Ο Θεός ως πυρ και φως * Ο ποταμός τής φωτιάς * Παράδεισος και Κόλαση * Καλός και κακός Θεός * Πορεία απελευθέρωσης * Η οδός τής Σωτηρίας * Είναι ο Θεός δίκαιος; * Πώς θα αλλάξουν τα αναστημένα σώματα κατά την Δευτέρα Παρουσία; * Παράδεισος και Κόλαση στην Ορθόδοξη Παράδοση * Εμφανίσεις του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη * Ο γέροντας Παϊσιος εξηγεί την Κόλαση * Είναι η Κόλαση πραγματική;
Η αιωνιότητα τής κολάσεως
Γιατί είναι λάθος η άποψη τής προσωρινής κολάσεως Φώτιος Σχοινάς
πηγή: Αντίφωνο Αναδημοσίευση από: http://antifono.gr |
Στην παρούσα εργασία μας θα αναφερθούμε στην αιωνιότητα της κολάσεως. Το ζήτημα είναι κρίσιμο και νευραλγικό και ήγειρε πολλές συζητήσεις στην εκκλησιαστική ιστορία. Μάλιστα και στις ημέρες μας ορισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι, η θεολογούντες, ισχυρίζονται ότι το αιώνιον, το ατελεύτητον της κολάσεως αντιβαίνει στην παναγαθότητα του Θεού. Ο Θεός με την ασύλληπτη αγαθότητα του, ισχυρίζονται, στο τέλος θα σώσει, θα αποκαταστήσει τους πάντες. Με την παρούσα εργασία θέλω να διατυπώσω ορισμένες σκέψεις για την αιωνιότητα της κολάσεως βασικά όχι δικές μου, αλλά των Πατέρων της Εκκλησίας, και δη του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Κατ' αρχήν το ζήτημα της αιωνιότητος της κολάσεως προσέκρουσε στο λεγόμενο οντολογικό επιχείρημα: Ο Ωριγένης και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αδυνατούσαν να συμβιβάσουν την αιωνιότητα της κολάσεως με την υπόληψη ότι το κακό είναι προσωρινό και πρόσκαιρο ακριβώς επειδή στερείται οντότητος. Το κακό κατ' ουσίαν είναι μη ον, άρα δεν μπορεί να έχει αιώνια ύπαρξη. Επομένως και η κόλαση δεν είναι αιώνια, αλλά έχει "προσωρινό" χαρακτήρα. Το επιχείρημα όμως αυτό προσκρούει σε δύο αντεπιχειρήματα: Α) Η κόλαση δεν συνιστά κακόν, αλλά αναίρεση του κακού. Β) Στην σκλήρυνση και πόρωση της ελευθερίας των αυτεξουσίων όντων (εκπεσόντων αγγέλων και κολασμένων ανθρώπων). Α) Κατά τον Δαμασκηνό η κόλαση δεν είναι κακό. Κακό είναι να κάνουμε τους εαυτούς μας άξιους της κολάσεως. Μάλιστα η κόλαση, ως εξορίζουσα το κακό, είναι καλό. «Ει κακόν η κακία, καλόν η κόλασις τούτο εξορίζουσα… Ου γαρ η κόλασις κακή, αλλά το άξιον εαυτόν ποιήσαι κολάσεως».[1] Η κόλαση είναι καλό, επειδή καταργεί το κακό. Το καταργεί με την εξής έννοια: Στον μέλλοντα αιώνα ο Θεός θα είναι τα πάντα εν πάσι και δεν θα υφίσταται η ύλη της κακίας, δηλαδή η βρώση, η πόση, η σαρκική ηδονή, τα χρήματα, η αδικία κ.λ.