Τι είναι Προαίρεση, Θέληση, Βουλή, Βούληση, Γνώμη και Φρόνηση. Αγίου Μαξίμου Ομολογητού * Η αναζήτηση τής πρόταξης "ουσίας" ή "προσώπου" στην ύπαρξη * Κοινωνία προσώπων ή κοινωνία φύσεων; * Αγάπη και Τριαδικότητα * Ελευθερία και Θεότητα σε φιλοσόφους και Πατέρες * Τι είναι οι Ενέργειες και ποια η σχέση τους με την Ουσία * Γνώση εν προσώπω και Αγάπη * Το "Ναι" τού Θεού * Η Ορθόδοξη διατύπωση είναι "κατ' εικόνα" και όχι "ανθρώπινο πρόσωπο"
Η «οντολογία τού προσώπου» στην σύγχρονη θεολογία Φιλοσοφικές θεωρίες που αντιστρατεύονται τα Χριστιανικά δόγματα Σεβ. Μητροπ. Ναυπάκτου Ιεροθέου
Στην μνήμη τού μακαριστού Μητροπολίτου πρ. Ηλείας κυρού Γερμανού Πηγή: Περιοδικό "Εκκλησιαστική Παρέμβαση" τεύχος 319. Φεβρουάριος 2023. Αναδημοσίευση από: https://www.parembasis.gr |
Ύστερα από μια μικρή εισαγωγή δημοσιεύω το κείμενο: «Η "οντολογία τού προσώπου" στην σύγχρονη θεολογία», το οποίο ήταν η πρώτη εισήγηση που μού ανέθεσε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ηλείας Γερμανός να αναπτύξω στο Θεολογικό Συνέδριο τής Ιεράς Μητροπόλεώς του στις 3 Φεβρουαρίου τού 2018, δηλαδή πριν 5 χρόνια, που ήταν παρόντες Θεολόγοι και Καθηγητές Πανεπιστημίων. Η δεύτερη εισήγηση είχε τίτλο: «Οι αποφάσεις τής Αγίας και Μεγάλης Συνόδου για την "οντολογία τού προσώπου"».
Τον ενδιέφερε το θέμα τού προσώπου, κατά την πατερική παράδοση και την σύγχρονη θεολογία, επειδή με άκουσε να ομιλώ για τα θέματα αυτά και ήθελε να ενημερώση τους θεολόγους της Περιφερείας του, φυσικά συμφωνούσε με τα θέματα αυτά. Σημειώνω ότι ήταν από τους λίγους Ιεράρχες που όταν ανέκυπταν διάφορα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα μού τηλεφωνούσε και ζητούσε τις απόψεις μου, τις οποίες άκουγε με ενδιαφέρον και προσοχή. Επίσης, τον ενδιέφερε η θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας, γι’ αυτό και κάθε χρόνο αρχές τού Φεβρουαρίου διοργάνωνε Θεολογικά Συνέδρια με ποικίλη θεματολογία για τους θεολόγους τής Περιφερείας του και ευρύτερα, στα οποία και άλλες φορές κλήθηκα να ομιλήσω ως εισηγητής. Με τον μακαριστό Μητροπολίτη με συνέδεαν όχι μόνον η κοινή αντιμετώπιση θεολογικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αλλά και το ότι ήταν χειροτονία τού Προκατόχου μου και μετέπειτα Ηλείας, Μητροπολίτου Γερμανού Γκούμα, και, επίσης, το ότι φέρω το όνομα τού θείου του, μακαριστού Μητροπολίτου Αιτωλίας και Ακαρνανίας κυρού Ιεροθέου Παρασκευοπούλου. Είναι ευνόητο ότι η μεταξύ μας εκτίμηση ήταν αμοιβαία και έτρεφα ιδιαίτερο σεβασμό σε εκείνον και στο έργο του. Την εισήγηση που δημοσιεύω στην συνέχεια την παρηκολούθησε ο μακαριστός Μητροπολίτης με πολλή προσοχή, έδωσε την δυνατότητα στους παρόντας θεολόγους να ομιλήσουν ελεύθερα, μού έδωσε την άνεση χρόνου να απαντήσω στις απορίες τους, χωρίς εκείνος να παρεμβαίνη, αποδεχόμενος και την εισήγηση και τις απαντήσεις. Όντως σπάνιος Ιεράρχης, «παλαιάς κοπής», ανεπίφθονος! Μετά το Συνέδριο εξέδωσε τα πρακτικά του, με τις δύο εισηγήσεις μου και με δαπάνες τής Ιεράς Μητροπόλεως. Έγραψε δε ιδιαίτερο πρόλογο στον οποίον φαίνονται τα χαρίσματά του, ότι δηλαδή παρά την μεγάλη ηλικία του ενδιαφερόταν για θεολογικά θέματα και ήθελε να μαθαίνει κάτι καινούριο σε σχέση βέβαια με την πατερική παράδοση και την σύγχρονη θεολογία.
