Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Ιστορικά και Ορθοδοξία

Οι διάδοχοι τών αποστόλων || Η εξουσία τής Εκκλησίας || Αποστάτησε ποτέ η Εκκλησία; || Διδαχή των Αποστόλων (Αρχαίο κείμενο) || Περί του πρωτοχριστιανικού κειμένου της Διδαχής των Αποστόλων || Η αξιοπιστία των επιστολών του Αγίου Ιγνατίου || Αποστολική ζωή, παράδοση και διαδοχή || Ιησούς Χριστός - Η Ζωή τού κόσμου

Εκκλησιαστική Ιστορία

Α΄ Μέρος: Η περί το θέμα προβληματική στην Καινή Διαθήκη

 Η άντληση της Εξουσίας της τάξης των Προφητών στην πρώτη Εκκλησία

Το Πολίτευμα τής Εκκλησίας και η Τάξη  τών Προφητών (70-100 μ.Χ.)

 

Πηγή: Εκκλησιαστική Ιστορία Βλασίου Ι. Φειδά, Α΄ Αθήνα 1992, κεφ. Β΄.

 

 

1. Η περί το θέμα προβληματική στην Καινή Διαθήκη

Το πρόβλημα της Εκκλησίας κατά την αποστολική και τη μεταποστολική εποχή συνδέεται άρρηκτα αφ’ ενός μεν προς τη μεταβίβαση της αποστολικής λειτουργίας της Επισκοπής από τους Αποστόλους στους διαδόχους τους, αφ’ ετέρου δε προς τη σχέση του τοπικού Ιερατείου, όπως αυτό μαρτυρείται στην Καινή Διαθήκη και στην πρώιμη μεταποστολική εποχή, προς την αποστολική διαδοχή.

Αυτό σημαίνει σε τελευταία ανάλυση την αναζήτηση των διαδοχικών συνεχών κρίκων στη σειρά και την τάξη διαδοχής από την αποστολική εποχή μέχρι τις αρχές του Β' αιώνα, επισκοπικής εξουσίας α) πέρα από το τοπικό Ιερατείο ή τους τίτλους του τοπικού Ιερατείου, και β) στις προβαλλόμενες από τους προτεστάντες ως αμιγείς τάξεις χαρισματούχων.

Βεβαίως, η αναθεώρηση των προτεσταντικών αυτών προϋποθέσεων δεν παραθεωρεί τον προερχόμενο από τη μακρά παραδοχή εθισμό των ερευνητών στην προτεσταντική αρχή του διαχωρισμού μεταξύ οικουμενικής τάξεως χαρισματούχων και του τοπικού Ιερατείου. Οπωσδήποτε όμως δεν μπορεί κανείς για τον λόγο αυτό να δεχθή ομολογιακές ταυτίσεις ή και διακρίσεις της προτεσταντικής έρευνας, όπως λ.χ. την ταύτιση της εξέχουσας στην αποστολική Εκκλησία τάξεως των Προφητών προς μόνους τους φορείς του περιστατικού ελεύθερου χαρίσματος της προφητείας, ή τον διαχωρισμό των χαρισμάτων από το Ιερατείο με την άρνηση στους πρώτους μεν τη δια χειροτονίας σύνδεσή τους προς την Ιερωσύνη, στο δεύτερο δε την λόγω της χειροτονίας αποξένωση από κάθε χάρισμα.

Θεμελιώδης αρχή είναι η ήδη παραδεκτή διαπίστωση, ότι οι δοκιμότεροι από τους μαθητές και συνεργάτες των Αποστόλων τους διαδέχθηκαν, κατά το πρότυπο του Τιμοθέου και του Τίτου, στο αποστολικό έργο με τη μεταβίβαση σε αυτούς της αποστολικής αυθεντίας και εξουσίας. Αυτοί, αδιαφόρως τίτλου, θεωρήθηκαν πράγματι ως οι πρώτοι μετά τον θάνατο των Αποστόλων διάδοχοί τους στην αποστολική λειτουργία της Επισκοπής και καθιστούσαν κατά τόπους το μόνιμο Ιερατείο των Επισκόπων ή Πρεσβυτέρων και διακόνων. Εάν όμως η βασική αυτή παραδοχή, η οποία επιβεβαιώνεται από το σύνολο των μαρτυριών της μεταποστολικής εποχής, είναι γενικώς παραδεκτή, τότε παραμένει περίεργο το γεγονός ότι οι διάδοχοι των Αποστόλων δεν αναζητήθηκαν στα πρόσωπα των μαθητών τους, ήτοι με τον συντονισμό προς την κατεύθυνση: α) του καθορισμού του τίτλου και της λειτουργίας τους, β) της σχέσεώς τους προς το τοπικό Ιερατείο, και γ) του τρόπου με τον οποίο διαδέχθηκαν τους Αποστόλους στο αποστολικό έργο.

Το γεγονός ότι ο Τιμόθεος ή ο Τίτος χειροτονήθηκαν από τον απόστολο Παύλο και χειροτονούσαν κατά πόλεις το τοπικό Ιερατείο δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί. Οι λοιποί μαθητές των Αποστόλων αφ’ ενός μεν επιβίωσαν κατά κανόνα μετά τον θάνατο των πρώτων, αφ’ ετέρου δε είχαν επωμισθεί την ίδια με τον Τιμόθεο ή τον Τίτο ευθύνη για τη συνέχιση της αποστολικής λειτουργίας της Επισκοπής. Αυτοί, αφού δεν ανήκαν οπωσδήποτε στην τάξη των Επισκόπων ή των διακόνων του τοπικού Ιερατείου, σε ποια τάξη ανήκαν και με ποιον τίτλο αποδιδόταν η εξέχουσα θέση τους στην Εκκλησία;

