άλλη μεγάλη δοκιμασία έπληξε τους Χριστιανούς του Χακοντάτε. Ο αντικαταστάτης του π. Νικολάου, ο π. Ανατόλιος[46], κάλεσε λίγο μετά την αφιξή του τους πιστούς να προτείνουν τα πρόσωπα εκείνα που θα ανελάμβαναν άμεσο έργο ευαγγελισμού. Εξέλεξαν τον Ματθαίο Καγκέτα, τον Ιωάννη Σακάι και τον Παύλο Τσούντα. Οι τρεις κήρυκες ανέπτυξαν μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα τόση δραστηριότητα, ώστε χρειάστηκε να ζητήσουν τη βοήθεια και άλλων Χριστιανών. Σε διάφορα σημεία της πόλεως είχαν διατεθεί ορισμένα σπίτια για τις κατηχητικές συγκεντρώσεις.

Η εορτή του Πάσχα, που τελέσθηκε πανηγυρικά στο παρεκκλήσι του Ρωσικού Προξενείου τον Μάρτιο του 1872, έγινε αφορμή νέων συζητήσεων και σχολίων για τη Χριστιανική θρησκεία. Στην Ορθόδοξη τελετή είχαν παρευρεθεί τριάντα πιστοί και μερικοί ακόμη ενδιαφερόμενοι. Κατά την εβδομάδα της Διακαινησίμου, όταν σήμαινε η καμπάνα του ναού, πλήθη περιέργων συγκεντρώνονταν στην πύλη του παρεκκλησίου. Λόγω του περιορισμένου χώρου, τους οδηγούσαν μέσα ανά εκατό και εκεί τους δινόταν μια σύντομη εξήγηση για τη Χριστιανική πίστη. Στην πόλη έγινε εκτεταμένη συζήτηση επί του θέματος και, όπως ήταν φυσικό, οι γνώμες διχάστηκαν. Άλλοι έβλεπαν τον Χριστιανισμό καλό, άλλοι επικίνδυνο και ανήθικο, άλλοι φύσεως μαγικής[47].

Η υπόθεση του Χριστιανισμού εισήλθε σε νέα φάση, όταν οι στρατιωτικοί διοικητές της επαρχίας του Γιέζο αποφάσισαν τη διενέργεια απογραφής. Οι πολίτες διατάχτηκαν να δώσουν τα ονόματά τους στους ναούς της πατροπαράδοτης θρησκείας των Ιαπώνων[48]· εκεί τους παραδιδόταν φυλακτό, το οποίο θα έπρεπε να επιστραφεί στον ναό όταν ο κάτοχός του πέθαινε. Η διαταγή αυτή έγινε αιτία να πληροφορηθούν οι Ιαπωνικές αρχές την ύπαρξη και τη δράση των Χριστιανών.

Πρώτο συνέλαβαν τον Ιωάννη Σακάι. Κατά την εξέταση επιχείρησε να μιλήσει στους ανακριτές του περί Χριστού, εκείνοι όμως τον διέκοψαν και διέταξαν την άμεση φυλάκισή του. Κλείστηκε στις εγκληματικές φυλακές, σε ένα μικρό χώρο δεκαπέντε τετραγωνικών μέτρων, όπου ήδη έμεναν δεκαπέντε άτομα. Για την προσευχή του κατασκεύασε μικρό σταυρό από ένα είδος χόρτου, και «κομποσχοίνι», για την κατασκευή του οποίου χρησιμοποίησε κλωστή από τα ενδύματα του και σβώλους από μαγειρεμένο ρύζι. Μετά από λίγο κλήθηκαν στην αστυνομία οι δύο Ορθόδοξοι κήρυκες, ο Παύλος Τσούντα και ο Ματθαίος Καγκέτα. Η ανάκριση έγινε σε ένα θάλαμο βασανιστηρίων κοινών εγκληματιών, όπου και μόνο η θέα των βασανιστικών μηχανών προκαλούσε ρίγος.

