Οι διάδοχοι τών αποστόλων * Στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε Ειδική Ιεροσύνη * Γενικό και ειδικό ιερατείο * Το «βασίλειο ιεράτευμα» και η ιερωσύνη * Λόγος περί Iερωσύνης. Αγ. Γρηγορίου Θεολόγου * Στην αρχαία Εκκλησία υπήρχε Ειδική Ιεροσύνη * Ο θεσμός τού Επισκόπου στην προς Μαγνησιείς Επιστολή * Η άντληση της Εξουσίας της τάξης των Προφητών στην πρώτη Εκκλησία * Η Ιερά Παράδοση και η Αποστολική Διαδοχή είναι εγγύηση τής ακεραιότητας τού Ευαγγελίου * Η έννοια τής "Παρακαταθήκης" τής πίστεως * Αποστάτησε ποτέ η Εκκλησία;
Αποστολική Παράδοση και Αποστολική Διαδοχή στο Μυστήριο τής Εκκλησίας Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβασις" Νο 273. Απρίλιος 2019. Αναδημοσίευση από: http://www.parembasis.gr |
Σε ένα προηγούμενο κείμενό μου ανήγγειλα ότι πρόκειται να δημοσιεύσω ένα κείμενο, στο οποίο θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω τι είναι η Αποστολική Παράδοση και η Αποστολική Διαδοχή μέσα στο μυστήριο τής Εκκλησίας. Αυτό το κάνω με το παρόν κείμενο, το οποίο δεν διεκδικεί αυθεντία, αλλά τονίζει μερικές αλήθειες και είναι επιδεκτικό διορθώσεων. Άλλωστε, στην Εκκλησία παραμένουμε πάντοτε εν φόβω Θεού και σε κατάσταση μαθητείας. Οι Απόστολοι τού Χριστού παρέμειναν στους αιώνες ως Μαθητές Χριστού.
Κατά καιρούς αναφύονται διάφορα εκκλησιολογικά θέματα λόγω συγχρόνων προβλημάτων και επιδιώκεται να αντιμετωπισθούν και να λυθούν κατά τον καλύτερο τρόπο. Έτσι, και στις ημέρες μας αναφύονται εκκλησιολογικά ζητήματα και διατυπώνονται πολλές απαντήσεις. Οι αποφάσεις τών Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων είναι σημαντικές, θεόπνευστες, που δείχνουν πώς οι Πατέρες επέλυσαν τα θέματα που ανέκυψαν στην εποχή τους, κατά τον λόγο τού Αποστόλου Πέτρου «έδοξε γαρ τω Αγίω Πνεύματι και ημίν» (Πράξ. ιε΄, 28). Αναζητείται ο φωτισμός τού Αγίου Πνεύματος που δίνεται στους Αγίους, που είναι δοχεία τού Αγίου Πνεύματος και όργανα τού Θεού. Έτσι, σεβόμαστε απόλυτα τις αποφάσεις αυτές και τις ερμηνεύουμε εκκλησιαστικά. Το λέγω αυτό, γιατί υπάρχουν σήμερα μερικοί που με ορθολογικό πνεύμα επικαλούνται τους ιερούς κανόνας, ωσάν να είναι νόμοι τής Πολιτείας και διατάξεις τού Συντάγματος. Θα πρέπει κανείς, όμως, να δη το πνεύμα τών ιερών κανόνων, δηλαδή να τους δέχεται, χωρίς να τους παραθεωρή, να αγωνίζεται να συναντήση το πνεύμα που ζωοποιεί και όχι το γράμμα τού νόμου που «αποκτέννει» (Β΄ Κορ. γ΄, 6). Με αφορμή το λεγόμενο «ουκρανικό ζήτημα» γίνεται ευρύτατος διάλογος για τον τρόπο επιλύσεώς του. Το τελευταίο διάστημα παρατηρώ ότι επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον πολλών στο κατά πόσον οι Επίσκοποι που απετέλεσαν την Αυτοκέφαλη Ουκρανική Εκκλησία έχουν Αποστολική Διαδοχή, διότι προέρχονται από καθηρημένους, σχισματικούς και «αυτοχειροτόνητους» Επισκόπους. Το θέμα, όμως, είναι ότι σε πολλούς παραμένει αδιευκρίνιστο τι είναι Αποστολική Παράδοση και τι είναι Αποστολική διαδοχή, αλλά κυρίως και προ παντός τι είναι το μυστήριο τής Εκκλησίας. Όλα αυτά μερικοί τα συνδέουν με έναν κατεστημένο ανθρώπινο θεσμό και δεν βλέπουν την θεολογία που ευρίσκεται κάτω από αυτά. Νομίζουν ότι Αποστολική Διαδοχή είναι μόνον μια σειρά χειροτονιών, ανεξάρτητα από το μυστήριο τής Πεντηκοστής και το μυστήριο τής Αποστολικής Παράδοσης-παρακαταθήκης που δίνεται στην Εκκλησία. Επίσης, μερικοί ομιλούν για το κατά πόσον οι Επίσκοποι που αποτέλεσαν την Ουκρανική Αυτοκέφαλη Εκκλησία έχουν Αποστολική Διαδοχή. Πρέπει, όμως, να εξετασθή τι είναι Αποστολική Παράδοση και το κυριότερο είναι αν αυτοί οι ίδιοι θεωρούν ταυτοχρόνως ότι και οι δυτικοί Χριστιανοί (Ρωμαιοκαθολικοί, Αγγλικανοί, Προτεστάντες) και οι ανατολικοί Χριστιανοί (Μονοφυσίτες, Μονοθελήτες) έχουν Αποστολική Διαδοχή και ότι ανήκουν στην Εκκλησία και έχουν μυστήρια. Όσοι ομιλούν (Προκαθήμενοι και Σύνοδοι) για απώλεια τής Αποστολικής Διαδοχής στους σχισματικούς Κληρικούς τής Ουκρανίας, πρέπει να απαντήσουν ευθαρσώς αν οι Ρωμαιοκαθολικοί και γενικά οι αιρετικοί έχουν Αποστολική Διαδοχή. Δεν μπορούν να κρίνουν με δύο μέτρα και δύο σταθμά, δηλαδή να πιστεύουν ότι οι σχισματικοί τής Ουκρανίας δεν έχουν Αποστολική Διαδοχή, ενώ συγχρόνως να διδάσκουν ότι οι Ρωμαιοκαθολικοί και άλλοι Χριστιανοί έχουν Αποστολική Διαδοχή και επομένως έχουν μυστήρια. Τελικά, τι είναι η Αποστολική Διαδοχή; Είναι μόνον μια «σειρά χειροτονιών», ανεξάρτητα από την Αποστολική Παράδοση, δηλαδή την Πεντηκοστή; Και γενικά τι είναι το μυστήριο τής Εκκλησίας; Μερικές απαντήσεις θα δοθούν στην συνέχεια, χωρίς να διεκδικούν το αλάθητο, που το έχουν οι θεούμενοι άγιοι, οι οποίοι αποφαίνονται συνοδικά. Θα παρακαλούσα τον αναγνώστη να κατανοήση καλώς τα πρώτα σημεία και μέσα σε αυτό το πνεύμα να ερμηνεύση όσα θα εκτεθούν στο τέταρτο σημείο.