Το γεγονός ότι στους όρους Επίσκοπος ή πρεσβύτερος της καινοδιαθηκικής γραμματείας δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθούν οι φορείς του επισκοπικού αξιώματος, ή ότι οποιαδήποτε σχετική αποδεικτική διαδικασία δεν καταλήγει σε αναντίρρητα συμπεράσματα, οδηγεί εύλογα στην ανάγκη της επανεκτιμήσεως: α) της αποδεσμεύσεως από τη μελέτη του θέματος με κέντρο και άξονα μόνο το μόνιμο Ιερατείο κάθε τοπικής Εκκλησίας (Επίσκοποι ή Πρεσβύτεροι και διάκονοι), όπως αυτό εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη, β) της αναθεωρήσεως της αρχής, κατά την οποία η χειροτονία χαρισματούχων σε κάποιο βαθμό της Ιερωσύνης ήταν ασυμβίβαστη προς το ελεύθερο χάρισμα, και γ) της υπερβάσεως ή απαγγιστρώσεως από την καθιερωμένη κατά την εποχή του Ιγνατίου αρχή της άρρηκτης σχέσεως Επισκόπου και τοπικής Εκκλησίας.

Η συνήθης επιλογή για τη γενίκευση της αρχής του καθέτου διαχωρισμού μεταξύ οικουμενικής τάξεως χαρισματούχων και τοπικού Ιερατείου δεν ευοδώνεται από τις μαρτυρίες των πηγών της αποστολικής και της πρώιμης μεταποστολικής εποχής ή τουλάχιστον η αρχή αυτή δεν ισχύει για όλους τους χαρισματούχους. Το ίδιο είναι δυνατόν να υποστηριχθεί και για τους φορείς της Ιερωσύνης, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθούν από κάθε χάρισμα λόγω της χειροτονίας τους στην Ιεροσύνη. Ο Α. von Harnack υποστήριξε την πρόταξη και την υπεροχή της χαρισματούχου τάξεως έναντι του τοπικού Ιερατείου με βάση κυρίως τη Διδαχή και το χωρίο της προς Εφεσίους επιστολής, κατά το οποίο "και αυτός έδωκε τους μεν Αποστόλους, τους δε προφήτας, τους δε ευαγγελιστάς, τους δε ποιμένας και διδασκάλους, προς καταρτισμόν των αγίων, εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού" (Εφεσίους 4, 10-12), θεμελίωσε δε τον διαχωρισμό αυτό στην επισφαλή ταύτιση των μεν Προφητών και ευαγγελιστών προς τους αμιγείς χαρισματούχους, των δε ποιμένων και διδασκάλων προς το τοπικό Ιερατείο. Η υπόθεση του Α. von Harnack δέχεται ότι στο χωρίο αυτό έχουμε μία ιεραρχημένη κατάταξη των λειτουργημάτων της αποστολικής εποχής και ότι αυτή είναι κατά βάση ευλογοφανής. Η προέκταση όμως της υποθέσεως αυτής στην υποστήριξη της θέσεως, ότι σε κάθε τοπική Εκκλησία παρά και υπέρ το μόνιμο τοπικό Ιερατείο υπήρχε μία παράλληλη οικουμενική τάξη χαρισματούχων, αποτελεί, όπως θα δούμε, αθεμελίωτη γενίκευση.

Ωστόσο, η ιεραρχημένη αναγραφή των φορέων των εξεχόντων λειτουργημάτων κατά την αποστολική εποχή επιβεβαιώνεται και με την ανάλογη μαρτυρία της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής: "Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον Αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών. Μη πάντες Απόστολοι; μη πάντες Προφήται; μη πάντες διδάσκαλοι; μη πάντες δυνάμεις; μη πάντες χαρίσματα έχουσιν ίαμάτων; μη πάντες γλώσσαις λαλούσι; μη πάντες διερμηνεύουσι; Ζηλούτε ουν τα χαρίσματα τα κρείττονα" (Α΄ Κορινθ. 12, 28-31). Η μαρτυρία αυτή, καθιστά πρόδηλο ότι: α) τα Ιεραρχικώς προτασσόμενα χαρίσματα στην προς Εφεσίους και στην προς Κορινθίους επιστολή ήσαν "τα χαρίσματα τα κρείττονα" της αποστολής, της προφητείας, του ευαγγελισμού και της διδασκαλίας, τα οποία ήσαν διαφορετικά από τα εκάστοτε εκδηλούμενα σε μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων ελεύθερα η παροδικά χαρίσματα, αφού οι Απόστολοι και οι Προφήτες κατείχαν πράγματι ηγετική θέση και δεν ήσαν απλοί φορείς του ελεύθερου προφητικού χαρίσματος στην τοπική Εκκλησία, β) πρόκειται προφανώς περί ειδικής τάξεως χαρισματούχων, η οποία είχε ήδη προσλάβει θεσμικό χαρακτήρα στην Εκκλησία. Τα πρόσωπα, τα οποία ανήκαν στις τάξεις των Αποστόλων και των Προφητών είχαν ως μόνιμη την Ιδιότητα αυτή και την ανήγαν στον Θεό, ο οποίος "έθεσεν αυτούς" στην Εκκλησία. Ως προς την τάξη των Προφητών ιδιάζουσα αξία προσλαμβάνει η σχέση τους προς την τάξη των Αποστόλων και όχι βεβαίως προς την τοπική Εκκλησία, όπως συνήθως γίνεται στη μέχρι τώρα έρευνα του θέματος, γ) οποιαδήποτε διάθεση διαχωρισμού χαρισματούχου τάξεως και Ιερωσύνης είναι τουλάχιστον αδιόρατη στα ανωτέρω χωρία, αφού λ.χ. οι Απόστολοι έλαβαν το πλήρωμα της ιερατικής εξουσίας και δεν ήταν δυνατόν να καταριθμηθούν μόνο στην τάξη των χαρισματούχων, και ό) η τάξη των Προφητών αναδεικνύεται, με την εξέχουσα θέση της και στις δύο αναγραφές, ως η αρχαιότερη και η σημαντικότερη ίσως μετά τους Αποστόλους τάξη της Εκκλησίας κατά την αποστολική εποχή.