π., ώστε να μπορεί να ικανοποιηθεί η κακία. Έτσι οι κολασμένοι ως έχοντες την επιθυμία της κακίας και μη δυνάμενοι να την ικανοποιήσουν θα οδυνώνται, καθόσον η ανικανοποίητη επιθυμία δίκην πυρός θα τους κατακαίει. «Ει δε λέγετε, ότι συνέφερεν αυτώ (ενν. τω Ιούδα) μη γενέσθαι ήπερ γενέσθαι και κολασθήναι ατελευτήτως, φαμέν, ότι η κόλασις εκείνη ουδέν έτερον εστίν ει μη πυρ επιθυμίας της κακίας και αμαρτίας και πυρ αστοχίας της επιθυμίας. Ου γαρ επιθυμούσι Θεού οι εν τη κακία το άτρεπτον εσχηκότες, αλλά της κακίας, εκεί δε ενέργεια κακίας και αμαρτίας ουκ έσται. Ουδέ γαρ εσθίομεν ουδέ πίνομεν ουδέ ενδυόμεθα ουδέ γαμούμεν ουδέ πλουτούμεν ουδέ φθόνος ισχύει ουδέ τι των της αμαρτίας ειδών. Επιθυμούντες ουν και μη έχοντες τα της επιθυμίας πυρός δίκην υπό της επιθυμίας καταφλέγονται. Οι δε του αγαθού, τουτέστι μόνου του Θεού, επιθυμούντες, του όντος και αεί όντος, και τυγχάνοντες ευφραίνονται κατά την αναλογίαν της επιθυμίας αυτών, καθ' ην τυγχάνουσι του επιθυμουμένου».[2] Η κόλαση επομένως δεν είναι το αιώνιον βασίλειον του κακού και της αμαρτίας, αλλά ο τόπος και ο τρόπος αναιρέσεως του κακού, κατά τρόπον όμως ανόνητον για τους κολασμένους. Η Κόλαση και ο Παράδεισος θα είναι λοιπόν αστοχία ή επίτευξη της επιθυμίας αντιστοίχως. Οι επιθυμούντες του Θεού θα ευφραίνονται, επειδή θα ικανοποιείται η επιθυμία τους, καθόσον ο Θεός θα είναι, όπως εσημειώθη, τα πάντα εν πάσι, οι δε επιθυμούντες την κακία και την αμαρτία θα οδυνώνται, επειδή η επιθυμία τους δεν θα ικανοποιείται και ως πυρ θα τους καταφλέγει. Έτσι ο Θεός είναι ανεύθυνος της κολάσεως. Σ' όλους θα παρέχει τα αγαθά του, αλλ' έκαστος αναλόγως της δεκτικότητάς του θα τα απολαμβάνει η όχι. «Ο Θεός και τω διαβόλω αεί παρέχει τα αγαθά, αλλ' εκείνος ου θέλει λαβείν. Και εν τω μέλλοντι αιώνι πάσιν δίδωσι ο Θεός τα αγαθά πηγή γαρ εστί των αγαθών πάσι βρύουσα την αγαθότητα, έκαστος δε, καθώς εαυτόν κατεσκεύασε δεκτικόν, μετέχει του αγαθού. Ενταύθα μεν ουν περί άλλα την όρεξιν έχοντες και επιτυγχάνοντες καν ποσώς ηδώμεθα, εκείσε δε, όταν "ο Θεός είη τα πάντα εν πάσι", μη βρώσεως ούσης, μη πόσεως μηδέ τίνος σαρκικής ηδονής μηδέ τίνος αδικίας οι μηδέ τας συνήθεις ηδονάς έχοντες μηδέ των εκ Θεού δεκτικοί όντες οδυνώνται ανηκέστως, ου του Θεού κόλασιν ποιήσαντος, αλλά ημών εαυτοίς την κόλασιν ευτρεπισάντων, επεί ουδέ θάνατον ο Θεός εποίησε, αλλ' ημείς εαυτοίς τούτον επεσπασάμεθα».[3] Η κόλαση κατ' ουσίαν είναι εφεύρημα των λογικών όντων. Η καταδικαστική ψήφος δεν είναι τόσο του Θεού -είναι βεβαίως και του Θεού- όσο είναι των ιδίων των αυτοκολαζομένων όντων. Ο Θεός σεβόμενος την ελευθερία των προσυπογράφει και επικυρώνει την αρνητική απόφαση τους, την αμετάβλητη απόφασή τους να μείνουν αιωνίως εκτός του Θεού. Ο π. Πορφύριος λέγει επ' αυτού: «Ζωή χωρίς Χριστό είναι θάνατος, είναι κόλαση, δεν είναι ζωή. Αυτή είναι η κόλαση, η μη αγάπη. Η αγάπη είναι η ζωή του Χριστού. Ή θα είσαι στη ζωή ή στο θάνατο. Από σένα εξαρτάται να διαλέξεις».