Η ανάκριση του Τσούντα είναι χαρακτηριστική τόσο της νοοτροπίας των διοικητών, όσο και της ωριμότητος των Χριστιανών και αποκαλύπτει: Τη θετικότητα και την ευστροφία του απολογουμένου, καθώς και την πίστη και την αφοσίωσή του στην Ορθοδοξία. Κανένα αίσθημα μειονεξίας απέναντι στο κράτος και την ασκούμενη βία· η απόφασή του είναι όχι μόνο να μείνει πιστός, αλλά και να εργασθεί ιεραποστολικά σε ολόκληρη την Ιαπωνία. Για να διευκολύνει τους ανακριτές του, είπε ότι η θρησκεία του Ιησού, στην οποία αυτός πιστεύει, ασφαλώς είναι κάτι άλλο από εκείνο που οι παλαιοί νομοθέτες είχαν απαγορεύσει. Δείχνει ακόμη ότι στη δυναμική τάξη των σαμουράι, που ενδιαφερόταν για το μέλλον της Ιαπωνίας, ιδιαίτερη εντύπωση έκανε το γεγονός, ότι η θρησκεία του Ιησού βοήθησε τις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής στην πολιτιστική τους πορεία[49].

Η ανάκριση δεν διήρκεσε πολύ· ο σκοπός της ήταν προδιαγεγραμμένος: οι δύο κήρυκες καταδικάσθηκαν. Επειδή ανήκαν στην προνομιούχο τάξη των σαμουράι οδηγήθηκαν στις στρατιωτικές φυλακές, εν αναμονή οριστικότερης δίκης. Ο Τσούντα είχε κρυμμένα στο στήθος του τμήματα της Αγίας Γραφής, αλλά ανέβαλε να τα χρησιμοποιήσει από φόβο μήπως κατασχεθούν. Αργότερα επετράπη να τους φέρουν λίγα βιβλία και τότε ο φυλακισμένος σαμουράι βρήκε την ευκαιρία να βγάλει από το στήθος του τα χειρόγραφα αποσπάσματα της Αγίας Γραφής. Τον αντιλήφθηκαν όμως και του αφαίρεσαν όλα τα χαρτιά που είχε μαζί του. Η περίοδος της φυλακής πέρασε με προσευχή, ύμνους, συζητήσεις. Βλέποντας οι διοικούντες ότι οι προσπάθειές τους να μεταπείθουν τους φυλακισμένους παρέμεναν άκαρπες, απευθύνθηκαν στο υπουργείο Δικαιοσύνης για να ζητήσουν οδηγίες. Η αναφορά τους συνέπεσε να φθάσει μετά την υπόθεση της Σεντάι και έτσι εστάλη και στο Χακοντάτε παρόμοια εντολή απολύσεως. Η αποφυλάκιση έγινε την 1η Μαΐου του 1872[50].

Δεν άφησαν όμως τους τρεις κήρυκες να παραμείνουν στο Χακοντάτε. Για τους δύο σαμουράι κάλεσαν ειδικό απεσταλμένο από τη Σεντάι για να τους παραλάβει και τα τους οδηγήσει στα χωριά τους με τη ρητή εντολή να διακόψουν κάθε είδους Χριστιανική δράση. Τον Σακάι, ο οποίος δεν ήταν σαμουράι, τον έστειλαν βορείως τής Σεντάι, υπό την αυστηρή επιτήρηση ενός συγγενούς του. Εντούτοις και οι τρεις, παρά τις απειλές, συνέχισαν την ιεραποστολική τους δραστηριότητα. Το περιβάλλον όμως άρχισε να γίνεται εχθρικό. Οι συμπολίτες του Σακάι ήσαν απρόθυμοι να ακούσουν για μία θρησκεία που είχε προξενήσει στον ίδιο τόσες ταλαιπωρίες, ενώ, κατά την αντίληψή τους, η θρησκεία έπρεπε να είναι καταφύγιο ειρήνης και ασφάλειας και όχι πηγή δοκιμασιών. Προ των δυσκολιών αυτών στο περιβάλλον του ο Σακάι έστρεψε την προσοχή του προς τα γειτονικά χωριά. Σε ένα από αυτά κατόρθωσε να επηρεάσει βαθιά ένα νέο ονομαζόμενο Σέμπα, ο οποίος αργότερα βαπτίσθηκε στο Τόκιο[51].