Η σπουδαιότητα της τάξεως των Προφητών διατηρείται αμετάβλητη όχι μόνο στις πηγές της πρώιμης μεταποστολικής εποχής, αλλά και στην εκκλησιαστική συνείδηση. Πράγματι, συνδέεται με πλήθος μαρτυριών της γραμματείας της αποστολικής και της πρώιμης μεταποστολικής εποχής, θα μπορούσαμε δε να υποστηρίξουμε ότι, εξαιρουμένων των Αποστόλων, για καμία άλλη τάξη δεν έχουμε τέτοια πληροφόρηση κατά τη μεταβατική περίοδο της πρώιμης μεταποστολικής εποχής (70-100 μ.Χ.). Ο τίτλος προφήτης εισήχθη στην Εκκλησία κατά την αποστολική εποχή με προφανή μεν εξάρτηση από την παλαιοδιαθηκική ορολογία, αλλά όχι και με ταύτιση του περιεχομένου της αποστολής των αντιστοίχων φορέων του τίτλου. Στην Καινή Διαθήκη ο τίτλος καθιερώθηκε για τη διάκριση των Προφητών από την τάξη των Αποστόλων, αφού οι μεν Απόστολοι αντλούσαν το εξαιρετικό κύρος στην Εκκλησία από την προσωπική εκλογή τους κατ' ευθείαν από τον Ιησού Χριστό, ενώ οι Προφήτες όφειλαν την εξαιρετική θέση τους στην προσωπική επιλογή τους για το αποστολικό έργο από το άγιο Πνεύμα. Υπό το πνεύμα αυτό κατανοείται πληρέστερα και η μαρτυρία των Πράξεων περί της τάξεως των Προφητών της Εκκλησίας της Αντιοχείας και περί της επιλογής των Βαρνάβα και Παύλου από το άγιο Πνεύμα για το έργο του ευαγγελισμού στα έθνη. Οι επιλεγέντες Προφήτες της Εκκλησίας Αντιοχείας ανέλαβαν έργο ευαγγελιστών στην Κύπρο και στη Μ. Ασία (πρώτη αποστολική περιοδεία του απ. Παύλου), κήρυξαν το ευαγγέλιο, βάπτισαν πιστούς, μετέδωσαν σε αυτούς το άγιο Πνεύμα και οργάνωσαν τις τοπικές Εκκλησίες χειροτονήσαντες κατ' εκκλησίαν "πρεσβυτέρους" (Πράξ. 14, 23). Οι επιλεγέντες από το άγιο Πνεύμα Προφήτες της Εκκλησίας Αντιοχείας μπορούσαν λοιπόν να τελούν τη θεία ευχαριστία ("λειτουργούντων"), να αναλαμβάνουν αποστολικό έργο, να μεταδίδουν το άγιο Πνεύμα και να χειροτονούν πρεσβυτέρους στις κατά τόπους Εκκλησίες.

Η τάξη όμως των Προφητών της Εκκλησίας της Αντιοχείας δεν ήταν μοναδικό φαινόμενο κατά την αποστολική εποχή, όπως άλλωστε υποδηλώνεται και από τις γενικότερες αναφορές περί της τάξεως αυτής στις προς Κορινθίους και προς Εφεσίους επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Τέτοια τάξη υπήρχε αναμφιβόλως και στην Εκκλησία Ιεροσολύμων. Πράγματι, οι μετά το πέρας των εργασιών της Αποστολικής συνόδου (49 μ.Χ.) Απόστολοι και Πρεσβύτεροι της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, οι οποίοι μετείχαν στη σύνοδο, εξέλεξαν "Ιούδαν, τον καλούμενον Βαρσαββάν και Σιλάν, άνδρας ηγουμένους εν τοις αδελφοίς..." (Πράξ. 15, 22), τους οποίους απέστειλαν στην Αντιόχεια για να ερμηνεύσουν τις αποφάσεις της συνόδου στην τοπική Εκκλησία. Καίτοι στις Πράξεις δεν αποσαφηνίζεται το περιεχόμενο της ηγετικής θέσεώς τους, πρέπει αναμφιβόλως και κατ' αναλογίαν προς τα πρότυπα της Εκκλησίας Αντιοχείας να συνδεθή προς την ιδιότητά τους ως μελών της τάξεως των Προφητών της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, αφού "Ιούδας τε και Σιλάς, και αυτοί Προφήται όντες, δια λόγου πολλού παρεκάλεσαν τους αδελφούς και επεστήριξαν" (Πράξ. 15, 32). Η μαρτυρία αυτή, ιδιαίτερα με την επιτατική χρήση του συνδέσμου "και", συνδέει την τάξη των Προφητών των Ιεροσολύμων προς την αντίστοιχη τάξη της Αντιοχείας, της οποίας μέλη ήσαν ο Παύλος, ο Βαρνάβας κ.α. Η αποστολή του Ιούδα και του Σίλα με τις αποφάσεις της Αποστολικής συνόδου στην Αντιόχεια, παρά το γεγονός ότι αυτές είχαν ήδη κοινοποιηθή από τον Παύλο και τον Βαρνάβα, υποδηλώνει την ευαισθησία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων για τον τυχόν κίνδυνο παρανοήσεως των αποφάσεων από τους Ιουδαιοχριστιανούς της Αντιοχείας.