[4] Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο Πλάτων στην Πολιτεία (617 e) διατυπώνει παρόμοια άποψη για την μεταθανάτια ζωή: η ευθύνη της εκλογής βαραίνει το άνθρωπο και όχι τον Θεό. «Ανάγκης θυγατρός κόρης Λαχέσεως λόγος. Ψυχαί εφήμεροι, αρχή άλλης περιόδου θνητού γένους θανατηφόρου. Ουχ υμάς δαίμων λήξεται, αλλ' υμείς δαίμονα αιρήσεσθε. Πρώτος δ' ο λαχών πρώτος αιρείσθω βίον ω συνέσται εξ ανάγκης. Αρετή δε αδέσποτον, ην τιμών και ατιμάζων πλέον και έλλατον αυτής έκαστος έξει. Αίτια ελομένου Θεός αναίτιος». Μετάφραση (Κωνσταντίνου Γεωργούλη): «Της κόρης που τη λένε Λάχεσι κι έχει μάνα την Ανάγκη λόγος! Ψυχές εφήμερες! Αρχίζει για το θνητό γένος μια άλλη περίοδος που τέρμα της θα είναι ο θάνατος. Δεν θα σας πάρη με τον κλήρο ο δαίμονας σας, αλλά εσείς θα διαλέξετε το δαίμονά σας ότινος ο κλήρος πρώτος λάχη, πρώτος να διάλεξη τη ζωή που αναγκαστικά θα ζήση. Η αρετή δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, η μετοχή που θα έχη κανείς επάνω σ' αυτή θα είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάλογα με την εκτίμηση ή την περιφρόνηση που θα δείξη απέναντι της. Η ευθύνη πέφτει σ' αυτόν που κάνει την εκλογή ο Θεός είναι ανεύθυνος».[5] Σημειωτέον δε η παρουσία του Θεού, ο ίδιος ο Θεός, η άκτιστη ενέργειά του, είναι Παράδεισος για τους σεσωσμένους και Κόλαση για τους κολασμένους. Οι μεν σεσωσμένοι θα βιώσουν την άκτιστη ενέργεια του Θεού ως δροσοβόλο χάρη, ως υετίζουσα φλόγα, ενώ οι κολασμένοι ως αδιαπέραστο ζόφο, ως πυρ καταναλίσκον. Ο Σέρβος Επίσκοπος π. Ειρηναίος Μπούλοβιτς γράφει: «Μία και η αυτή ενέργεια και χάρις, έν και το αυτό φως της Τριάδος, επιδρά επί μεν των δεκτικών αυτού ως φωτισμός και θεοφάνεια, επί δε των ανεπίδεκτων αυτού ως σκότος αδιαπέραστον (ενώ εις την πραγματικότητα οι ίδιοι, όντες αυτάρκεις και ανέραστοι έναντι του Θεού, είναι αδιαπέραστοι δια τας ακτίνας του θείου φωτός) ή πυρ τι αφεγγές και βασανιστικόν δι' αυτούς, μόνον δι' αυτούς. Συνελόντ' ειπείν, το φως της θεοπτίας και το πυρ της κολάσεως είναι μία και η αυτή ενέργεια η χάρις της Αγίας Τριάδος. Η διαφορά ευρίσκεται εν τω τρόπω ή εν τη δυνατότητι εισδοχής και βιώσεως αυτής εκ μέρους των ανθρώπων»[6]. Άλλωστε το αν το πυρ της κολάσεως είναι κτιστό ή άκτιστο ήταν ζήτημα συζητήσεως μεταξύ των Ορθοδόξων και Λατίνων στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Οι Ορθόδοξοι υπεστήριζαν ότι το πυρ της κολάσεως είναι άκτιστο, οι Λατίνοι κτιστό. Δεν υπάρχει λοιπόν κανείς τόπος έρημος της παρουσίας του Θεού ούτε η κόλαση. Ο ίδιος ο Θεός είναι Παράδεισος για τους δικαίους και Κόλαση για τους αδίκους. Β) εισερχόμεθα στο δεύτερο αντεπιχείρημα, αυτό της ελευθερίας των λογικών και αυτεξουσίων όντων, το οποίο όντως στην κατάσταση που ευρισκόμεθα είναι δύσληπτο και δυσκατανόητο. Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε την άρνηση του Θεού «των εν τη κακία το άτρεπτον εσχηκότων». Για να την κατανοήσουμε, έστω αμυδρώς, θα αναφερθώ σε δύο μαρτυρίες δύο συγχρόνων Γεροντάδων του Αγίου Όρους, που είναι πολύ χαρακτηριστικές και διαφωτιστικές ως προς το θέμα της πορώσεως και διαστροφής της ελευθερίας των κολασμένων δημιουργημάτων. Πρώτη μαρτυρία είναι αυτή του π. Εφραΐμ, του πρώην ηγουμένου της ιεράς Μονής Φιλόθεου, τώρα ευρισκομένου στην Αριζόνα της Αμερικής. Έγραφε ο π. Εφραΐμ προ τριακονταετίας περίπου: «Άκουσε και άλλην διήγησιν παρομοίαν: Όταν είμεθα εις την Νέαν Σκήτην, ζώντος του Γέροντός μου Ιωσήφ, μας ήλθεν ένας νεαρός δαιμονισμένος… Ο νέος αυτός είχε δαιμόνιον γυναικός του δρόμου. Όταν τον έπιανε άλλαζεν την φωνή του ως φωνή κοινής γυναικός και έλεγε περί ων "αισχρόν εστί και λέγειν" κατά τον Απόστολον. Ήτον την τέχνην βαρελοποιός. Αφήνομεν το όνομα του. Έμεινε λοιπόν εις την Συνοδείαν μας αρκετόν καιρόν και τις ώρες εργασίας ήρχετο εις το εργόχειρον να βοηθή ό,τι ημπορούσε. Την τρίτην ημέραν μου λέγει: -πάτερ, δεν με μαθαίνεις και εμένα να κάμω σφραγίδια; Αυτά τα βαρέλια που κάνω είναι βαριά δουλειά. Και έχω και αυτόν εδώ μέσα μου, συνεχώς με καταρρακώνει. -Να σε μάθω, αδελφέ μου, να' ναι ευλογημένον! να, έτσι και έτσι θα κάνης. Τα εργαλεία είναι εδώ τα ξύλα εκεί τα δείγματα μπροστά σου σ' αυτόν τον πάγκο θα εργάζεσαι. Μόνον που, καθώς βλέπεις εδώ στην Συνοδεία όλοι οι πατέρες δεν ομιλούν, λέγουν πάντοτε την "ευχή". Λέγοντας αυτά ήθελα να αποφύγω όσον το δυνατόν την αργολογίαν και τον μετεωρισμόν μου εις την προσευχήν. Αλλά και κάτι άλλο μου εγεννήθηκε εκείνην την στιγμήν: Άραγε, συλλογίσθηκα, οι δαιμονιζόμενοι ημπορούν να λέγουν την "ευχήν"; Λοιπόν επιάσαμε το εργόχειρον και την ευχήν. Δεν επέρασαν λίγα λεπτά και άναψε ο δαίμονας μέσα του. Άλλαξε την λαλιάν του και άρχισε να φωνάζη, να αισχρολογή, να απειλή, να υβρίζη. -σκάσε κασίδη! Έλεγε από μέσα. Σκάσε! Παύσε αυτό το μουρμουρητό! Τι λες και λες τα ίδια λόγια συνέχεια. Παράτα αυτές τις λέξεις. Με ζάλισες. Καλά είμαι μέσα σου. Τι θέλεις και με αναστατώνεις; Είπε κάμποσα έτσι. Τον επαίδευσε. Τον άφησε. —Είδες τι μου κάνει; μου λέγει ο κακόμοιρος, να, αυτά τραβώ συνέχεια. -υπομονή, αδελφέ μου, του λέγω· υπομονή! Μην του δίνεις σημασία. Δεν είναι ιδικά σου αυτά, να στεναχωρήσαι. Εσύ φρόντισε την ευχή. Σχολάσαμε το εργόχειρο και πηγαίναμε προς τον Γέροντα. Και πηγαίνοντας μου λέγει -πάτερ, να κάμω μιαν ευχή και γι' αυτόν που έχω εδώ μέσα μου, να τον ελεήση και αυτόν ο Θεός; Έ, τι ήταν να το πη αυτό ο ταλαίπωρος! Παρευθύς τον πιάνει το δαιμόνιο, και τον σηκώνει επάνω, και τον βροντάει κάτω· εταράχτηκε ο τόπος. Αλλάσσει την γλώσσα του και τον αρχίζει -σκάσε κασίδηηηηη! Σκάσε, σου είπα. Τι είναι αυτά που λες; Τι έλεος; Όχι έλεος! Δεν θέλω έλεος! Όχι! Τι έκανα να ζητώ έλεος; Είναι άδικος ο Θεός! Για μια μικρή αμαρτία, για μια υπερηφάνεια, με εξώρισε από την δόξαν μου. Δεν φταίμε εμείς. Αυτός φταίει! Αυτός να μετανοήση! Όχι εμείς! Μακριά από έλεος! Τον επαίδευσε πολύ τον άφησε ράκος. Εγώ έφριξα εις τα λεγόμενα του δαίμονος. Και εκατάλαβα δια πείρας εις ολίγα λεπτά, όσα θα ήταν αδύνατον να καταλάβω, διαβάζοντας περί δαιμόνων μύρια βιβλία».