Έγραφε στον πρόλογο: «Εάν ο σοφός Σωκράτης έλεγε "γηράσκω αεί διδασκόμενος" και η παιδαγωγική επιστήμη σήμερα ομιλεί δια την δια βίου μάθηση, ώστε όλοι να μαθαίνουν όσα χρειάζονται δια την αντιμετώπιση τών δυσκολιών τής ζωής τους, τούτο ιδιαιτέρως πρέπει να κάνουμε εμείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί δια να μαθαίνουμε το θέλημα τού Θεού, που μάς προστατεύει στην ζωή μας, αλλά και μάς ενισχύει στην αντιμετώπιση τών δυσκολιών μας. Αυτόν τον σκοπόν έχει και το ετήσιο Θεολογικό Συνέδριο τής Μητροπόλεώς μας. Δηλαδή επιδιώκει την εμπέδωση αλλά και την διεύρυνση τών χριστιανικών γνώσεων τού Κλήρου, τών Θεολόγων τής περιοχής μας και τών Χριστιανών μας. Έτσι εφέτος υπήρξεν ιδιαίτερη ευλογία τού Θεού να είναι εισηγητής στο Θεολογικό μας Συνέδριο ο γνωστός στην Ελλάδα και εκτός αυτής δια την ιδιαιτέραν θεολογική του κατάρτιση Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. ΙΕΡΟΘΕΟΣ. Δια τούτο και από την θέσιν αυτήν ιδιαίτερα τον ευχαριστώ δια τον κόπον του να έλθη δια δύο ημέρες κοντά μας, να μάς ευλογήση και να ακούσωμε τον θεολογικόν του λόγον. Όμως θέλω να τον ευχαριστήσω ακόμη θερμά και διότι μάς έστειλε τα δοκίμια τών ομιλιών του προς δημοσίευσιν, ώστε να λάβουν γνώσιν αυτών και να διδαχθούν και όσοι δεν είχαν την ευκαιρίαν να παρευρεθούν και να τον ακούσουν τις ημέρες τού Συνεδρίου μας. Αυτά τα κείμενα περιέχονται στον ανά χείρας τόμον. Πιστεύω ότι από την ανάγνωσή τους όλοι θα ωφεληθούμε. Το εύχομαι ολόψυχα. Πύργος 18 Μαρτίου 2018 Κυριακή Δ΄ τών Νηστειών Εορτή Αγίου Ιωάννου τής Κλίμακος + Ο Μητροπολίτης Ηλείας ΓΕΡΜΑΝΟΣ»
Όντως σοφός και ταπεινός Ιεράρχης που είχε ορθόδοξη συνείδηση, εκκλησιαστικό φρόνημα και εκκλησιαστικό ήθος. Τον ενθυμούμαι με ιδιαίτερη συγκίνηση και σεβασμό ως έναν από τους μεγάλους παλαιούς Ιεράρχες τής Εκκλησίας μας, με σοβαρότητα και ευπρέπεια! Αιωνία να είναι η μνήμη τού μακαριστού Μητροπολίτου Γερμανού, τού παραδοσιακού, μεθοδικού, ανεπίφθονου και θεολόγου Ιεράρχου. Ο Θεός να τον κατατάξη με τους δικαίους. Δείτε το κείμενο που δημοσιεύεται χωρίς τις παραπομπές.