Οι περί της τάξεως των Προφητών μαρτυρίες των Πράξεων προβάλλουν τους Προφήτες ως μία καθιερωμένη και εξέχουσα τάξη των τοπικών Εκκλησιών ήδη κατά την πρώιμη μεταποστολική εποχή, αλλ' οπωσδήποτε την κατανοούν ειδικότερα συνδεδεμένη προς την άσκηση του αποστολικού έργου, αφού και στις δύο περιπτώσεις ανατίθενται σε αυτούς καθήκοντα πέρα της τοπικής Εκκλησίας στην οποία ανήκαν. Όπως στην Αντιόχεια, έτσι και στα Ιεροσόλυμα, οι Προφήτες συγκροτούσαν μία εξέχουσα και ηγετική τάξη με έντονο αποστολικό χαρακτήρα, γι' αυτό και θα ήταν εσφαλμένη η συσχέτισή τους προς τους περιστατικούς φορείς του παροδικού χαρίσματος της προφητείας. Οι ανήκοντες στην τάξη των Προφητών, αφού έλαβαν από τον Θεό την ιδιότητά τους αυτή, την είχαν μόνιμα και την ασκούσαν υπό την εποπτεία των Αποστόλων όχι μόνο στην τοπική, αλλά κυρίως στην ανά την οικουμένη Εκκλησία.

Οι μαρτυρίες αυτές υποδηλώνουν ότι πράγματι η τάξη των Προφητών υπερείχε σε αυθεντία έναντι της τάξεως των Πρεσβυτέρων, εφ’ όσον οι Προφήτες α) ασκούσαν κατ' εντολή των Αποστόλων έργο ευαγγελισμού, και β) χειροτονούσαν τους πρεσβύτερους των κατά τόπους Εκκλησιών. Οι Προφήτες όμως, καίτοι παρουσιάζονται συνδεδεμένοι με κάποια τοπική Εκκλησία, ασκούσαν κατ' ουσίαν αποστολικό έργο με το κήρυγμα, τη βάπτιση των πιστευόντων, τη χειροτονία του μονίμου Ιερατείου των τοπικών Εκκλησιών και τη συνεχή μέριμνα ή εποπτεία για την ευστάθεια τους. Έτσι, οι Παύλος και Βαρνάβας θεώρησαν χρέος τους να επισκεφθούν και να στηρίξουν τις τοπικές Εκκλησίες, τις οποίες είχαν ιδρύσει κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία (Πράξ.15,36.). Ο R. Bultmann (Theology of the N.T., 2,103) παραλληλίζει την αποστολή των Προφητών προς εκείνη των Αποστόλων ως κηρύκων του λόγου. Οι θέσεις του R. Bultmann αφ’ ενός μεν αποκρούουν τον εισαχθέντα από τον A. v. Harnack διαχωρισμό μεταξύ τοπικού Ιερατείου και οικουμενικής τάξεως χαρισματούχων, αφ’ ετέρου δε προβάλλουν την αναντίρρητη εξέλιξη του φορέα της εξουσίας κατά την άσκηση της αποστολικής αυθεντίας και της λειτουργίας της Επισκοπής στην Εκκλησία. Οι Προφήτες κατέστησαν πράγματι κατά την αποστολική εποχή οι κυριότεροι συνεργάτες των Αποστόλων στο έργο του ευαγγελισμού είτε συνοδεύοντες αυτούς, είτε και αποστελλόμενοι από αυτούς για άσκηση του αποστολικού έργου, γι' αυτό και κατατάσσονται αμέσως μετά από αυτούς στις προς Κορινθίους και προς Εφεσίους επιστολές.

Τα ανωτέρω καθιστούν εύλογη τη γνώμη μας περί της ανάγκης διακρίσεως της τάξεως των Προφητών από τους απλούς φορείς του ελεύθερου χαρίσματος της προφητείας κάθε τοπικής Εκκλησίας. Το κοινό στοιχείο και στις δύο περιπτώσεις ήταν η επιλογή τους από το άγιο Πνεύμα, αλλ' οπωσδήποτε για διαφορετικό έργο και με διαφορετική αυθεντία, γι' αυτό και όλοι οι συνδεόμενοι προς το χάρισμα της προφητείας πιστοί δεν ανήκαν βεβαίως στην τάξη των Προφητών. Ποίοι όμως ανήκαν στην εξέχουσα τάξη των Προφητών; Αναμφίβολα στην τάξη αυτή ανήκαν οι μαθητές και οι συνεργάτες των Αποστόλων, καθ' όσον οι Προφήτες, όπως και οι συνεργάτες των Αποστόλων, μπορούσαν να ευαγγελίζονται, όπως και οι Απόστολοι, τον λόγο του Θεού πέρα από κάθε τοπική δέσμευση (Πράξ. 13,4 εξ.), να χειροτονούν, όπως και οι Απόστολοι, πρεσβύτερους και Διακόνους στις τοπικές Εκκλησίες (Πράξ. 14,23), να επισκοπούν και να στηρίζουν τις Εκκλησίες (Πράξ. 15, 36), να εκπροσωπούν τους Αποστόλους και να κοινοποιούν αποστολικές αποφάσεις στις κατά τόπους Εκκλησίες κ.α. (Πράξ.15, 22, 32). Τα χαρίσματα αυτά δεν μπορούσαν βεβαίως να τα ασκούν οι φορείς του ελεύθερου χαρίσματος της προφητείας, ενώ μπορούσαν να τα ασκούν οι μαθητές των Αποστόλων ήδη κατά την αποστολική εποχή. Αυτοί αναφέρονται στις επιστολές των Αποστόλων ως συνοδοί τους στις αποστολικές περιοδείες, ως αναλαμβάνοντες κατ’ εντολή του Αποστόλου δυσχερείς αποστολές σε μία η και περισσότερες τοπικές Εκκλησίες και ως έχοντες το δικαίωμα να χειροτονούν κατά πόλεις πρεσβυτέρους και Διακόνους.