[7] Η δεύτερη μαρτυρία είναι ένα θαυμαστό όραμα που είδε ο γέρων Αρσένιος ο Γρηγοριάτης, όταν παρεκάλεσε τον Θεό για την σωτηρία του Ιούδα: «Επί οκτώ χρόνια προσευχόταν να του αποκάλυψη ο Θεός αν σώθηκε η ευεργέτις του, η δεκαεξάχρονη Ζωή που εκοιμήθη φυματική. Το αίτημα είχε κι άλλες προεκτάσεις περί της θείας ευσπλαγχνίας, που συνοψίζονταν στην ικεσία: "Θεέ μου πολυεύσπλαγχνε, όταν σώσης όχι μόνο τη ψυχή της δούλης Σου, αλλά και τον Ιούδα αν θέλησης να βγάλης από την κόλασι, ποιος θα είναι εκείνος που θα σε ελέγξη;" … Εισήλθε (ο π. Αρσένιος) σε ένα σκοτεινό υπόγειο, όπου κολάζονταν ψυχές άσεβων και απίστων, ψυχές που θεληματικά αρνήθηκαν τον Χριστό. Ο π. Αρσένιος άρχισε τις συμβουλές. Τους παρότρυνε σε μετάνοια επικαλούμενος το άπειρο έλεος του Κυρίου, που θα τους έσωζε με ένα "Κύριε ελέησον". Άρχιζαν τότε όλοι να φωνάζουν να σταματήση. Ο π. Αρσένιος τους παρακάλεσε πάλι και πάλι. Δεν ήθελαν καν να ακούσουν το φοβερό όνομα του Κυρίου Σαββαώθ. Ούτε καν ένα θαύμα από τον ουρανό επιθυμούσαν να δουν. Ούρλιαζαν φρικτά, και το υπόγειο σκοτείνιασε ακόμη περισσότερο. Λίγο πριν βγη από κει μέσα ο π. Αρσένιος πανικόβλητος, τους φώναξε: "Η απιστία σας επί της κεφαλής σας". Όταν συνήλθε, βρέθηκε στο κελί του, και έμεινε εκστατικός ώρα πολλή, ερμηνεύοντας το σωτηριώδες όραμα, εκ των υστέρων: Δεν είναι ο Θεός εκείνος που δεν θέλει την σωτηρία των κολασμένων, αλλά εκείνοι οι ίδιοι, οι οποίοι έπαθαν ψυχική διαστροφή εξ αίτιας της αμετανοησίας τους (δηλαδή βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος) και παραμένουν για πάντα αμετανόητοι, ασυγχώρητοι και αυτοτιμωρούμενοι. Έτσι έλαβε απάντησι και για τον Ιούδα, που εξέλεξε το σκότος αντί για το φως, και χρησιμοποίησε το θείο δώρο της ελευθερίας του ως μαχαίρι για την ψυχική και σωματική του αυτοκτονία».[8] Από τις μαρτυρίες αυτές παίρνουμε μία ιδέα της διαστροφής του αυτεξουσίου των κολασμένων όντων. Ο Θεός εξάπαντος σέβεται την ελευθερία των πλασμάτων του και ουδέποτε την καταλύει, σώζοντας άκοντας τους κολασμένους. Οι κολασμένοι είναι που δεν θέλουν τη σωτηρία τους και το αεί εύ είναι και όχι ο Θεός. Προτιμούν με ένα αθεράπευτο διαβολικό πείσμα την άρνηση του Θεού και την κατάσταση του αεί φευ είναι. «Και εν μεν τω βίω τούτω οικονομία τις εστί και κυβέρνησις και πρόνοια άρρητος προς επιστροφήν και μετάνοιαν καλούσα τους αμαρτάνοντας, μετά δε θάνατον ουκέτι τροπή, ουκέτι μετάνοια, ουχί του Θεού μη δεχόμενου μετάνοιαν -αυτός γαρ εαυτόν αρνήσασθαι ου δύναται ουδέ αποβάλλεται την συμπάθειαν- , αλλ' η ψυχή ουκέτι τρέπεται».