Η «οντολογία τού προσώπου» στην σύγχρονη θεολογία Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου Εισαγωγικά θα ήθελα να κάνω μια καίρια επισήμανση, ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας ανέπτυξαν το θέμα περί τού προσώπου στον Θεό, αντιμετωπίζοντας τους αρχαίους αιρετικούς τού 3ου και 4ου αιώνος, Παύλο Σαμοσατέα, Λουκιανό, Άρειο, Σαβέλλιο, Νεστόριο κλπ., οι οποίοι ομιλούσαν για τον Θεό αριστοτελικώς ή φιλοσοφικώς. Είναι γνωστή στους μελετητές τών πατερικών κειμένων η φράση τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου ότι οι Πατέρες ομίλησαν «αλιευτικώς, αλλ' ουκ Αριστοτελικώς», δηλαδή ομίλησαν μέσα από την αποκάλυψη-φανέρωση τού Θεού και όχι κατά τρόπο φιλοσοφικό. Έτσι, ομίλησαν για το πρόσωπο στον Θεό, και για τον άνθρωπο ως δημιουργημένου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού και όχι για «οντολογία τού προσώπου». Όσοι ομιλούν για «οντολογία τού προσώπου» το κάνουν «αριστοτελικώς» και «ουχ αλιευτικώς». Η λέξη οντολογία είναι ο λόγος περί τού όντος και παραπέμπει σαφέστατα στην φιλοσοφία τού Πλάτωνος, κυρίως τού Αριστοτέλους. Τιμώ την φιλοσοφία που εντάσσεται μέσα στον λεγόμενο από τον άγιο Ιουστίνο, τον μάρτυρα και φιλόσοφο, σπερματικό λόγο, διότι οι αρχαίοι φιλόσοφοι ομιλούσαν περί τού Θεού, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τις παιδαριώδεις αντιλήψεις τών ειδωλολατρών περί τού δωδεκαθέου. Μέσα από αυτήν την προοπτική βλέπει κανείς την προσωκρατική φιλοσοφία, κυρίως τα δύο ρεύματα τής Ελεατικής φιλοσοφίας και τής φιλοσοφίας τού Ηρακλείτου, όπως και την μεταγενέστερη κλασσική μεταφυσική. Επομένως, είναι καλό να ασχολήται κανείς με την αρχαία και νεωτέρα φιλοσοφία, Το πρόβλημα, όμως, είναι -και σε αυτό έχω επιφυλάξεις- όταν μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι αναμειγνύουν και συγχέουν την φιλοσοφία με την πατερική θεολογία και προσπαθούν να τις εμπλέξουν μεταξύ τους, όπως έκαναν οι σχολαστικοί θεολόγοι και μερικοί σύγχρονοι θεολόγοι. Ύστερα από τα ανωτέρω διευκρινιστικά, θα αναφερθώ με συντομία στο θέμα τής «οντολογίας τού προσώπου».
1. Η διδασκαλία τών Πατέρων για τον Θεό και τον άνθρωπο Οι Πατέρες τής Εκκλησίας αντιμετωπίζοντας την πρόκληση τών φιλοσοφούντων θεολόγων τής εποχής τους, οι οποίοι κατέληξαν στην αίρεση, όπως τον Άρειο, τον Νεστόριο, τον Διόσκορο κ.α. χρησιμοποίησαν τους όρους πρόσωπο, υπόσταση, ουσία, φύση, χωρίς, όμως, να αποδεχθούν την δική τους φιλοσοφική σκέψη. Έτσι, κατέληξαν ότι ο Τριαδικός Θεός είναι τρία πρόσωπα-υποστάσεις, έχουν μια κοινή ουσία-φύση-ενέργεια, αλλά δεν δέχονταν τους όρους αυτούς όπως τους χρησιμοποίησαν οι αιρετικίζοντες θεολόγοι. Ισχύει αυτό που έγραψε αργότερα ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «Καν εξετάσης, ίδοις αν πάσας ή τας πλείστας τών δεινών αιρέσεων εντεύθεν (από την φιλοσοφία) λαβούσας τας αρχάς». Επίσης, γράφει ότι, και όταν οι Πατέρες χρησιμοποιούν τους ίδιους όρους με τους φιλοσόφους, γνωρίζουν την διαφορά με αυτούς: «Καν τις τών Πατέρων τα αυτά τοις έξω φθέγγηται, αλλ’ επί τών ρημάτων μόνον· επί δε τών νοημάτων, πολύ το μεταξύ· νουν γαρ ούτοι, κατά Παύλον έχουσι Χριστού, εκείνοι δε, ει μη τι και χείρον (εννοεί αν δεν επηρεάζοντο από τον διάβολο) εξ ανθρωπίνης διανοίας