Τη στενή σχέση της τάξεως των Προφητών προς τους συνεργάτες και μαθητές των Αποστόλων υπαινίσσεται ο απόστολος Παύλος, όσες φορές αναφέρεται στη χειροτονία του μαθητή και συνεργάτη του Τιμοθέου, τον οποίο άφησε στην Έφεσο για την καταπολέμηση των ετεροδιδασκαλιών (Α' Τιμ. 1,3). Η τάση να ερμηνευθούν οι σχετικές μαρτυρίες των επιστολών του Αποστόλου Παύλου περί τη χειροτονία του Τιμοθέου ως μία απλή χειροθεσία πηγάζει, όπως θα δούμε, από την παραδοχή της προτεσταντικής αρχής του διαχωρισμού χαρισματούχου τάξεως και μονίμου Ιερατείου. Πράγματι, ο απόστολος Παύλος τονίζει χαρακτηριστικά προς τον Τιμόθεο: "αναμιμνήσκω σε αναζωπυρείν το χάρισμα του Θεού, ό έστιν εν σοι δια της επιθέσεως των χειρών μου" (Β' Τιμ. 1,6). Ο όρος "χάρισμα του Θεού" συνδέεται ρητώς προς την ήδη τελεσθείσα από τον απόστολο Παύλο χειροτονία του Τιμοθέου. Το χάρισμα αυτό του Τιμοθέου εσφαλμένα συνδέεται προς το χάρισμα, το οποίο αποκτήθηκε κατά το βάπτισμα, αφού είναι σαφές ότι δόθηκε στον Τιμόθεο "δια της επιθέσεως των χειρών" του Αποστόλου Παύλου και αποτελούσε μόνιμο κτήμα του Τιμοθέου ("ό έστιν εν σοι"), Το "διά της επιθέσεως των χειρών" του Αποστόλου Παύλου χορηγηθέν στον Τιμόθεο χάρισμα ήταν η εξαιρετική εξουσία για τη συμμετοχή του τόσο στην άσκηση του αποστολικού έργου, όσο και στην ευθύνη της διαφυλάξεως ανόθευτης της παρακαταθήκης της πίστεως. Η σύνδεση του χαρίσματος και της χειροτονίας είναι χαρακτηριστική στην ύστερη αποστολική εποχή, οπότε πράγματι υποχώρησε ο ενθουσιασμός για την εκδήλωση των ελευθέρων χαρισμάτων. Τότε ο όρος "χάρισμα" απαντά μόνο δύο φορές και μάλιστα σε άρρηκτη σύνδεση με την παρεχόμενη δια της χειροτονίας Ιεροσύνη.

Υπό το ίδιο πνεύμα αναφέρεται ο απόστολος Παύλος στη χειροτονία του Τιμοθέου και στη δεύτερη μαρτυρία: "έως έρχομαι πρόσεχε τη αναγνώσει, τη παρακλήσει, τη διδασκαλία, μη αμέλει του εν σοι χαρίσματος, ο εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου" (Α' Τιμ. 4,13-14). Εν τούτοις, στη δεύτερη μαρτυρία διαφοροποιείται η περιγραφή για τον τρόπο χορηγήσεως του χαρίσματος, καίτοι η χορήγηση παραμένει πάντοτε συνδεδεμένη με τη χειροτονία. Έτσι, το χάρισμα χορηγήθηκε "δια προφητείας" κατά τη χειροτονία και όχι μόνο δια της επιθέσεως των χειρών του Αποστόλου Παύλου ή του πρεσβυτερίου ή και των δύο. Η προσθήκη στη δεύτερη μαρτυρία της φράσεως "δια προφητείας" είναι δυσερμήνευτη, οι δε ερμηνευτές αποφεύγουν συστηματικά τη σύνδεσή της προς τη χειροτονία. Η ερμηνευτική απόδοση της φράσεως είτε με τον τύπο "δυνάμει των Προφητών" ή "δυνάμει της προφητείας την οποία εξήγγειλε προφήτης της Εκκλησίας" ή και με τον τύπο "δια του χαρίσματος της προφητείας" (Ε. Schweizer, Church Order in N.T., London 1963) είναι επηρεασμένη από τη σχετική μαρτυρία των Πράξεων (Πράξ. 13,1 εξ). Εν τούτοις, οι προταθείσες ερμηνείες δεν είναι δυνατόν να αποσπάσουν τη δυσερμήνευτη φράση από το οργανικό νοηματικό σύνολό της, το οποίο εκφράζεται μέσα στα πλαίσια της χειροτονίας του Τιμοθέου. Ο διαχωρισμός της προφητείας από τη δι’ επιθέσεως των χειρών χειροτονία είναι αυθαίρετος, χωρίς αυτό να σημαίνη ότι ο Τιμόθεος δεν ήταν δυνατόν να ήταν φορέας και προφητικού χαρίσματος.

Ο απόστολος Παύλος, υποδεικνύοντας στον Τιμόθεο τον ορθό τρόπο αντιμετωπίσεως των διαφόρων κινδύνων της ορθής διδασκαλίας, τονίζει: "Ταύτην την παραγγελίαν παρατίθεμαί σοι, τέκνον Τιμόθεε, κατά τας προαγούσας επί σε προφητείας, ίνα στρατεύη εν αυταίς την καλήν στρατείαν" (Α΄ Τιμ. 1, 18). Με την παραγγελία αυτή γίνεται προφανώς υπόμνηση της Ιερωσύνης, η οποία χορηγήθηκε στον Τιμόθεο "δια προφητείας" κατά τη χειροτονία, με την οποία ανέλαβε να στήριξη και τους πιστούς της τοπικής Εκκλησίας στην Έφεσο. Η φράση "κατά τας προαγούσας επί σε προφητείας" δεν είναι βεβαίως δυνατόν να συνδεθή με το ελεύθερο χάρισμα της προφητείας, αφού χρησιμοποιείται για τη θεμελίωση της αναθέσεως "της παραγγελίας" κατά τις επανειλημμένες προς αυτόν εκδηλώσεις της επιλογής του από το άγιο Πνεύμα. Ανεξάρτητα όμως από την αναφορά ή μη της ανωτέρω φράσεως στη χειροτονία, το δυσερμήνευτο χωρίο της προς Τιμόθεον επιστολής περί της "δια προφητείας" μεταδόσεως του χαρίσματος κατά τη χειροτονία πρέπει να κατανοηθή αφ’ ενός μεν κατ' αναλογίαν και μέσα στα πλαίσια της επιλογής των Βαρνάβα και Παύλου από το άγιο Πνεύμα για το έργο του ευαγγελισμού στα έθνη (Πράξ. 13, 1-3), αφ’ ετέρου δε μέσα στα πλαίσια της χειροτονίας του Τιμοθέου από τον απόστολο Παύλο. Με την έννοια αυτή η φράση "δια προφητείας" θα μπορούσε να αποδοθή με τη φράση "δι" επιλογής ή υποδείξεως του Αγίου Πνεύματος" κατά τη χειροτονία του Τιμοθέου από τον Παύλο ή το πρεσβυτέριο ή και τους δύο.