[9] Γιατί όμως η ελευθερία διαστρέφεται σε τέτοιο, αμετάβλητο, βαθμό; Κατά τον ιερό Δαμασκηνό η αυτεξουσιότητα, η ελευθερία δηλαδή, άλλως νοείται επί του Θεού, άλλως επί των αγγέλων και άλλως επί των ανθρώπων. Στον Θεό "υπερουσίως" ουδεμία άλλη πληροφορία δίδει ο Δαμασκηνός. Στον Άγγελο συμπίπτει χρονικώς η εκλογή της πράξεως με την έξη ουδόλως παρεμβάλλεται χρόνος μεταξύ αυτής και εκείνης. Ο Άγγελος άλλωστε έχοντας φυσικώς το αυτεξούσιο, το χρησιμοποιεί ανεμποδίστως, χωρίς να αντιμετωπίζει σωματικά πάθη και τον έξωθεν προσβάλλοντα, ήγουν τον πειραστή. Στον άνθρωπο λόγω της έξωθεν προσβολής και του βάρους του σώματος προηγείται η έξη και ακολουθεί η πράξη: «Δει δε ειδέναι, ως αυτεξουσιότης ομωνύμως λέγεται, άλλως μεν επί Θεού, άλλως επί αγγέλων, και άλλως επί ανθρώπων, επί Θεού μεν γαρ υπερουσίως, επί δε αγγέλων ως συντρεχούσης τη έξει της προχειρίσεως και παρενθήκην όλως χρόνου μη παραδεχόμενης (έχων γαρ φυσικώς το αυτεξούσιον απαρεμποδίστως τούτω κέχρηται, μηδέ την εκ σωμάτων αντιπάθειαν έχων μηδέ τον προσβάλλοντα), επί δε ανθρώπων ως χρονικής της έξεως προεπινουμένης της εγχειρήσεως· αυτεξούσιος μεν γαρ εστίν ο άνθρωπος και φυσικώς έχει το αυτεξούσιον, έχει δε και την εκ του διαβόλου προσβολήν και την του σώματος κίνησιν. Δια ουν την προσβολήν και το βάρος του σώματος εφυστερίζει η προχείρησις της έξεως».[10] Ο Άγγελος είναι ανεπίδεκτος μετανοίας, επειδή είναι ασώματος, εν αντιθέσει προς τον άνθρωπο που είναι δεκτικός μετανοίας εξ αίτιας της σωματικής του ασθενείας. «Ανεπίδεκτος μετανοίας, ότι και ασώματος ο γαρ άνθρωπος δια την του σώματος ασθένειαν της μετανοίας έτυχεν.»[11] Το σώμα είναι αυτό που καθιστά δυνατή την μετάνοια στον άνθρωπο. Η έλλειψη σώματος καθιστά αδύνατη την μετάνοια στους αγγέλους. Οι δύο παράγοντες που καθιστούν δυνατή την μετάνοια είναι η σωματικότητα και η χρονικότητα. Στον άνθρωπο ενυπάρχει η δυνατότητα της μετανοίας ακριβώς λόγω του σώματος και του χρόνου, όπως προκύπτει από την ιδιάζουσα σε αυτόν έννοια του αυτεξουσίου. Μετά το θάνατο λόγω του ότι δεν υφίστανται πλέον οι δύο αυτοί παράγοντες, το σώμα και ο χρόνος, η μετάνοια είναι αδύνατη και υφίσταται το άτρεπτον της καταστάσεως στην οποία βρίσκεται ο άνθρωπος. Μάλιστα η αποδοχή της αποκαταστάσεως των πάντων οδηγεί στην αποδοχή ότι ο Θεός είναι ο Κολαστής, ο υπεύθυνος ή ο αίτιος ή ο αυτουργός της κολάσεως, και όχι η διαστροφή της ελευθερίας τών, οικειοθελώς, ανιάτων όντων. Υπενθυμίζουμε: «…Ου του Θεού κόλασιν ποιήσαντος, αλλά ημών εαυτοίς την κόλασιν ευτρεπισάντων, επεί ουδέ θάνατον ο Θεός εποίησε, αλλ' ημείς εαυτοίς τούτον επεσπασάμεθα» (Ιωάννης Δαμασκηνός, ό.