1. Το μυστήριο τής Εκκλησίας Κατ' αρχάς είναι απαραίτητο να δούμε τι είναι το μυστήριο τής Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού και η κοινωνία θεώσεως. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, θνητή και παθητή, άκρως όμως καθαρά, ώστε να νικήση τον διάβολο, την αμαρτία και τον θάνατο. Η Εκκλησία είναι προ πάντων τών χρόνων, αιωνία, αλλά εφανερώθη στην σάρκα τού Χριστού. Η Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού, που σημαίνει ότι κατά τον Απόστολο Παύλο κεφαλή τής Εκκλησίας είναι ο Χριστός. «Και πάντα υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού, και αυτόν έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα τού τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. α΄, 22-23). Στην ίδια Επιστολή ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής, ίνα αυτήν αγιάση καθαρίσας τω λουτρώ τού ύδατος εν ρήματι, ίνα παραστήση αυτήν εαυτώ ένδοξον την εκκλησίαν, μη έχουσαν σπίλον ή ρυτίδα ή τι τών τοιούτων, αλλ ίνα ή αγία και άμωμος» (Εφ. ε΄, 25-27). Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία είναι αγία, άμωμη, καθαρή και αυτό οφείλεται στην κεφαλή της, δηλαδή τον Χριστό. Η Εκκλησία ως Σώμα τού Χριστού δεν έχει κανένα σπίλο, καμμία ρυτίδα, αλλά είναι αγία και άμωμη. Με αυτό εννοείται ότι η αγιότητα τής Εκκλησίας προέρχεται και οφείλεται στην αγία κεφαλή της, και όχι στην αγιότητα τών μελών της. Τα μέλη τής Εκκλησίας, μέλη τού Σώματος τού Χριστού δεν αγιάζουν την Εκκλησία, αλλά αγιάζονται από αυτήν, κυρίως από την κεφαλή της, τον Χριστό. Κατ’ επέκταση οι αμαρτίες τών μελών τής Εκκλησίας και η αναξιότητα τών Κληρικών της –Επισκόπων, Πρεσβυτέρων και Διακόνων– δεν «μολύνουν» την Εκκλησία, αλλά οι Κληρικοί, έστω και ανάξιοι, παραμένουν στην Εκκλησία και λειτουργούν, όταν δεν εξεδόθη κάποια κανονική πράξη τής Εκκλησίας για αργία ή καθαίρεση, και εν καιρώ αποβάλλονται από την Εκκλησία, όπως το σώμα τού ανθρώπου αποβάλλει κάθε ξένο στοιχείο και μη αφομοιώσιμο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ερμηνεύει τα χωρία τού Αποστόλου Παύλου: «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 27): «Εν σώμα και εν Πνεύμα, καθώς και εκλήθητε» (Εφ. δ΄, 4-5). Γράφει ότι όπως το σώμα χωρίς το πνεύμα είναι νεκρό και αναίσθητο, έτσι και εκείνος που από την παραμέληση τών εντολών, μετά το βάπτισμά του, νεκρωθή, «ανενέργητος γίνεται και αφώτιστος τω Αγίω Πνεύματι και τη τού Χριστού χάριτι». Ο Χριστιανός αυτός έχει το Πνεύμα, με την πίστη και την αναγέννηση που έλαβε στο Βάπτισμα, αλλά το Πνεύμα είναι ανενέργητο και ακίνητο μέσα του, επειδή αυτός είναι νεκρός πνευματικά. Στην συνέχεια χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την σχέση μεταξύ τής ψυχής και τού σώματος. Η ψυχή είναι μία και έχει πολλά μέλη τού σώματος. Όλα αυτά τα κρατά και τα ζωοποιεί η ψυχή, η οποία κινεί όσα είναι δεκτικά τής ζωής. Όταν, όμως, μερικά μέλη νεκρώθηκαν και έμειναν ακίνητα από κάποια ασθένεια, τότε η ψυχή τα συγκρατεί μεν, αλλά αυτά είναι άζωα και αναίσθητα. Αυτό γίνεται και με τα μέλη τού Χριστού στην Εκκλησία. «Όλον εν όλοις αμιγώς τοις Χριστού μέλεσίν εστι το Χριστού πνεύμα ενεργούν και ζωοποιούν τα μετέχειν ζωής δυνάμενα, αλλά και τα μη μετέχειν ασθενή φιλανθρώπως ως οικεία περικρατεί». Και καταλήγει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ότι κάθε πιστός που παραμένει στην Εκκλησία, η οποία είναι το Σώμα τού Χριστού, μετέχει μέσω τής πίστεως στην υιοθεσία τού Πνεύματος, μπορεί, όμως, να μένη ανενέργητος και αφώτιστος, λόγω τής αμέλειας και τής απιστίας, στερούμενος το φως και την ζωή τού Ιησού. Έτσι, κάθε μεν πιστός είναι «μέλος Χριστού και πνεύμα Χριστου έχων∙ ανενέργητος δε και ακίνητος και προς μετουσίαν τής χάριτος ανεπίδεκτος». Αυτό το χωρίο είναι καταπληκτικό και εξηγεί θεολογικά την σχέση μας με τον Χριστό στην Εκκλησία. Σαφέστατα, λοιπόν, φαίνεται εδώ ότι αν ένας Κληρικός δεν καθαιρεθή και ένας λαϊκός δεν αφορισθή, αλλά αμαρτάνει, παραμένει στην Εκκλησία, αλλά δεν είναι ζωντανό μέλος, επειδή είναι ανεπίδεκτος στην μετουσία τής θείας Χάριτος, ως νεκρός κατά πνεύμα. Πάντως, η παρουσία του στην Εκκλησία δεν την μολύνει. Την ημέρα τής Πεντηκοστής οι Μαθητές έγιναν μέλη τού Σώματος τού Χριστού, το ίδιο και όλοι όσοι πίστευσαν στον Χριστό, βαπτίσθηκαν και έλαβαν το Άγιον Πνεύμα. Έτσι, η Εκκλησία ως Σώμα τού Θεανθρώπου Χριστού είναι το κατ’ εξοχήν μεγάλο μυστήριο. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Μέγα εστί το τής ευσεβείας μυστήριον· Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη» (Α΄ Τιμ. γ΄, 16). Οι πρώτοι Χριστιανοί, όπως περιγράφεται στις Πράξεις τών Αποστόλων, αλλά και στις Επιστολές τών Αποστόλων ζούσαν στην Εκκλησία ενωμένοι με τον Χριστό εν Πνεύματι Αγίω. Διαβάζουμε αυτά τα κείμενα και εκπληττόμαστε για τον τρόπο τής ζωής τους. Αυτά τα ίδια τα συναντάμε και στα κείμενα τών Αποστολικών Πατέρων τού 2ου και 3ου αιώνος, όπως και στα πρώτα Μαρτυρολόγια. Όταν μερικοί Χριστιανοί θεολόγοι άρχισαν να επηρεάζονται από την φιλοσοφία και εκκοσμικεύθηκαν, τότε η Εκκλησία, δια τών Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, εθέσπισε δόγματα και κανόνας για να διαφυλάξη το πλήρωμα τής Εκκλησίας από την αίρεση και τα σχίσματα. Οι αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων προήλθαν από την έμπνευση τού Αγίου Πνεύματος. Έτσι, η Εκκλησία, όπως την πρώτη περίοδο ζούσε χωρίς την Αγία Γραφή, η οποία απαρτίσθηκε με την πάροδο τού χρόνου, έτσι ζούσε και χωρίς ιερούς κανόνας, οι οποίοι θεσπίσθηκαν αργότερα για να διασφαλίσουν την ενότητα τής Εκκλησίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορούμε να παρακάμπτουμε τους ιερούς κανόνας, αλλά ούτε και να τους θέτουμε πάνω από την Εκκλησία. Η Εκκλησία ως το μυστήριο τού Χριστού, είναι εκείνη που δια τών Αγίων Αποστόλων και τών Πατέρων γράφει την Αγία Γραφή και θεσπίζει τους ιερούς κανόνας, και η Εκκλησία, δια τών Πατέρων, επιλύει τα προκύπτοντα κάθε φορά ζητήματα. Μπορεί, βέβαια, να υπάρξουν κάποιες εισηγήσεις επιστημόνων, αλλά η Εκκλησία εν Συνόδω αποφασίζει σχετικώς. Ακόμη και οι Πατέρες τής Εκκλησίας διατύπωσαν διάφορες γνώμες σε κείμενά τους, σχετικά με επίκαιρα ποιμαντικά προβλήματα και στην συνέχεια πολλές από αυτές τις πατερικές απόψεις η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος αποδέχθηκε με τον 2ο Κανόνα της (Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης). Αυτό σημαίνει ότι οι Πατέρες συσκεπτόμενοι κυρίως εν Συνόδω ερμηνεύουν θεοπνεύστως τους ιερούς κανόνες και τους προσαρμόζουν σε διάφορα σύγχρονα προβλήματα, χρησιμοποιώντας κατά περίπτωση την ακρίβεια ή την οικονομία, κατά το συμφέρον τού ανθρώπου, σύμφωνα με τον λόγο τού Χριστού: «Το Σάββατον δια τον άνθρωπον εγένετο, και ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον» (Μάρκ. β΄, 27). Επομένως, η Εκκλησία ως το μυστήριο τού Χριστού είναι ευρύτερη από την Αγία Γραφή και φανερώνεται στην Αγία Γραφή, είναι ευρύτερη από τους ιερούς κανόνας και φανερώνεται στους κανόνας, είναι ευρύτερη από τα Μυστήρια και φανερώνεται στα Μυστήρια. «Η εμπειρία αυτή τής Εκκλησίας δεν έχει εξαντληθή ούτε εις την Γραφήν, ούτε εις την παράδοσιν, αντανακλάται μόνον εις αυτάς» (π. Γεώργιος Φλωρόφσκι). Έχουμε περιπτώσεις που εκείνοι που βασάνιζαν τους μάρτυρες, πίστευσαν στον Χριστό, ομολόγησαν τον Χριστό και μαρτύρησαν γι’ Αυτόν και κατατάχθηκαν στο Αγιολόγιο τής Εκκλησίας, χωρίς να βαπτισθούν, χωρίς να χρισθούν και χωρίς να κοινωνήσουν τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού, χωρίς να καταταγούν στο Αγιολόγιο με ιδιαίτερη πράξη. Προφανώς, αυτό γίνεται, γιατί αυτή η ίδια η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, όπως εκφράζεται από τους θεουμένους Αγίους και εν Συνόδω είναι το μέγα μυστήριο. Στην Εκκλησία υπάρχουν πολλά Μυστήρια, αλλά αυτή η ίδια η Εκκλησία είναι το μέγα Μυστήριο. Κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη η Ιεραρχία είναι μια εικόνα τής θεαρχικής ωραιότητος, η οποία τελεί «τα μυστήρια τής ελλάμψεως» με ιερατικές τάξεις και επιστήμη, τα δε «μυστήρια τής ελλάμψεως» είναι τα πραγματικά μυστήρια στην Εκκλησία. Αποδέχομαι απόλυτα στους ιερούς Κανόνες τής Εκκλησίας, αλλά δεν μπορώ να αγνοήσω ότι η Εκκλησία είναι πάνω από αυτούς, τους ερμηνεύει σωστά και ζη και πολιτεύεται με την πλούσια Χάρη τού Χριστού και ενεργεί δι' αυτών. Όταν ομιλώ για Εκκλησία δεν εννοώ έναν ανθρώπινο θεσμό, αλλά το Θεανθρώπινο Σώμα τού Χριστού, και την αποκάλυψη τού Αγίου Πνεύματος που φωτίζει και ενεργεί δια τών θεουμένων και θεοπνεύστων Αγίων, στον συνοδικό θεσμό τής Εκκλησίας. Σημειώνει ο αείμνηστος Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης Ηγούμενος τής Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, αναφερόμενος στους ιερούς Κανόνες: «Οι ι. Κανόνες δεν σώζουν αφ' εαυτών τον πιστόν. Βοηθούν όμως αυτόν να μένη εν τη Εκκλησία εν ενότητι μετά τών άλλων μελών, ώστε να έχη την δυνατότητα τής σωτηρίας». Επισημαίνει όμως ότι «οι Κανόνες ως όρια, δε εξαντλούν το μέγα μυστήριον τής Εκκλησίας, αλλά και χωρίς αυτούς η Εκκλησία δεν εκφράζεται ως κοινωνία αγάπης, ως θεόσδοτος τάξις και ενότης, ως αρμονικόν σώμα Χριστού» (Αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης). Επομένως, σεβόμαστε τις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, αλλά σεβόμαστε απολύτως το μέγα μυστήριο τής Εκκλησίας, μέσα στο οποίο τελεσιουργείται το μυστήριο τής σωτηρίας τού ανθρώπου.