Η χειροτονία του Τιμοθέου "μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου" (Α' Τιμ. 4,14) δεν δύναται βεβαίως να νοηθή ανεξάρτητα από τη μαρτυρία, κατά την οποία το "χάρισμα" μεταδόθηκε στον Τιμόθεο "δι' επιθέσεως των χειρών" του Παύλου, καθ' όσον και οι δύο μαρτυρίες των προς Τιμόθεον επιστολών αναφέρονται στο ίδιο γεγονός και στο ίδιο πρόσωπο, καταγράφηκαν δε από το ίδιο πρόσωπο. Το γεγονός ότι οι Πρεσβύτεροι εχειροτονούντο από τους συνεργάτες των Αποστόλων, οι οποίοι επιλέγοντο από το άγιο Πνεύμα για την άσκηση αποστολικού έργου, υποδηλώνει ότι οι Πρεσβύτεροι δεν είναι δυνατόν να είχαν αυτόνομη εξουσία χειροτονίας και εκείνων, οι οποίοι χειροτονούσαν αυτούς. Μία τέτοια εξουσία των Πρεσβυτέρων είναι άγνωστη τόσο στην καινοδιαθηκική γραμματεία, όσο και στη μεταποστολική εποχή. Η χειροτονία τού Τιμοθέου έγινε από τον απόστολο Παύλο σε ευχαριστιακή σύναξη, παρισταμένων ή συμμετεχόντων των λοιπών συνεργατών του και των Πρεσβυτέρων της Εφέσου, γι' αυτό και, με τον συνδυασμό των δύο μαρτυριών, η παρουσία και η συμμετοχή του πρεσβυτερίου καθίσταται δευτερεύουσας σημασίας για τη μετάδοση τού χαρίσματος (R. Bultmann, Theology of the N.T., 2,107).

Η "δια προφητείας" και με την επίθεση των χειρών μόνου του Αποστόλου Παύλου ή και του πρεσβυτερίου χειροτονία του Τιμοθέου τον κατέταξε οπωσδήποτε σε μία υψηλότερη βαθμίδα από εκείνη του τοπικού Ιερατείου και τον κατέστησε ενδιάμεσο μεταξύ των Αποστόλων και του τοπικού Ιερατείου. Τον ενέταξε προφανώς στην εξέχουσα και αμέσως μετά τους Αποστόλους κατατασσόμενη τάξη των Προφητών, στους επιλεγόμενους δηλαδή από το άγιο Πνεύμα συνεργάτες των Αποστόλων για την άσκηση αποστολικού έργου. Στην τάξη των Προφητών μπορούσαν εύλογα να ενταχθούν καθ' όμοιο τρόπο και οι υπόλοιποι συνεργάτες ή μαθητές των Αποστόλων, οι οποίοι αφιερώθηκαν στο αποστολικό έργο του ευαγγελισμού. Άλλωστε, είναι βέβαιο ότι από αυτούς επανδρωνόταν προοδευτικά και κατά τις ανάγκες του αποστολικού έργου η εξέχουσα αυτή τάξη της Εκκλησίας. Εν τούτοις, από το πλήθος των συνεργατών και των μαθητών των Αποστόλων μόνο οι δοκιμότεροι και οι επί μακρόν δεδοκιμασμένοι προωθούντο στην τάξη των Προφητών, αφού ο απόστολος Παύλος απέφευγε την εσπευσμένη χειροτονία τους. Το ίδιο άλλωστε υποδείκνυε και στον Τιμόθεο, παραγγέλοντάς του να μη χειροτονή "νεόφυτον ίνα μη τυφωθείς εις κρίμα εμπέση του διαβόλου" (Α' Τιμ. 3,6). Από τον ευρύ λοιπόν κύκλο των μαθητών τού Αποστόλου Παύλου μόνο οι δοκιμότεροι εχειροτονούντο και κατατάσσοντο στην τάξη των Προφητών, όπως φαίνεται και από το γεγονός ότι μόνο ολίγοι ασκούσαν την αποστολική εξουσία του χειροτονείν κατά πόλεις πρεσβυτέρους και Διακόνους (Τιμόθεος, Τίτος, Σίλας, Τυχικός, Αρτεμάς, Λουκάς, Μάρκος, Κρήσκης κ.α.).

Η εκκλησιαστική συνείδηση, όπως αποτυπώνεται στη γραμματεία του Β' αιώνα, προέβαλε κατά τρόπο σαφή τη διαδοχή των Αποστόλων από τους μαθητές τους στη συνέχιση του αποστολικού έργου, αδιάφορα από τον τίτλο τον οποίο έφεραν. Προφανώς, μέχρι το τέλος της αποστολικής εποχής έφεραν τον τίτλο "προφήτης", ενώ μετά τον θάνατο των Αποστόλων μπορούσαν να φέρουν και τον τίτλο "απόστολος", εφ’ όσον α) συνέχιζαν κατ' εντολή των Αποστόλων την "λειτουργία της Επισκοπής" τους στην Εκκλησία, και β) η κίνηση από τον τίτλο του Προφήτη προς τον τίτλο του Αποστόλου δεν εθεωρείτο ανέφικτη ήδη κατά την αποστολική εποχή.