π.) Η αποκατάσταση των πάντων δεν εξαίρει την αγαθότητα του Θεού, αλλά, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, την καταστρατηγεί! Μάλιστα συγγενεύει κατά κάποιο τρόπο με την περί ικανοποιήσεως της θείας Δικαιοσύνης διδασκαλία του Ανσέλμου Καντερβουρίας. Ο Θεός θα αποκαταστήσει τα κολασμένα πλάσματα του, αφού πρώτα ικανοποιηθεί η τρωθείσα δικαιοσύνη του! Μπορεί βέβαια κανείς να προβάλει το επιχείρημα: γιατί ο Θεός να δημιουργήσει όντα, τα οποία, οικεία υπαιτιότητι βεβαίως, θα κολασθούν αιωνίως; Αυτό δεν αντιβαίνει και δεν καταλύει την παναγαθότητά του; Ο ιερός Δαμασκηνός απαντά στην ένσταση αυτή ως εξής: Η πράξη της δημιουργίας είναι αγαθή πράξη του Θεού. Ο κολασμός είναι αποτέλεσμα της κακής χρήσεως της ελευθερίας των δημιουργημένων όντων. Εάν ο Θεός δεν τους δημιουργούσε εξ αίτιας της κακίας των, η κακία των δημιουργημάτων θα εξουδετέρωνε την αγαθότητα του Δημιουργού: «Ο Θεός δι' αγαθότητα, εκ του μη όντος εις το είναι παράγει τα γιγνόμενα και των εσομένων προγνώστης εστίν. Ει μεν ουν έμελλον έσεσθαι, ούδ' αν κακοί έμελλον έσεσθαι ούδ αν προεγιγνώσκοντο. Των γαρ όντων αι γνώσεις, και των πάντως εσομένων αι προγνώσεις πρώτον γαρ το είναι, και τότε καλόν ή κακόν είναι. Ει δε μέλλοντας έσεσθαι δια την του Θεού αγαθότητα το κακούς εξ οικείας προαιρέσεως μέλλειν έσεσθαι εκώλυσεν αυτούς γενέσθαι, το κακόν ενίκα αν την του Θεού αγαθότητα. Ποιεί τοιγαρούν ο Θεός αγαθά άπαντα, ο ποιεί έκαστος δε εξ οικείας προαιρέσεως καλός τε και κακός γίνεται. Ει και τοίνυν έφη ο Κύριος "Συνέφερε τω ανθρώπω εκείνω, ει ουκ εγεννήθη", ου την οικείαν κτίσιν κακίζων έλεγε, αλλά την εξ οικείας προαιρέσεως και ραθυμίας επιγενομένην τω κτίσματι αυτού κακίαν».[12] Η κόλαση λοιπόν είναι επιγέννημα της διαστροφής της ελευθερίας ορισμένων πλασμάτων του Θεού και είναι αιωνία. Η αντίληψη ότι η κόλαση έχει τέλος κατά τον Μ. Βασίλειο είναι εφεύρημα και μεθοδεία των πονηρών δαιμόνων: «Του ουν Κυρίου ποτέ μεν αποφαινομένου, ότι απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, ποτέ δε εκπέμποντας τινας εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού και άλλοτε ονομάζοντος γέεναν πυρός, και επιφέροντος, όπου ο σκώληξ αυτών ου τελευτά, και το πυρ ου σβέννυται και έτι πάλαι δια του προφήτου περί τίνων προειρηκότος, ότι ο σκώληξ αυτών ου τελευτήσει, και το πυρ αυτών ου σβεσθήσεται τούτων και των τοιούτων πολλαχού της θεοπνεύστου Γραφής κειμένων, έν και τούτο της μεθοδείας του διαβόλου, τους πολλούς των ανθρώπων, ώσπερ επιλαθομένους των τοσούτων και τοιούτων του Κυρίου ρημάτων και αποφάσεων, τέλος κολάσεως εις το μάλλον κατατολμάν της αμαρτίας εαυτοίς υπογράφειν. Ει γαρ της αιωνίου κολάσεως έσται ποτέ τέλος, τέλος έξει πάντως και η αιώνιος ζωή. Ει δε επί της ζωής τούτο νοήσαι ου καταδεχόμεθα, ποίον έχει λόγον τη κολάσει τη αιωνίω τέλος διδόναι; η γαρ του αιωνίου προσθήκη εφ εκατέρων ίσως κείται. Απελεύσονται γαρ, φησίν, ούτοι