2. Αποστολική Παράδοση και Αποστολική Διαδοχή, κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι Ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι, υπήρξε ένας μεγάλος θεολόγος τού 20ού αιώνος, ο οποίος έζησε στην Ρωσία, την Ευρώπη και την Αμερική όπου συνάντησε ποικίλα χριστιανικά ρεύματα, τα οποία αντιμετώπισε κατά το πλείστον με ορθόδοξο εκκλησιαστικό φρόνημα. Έπρεπε να εκφράση την άποψή του για αιρετικούς και σχισματικούς Χριστιανούς, για αιρέσεις και σχίσματα και ο λόγος του διακρινόταν από μια νηφαλιότητα, χωρίς νομικισμούς και ηθικισμούς. Μεταξύ τών άλλων ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκι ερμηνεύει τι είναι η Πεντηκοστή μέσα στην Εκκλησία, και συνδέει την Πεντηκοστή με την Αποστολική Παράδοση και την Αποστολική Διαδοχή. Η Εκκλησία, κατά τον π. Γεώργιο Φλωρόφσκι, είναι μία, με την έννοια ότι αποτελεί μία ενότητα και αυτό σχετίζεται με το ότι είναι Σώμα Χριστού και συνδέεται με την Πεντηκοστή. Γράφει: «Η Πεντηκοστή είναι το πλήρωμα και η πηγή όλων τών μυστηρίων και τών μυστηριακών πράξεων, η μία και ανεξάντλητη πηγή όλης τής μυστηριακής και πνευματικής ζωής τής Εκκλησίας. Το να ζη κανείς μέσα στην Εκκλησία σημαίνει ότι συμμετέχει στην Πεντηκοστή». Η Πεντηκοστή που είναι η ζωή τής Εκκλησίας «διαιωνίζεται με την Αποστολική Διαδοχή, δηλαδή με το αδιάσπαστο τού ιερατικού αξιώματος, με το οποίο κάθε τμήμα τής Εκκλησίας είναι κάθε στιγμή οργανικά ενωμένο με την πρωταρχική πηγή». Αυτό σημαίνει ότι η Πεντηκοστή δεν μεταφέρεται και βιώνεται αόρατα, αλλά μέσα από την Αποστολική Διαδοχή. Αυτή η «Αποστολική Διαδοχή δεν είναι απλώς ο κανονικός (kanonical), τρόπον τινά, σκελετός τής εκκλησίας», αφού «η ιεραρχία είναι πρωτίστως μια χαρισματική αρχή, δηλαδή μια “υπηρεσία (ministry) τών μυστηρίων” ή μια “θεία οικονομία”». Η Ιεραρχία «είναι ένα όργανο τής Καθολικής ενότητας τής Εκκλησίας. Είναι ενότητα τής χάριτος. Είναι για την Εκκλησία ό,τι είναι η κυκλοφορία τού αίματος για το ανθρώπινο σώμα». Οι Επίσκοποι είναι «τα όργανα τής Αποστολικής Διαδοχής» και αυτοί έχουν ευθύνη για την ενότητα τής Εκκλησίας, με το να τελούν το Μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας και το Μυστήριο τής Χειροτονίας. «Ο Μυστικός Δείπνος και η Πεντηκοστή ενώνονται αχώριστα μεταξύ τους». Με αυτήν την προοπτική κάθε Επίσκοπος αποτελεί την ενότητα και το κέντρο τής Τοπικής Εκκλησίας, γιατί κυρίως ο Επίσκοπος μετέχει σε αυτήν την «καθολικότητα» τού Σώματος τής Εκκλησίας όλων τών εποχών. Η χειροτονία ενός Επισκόπου γίνεται από δύο ή τρεις Επισκόπους, που δεν ενεργούν ατομικά, αλλά ως μέτοχοι αυτής τής καθολικότητας τής Εκκλησίας, και η πραγματοποίηση ή επέκταση τής Αποστολικής Διαδοχής γίνεται στην αδιάσπαστη καθολικότητα όλης τής Εκκλησίας. Έτσι, «η Αποστολική Διαδοχή ποτέ δεν μπορεί να αποσπαστεί ή να διαχωριστεί από το οργανικό περιβάλλον τής ζωής τής όλης Εκκλησίας, αν και έχει τη δική της θεϊκή προέλευση», γι’ αυτό και η Αποστολική Διαδοχή «ποτέ δεν πρέπει να θεωρείται ως μια αφηρημένη απαρίθμηση διαδοχικών επισκόπων», αλλά ως μετοχή στην Χάρη και την καθολικότητα τής Εκκλησίας. «Η Αποστολική Διαδοχή δεν εμφανίζει μια αυτάρκη αλυσίδα ή σειρά Επισκόπων. Είναι ένα όργανο και ένα σύστημα τής μοναδικότητας (oneness) τής Εκκλησίας». Έτσι, η Αποστολική Διαδοχή δεν είναι απλώς μια σειρά χειροτονιών, αλλά συνδέεται αναπόσπαστα με την Αποστολική Παράδοση και την Πεντηκοστή. Αναφερόμενος στους ιερούς κανόνας, βάσει τών οποίων συγκροτείται η ενότητα τής Εκκλησίας, γράφει: «Κάθε παράβαση τών "κανόνων" ταυτόχρονα σημαίνει κάποια απώλεια τής χάριτος, δηλαδή σημαίνει: απομόνωση, αλλοτρίωση, απόρριψη, παραμέληση τών μυστηρίων (mystical forgetfulness), στένεμα τής περί Εκκλησίας αντιλήψεως, και μείωση τής αγάπης. Γιατί η Αποστολική Διαδοχή καθιερώθηκε για χάρη τής ενότητας και καθολικότητας (sobornost), και δεν πρέπει ποτέ να γίνει το μέσο (vehicle) που θα φέρνει το χωρισμό (exclusiveness) και τη διαίρεση». Συνδέει την Αποστολική Διαδοχή με την Πεντηκοστή. Γράφει: «Η Αποστολική Διαδοχή δεν πρέπει να χωριστεί από την Αποστολική Παράδοση, και στην πράξη δεν μπορεί ποτέ να χωριστεί». Και αυτή η παράδοση δεν είναι μια παρελθοντολογία, και ένα μουσείο τού παρελθόντος, αλλά «η μνήμη τής Εκκλησίας. Είναι, πρώτα ένα αδιάσπαστο ρεύμα πνευματικής ζωής που ξεκινά από το Υπερώο… Πιστότητα στην Παράδοση, είναι επίσης συμμετοχή στην Πεντηκοστή και η Παράδοση σημαίνει ολοκλήρωση τής Πεντηκοστής… Παράδοση είναι η εξουσία (power) να διδάσκει κανείς, να ομολογεί, να δίνει μαρτυρία και να κηρύσσει (proclaim) στηριζόμενος στο βάθος τής εμπειρίας τής Εκκλησίας, η οποία παραμένει πάντα η ίδια και αναλλοίωτη (unimpaired)». Η διδασκαλία και η μαρτυρία τής Εκκλησίας, πρωτίστως, προσφέρεται από την Ιεραρχία που εξασκεί το έργο αυτό «ως όργανο τής Εκκλησίας», το οποίο δεσμεύεται από την «συναίνεση τής εκκλησίας», «όχι τόσο και πάλι από την άποψη τού κανονικού δικαίου όσο τής πνευματικής ζωής και μαρτυρίας». Έτσι, ο Επίσκοπος διδάσκει τον λαό και δίνει την μαρτυρία τής εμπειρίας τής Εκκλησίας