Ο χειμώνας των αντιδράσεων κατά την πρώτη αυτή εποχή ήταν βαρύς, αλλά η Ορθοδοξία είχε ρίξει γερές ρίζες στην ιαπωνική γη. Παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις του κράτους, υπήρχαν στο τέλος της πρώτης δεκαετίας σημαντικοί πυρήνες Ορθοδόξων στο Χακοντάτε, τη Σεντάι και το Τόκιο. Την 31η Μαρτίου 1873 ανακλήθηκε η απαγόρευση της Χριστιανικής θρησκείας στην Ιαπωνία[52]. Μια νέα περίοδος άρχιζε για τη μετάδοση του ευαγγελίου της ειρήνης στην ανήσυχη αυτή περιοχή του Ειρηνικού.

Προηγούμενο * Επόμενο

 

Σημειώσεις:


38. Σημαντική αναγέννηση του Σιντοϊσμού παρουσιάσθηκε κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Οι πρωταγωνιστές της τόνιζαν την απόλυτη υπακοή στους θεούς και τον αυτοκράτορα, καθώς και την ανάγκη αποδεσμεύσεως από τις βουδδιστικές διδασκαλίες. Παράλληλα τονιζόταν η υπεροχή της Ιαπωνικής φυλής και το δικαίωμα απόλυτης κυριαρχίας του αυτοκράτορα. Οι ιδέες αυτές προλείαναν το έδαφος για την παλινόρθωση της αυτοκρατορικής εξουσίας κατά το β' ήμισυ του 19ου αιώνα (Μ. Eder, «Japan», Religion in Geschichte und Gegenwart, , εκδ. 3η, τόμ. III, στ. 540).

39. M. Anesaki, μν. έργ., σ. 337.

40. O. Cary, μν. έργ., σ. 394-395.

41. Οι διάφορες προπαγανδιστικές φήμες και οι σκληρές τιμωρίες εναντίoν τών Χριστιανών είχαν συντελέσει στο να δημιουργηθεί η αντίληψη στα λαϊκά στρώματα ότι «ο Χριστιανισμός ήταν είδος μαγείας» (Η. Kishimoto, μν. έργ., σ. 183).

42. O. Cary, μν. έργ., σ. 395-396. J. Glazik, μν. έργ., σ. 185. Ο τελευταίος σημειώνει ότι μαζί με τον Σαβάμπε συνελήφθησαν οκτώ ακόμη Χριστιανοί και 120 τέθηκαν υπό τη φύλαξη των συγγενών τους.

43. O. Cary, μν. έργ., σ. 397.

44. O. Cary, μν. έργ., σ. 398.

45. Mc Coy, μν. έργ., σ. 165.

46. G. K. Piovesana, "La mission russe au Japon", Église Vivante, 12 (1960), σ. 423. Glasik, μν. έργ., σ. 186.

47. O. Cary, μν. έργ., σ. 398-399.

48. Βλ. σημ. 5 και 38.

49. O. Cary, μν. έργ., σ. 399-400, ο οποίος, υπενθυμίζουμε στηρίχθηκε σε Ιαπωνικές πηγές, ενδεχομένως των ίδιων των πρωταγωνιστών, διηγείται την ανάκριση ως εξής:

«— Για ποιο λόγο ήρθες σ' αυτή την πόλη;

Ήρθα, απάντησε ο Τσούντα, για να σπουδάσω τη Ρωσική γλώσσα.

—Μ’ αυτό το πρόσχημα σπουδάζεις συγχρόνως τον Χριστιανισμό· γιατί;

—Στις μέρες μας, που η Ιαπωνία έχει σχέσεις με άλλα έθνη, είναι φυσικό να μας ρωτούν οι ξένοι, για ποιο λόγο έχει απαγορευθεί η θρησκεία τους. Μου φάνηκε ότι η αδυναμία να δώσω μια εξήγηση, θα αποτελούσε ντροπή για μένα και για τη χώρα μου. Κατόπιν τούτου σκέφθηκα ότι είναι απαραίτητο να εξετάσω τις διδασκαλίες τους. Άρχισα τη μελέτη και σύντομα ανακάλυψα ότι δεν υπήρχε τίποτε που να δικαιολογεί τόση αντίδραση. Η θρησκεία, στην οποία αναφερόταν η απαγόρευση αυτή, πρέπει να είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από τη θρησκεία του Ιησού, που η υπέροχη διδασκαλία της έφερε τις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής στο σημερινό επίπεδο του πολιτισμού. Πεπεισμένος για την αλήθειά της αποφάσισα να τη μελετήσω περισσότερο.