φθέγγονται». Έτσι, οι Πατέρες τής Εκκλησίας, ενώ στην αρχή ομιλούσαν για τον Άσαρκο και Σεσαρκωμένο Λόγο, για Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, για τρία Φώτα, για την όραση τού Φωτός, δια τού Φωτός, εν τω Φωτί, στην συνέχεια αποδέχθηκαν και τους όρους πρόσωπο, υπόσταση, ουσία, φύση, ενέργεια, με ορισμένες, βέβαια, θεολογικές προϋποθέσεις. Στην Ορθόδοξη υμνογραφία φαίνεται καθαρά ότι χρησιμοποιείται παράλληλα και η ορολογία Πατήρ, Υιος και Άγιον Πνεύμα· Φως ο Πατήρ, Φως ο Λόγος, Φως και το Άγιον Πνεύμα· Άσαρκος και Σεσαρκωμένος Λόγος, που είναι η ορολογία τών Προφητών και τών Αποστόλων, αλλά και η ορολογία τών μεταγενεστέρων Πατέρων, όπως τρία πρόσωπα-τρεις υποστάσεις και μία ουσία-φύση-ενέργεια. Το κάνουν αυτό οι Πατέρες τής Εκκλησίας, γιατί γνωρίζουν ότι άλλο είναι τα άκτιστα-άρρητα ρήματα που βλέπουν αοράτως, ακούν ανηκούστως και νοούν ακατανοήτως οι θεόπτες, και άλλο είναι τα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα. Τα άρρητα ρήματα είναι τής θεοπτικής εμπειρίας, ενώ τα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα είναι τής έκφρασης τής εμπειρίας. Οπότε η χαρισματική εμπειρία τής ακτίστου Χάριτος τού Θεού είναι η ίδια στους θεουμένους, ενώ εκείνο που διαφοροποιείται είναι τα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα. Αυτό το γράφει πολύ καλά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, ως ο εμός λόγος, νοήσαι δε αδυνατώτερον». Το γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής: «Νους μεν καθαρός, ορθά βλέπει τα πράγματα. Λόγος δε γεγυμνασμένος, υπ’ όψιν άγει τα οραθέντα». Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Χρή ουν περί Θεού λέγειν ή ακούειν βουλόμενον σαφώς ειδέναι, ως ουδέ πάντα άρρητα ουδέ πάντα ρητά, τα τε τής θεολογίας, τα τε τής οικονομίας, ούτε μην πάντα άγνωστα ούτε πάντα γνωστά‧ έτερον δε εστι το γνωστόν και έτερον το ρητόν, ώσπερ άλλο το λαλείν και άλλο το γινώσκειν. Πολλά τοίνυν τών περί Θεού αμυδρώς νοουμένων ου καιρίως εκφρασθήναι δύναται, αλλά τα καθ’ ημάς αναγκαζόμεθα επί τών υπέρ ημάς λέγειν, ώσπερ επί Θεού λέγομεν ύπνον και οργήν και αμέλειαν, χείρας τε και πόδας και τα τοιαύτα». Εδώ ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει λόγο για την θεολογία και την οικονομία και την διαφορά μεταξύ τους, και ότι άλλο είναι τα άρρητα και άλλο τα ρητά. Έτσι, πολλά από τον Θεό που νοούμε αμυδρώς δεν μπορούμε να τα εκφράσουμε καλώς. Οι Πατέρες για τον Τριαδικό Θεό είπαν ότι είναι τρία πρόσωπα, τρεις υποστάσεις, μία φύση-ουσία-ενέργεια, αλλά παράλληλα είναι ένα και τρία Φώτα, και ότι άλλο είναι τα άρρητα ρήματα τής εμπειρίας και άλλο είναι τα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα τής διατυπώσεως τής εμπειρίας. Αυτό είναι πολύ σημαντικό για την θεολογία. Όμως, οι Πατέρες για τον άνθρωπον δεν ανέπτυξαν ότι είναι πρόσωπο-υπόσταση, όπως στον Θεό, αλλά ότι είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση τού Λόγου, όπως επίσης δίδαξαν ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότητα μεταξύ ακτίστου και κτιστού, οπότε δεν μπορεί να γίνη κάποια αναλογία μεταξύ Τριαδικού Θεού και ανθρώπου. Πράγματι, αν διαβάση κανείς τους Καππαδόκες Πατέρες, ιδιαίτερα τον Μέγα Βασίλειο, θα διαπιστώση ότι αυτοί καθιέρωσαν