και αυτήν την εξουσία την λαμβάνει από τον Χριστό και όχι από το ποίμνιό του. Η Πεντηκοστή είναι η ζωή τής Εκκλησίας και τής όλης δομής της. Και όσοι μένουν στην Εκκλησία πρέπει να μετέχουν τής εμπειρίας τής Πεντηκοστής. «Το νόημα και το μεγαλείο τής χριστιανικής ζωής βρίσκεται στην απόκτηση τού Πνεύματος. Ερχόμαστε σε κοινωνία με το Πνεύμα στα μυστήρια, και πρέπει να αγωνιζόμαστε να πληρωθούμε Πνεύματος κατά την προσευχή και την δράση. Αυτό συνιστά το μυστήριο τής εσωτερικής μας ζωής. Αλλ’ ακόμα και σ’ αυτό θεωρείται ότι ανήκουμε στην Εκκλησία και είμαστε μέρος τής ίδιας τής δομής της». Όταν διασπάται η Αποστολική Παράδοση από την συνέχεια τής πνευματικής ζωής, τότε δεν μπορεί να διατηρηθή η Αποστολική Διαδοχή. Επισημαίνει δε ακόμη ότι τα μυστήρια δεν εξαρτώνται από την πίστη εκείνων που τα τελούν και συμμετέχουν σε αυτά: «Μιλώντας γενικά, η αποτελεσματικότητα και η αληθινότητα τών μυστηρίων δεν εξαρτώνται από την πίστη εκείνων που συμμετέχουν σ’ αυτά. Γιατί τα μυστήρια τελούνται με τη δύναμη τού Θεού, και όχι ανθρώπου, και η αδυναμία και ατέλεια ενός επί μέρους ιερέα αναπληρώνονται από τη μυστηριακή συμμετοχή στις ιεροτελεστείες του ολόκληρης τής Εκκλησίας -τής Εκκλησίας η οποία τον έχει ορίσει και εξουσιοδοτήσει να "ιερουργεί τα Μυστήρια". Εν τούτοις, παρ’ όλα αυτά, είναι πολύ δύσκολο να απομονώσει κανείς τελείως την αντικειμενικά χαρισματική στιγμή τών μυστηρίων. Παραδείγματος χάριν, πώς μπορεί να διατηρηθεί η Αποστολική Διαδοχή όταν η Αποστολική Παράδοση έχει διασπαστεί μαζί με την συνέχεια τής πνευματικής ζωής; Οπωσδήποτε μια παραφθορά τής πίστεως δεν μπορεί παρά να αποδοθεί κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην ιεραρχία τέτοιων κοινοτήτων στις οποίες η Αποστολική "παρακαταθήκη τής πίστεως" δε διαφυλάχτηκε, και όπου το πλήρωμα τής Παραδόσεως έχει μειωθεί από διακοπές (κενά) μέσα στην ιστορική συνέχεια». Στην συνέχεια αναφέρεται στην δυνατότητα συνέχισης τής Αποστολικής Διαδοχής στις ομάδες, όταν αποσχίζονται από την Εκκλησία και όταν επιστρέφουν πάλι σε αυτήν. «Ακόμα πιο αμφισβητούμενη είναι η συνέχεια (continuity) τής Αποστολικής Διαδοχής σε σχισματικές ομάδες, ιδιαίτερα αν αυτή συνεχίστηκε ή και "επανα-φέρθηκε" ακριβώς με το σκοπό να γίνει ο χωρισμός μόνιμος. Πώς μπορεί η ιεραρχική αλυσίδα να εξακολουθεί να υφίσταται μέσα στη διαίρεση, όταν αυτός ο λόγος υπάρξεώς της είναι η ενότητα; Και πώς μπορούν οι σχισματικοί ιεράρχες να ενεργούν υπέρ και εξ ονόματος τής Καθολικής Εκκλησίας; Κι’ όμως η Εκκλησιαστική ζωή στην πράξη επιβεβαιώνει το γεγονός ότι αυτό είναι δυνατό, και ότι η ζωή τής χάριτος στις σχισματικές ομάδες δεν εξαφανίζεται και δεν σταματά, οπωσδήποτε και, ασφαλώς, όχι αμέσως. Εν τούτοις, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε δυνατό το ότι αυτή θα μπορούσε να συνεχίζεται αμείωτη, για το λόγο ακριβώς ότι δεν μπορεί κανείς να απομονώσει τελείως (sharply) διάφορες απόψεις τής οργανικής ολότητας τής Εκκλησιαστικής ζωής. Η ανθρώπινη και ιστορική απομόνωση, ακόμα κι’ αν δεν οδηγούν ολότελα στη διάσπαση τής Αποστολικής Διαδοχής, πρέπει οπωσδήποτε να την εξασθενίσουν μυστηριακά. Γιατί η ενότητα μέσα στη χάρη μπορεί να φανερωθεί μόνο μέσα στο "μυστήριο τής ελευθερίας", και μόνο μέσω μιας επιστροφής στο πλήρωμα και την κοινωνία τής Καθολικής Εκκλησίας μπορεί κάθε αποσχισμένη ιεραρχική ομάδα (body) να ξαναπάρει την πλήρη μυστηριακή της σημασία. Ταυτόχρονα μ’ αυτή την επιστροφή υπάρχει η αποδοχή τής Αποστολικής "παρακαταθήκης τής πίστεως", σ’ όλη την πληρότητά της». Αυτό σημαίνει ότι στις σχισματικές καταστάσεις αν και η ζωή τής χάριτος δεν σταματά αμέσως, όμως εξασθενίζεται η Αποστολική Διαδοχή και φανερώνεται με την επιστροφή στο πλήρωμα και την κοινωνία τής καθολικής Εκκλησίας. «Οπωσδήποτε μια παραφθορά τής πίστεως δεν μπορεί παρά να αποδοθεί κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην ιεραρχία τέτοιων κοινοτήτων στις οποίες η αποστολική παρακαταθήκη τής πίστεως δε διαφυλάχθηκε, και όπου το πλήρωμα τής παραδόσεως έχει μειωθεί από διακοπές (κενά) μέσα στην ιστορική συνέχεια». Το συμπέρασμα τού π. Γεωργίου Φλωρόφσκι είναι ότι «η Αποστολική Διαδοχή ενισχύεται μόνο με την πιστότητα στην Αποστολική Παράδοση και με την τήρηση (fulfilment) τής Αποστολικής Παραδόσεως. Στο αδιαχώριστο τής Αποστολικής Διαδοχής και τής Αποστολικής Παραδόσεως βρίσκεται η πληρότητα (fulness) τής Πεντηκοστής». Αυτό σημαίνει ότι συνδέονται στενά μεταξύ τους η Πεντηκοστή, η Αποστολική Παράδοση και η Αποστολική Διαδοχή, που ενεργούνται μέσα στην Εκκλησία και την καθολικότητά της, που είναι το μέγα μυστήριο, και μέσα στα πλαίσια αυτά εξασκεί το έργο του ο Επίσκοπος και δίνει την μαρτυρία-ομολογία τής πίστεως. Ο σύνδεσμος αυτός προϋποθέτει Επισκόπους που μετέχουν τής θεοποιού ενεργείας τού Αγίου Πνεύματος τού μυστηρίου τής Πεντηκοστής, έχουν την Αποστολική Παράδοση και την Αποστολική Διαδοχή, είναι μέλη τής Ιεραρχίας τών Εκκλησιών τους, εκφράζονται συνοδικά, οπότε είναι οι αληθινοί ποιμένες τού λαού τού Θεού, που ορθοτομούν τον λόγο τής αληθείας.