Η δια χειροτονίας ένταξη των συνεργατών και των μαθητών των Αποστόλων στην εξέχουσα τάξη των Προφητών αμφισβητείται ή και απορρίπτεται από προτεστάντες κυρίως μελετητές, οι οποίοι τη θεωρούν ως την εξοχώτερη δύναμη της οικουμενικής τάξεως των χωρίς χειροτονία χαρισματούχων. Έτσι, λ.χ. ο Ε. Schweizer, ακολουθώντας τη γενικότερη αυτή τάση, καίτοι αναγνωρίζει ότι "από τη μετακίνηση των Γαλιλαίων στα Ιεροσόλυμα μέχρι τη φυγή τους στην Πέλλα η πορεία της Εκκλησίας καθορίσθηκε κατ' ουσίαν από τις υποδείξεις του αγίου Πνεύματος δια μέσου των Προφητών και των υπολοίπων μελών της Εκκλησίας" (Church Order in N.T., 50). Εν τούτοις, παρερμηνεύοντας τα χωρία των δύο προς Τιμόθεον επιστολών, δεν δέχεται τη χειροτονία των Προφητών (ένθ' αν.,181). Αντίθετα, ο R. Bultmann (Theology of the N. T.,2,107) υποστηρίζει ότι "τότε πραγματοποιήθηκε το αποφασιστικό βήμα. Εφεξής το λειτούργημα εθεωρείτο καταστατικής σημασίας για την Εκκλησία. Η όλη Εκκλησία στηρίζεται πλέον στους λειτουργούς, το λειτούργημα των οποίων ανατρέχει με αδιάκοπη διαδοχή στους Αποστόλους (=τους Δώδεκα)". Η σύγχρονη λοιπόν κριτική έρευνα της καινοδιαθηκικής γραμματείας δεν ευνοεί την απολυτότητα των προτεσταντικών θέσεων. Ο R. Bultmann (ένθ' αν., 161-162) όχι μόνο απέκλεισε τη δυνατότητα αποσυνδέσεως χαρίσματος και Ιερωσύνης, αλλά και δέχθηκε ρητώς ότι στην τάξη των Προφητών υπήρχαν Προφήτες, οι οποίοι είχαν λάβει χειροτονία.

Από την εξέχουσα όμως θέση των μαθητών των Αποστόλων στην Εκκλησία κατά την αποστολική εποχή εξηγείται και η ταύτιση των φορέων της αποστολικής διαδοχής προς τον Τιμόθεο, τον Τίτο και τους άλλους "ομοτρόπους" και συνεργούς των Αποστόλων στο έργο του ευαγγελισμού κατά τη συνείδηση της Εκκλησίας της μεταποστολικής εποχής. Η Β' προς Τιμόθεον επιστολή, η οποία αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την τελευταία υποθήκη του Αποστόλου Παύλου όχι μόνο προς τον Τιμόθεο, αλλά και προς όλους τους μαθητές του, παρέχει σαφή στοιχεία και του τρόπου κατανοήσεως της αποστολής τους ως διαδόχων και συνεχιστών του αποστολικού έργου. Η κατανόηση του έργου τους δεν είναι βεβαίως άσχετη προς την "δια προφητείας" χειροτονία τους από τον απόστολο. Έτσι, ο Τιμόθεος, καίτοι καλείται "διάκονος", "εργάτης", "ευαγγελιστής" κ.α. (Β' Τιμ. 4,6. 2,5. 4,5), εν τούτοις την εξέχουσα θέση του στην Εκκλησία την οφείλει στη χειροτονία του από τον απόστολο Παύλο (Α' Τιμ. 4,14. Β΄ Τιμ.1,6). Υπό το πνεύμα αυτό πρέπει να κατανοηθή και η παραγγελία του Αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο να τηρήση "την εντολήν άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" (Α΄ Τιμ. 6,14). Την εντολή αυτή είχαν λάβει ο Τιμόθεος και οι λοιποί μαθητές από τον απόστολο Παύλο για την αυθεντική άσκηση του αποστολικού έργου, γι' αυτό και η διαδοχή τους ήταν διαδοχή στην αποστολική "λειτουργία της Επισκοπής" για τη συνέχιση του έργου του ευαγγελισμού της οικουμένης.

Οι μαθητές και συνεργάτες των Αποστόλων ασκούσαν βεβαίως την αποστολική εντολή κατά το πρότυπο των Αποστόλων και διασφάλιζαν τη συνέχιση της αποστολικής αυθεντίας στην Εκκλησία. Η χειροτονία τους από τους Αποστόλους τους συνέδεε προς την αποστολική αυθεντία "δια προφητείας", ήτοι με την επιλογή τους από το άγιο Πνεύμα, γι' αυτό και η αποστολή τους δεν παρουσιάζεται συνδεδεμένη προς συγκεκριμένη μόνο τοπική Εκκλησία. Η ένταξη τους στην τάξη των Προφητών μετά από μακρά δοκιμασία τους κατέτασσε στην υπεύθυνη άσκηση του αποστολικού έργου, αλλ' η αυθεντία τους ήταν εξαρτημένη από την αποστολική αυθεντία, γι' αυτό και η δράση τους τελούσε υπό την εποπτεία η την έγκριση των Αποστόλων σε κάθε συγκεκριμένη περιοχή. Πράγματι, ο Τιμόθεος άσκησε αποστολικό έργο στις υποδειχθείσες από τον απόστολο Παύλο περιοχές, αλλά δεν συνδέθηκε μόνιμα με μία συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία. Ανάλογη αποστολή ανατέθηκε και στον Τίτο, ο οποίος καταλείφθηκε στην Κρήτη για να στήριξη τις Εκκλησίες και να καταστήση "κατά πόλεις πρεσβυτέρους" (Τίτ. 1,5). Παρεμφερείς αποστολές ανατέθηκαν στον Τίτο στη Δαλματία (Β' Τιμ. 4,10), στον Τυχικό στην "Ασία (Β" Τιμ. 4,12), στον Κρήσκη στη Γαλατία (Β' Τιμ. 4,10), στον Τιμόθεο στη Μακεδονία (Φιλιππ. 2,19 εξ.), στον Αρτεμά στην Κρήτη (Τιτ. 3,12), στον Έραστο στην Αχαϊα (Β' Τιμ. 4,20) κ.α. Υπό το πνεύμα αυτό οι μαθητές του Αποστόλου Παύλου καλούνται "συνεργάται", "αδελφοί", "συνεργοί", "συστρατιώται", "Απόστολοι" κ.α. Με τη μακρά δοκιμασία, με την επιλογή από το άγιο Πνεύμα και με την αποστολική χειροτονία μπορούσαν να επωμισθούν οποιαδήποτε ευθύνη στην άσκηση του αποστολικού έργου, την οποία τους εμπιστεύοντο οι Απόστολοι ήδη κατά την αποστολική εποχή.