εις κόλασιν αιώνιον· οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον. Τούτων ουν ούτως ομολογουμένων, ειδέναι χρη, ότι και το, Δαρήσεται πολλάς, και το, Δαρήσεται ολίγας, ουχί τέλος, αλλά διαφοράν κολάσεως δηλοί. Ει γαρ ο Θεός δίκαιος κριτής εστίν, ου μόνον τοις αγαθοίς, αλλά και τοις πονηροίς, αποδιδούς εκάστω κατά την πράξιν αυτού, δύναται είναι ο μεν τις πυρός άσβεστου άξιος, και τούτου ήτοι μαλακωτέρου, ή μάλλον φλέγοντος· ο δε τις σκώληκος ατελεύτητου, και τούτου πάλιν ή πραότερον οδυνώντος, ή σφοδρότερον κατά την αξίαν εκάστου και άλλος γεένης διάφορα εχούσης τα κολαστήρια· και έτερος του εξωτέρου σκότους, ένθα ο μεν τις εν κλαυθμώ μόνον, ο δε τι και εν βρυγμώ των οδόντων δια το επιτεταμένον των πόνων γίνεται. Και το εξώτερον δε σκότος υποφαίνει πάντως είναι τι και εσώτερον. Και το, εις πυθμένα Άδου, εν Παροιμίαις ειρημένον δηλοί, ότι εισί τίνες εν τω Άδη μεν, ουκ, εν πυθμένι δε Άδου, κουφοτέραν υπομένοντες την κόλασιν».[13] Ομοίως και ο ιερός Χρυσόστομος αποφαίνεται: «Αιωνία η κόλασις ου θανάτου προσδοκία· αθάνατος γαρ η τιμωρία και τα σώματα τα κολαζόμενα αθάνατα» (Pg 55,249).
Σημειώσεις 1. Ιωάννου Δαμάσκηνου, Κατά Μανιχαίων 49, 1-3, έκδοση Β. Kotter, τόμος IV, Βερολίνο 1981, σ. 377. 2. Ιωάννου Δαμάσκηνου, Κατά Μανιχαίων 36, 7-18, έκδοση Β. Kotter, τόμος IV, Βερολίνο 1981, σ. 373. 3. Ιωάννου Δαμάσκηνου, Κατά Μανιχαίων 71, 1-4, έκδοση Β. Kotter, τόμος IV, Βερολίνο 1981, σ. 389. 4. Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος και λόγοι, Ιερά Μονή Χρυσοπηγής, Χανιά 2004, σελ. 2192. 5. Πλάτωνος Πολιτεία, εισαγωγή ερμηνεία σημειώσεις Κ. Δ. Γεωργούλη, τρίτη έκδοσις, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα χ. χ., σελ. 330. 6. Ειρηναίου Μπούλοβιτς, Το μυστήριον της εν τη Αγία Τριάδι διακρίσεως της Θείας Ουσίας και Ενεργείας κατά τον άγιον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 465. 7. Αρχιμ. Εφραΐμ Ηγουμένου Ι. Μ. Φιλόθεου, "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με"-"Κεφάλαια περί προσευχής", στη Σύναξη, τεύχος 10, Άνοιξη 1984, σσ. 45-46 8. Ιερομόναχου Αρτεμίου Γρηγοριάτου, "Μοναχός Αρσένιος Γρηγοριάτης", στο: "Ο Όσιος Γρηγόριος", έτος 1992, τεύχος 17, σσ. 95 και 96-97 9. Ιωάννου Δαμάσκηνου, Κατά Μανιχαίων 75,5-9, έκδοση Β. Kotter, τόμος IV, Βερολίνο 1981, σ. 391. 10. Ιωάννου Δαμάσκηνου, έκδοσις ακριβής, νη΄ 122-132, έκδοση Β. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σ. 142. 11. Ιωάννου Δαμάσκηνου, έκδοσις ακριβής, ιζ΄ 20-21, έκδοση Β. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σ. 46. 12. Ιωάννου Δαμάσκηνου, έκδοσις ακριβής, ρδ 3-12, εκδ. Β. Kotter, τόμος II, Βερολίνο 1973, σσ. 221-222 13. Μεγάλου Βασιλείου, Όροι των κατ' επιτομήν, PG 31,1264C-1265B. |
Δημιουργία αρχείου: 4-8-2018.
Τελευταία μορφοποίηση: 4-8-2018.