3. Αποστολική Παράδοση και Αποστολική Διαδοχή, κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ένας μεγάλος δογματικός θεολόγος τού 20ού αιώνος, μαθητής τού π. Γεωργίου Φλωρόφσκι κατά την φοιτητική του ζωή, και στην συνέχεια συνάδελφός του και φίλος του, είδε το μυστήριο τής Εκκλησίας και όσα γίνονται σε αυτήν μέσα από την ζωή, την εμπειρία και την διδασκαλία τών θεουμένων αγίων τής Εκκλησίας. Ανέλυσε με καθαρό τρόπο τις απόψεις τού π. Γεωργίου Φλωρόφσκι, που είδαμε προηγουμένως. Για να δούμε την σκέψη του και να την κατανοήσουμε, πρέπει να διευκρινισθή ότι στην αρχαία Εκκλησία γίνεται συνεχώς λόγος για την «Παρακαταθήκη τής πίστεως», για την «Αποστολική Παράδοση», για την «Αποστολική ζωή». Μπορεί κανείς να εντοπίση πολλά τέτοια χωρία στις Επιστολές τού Αποστόλου Παύλου. «Τέκνον Τιμόθεε την παρακαταθήκην φύλαξον» (Α΄ Τιμ. στ΄, 20), «την καλήν παρακαταθήκην...» (Β΄ Τιμ. α΄, 14), «κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε...» (Β΄ Θεσ. β΄, 15). Έτσι, Αποστολική Παράδοση είναι η ζωή την οποία παρέλαβαν οι Απόστολοι από τον Χριστό εν Αγίω Πνεύματι, κυρίως την ημέρα τής Πεντηκοστής, όταν έφθασαν στην θεοπτία, και αυτήν εδίδασκαν στους Χριστιανούς και την μετέδιδαν με τον λόγο και τα μυστήρια που τελούσαν. Όταν, όμως, ανέκυψαν διάφοροι αιρετικοί, όπως οι γνωστικοί Χριστιανοί, οι οποίοι προφασίζονταν ότι παρέλαβαν από τον Χριστό μια άλλη γνώση, πέραν αυτής που κατέγραψαν οι Απόστολοι, και ουσιαστικά ανεμείγνυαν την Αποκάλυψη με την φιλοσοφία και τον ανατολικό τρόπο σκέψεως, τότε οι Αποστολικοί Πατέρες έκαναν λόγο για «Αποστολική Διαδοχή». Το έργο αυτό το έκανε κυρίως ο άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λυώνος, που αποδείκνυε ότι η Αποστολική Παράδοση μεταδίδεται με την Αποστολική Διαδοχή, και εκτός αυτής τής Αποστολικής Διαδοχής δεν υφίσταται ορθή Αποστολική Παράδοση. Την κρίσιμη εκείνη περίοδο ο άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λουγδούνου (Λυώνος) αποδείχθηκε ο θεολόγος τής παραδόσεως, η οποία παράδοση είναι άγραφη και γραπτή. Και ερωτά: «Και εάν δεν είχον αφήσει οι απόστολοι οιανδήποτε Γραφήν, θα έπρεπε τότε να αρνηθώμεν την παράδοσιν ην παρέδωσαν εις όσους ενεπιστεύθησαν την Εκκλησίαν;». Ο άγιος Ειρηναίος γράφει ότι η Εκκλησία παρέλαβε το κήρυγμα, την πίστη και τα φυλάσσει επιμελώς «ως ένα οίκον οικούσα», «καίπερ εν όλω τω κόσμω διεσπαρμένη». «Και ομοίως πιστεύει τούτοις, ως μίαν ψυχήν και την αυτήν έχουσα καρδίαν, και συμφώνως ταύτα κηρύσσει και διδάσκει και παραδίδωσιν, ως εν στόμα κεκτημένη». Η Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού, κατέχει όλη την αλήθεια, που παραδόθηκε στους Αποστόλους την Πεντηκοστή, έχοντας την ίδια καρδία και την κηρύσσει, την διδάσκει και την παραδίδει με ένα στόμα. Έτσι, η Εκκλησία κατέχει την αλήθεια. Οι Χριστιανικές κοινότητες, κατά τον άγιο Ειρηναίο, που είναι διασκορπισμένες σε όλη την οικουμένη με τα μέλη τους συγκροτούν την Εκκλησία, έχοντας, όμως, την αλήθεια τού Θεού και το πνεύμα τού Θεού που υπάρχει σε αυτήν. Αυτή η αλήθεια παραδίδεται με το επισκοπικό χάρισμα, με την διαδοχή τών Επισκόπων, κατά την ευδοκία τού Πατρός. Έτσι, η Αποστολική Παράδοση και ζωή που υπάρχει στην Εκκλησία μεταδίδεται με την Αποστολική Διαδοχή. Συνδέει στενά την Ορθόδοξη πίστη με την Εκκλησία και την θεία Ευχαριστία. Μάλιστα, ο άγιος Ειρηναίος συνέταξε επισκοπικούς καταλόγους για τις Εκκλησίες Σμύρνης, Εφέσου και Ρώμης, που είχε γνωρίσει, για να συνδέση καθαρά την Αποστολική Παράδοση-αλήθεια με την Αποστολική Διαδοχή και έτσι να αντιμετωπίση την αίρεση τού γνωστικισμού, ο οποίος πρέσβευε ότι είχε κληρονομήσει μια άλλη παράδοση, διαφορετική από την παράδοση τών Αποστόλων. Απόδειξη ότι συνδέεται η Αποστολική Παράδοση-αλήθεια με την Αποστολική Διαδοχή τών Επισκόπων, σύμφωνα με την διδασκαλία τού αγίου Ειρηναίου, φαίνεται στο απολυτίκιο που ψάλλεται στις μνήμες τών αγίων Επισκόπων. «Και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος τών Αποστόλων γενόμενος την πράξιν εύρες θεόπνευστε εις θεωρίας επίβασιν, δια τούτο τον λόγον τής αληθείας ορθοτομών και τη πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος ιερομάρτυς ...». Στο τροπάριο αυτό που ψάλλεται για τους αγίους Πατέρας, αγίους Επισκόπους, φαίνεται ότι προηγείται το να είναι κανείς μέτοχος τού τρόπου τών Αποστόλων και ακολουθεί το να είναι διάδοχος τών θρόνων τών Αποστόλων. Αυτό συνδέεται με την πράξη και την θεωρία. Πράξη είναι η κάθαρση τής καρδιάς και θεωρία είναι ο φωτισμός τού νου και η θέωση. Τότε ο Επίσκοπος ορθοτομεί τον λόγο τής αληθείας και δίνει την μαρτυρία και δια τού αίματός του. Αν δεν έφθασε στην θεοπτία, ακολουθεί τους θεόπτες. Αυτή η πράξη τής Εκκλησίας αποδίδεται με την τάξη τής χειροτονίας τού Επισκόπου. Ο Επίσκοπος αφού πρώτα ψηφισθή, κατόπιν δοκιμασίας εάν έχη καλώς περί την πίστη, στην συνέχεια κατά την ακολουθία τής χειροτονίας του πρώτα δίνει την ομολογία ότι θα τηρή τις αποφάσεις τών Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και έπειτα ακολουθεί η χειτονονία του σε Επίσκοπο. Έτσι, συνδέεται αναπόσπαστα η Αποστολική Παράδοση-Πεντηκοστή με την Αποστολική Διαδοχή τής Αρχιερωσύνης. Αυτόν τον σύνδεσμο μεταξύ τής Αποστολικής Παραδόσεως και τής Αποστολικής Διαδοχής εξέφραζε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Έλεγε για την «παρακαταθήκη τής πίστεως». «Η Παρακαταθήκη είναι η έκφανση τής ακτίστου Χάριτος και ενεργείας τού Θεού και τής υποστατικής εν Χριστώ ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως, που είναι έργο τής αλαθήτου ενεργείας τού Αγίου Πνεύματος, που φωτίζει τους Προφήτες, Αποστόλους και αγίους στην καθοδήγηση τών πιστών στην τήρηση τού θελήματος τού Θεού και τής μεθέξεως τής δόξης τού Χριστού». Στην ουσία η Παρακαταθήκη είναι το μυστήριο τής πίστεως που αποκαλύπτεται στους αγίους και παραδίδεται από αυτούς στα πνευματικά τους παιδιά. «Η Παρακαταθήκη τής Παραδόσεως υπάρχει προ τής κτίσεως τού κόσμου, φανερώνεται στους Προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη, ολοκληρώνεται δια τής ενσαρκώσεως τού Λόγου και ενεργεί την κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση τών πιστών στην Εκκλησία. Αυτό σημαίνει ότι η Παρακαταθήκη τής πίστεως, ήτοι η Ιερά Παράδοση, δεν είναι διαφορετική από την Αγία Γραφή, αλλά εμπεριέχεται σε αυτήν. Ενώ δεν είναι διάφορη από την Αγία Γραφή, εν τούτοις δεν είναι η ίδια, διότι η Παρακαταθήκη-Παράδοση ταυτίζεται με την Εκκλησία. Επίσης, η Παρακαταθήκη τής Ιεράς Παραδόσεως υπάρχει στην Αγία Γραφή, όταν αναγινώσκεται και ερμηνεύεται στην Εκκλησία». Έτσι, η Παρακαταθήκη τής πίστεως-Ιερά Παράδοση είναι ευρύτερη τής Αγίας Γραφής και