Οι "δια προφητείας" λοιπόν χειροτονούμενοι από τους Αποστόλους μαθητές υπολείποντο σε αυθεντία έναντι των Αποστόλων, όχι μόνο επειδή δεν ήσαν αυτόπτες μάρτυρες της αναστάσεως του Κυρίου, αλλά και επειδή δεν επιλέχθηκαν προσωπικά από τον Ιησού Χριστό για να ενταχθούν στον κύκλο των Αποστόλων. Εν τούτοις, οι δεδοκιμασμένοι και από το άγιο Πνεύμα συνεργοί και αυτήκοοι μάρτυρες των αυτοπτών μαρτύρων της αναστάσεως απέκτησαν μέγιστη αυθεντία στην Εκκλησία και κατατάσσοντο ως "Προφήτες" αμέσως μετά τους Αποστόλους. Υπό το πνεύμα αυτό κατανοείται και το γεγονός ότι η διάκριση μεταξύ των Αποστόλων και των Προφητών ήταν συνδεδεμένη: α) προς τον τρόπο εκλογής, β) προς το περιεχόμενο της εντολής, και γ) προς την αυθεντία τους. Η κοινή όμως αποστολή στο έργο του ευαγγελισμού μείωνε τις διαφορές αυτές, γι' αυτό και η μεταξύ τους απόσταση δεν εθεωρείτο απροσπέλαστη. Η προσωπική από τον Ιησού Χριστό εκλογή (Απόστολοι) και η προσωπική από το άγιο Πνεύμα επιλογή (Προφήτες) τονίσθηκαν ως διάκριση κατ' αναφοράν προς την ειδική αυθεντία τους στην κοινή ευθύνη για την άσκηση του αποστολικού έργου.

Η τήρηση της αποστολικής εντολής από τους μαθητές και τους συνεργάτες των Αποστόλων δεν περιορίσθηκε βεβαίως μόνο στην περίοδο της ζωής των Αποστόλων, αλλά συνεχίσθηκε πολύ περισσότερο και κυρίως μετά τον θάνατο τους. Είναι βέβαιο ότι αυτοί υπήρξαν οι αυθεντικοί διάδοχοι των Αποστόλων στην Εκκλησία για τη διάδοση και τη φύλαξη της αποστολικής παρακαταθήκης. Υπό το πνεύμα αυτό η διαδοχή των Αποστόλων κατανοήθηκε στην αρχή ως φυσική ανάληψη και συνέχιση της αποστολικής εξουσίας στην Εκκλησία από τους μαθητές και τους συνεργάτες τους, ανεξάρτητα όμως από οποιοδήποτε δεσμό προς μία συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία. Οι μαθητές και συνεργάτες των Αποστόλων υπήρξαν καθολικοί διάδοχοι της αποστολικής λειτουργίας της Επισκοπής. Η άσκηση όμως αυτής αναφερόταν όχι όπως των Αποστόλων σε ολόκληρη την οικουμένη, αλλά σε συγκεκριμένη μόνο γεωγραφική περιφέρεια, με την οποία είχαν ήδη συνδεθή όταν ζούσαν ακόμη οι Απόστολοι. Η κατανόηση της έννοιας της αποστολικής διαδοχής συνέπιπτε προς την έννοια της διαδοχής από αυτούς όχι ενός μόνο, αλλά όλων των Αποστόλων στη χρονική ακολουθία και στη συνεχή, αδιάκοπη και αυθεντική διαφύλαξη της αποστολικής παρακαταθήκης μετά τον θάνατο των Αποστόλων. Κατενοείτο δηλαδή, τουλάχιστον μέχρι το τέλος του Α΄ αιώνα, χωρίς τη μεταγενέστερη προέκταση της αποστολικής διαδοχής στη σχέση της με ένα απόστολο η με μία τοπική Εκκλησία. Πράγματι, οι άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων δεν συνδέθηκαν, κατά την πρώτη τουλάχιστον μετά τον θάνατο των Αποστόλων γενεά, προς μία συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία, γι' αυτό και κανένας από τους Αποστόλους δεν μαρτυρείται ότι χειροτόνησε κάποιον από τους μαθητές του σε μία συγκεκριμένη τοπική Εκκλησία. Η θέση αυτή, η οποία ενισχύεται από μαρτυρίες των πηγών της μεταποστολικής κυρίως εποχής και από την καθ' όλου εκκλησιαστική συνείδηση του Β' αιώνα, ευνοεί και την πληρέστερη κατανόηση των μαρτυριών της πρώιμης μεταποστολικής εποχής: α) ως προς τη δράση των περιοδευτών Προφητών η Αποστόλων, και β) ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας τους κατά την άσκηση του αποστολικού έργου.

 

Συνέχεια στο 2ο μέρος: Η Διδαχή και η περί την τάξη των Προφητών παράδοση της πρώιμης μεταποστολικής εποχής

Δημιουργία αρχείου: 12-9-2007.

Τελευταία μορφοποίηση: 19-5-2016.

ΕΠΑΝΩ