— Αυτή η θρησκεία του Ιησού, όπως την ονομάζεις, είναι ακριβώς η ίδια με τον Χριστιανισμό, τον οποίο απαγορεύουν αυστηρώς τα διατάγματα σε ολόκληρη τη χώρα;

— Ασφαλώς γνωρίζω τι αναφέρουν αυτά τα διατάγματα· επιπλέον από την παιδική μου ηλικία έχω γνωρίσει τον Σιντοϊσμό, τον Κομφουκιανισμό, καθώς επίσης και τον Βουδδισμό, ο οποίος υπήρξε η θρησκεία της οικογενείας μου. Αφ’ ότου όμως για πρώτη φορά βρήκα την οδό της σωτηρίας και της δικαιοσύνης στη θρησκεία του Ιησού, επιθύμησα να διδαχθώ όσο το δυνατόν περισσότερα γι' αυτήν.

— Εφόσον είσαι φοιτητής, υπάρχουν ενδεχομένως μερικοί λόγοι για να κάνεις έρευνα για τον Χριστιανισμό· αλλά γιατί τον διδάσκεις και στους άλλους;

— Ο Ιησούς είπε, ότι πρέπει να κάνουμε και τους άλλους συμμετόχους των δωρεών που επιθυμούμε για τον εαυτό μας. Συνεπώς, ο πόθος μου είναι, να διδάξω αυτήν τη θρησκεία όχι μόνο στο Χακοντάτε, αλλά σε όλες τις περιοχές της Ιαπωνίας.

— Οι άνθρωποι του Χακοντάτε έχουν μικρή μόρφωση. Μέχρι τώρα έχουν μείνει ικανοποιημένοι από τον Βουδδισμό. Να τους διδάξει κανείς κάτι νέο, και αν ακόμη είναι ενδεχομένως καλό καθ’ εαυτό, θα τους δημιουργήσει μόνο σύγχυση.

Ο Τσούντα φάνηκε να ερεθίστηκε από αυτές τις λέξεις και είπε:

— Η νοημοσύνη και η έλλειψη νοημοσύνης εξαρτώνται κατά πολύ από τη βαθμίδα εκπαιδεύσεως στην οποία φθάνει κανείς. Κατά συνέπεια επιθυμώ ιδιαίτερα να διδάξω αυτούς που βρίσκονται σε άγνοια.

Ο ανακριτής, ο οποίος φαινόταν να αναζητεί κάποια βάση για να διατυπώσει την καταδικαστική απόφαση, τόνισε και πάλι:

— Η θρησκεία του Ιησού είναι ασφαλώς η ίδια με εκείνη που από καιρό απαγορεύεται.

— Απαγορεύεται διότι είναι καλή ή διότι είναι κακή; ρώτησε ο Τσούντα, σκεπτόμενος ότι, εάν η απάντηση ήταν ότι είναι κακή, θα ρωτούσε ποια σημεία της είναι τα κακά· εάν ομολογείτο ότι η διδασκαλία της είναι καλή, θα ρωτούσε γιατί τότε διώκεται.

Ο ανακριτής όμως ζύγισε την ερώτηση και απλώς είπε:

— Ο νόμος είναι νόμος και συ, ως παραβάτης του νόμου, θα έπρεπε να τρέμεις στη σκέψη της αδικοπραγίας σου.

— Δεν έχω τη συνείδηση, απάντησε ο Τσούντα, ότι είμαι παραβάτης του νόμου, διότι δεν έκανα τίποτε άλλο παρά να μελετώ μια καλή θρησκεία».

50. Ο. Cary, μν. έργ., σ. 401. Ο Glazik σημειώνει: Ιούνιος 1872. Ορθότερη η ημερομηνία που αναφέρει ο Cary.

51. Ο. Cary, μν. έργ., σ. 401-402.

52. J. lazik, μν. έργ., σ. 185. Παράβαλλε Κ. S. Latourette, μν. έργ., σ. 377.

Δημιουργία αρχείου: 29-11-2017.

Τελευταία μορφοποίηση: 7-12-2017.

ΕΠΑΝΩ