βιώνεται μέσα στην Εκκλησία. Πρόκειται για την δωρεά τού Αγίου Πνεύματος. «Η Παρακαταθήκη τής πίστεως είναι το κέντρο και η μορφοποιός δύναμη τής Ιεράς Παραδόσεως που προϋποθέτει δοτήρα που είναι ο Τριαδικός Θεός, δωρεά τής μεθέξεως τής δόξης τού Θεού, τού ασάρκου Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη και τού σεσαρκωμένου Λόγου στην Καινή Διαθήκη, και δέκτες, φύλακες και μεταδότες τής θείας δωρεάς που είναι ο Προφήτης, ο Απόστολος και ο άγιος τής Εκκλησίας». Η Ιερά Παράδοση-Παρακαταθήκη που είναι το μυστήριο τού ασάρκου και σεσαρκωμένου Λόγου βρίσκεται στην Εκκλησία, αποθησαυρίζεται εν μέρει στην Αγία Γραφή και εμπεριέχεται σε όλη την λυτρωτική και συνοδική λειτουργία τού Σώματος τού Χριστού, δηλαδή την Εκκλησία, και εκφράζεται από την Ιεραρχία. Ερμηνεύεται από τους αγίους, αλλά συγχρόνως παραμένει μυστήριο. Η Ιερά Παράδοση «παραμένει μυστήριο, διότι η θεία δόξα όπως και η μέθεξη αυτής, υπερβαίνει και την νόηση και την αίσθηση, αν και ολόκληρος ο άνθρωπος δοξάζεται-θεούται εν Θεώ». Ο Χριστός είναι η Παρακαταθήκη την οποία παραδίδει η Εκκλησία δια τής Ιεραρχίας δια μέσου τών αιώνων, «κατά την θεία Ευχαριστία στους Επισκόπους και τους Πρεσβυτέρους κατά την ημέρα τής χειροτονίας τους, ώστε δια τών Επισκόπων και Πρεσβυτέρων να φυλαχθή και μεταδοθή προς αγιασμό και θέωση τών πιστών. Όμως, Αυτός ο Ίδιος ο Χριστός φυλάττει, μεταδίδει και παραδίδει την Παρακαταθήκη, δηλαδή τον Εαυτό Του, με τους φίλους Του». Όποιος αποκόπτεται από την Εκκλησία «παύει να είναι φορεύς τής Παρακαταθήκης». Κατά τον π. Ιωάννη Ρωμανίδη «Αποστολική Παράδοση» είναι η εμπειρία τής Πεντηκοστής, οπότε ο φορεύς τής Αποστολικής Παραδόσεως γνωρίζει τον τρόπο να οδηγή τον άνθρωπο στο μυστήριο τής Πεντηκοστής. «Τι είναι η Αποστολική Παράδοση; Διότι οι αρχαίοι μιλούσαν για Αποστολική Παράδοση, όχι για Αποστολική Διαδοχή. Αποστολική Παράδοση είναι η παράδοση τής διαγνώσεως και τής θεραπείας και οι κληρικοί υπήρχαν γι’ αυτόν τον σκοπό. Έκαναν σωστή διάγνωση και σωστή θεραπεία. Τίποτε άλλο. Δεν υπάρχει κανένας άλλος σκοπός». Στην συνέχεια Αποστολική Διαδοχή είναι η μετάδοση τής Αποστολικής Παραδόσεως. Λέγει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης: «Αποστολική Διαδοχή, σε μάς, τι σημαίνει: Σημαίνει όχι χειροτονία τών Επισκόπων μόνο, αλλά σημαίνει ο σκοπός για τον οποίον ο Επίσκοπος χειροτονείται. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Εμείς ταυτίζουμε τώρα την Αποστολική Διαδοχή με την χειροτονία τού Επισκόπου. Δεν είναι μαγεία η χειροτονία τού Επισκόπου. Ο Επίσκοπος χειροτονείται για κάποιο σκοπό. Ποιος είναι ο σκοπός αυτός; Τής διάγνωσης και θεραπείας. Ο γιατρός, γιατί γίνεται γιατρός; Τον χειροτονούμε κάποιον γιατρό∙ γιατί τον χειροτονούμε γιατρό; Διότι έχει γίνει γιατρός∙ έχει γίνει γιατρός, γι’ αυτό τον χειροτονούμε γιατρό». Όλα αυτά είναι απαραίτητα για να κατανοηθούν τα επόμενα.
4. Εκκλησιαστικές συνέπειες Από όλα τα ανωτέρω εξάγονται μερικές συνέπειες. Πρώτη. Η Εκκλησία είναι το μέγα μυστήριο, το μυστήριο τών μυστηρίων. Όσοι δια τού Βαπτίσματος και τού Χρίσματος γίνονται μέλη της, πρέπει να ζουν εν Χριστώ και να συμμετέχουν στο μυστήριο τής θείας Ευχαριστίας. Αν δεν ζουν όπως θέλει ο Χριστός, παραμένουν μεν στην Εκκλησία, αλλά είναι άζωοι και αναίσθητοι, ως ξερά κλαδιά στο δένδρο. Οι Επίσκοποι έχουν Αποστολική Διαδοχή, είναι όργανα τής Αποστολικής Διαδοχής και δεν ενεργούν ατομικά, αλλά ως μέτοχοι τής καθολικότητας τής Εκκλησίας, δηλαδή ανήκουν σε μια Εκκλησία με τον Πρώτο και βιώνουν το μυστήριο τής Εκκλησίας. Η Αποστολική Διαδοχή δεν είναι μόνον μια σειρά χειροτονιών, αλλά συνδέεται στενά με την Αποστολική Παράδοση και την Πεντηκοστή, που βιώνονται μέσα στην Εκκλησία. Δεύτερη. Η Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού, που σημαίνει ότι ο Χριστός είναι η κεφαλή τής Εκκλησίας. Αυτός την αγίασε και την ζωοποιεί με το Άγιον Πνεύμα. Η αγιότητα τής Εκκλησίας δεν εξαρτάται από τα μέλη της, αλλά από την αγιότητα τού Χριστού. Και η αναξιότητα τών μελών τής Εκκλησίας, Κληρικών και λαϊκών, δεν μολύνει την Εκκλησία. Όταν κοινωνούμε αναξίως τού Σώματος και τού Αίματος τού Χριστού, δεν μολύνεται ο Χριστός, αλλά εμείς κατακρινόμαστε. Επομένως, εάν η Εκκλησία δέχεται κατ’ οικονομία κάποιον εκτός τής Εκκλησίας με Χρίσμα, χωρίς Βάπτισμα, όπως αποφάσισε η Ορθόδοξη Σύνοδος τού 1484, η οποία αποκήρυξε και την Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας τού 1439/40, δεν σημαίνει ότι μολύνεται η Εκκλησία. Και ο πρόμαχος τής Ορθοδοξίας άγιος Μάρκος ο Ευγενικός δέχεται τους αιρετικούς με Χρίσμα. Έγραφε: «Χρίομεν τους εξ αυτών (Λατίνων) ημίν προσιόντας ... ως αιρετικούς όντας». Δεν σημαίνει ότι η εισδοχή τών αιρετικών στην Εκκλησία με Χρίσμα, χωρίς Βάπτισμα, κατά την γνώμη τού αγίου Μάρκου τού Ευγενικού, είναι μόλυνση τής Εκκλησίας. Και εάν η Εκκλησία δεχθή κάποιον σχισματικό «Κληρικό» με χειροθεσία ή με άλλον τρόπον, δεν σημαίνει ότι μολύνεται η ιερωσύνη τού Χριστού. Αυτό είναι μια εκκλησιολογική βλασφημία και συνιστά την αρχαία αίρεση τών «καθαρών». Σε μια τέτοια περίπτωση υπέχουν ευθύνη ενώπιον τού Χριστού, τής κεφαλής τής Εκκλησίας, όσοι οικονομούν τα πράγματα πέραν τής οικονομίας και θα δώσουν λόγο στον Θεό, αλλά δεν μολύνεται η ίδια η ιερωσύνη τού Χριστού και η Εκκλησία, που είναι το Σώμα τού Χριστού. Η Εκκλησία ως ζωντανός οργανισμός κρατά και τα άρρωστα μέλη της προς καιρόν, και θα τα αποβάλη τελικά με τον τρόπο που εκείνη γνωρίζει. Αυτό γίνεται και με τους ανάξιους Κληρικούς που έλαβαν με κανονικό τρόπο την ιερωσύνη ή την αρχιερωσύνη. Στην περίπτωση αυτή δεν μολύνεται η ιερωσύνη τού Χριστού. Η Εκκλησία δεν είναι ένα ανθρώπινο σωματείο, αλλά ο Θεανθρώπινος Οργανισμός. Ο Μέγας Βασίλειος στην ευχή τής θείας Λειτουργίας που συνέταξε γράφει: «Συ ικάνωσον ημάς τη δυνάμει τού Αγίου σου Πνεύματος εις την διακονίαν ταύτην ίνα ακατακρίτως στάντες ενώπιον τής αγίας δόξης σου, προσάγωμέν σοι θυσίαν αινέσως∙ συ γαρ ει ο ενεργών τα πάντα εν πάσι». Και στην ευχή τής αναφοράς γράφει: «Δια τούτο, Δέσποτα πανάγιε, και ημείς οι αμαρτωλοί και ανάξιοι δούλοι σου, οι καταξιωθέντες λειτουργείν τω αγίω σου θυσιαστηρίω, ου δια τας δικαιοσύνας ημών (ου γαρ εποιήσαμέν τι αγαθόν επί τής γης), αλλά δια τα ελέη σου και τους οικτιρμούς σου ους εξέχεεας πλουσίως εφ’ ημάς θαρρούντες προσεγγίζομεν τω αγίω σου θυσιαστηρίω». Τρίτη. Η Αποστολική Παράδοση είναι η αλήθεια, η «παρακαταθήκη τής πίστεως» που φυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία, η οποία Εκκλησία είναι το Σώμα τού Χριστού, κατά τον Απόστολο Παύλο, και «κοινωνία θεώσεως», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Μέσα στην Εκκλησία, η οποία φυλάσσει την αλήθεια οι πιστοί οδηγούνται προς την Πεντηκοστή με την «πρακτική φιλοσοφία» ή κάθαρση, την «φυσική θεωρία» ή φωτισμό και την «μυστική θεολογία» ή θέωση-θεοπτία, κατά τον μέγα διδάσκαλο και Πατέρα άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή. Τετάρτη. Το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον υπάρχει μέσα στην Εκκλησία χειροτονεί τον Επίσκοπο, ο οποίος έχει ή αποδέχεται την Αποστολική Παράδοση για να καθοδηγή τους Χριστιανούς προς την μέθεξη αυτής τής καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας τού Θεού. Έτσι, εξηγείται το χωρίο τών Πράξεων τών Αποστόλων ότι εξέλεξαν οι Απόστολοι τους διακόνους, που ήταν πλήρεις Πνεύματος Αγίου. Επομένως, ενώνεται στενά η Αποστολική Παράδοση με την Αποστολική Διαδοχή. Όταν κάποιος Κληρικός δημοσίως αποκηρύσσει την Αποστολική Παράδοση ή πίπτει σε κανονικά αμαρτήματα, τότε η Εκκλησία που είναι φορεύς τής Αποστολικής Παραδόσεως τον αντιμετωπίζει κατάλληλα για την θεραπεία του και την προφύλαξη τών άλλων μελών τής Εκκλησίας. Τότε η Εκκλησία συνοδικώς, με τα όργανά της, επιβάλλει κανονικές ποινές, ήτοι την ακοινωνησία, την καθαίρεση, και τελικά τον αφορισμό, και όταν πρόκειται για Εκκλησιαστική Κοινότητα διαγράφεται από τα Δίπτυχα. Στις περιπτώσεις αυτές η Εκκλησία, το Σώμα τού Χριστού, καθιστά ανενεργό το χάρισμα τής Ιερωσύνης, δεν μπορούν οι αναφερόμενοι να τελούν μυστήρια, και εάν εξακολουθούν να τελούν μυστήρια, αυτά είναι ανυπόστατα και ο ίδιος ευθύνεται, αλλά και οι άλλοι που τον ακολουθούν. Τότε δεν μπορεί να λειτουργήση η Αποστολική Διαδοχή. Πρέπει να σημειωθή ότι, όπως ερμηνεύει ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, άλλο είναι το «καθαιρείσθω», το «αφοριζέσθω» και «το ανάθεμα έστω», που επιτάσσουν οι ιεροί Κανόνες, και τίθεται σε τρίτο πρόσωπο, και όσοι υποπίπτουν σε αυτά είναι υπόδικοι, έως ότου κατηγορηθούν και δικαστούν τελικά ενώπιον τού Θεού, και άλλο είναι όταν η Σύνοδος ενεργήση εμπράκτως την καθαίρεση τών Ιερέων, τον αφορισμό και τον αναθεματισμό τών λαϊκών και ο κανόνας τίθεται σε δεύτερο πρόσωπο, που πρέπει να γίνεται αποδεκτό από όλους. Πέμπτη. Όταν μια Τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία είναι συνδεδεμένη με όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, κρατά την πίστη και την ομολογεί, αλλά χειροτονεί κάποιον που ομολογεί μεν την πίστη εξωτερικά, αλλά εσωτερικά την αρνείται ή έχει κωλυτικά τής Ιερωσύνης, τότε ισχύει ο λόγος τού αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου ότι ο Θεός δεν χειροτονεί όλους, αλλά ενεργεί μέσα από όλους. Σε μια ομιλία του επαινεί τον Ιερέα και τον θεωρεί άγγελο Κυρίου και λέγει ότι εκείνος που καταφρονεί τον Ιερέα, δεν καταφρονεί τον ίδιο, αλλά τον Θεό ο οποίος τον χειροτόνησε. Και εάν, όπως λένε μερικοί, δεν τον χειροτόνησε ο Θεός, τότε οι Χριστιανοί δεν μετέχουν τού βαπτίσματος, ούτε τών μυστηρίων ούτε απολαμβάνουν τών ευλογιών, και επομένως δεν είναι κανείς Χριστιανός. Και στην συνέχεια, απαντώντας σε ερώτηση: «πάντας ο Θεός χειροτονεί, και τους αναξίους;», λέγει: «Πάντας μεν ο Θεός ου χειροτονεί, δια πάντων δε αυτός ενεργεί, ή και αυτοί είεν ανάξιοι, δια το σωθήναι τον λαόν». Έτσι, ένας Επίσκοπος που δεν έχει Αποστολική Παράδοση, ούτε ζη σύμφωνα με την Παράδοση τής Εκκλησίας, αλλά δεν έχει καθαιρεθή από την Εκκλησία στην οποία ανήκει, τότε τελεί κανονικά τα μυστήρια, αφού ο Θεός ενεργεί δι’ αυτού, επειδή ο Χριστός είναι «ο προσφέρων και προσφερόμενος και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος», αλλά ο ίδιος δεν σώζεται. Κατά τον ιερό Νικόλαο Καβάσιλα η Χάρη τού Θεού ενεργεί κατά διττό τρόπο. Ο πρώτος είναι ότι ενεργεί η θεία Χάρη στην θεία Λειτουργία δια τού Ιερέως και αγιάζονται ο άρτος και ο οίνος και γίνονται Σώμα και Αίμα Χριστού, και ο δεύτερος ότι η ίδια Χάρη αγιάζει τον Ιερέα δια τής μεταλήψεως τών Τιμίων Δώρων ή τον κατακρίνει. Έτσι, παραμένει τότε η Αποστολική Διαδοχή, αλλά όταν ο Ιερεύς καθαιρεθή ή αφορισθή τότε καθίσταται ανενεργό το χάρισμα τής Ιερωσύνης και η Αποστολική Διαδοχή. Έκτη. Υπάρχουν Επίσκοποι που έχουν την Αποστολική Διαδοχή, η οποία είναι η σειρά χειροτονιών, αλλά δεν έχουν την Αποστολική Παράδοση και ζωή και ο Θεός ενεργεί δι' αυτών, εάν δεν έχουν καθαιρεθή. Και υπάρχουν άγιοι που έχουν την Αποστολική Παράδοση και ζωή, χωρίς να διαθέτουν την Αποστολική Διαδοχή, όπως είναι οι ευλογημένοι Μοναχοί, που δεν έχουν χειροτονηθή. Και υπάρχουν ψευδεπίσκοποι που δεν έχουν ούτε Αποστολική Παράδοση ούτε Αποστολική Διαδοχή, επειδή δεν έχουν χειροτονηθή με κανονικό τρόπο. Επίσης υπάρχουν Επίσκοποι που έχουν και Αποστολική Παράδοση και Αποστολική Διαδοχή. Όσοι ανήκουν στην τελευταία κατηγορία είναι το «κλειδί» επιλύσεως τών διαφόρων θεμάτων. Εβδόμη. Όταν από μια Χριστιανική Κοινότητα χάνεται η Αποστολική Παράδοση ως μέθεξη τής αλήθειας και βίωση τής Πεντηκοστής, τότε δεν είναι ενεργής η Αποστολική Διαδοχή, διότι η Αποστολική Διαδοχή προϋποθέτει την Αποστολική Παράδοση, την αλήθεια τής πίστεως, είτε ως μέθεξη τής Πεντηκοστής είτε ως αποδοχή και ομολογία τής διδασκαλίας τών Προφητών, τών Αποστόλων και τών Πατέρων, όπως εκφράσθηκε στις Οικουμενικές Συνόδους. Όταν κάποιος αιρετικός ή σχισματικός επανέρχεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, τότε η Εκκλησία συνοδικώς αποφασίζει για τον τρόπο τής εισδοχής του, βάσει τής Ορθοδόξου Παραδόσεως, η οποία εκφράσθηκε στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους. Η Εκκλησία σε όλες τις περιπτώσεις εκφράζεται συνοδικώς και όχι ατομικώς ούτε ανθρωποκεντρικώς. Και οι ιεροί Κανόνες δεν ερμηνεύονται νομικιστικά, αλλά εκκλησιαστικά, κατά πνεύμα. Γι' αυτό δεν έχουμε Πάπα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως δήλωσε επανειλημμένως ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, αλλά ούτε έχουμε και «Πάπες», Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, που ενεργούν ατομικά και όχι συνοδικά. Η Εκκλησία λειτουργεί συνοδικά, το πολίτευμά της είναι «συνοδικόν ιεραρχικώς» και «ιεραρχικόν συνοδικώς». Και αυτό κρίνεται από την πιστότητα στην Παράδοση τής Εκκλησίας. Ογδόη. Όσοι κατά τρόπον αντορθόδοξο και αντιεκκλησιαστικό κάνουν λόγο για το ότι η αποδοχή από την Εκκλησία μερικών σχισματικών «Κληρικών», με τον τρόπο που παραπέμπτει στην Παράδοση τής Εκκλησίας, «μολύνει» την Ιερωσύνη και την Εκκλησία και φοβούνται και οι ίδιοι αυτήν την «μόλυνση», αφ' ενός μεν εκφράζουν μια εκκλησιολογική αίρεση, αφ' ετέρου δε πρέπει να εξετάσουν τι έγινε σε άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, τι έγινε τα δεκαεπτά (17) χρόνια (1833-1850) που η Εκκλησία τής Ελλάδος ήταν σχισματική. Βεβαίως, οι τότε Επίσκοποι δεν χειροτόνησαν άλλους Επισκόπους, αλλά τελούσαν Μυστήρια. Έχουν «μολυνθεί» οι μεταγενέστεροι και εμείς; Τι έγινε στην Εκκλησία τής Βουλγαρίας που βρισκόταν σε σχίσμα από το 1872 έως το 1945; Έχει «μολυνθεί» ολόκληρη η Ορθοδοξία; Τι έγινε με την αποδοχή τών δύο παλαιοημερολογιτών «Επισκόπων» ως Μητροπολιτών, τού Χριστοφόρου Χατζή και τού Πολυκάρπου Λιώση που έγιναν αντιστοίχως Δρυϊνουπόλεως και Σισανίου; Αυτοί είχαν προηγουμένως καθαιρεθή ως Αρχιερείς από το Συνοδικό Δικαστήριο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος και επανήλθαν στην τάξη τών Πρεσβυτέρων και όμως με αναθεωρητικό Δικαστήριο η Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας μας τους επανέφερε ως κανονικούς Αρχιερείς, χωρίς αναχειροτονία, θεωρώντας κατ' οικονομία ως κανονική την χειροτονία τους το 1935. Μήπως αυτοί εμόλυναν το Σώμα τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, που συμμετείχαν σε εκλογές και χειροτονίες άλλων Επισκόπων; Αυτό είναι απαράδεκτο να λεχθή. Πάνω στο θέμα αυτό υπάρχει πλούσιο υλικό στα Πρακτικά τών Συνεδριάσεων τών Ιεραρχιών τής Εκκλησίας τής Ελλάδος τών παρελθόντων ετών. Βεβαίως, ευθύνονται όσοι διαπράττουν κανονικά παραπτώματα, όσοι χειροτονούν αναξίους Κληρικούς και αδιαφορούν για αναξίους Κληρικούς ή κάνουν παράχρηση τής οικονομίας για την επιστροφή αιρετικών και σχισματικών στην Εκκλησία και θα δώσουν λόγο στον Θεό. Αλλά επ' ουδενί λόγω μπορούμε να κάνουμε λόγο για «μόλυνση» τής Εκκλησίας τού Χριστού και τής Ιερωσύνης τού Χριστού. Αυτό είναι βλασφημία. Ενάτη: Οι Επίσκοποι είναι οι «οικονομούντες τας Εκκλησίας», και μάλιστα αποφασίζουν εν Συνόδω, γιατί δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση και εκτροπή τής «εκκλησιαστικής ευταξίας». Ο Στ' Κανόνας τής Β' Οικουμενικής Συνόδου σαφώς διαγορεύει: «Επειδή πολλοί την εκκλησιαστικήν ευταξίαν συγχείν και ανατρέπειν βουλόμενοι, φιλέχθρως και συκοφαντικώς αιτίας τινάς κατά τών οικονομούντων τας εκκλησίας ορθοδόξων επισκόπων συμπλάσσουσιν, ουδέν έτερον, ή χραίνειν τας τών ιερέων υπολήψεις, και ταραχάς τών ειρηνευόντων λαών κατασκευάζειν επιχειρούντες...». Η Εκκλησία έχει τους Επισκόπους της, που είναι οι «οικονομούντες τας Εκκλησίας» και φυσικά αυτοί θα δώσουν λόγο στον Θεό για τον τρόπο που οικονομούν τις Εκκλησίες. Η Εκκλησία δεν είναι μια αναρχική κοινωνία, αλλά είναι μια «ιεραρχικώς συνοδική κοινωνία». Δεκάτη. Το θέμα τής Ουκρανίας είναι πολύπλοκο και πολυχρόνιο και δυστυχώς έχει εμπλακεί σε εκκλησιαστικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Έχει μεγάλη ευθύνη το Πατριαρχείο Μόσχας, πράγμα που παραβλέπουν όσοι κρίνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, διότι, μαζί με άλλα, υποσκάπτει τον θεσμό τού Πρωτόθρονου Πατριαρχείου. Αυτό το έχω αναλύσει σε διάφορα κείμενά μου, όπως: «Το πρόβλημα τής Ουκρανίας», πριν ένδεκα (11) χρόνια (Ιούλιος 2008), «Υπάρχει "Τρίτη Ρώμη";» (Οκτώβριος 2018), «Ο θεσμός τής Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία» (Οκτώβριος 2018), «Η συζήτηση για την ανακήρυξη Αυτοκεφαλίας σε μια Εκκλησία» (Οκτώβριος 2018), «Ιεροί Κανόνες και Οικουμενικό Πατριαρχείο» (Νοέμβριος 2018), «Ο μύθος τού "λευκού καμηλαυκίου"» (Φεβρουάριος 2019) και στο έγγραφό μου προς την Ιερά Σύνοδο τής Εκκλησίας τής Ελλάδος (Μάρτιος 2019). Ως προς το θέμα που με απασχολεί στο παρόν κείμενο, «Αποστολική Παράδοση και Αποστολική Διαδοχή στο μυστήριο τής Εκκλησίας», σημειώνω ότι όσοι κρίνουν αυστηρώς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, παραθεωρούν τις απόψεις τού Πατριάρχου Μόσχας για την Αποστολική Παράδοση, την Αποστολική Διαδοχή και το μυστήριο τής Εκκλησίας, όπως φαίνεται σε διάφορες αποφάσεις τού Πατριαρχείου Μόσχας, αλλά και στην «Κοινή Δήλωσιν τού Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου και τού Πατριάρχου Μόσχας και Πασών τών Ρωσιών Κυρίλλου», στην Αβάνα (Κούβας) στις 12 Φεβρουαρίου 2016. Και μού κάνει ιδιαίτερη και μεγάλη εντύπωση ότι κρίνουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και αμνηστεύουν όλα τα οικουμενιστικά ανοίγματα και άλλες ενέργειες τού Πατριαρχείου Μόσχας. Αλλά αυτό θα είναι αντικείμενο άλλου κειμένου μου. Προσωπικά παραμένω στην ορθόδοξη διδασκαλία για την σχέση μεταξύ Αποστολικής Παράδοσης και Αποστολικής Διαδοχής στο μυστήριο τής Εκκλησίας. Ως προς δε το θέμα τής αποκαταστάσεως τών σχισματικών και «αυτοχειροτονήτων» Αρχιερέων ισχύει ό,τι έγραψα στο από 30-4-2019 έγγραφό μου προς την Ιερά Σύνοδο: «Ως προς το θέμα τού πώς έγινε αποδεκτή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο η "Αρχιερωσύνη" τών Επισκόπων που "χειροτονήθηκαν" από τους καθηρημένους Αρχιερείς και τους σχισματικούς ή "αυτοχειροτονήτους", η Εκκλησία μας πριν λάβη κάποια απόφαση, θα πρέπει να ερωτήση το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τον τρόπο με τον οποίον αποκατέστησε τους "Αρχιερείς" αυτούς». Αυτό εγράφη, γιατί πριν αποφασίσουμε ως Εκκλησία για το θέμα αυτό, πρέπει να ακούσουμε επισήμως πώς το αντιμετώπισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δυστυχώς, όμως, παρατήρησα ότι όσοι με έκριναν, το έκαναν ή με την παραθεώρηση αυτής τής προτάσεως ή με την παρερμηνεία της. Όλα τα ανωτέρω τα έγραψα για να τονισθή ότι πρέπει τα σύγχρονα εκκλησιολογικά προβλήματα να τα επιλύουμε με βάση τους ιερούς κανόνας που εθέσπισαν οι θεόπνευστοι Πατέρες στις Τοπικές και Οικουμενικές Συνόδους, αλλά δεν πρέπει αυτοί οι κανόνες να ερμηνεύονται με πνεύμα νομικιστικό, πράγμα που δεν έκαναν οι Πατέρες. Οι Πατέρες ως πνευματικοί ιατροί και έχοντας το Άγιον Πνεύμα, ύστερα από την μέθεξη τής καθαρτικής, φωτιστικής και θεοποιού ενεργείας τού Θεού, θεράπευαν κάθε πρόβλημα που αναφυόταν, και αυτό το έπρατταν Συνοδικώς. Και μία αντορθόδοξη Σύνοδος, μια ψευδοσύνοδος, διορθώνεται πάλι από άλλη Ορθόδοξη Σύνοδο, στην οποία υπάρχουν Επίσκοποι με Αποστολική Παράδοση και Αποστολική Διαδοχή. Η εκκλησιαστική παράδοση μαρτυρεί περί αυτού. Γι’ αυτό είναι παράλογο και αντιδεοντολογικό, μερικοί να «κόβουν και να ράβουν» στα μέτρα τους τις λέξεις τών ιερών κανόνων, για να υποστηρίζουν κάθε φορά τις θεωρίες τους, που σχηματίζονται ανάλογα με την κάθε περίσταση. Γενικά, πρέπει να ζούμε το μυστήριο τής Εκκλησίας, με πράξη και θεωρία, όπως το ψάλλουμε σε όλα τα τροπάρια τής Εκκλησίας, ώστε να έχουμε εκκλησιαστικό φρόνημα. Το μυστήριο τής Εκκλησίας είναι το υπέρτατο μυστήριο, που συνδέεται αναπόσπαστα με το μυστήριο τής ενανθρωπήσεως τού Υιού και Λόγου τού Θεού, με το μυστήριο τής θείας Οικονομίας και το μυστήριο τής θεώσεως τού ανθρώπου. |
Δημιουργία αρχείου: 29-5-2019.
Τελευταία μορφοποίηση: 30-5-2019.