την ορολογία στον Θεό ουσία και πρόσωπο, και είπαν ότι η ουσία είναι το κοινό στα πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος, ενώ το πρόσωπο-υπόσταση είναι το ίδιο, το υποστατικό ιδίωμα, δηλαδή τού Πατρός είναι το αγέννητο, τού Υιού είναι το γεννητό και τού Αγίου Πνεύματος το εκπορευτό, εν τούτοις αυτούς τους όρους δεν τους μετέφεραν στους ανθρώπους. Ο Μέγας Βασίλειος αντιμετωπίζοντας τον Σαβέλλιο, ο οποίος έκανε λόγο για το ότι ένας είναι ο Θεός και έχει τρία προσωπεία-μάσκες, αφ’ ενός μεν ξεχώρισε την ουσία από το πρόσωπο, αφ’ ετέρου δε ταύτισε το πρόσωπο με την υπόσταση. Έτσι, ο Τριαδικός Θεός έχει μια ουσία και τρία πρόσωπα. Όμως, δεν είπε ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, ότι το κοινό στους ανθρώπους είναι η ουσία και το ιδιαίτερο σε κάθε έναν είναι το πρόσωπο. Για τον άνθρωπο εξακολουθεί να τον χαρακτηρίζη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού, ερμηνεύοντας το σχετικό χωρίο τής Γενέσεως «ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και ομοίωσιν», καθώς επίσης χρησιμοποιούσε πολλά χωρία τού Αποστόλου Παύλου και τών Αποστόλων, στα οποία κάνει λόγο για άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού. Ενδεικτική είναι η σημαντική διατριβή τής Ολυμπίας Τσανανά-Παπαδοπούλου για την ανθρωπολογία τού Μεγάλου Βασιλείου που αναφέρεται στο θέμα αυτό. Αργότερα, ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής την Καππαδοκική ορολογία ουσία, πρόσωπο και την ορολογία τού αγίου Κυρίλλου φύσεις και υποστάσεις-πρόσωπα τα μετέφερε στην Χριστολογία με έναν διαφορετικό τρόπο. Δηλαδή, στον Τριαδικό Θεό υπάρχει μία ουσία-φύση και τρία ιδιαίτερα πρόσωπα-υποστάσεις, ενώ στον Χριστό υπάρχουν δύο ουσίες-φύσεις και μία υπόσταση. Όμως, και αυτήν την Χριστολογική ορολογία δεν την μετέφερε στην ανθρωπολογία. Αναλύει στα έργα του ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού. Το κατ’ εικόνα είναι το ον και αεί ον, και το καθ’ ομοίωση είναι η αγαθότης και η σοφία. Γι’ αυτό γράφει ο άγιος Μάξιμος: «Κατ’ εικόνα μεν πάσα φύσις λογική εστι τού Θεού· καθ’ ομοίωσιν δε μόνοι οι αγαθοί και σοφοί», εννοείται κατά Θεόν. Δεν συναντάμε και εδώ αναπτυγμένη την έννοια τού ανθρώπου ως προσώπου. Έπειτα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος συγκεφαλαίωσε όλη την διδασκαλία τών μέχρι τότε Πατέρων και μάλιστα τών Οικουμενικών Συνόδων, κάνει ανάλυση τι είναι πρόσωπο, υπόσταση, ενυπόστατο, άτομο, και για να γίνουν κατανοητά χρησιμοποιεί παραδείγματα από τον κτιστό κόσμο. Γράφει: «οίον Πέτρον, Παύλον, τόνδε τον ίππον». Χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα, ο Πέτρος, ο Παύλος, ο ίππος για να γίνη αντιληπτή η διάκριση μεταξύ ουσίας και προσώπου, χωρίς να θεωρήται ότι ο ίππος είναι πρόσωπο-υπόσταση, απλώς θέλει να δείξη την διάκριση τού ενός όντος από το άλλο ον (έμψυχο και άψυχο) και έτσι δηλώνεται η ύπαρξη τού όντος αυτού και η διαφορά από το άλλο ον. Έτσι, και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δεν κάνει μια ενδελεχή ανάλυση τού ανθρώπου ως προσώπου-υποστάσεως. Για τού λόγου το αληθές πρέπει να σημειωθή ότι στο κατ’ εξοχήν δογματικό του κείμενο με τίτλο «Έκθεσις ακριβής τής Ορθοδόξου πίστεως» κάνοντας λόγο για τον άνθρωπο τον συνδέει με το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού, αποτελούμενον από ψυχή και σώμα και είναι η ενότητα όλου τού κόσμου, νοερού και αισθητού. Ερμηνεύει το κατ’ εικόνα ως το νεοερόν και αυτεξούσιον και το καθ’ ομοίωση ως την ομοίωση τής αρετής κατά το δυνατόν, δηλαδή την θέωση. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί το χωρίο τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου και χαρακτηρίζει τον άνθρωπον «ζώον ενταύθα οικονομούμενον, τούτέστιν εν τω παρόντι βίω, και αλλαχού μεθιστάμενον εν τω αιώνι τω μέλλοντι, και -πέρας τού μυστηρίου- τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον, θεούμενον δε τη μετοχή τής θείας ελλάμψεως και ουκ εις την θείαν μεθιστάμενον ουσίαν». Πουθενά δεν αποκαλεί στο κείμενο αυτό τον άνθρωπο πρόσωπο ή υπόσταση. Μάλιστα δε γράφει ότι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο ως φύση αναμάρτητη και θέληση αυτεξούσια. Αυτό σημαίνει ότι δεν είχε στην φύση του την αμαρτία «ουκ εν τη φύσει το αμαρτάνειν έχοντα», αλλά η αμαρτία μπορούσε να γίνη με την προαίρεση. Σε άλλο κείμενό του, στα λεγόμενα «φιλοσοφικά κεφάλαια» ή διαλεκτικά, αναλύει διάφορους όρους, όπως πρόσωπο, άτομο, συμβεβηκός, αλλά χρησιμοποιεί παραδείγματα από τον άνθρωπο, όπως προελέχθη.
2. Σύγχρονοι θεολόγοι για την «οντολογία τού προσώπου» Οι σύγχρονοι θεολόγοι όταν ομιλούν για το πρόσωπο στον Θεό και τον άνθρωπο, αγνοούν, ηθελημένως ή αθελήτως, όλη την πατερική παράδοση για το θέμα αυτό και συγχέουν τους όρους τής πατερικής παραδόσεως με τους όρους που χρησιμοποιεί η σύγχρονη φιλοσοφία. Στην πραγματικότητα κάνουν λόγο για την οντολογία και όχι για την θεολογία τού προσώπου. Ο όρος οντολογία, που λαμβάνεται από την κλασσική μεταφυσική, είναι όρος τής μεταφυσικής και όχι τής θεολογίας. Θεολογία είναι λόγος περί τού Θεού τής αποκαλύψεως στους Προφήτας, τους Αποστόλους και τους Πατέρας, ενώ οντολογία είναι λόγος περί τού όντος, όπως εκφράσθηκε από τους κλασσικούς και νεωτέρους μεταφυσικούς φιλοσόφους. Νομίζω ότι πρέπει να γίνεται αυτή η διασάφηση τών όρων γιατί «αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις», κατά τον σοφό Αντισθένη. Η διαφορά τών συγχρόνων θεολόγων που ομιλούν για το πρόσωπο στον Θεό και τον άνθρωπο φαίνεται σε μερικές φράσεις που θα προσδιορίσω στην συνέχεια. Όμως, προκαταβολικά πρέπει να κάνω μια απαραίτητη διασάφηση. Δεν υπάρχει καμμιά ομοιότητα μεταξύ ακτίστου Θεού και κτιστής δημιουργίας - και ανθρώπου, όπως υφίσταται μεγάλη διαφορά μεταξύ θεολογίας (το λέγειν περί Θεού) και οικονομίας (το λέγειν περί δημιουργίας τού κόσμου) και ενανθρωπήσεως τού Υιού και Λόγου τού Θεού. Όπως, επίσης, άλλο είναι οι έξω σχέσεις τού Θεού με την κτίση (ενέργειες), άλλο είναι τα ένδον τού Τριαδικού Θεού (υποστατικά ιδιώματα) και άλλο είναι τα ενδότατα τού Τριαδικού Θεού (ουσία). Δυστυχώς, μερικοί χρησιμοποιώντας κτιστές εικόνες και πραγματικότητες, και μάλιστα με την χρήση τής λογικής, «κάνουν βόλτες» μέσα στην Αγία Τριάδα, όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς το έχει εκφράσει αυτό εμφαντικά: «Υπεράγνωστα και υπεράρρητά έστι, και τα τής ουσιώδους ενώσεως και τα τής υποστατικής διακρίσεως και τα τής αμιγούς παντάπασι και αφύρτου συμφυΐας, δηλαδή τής κοινωνίας. Τοιαύτα δε εστιν, επεί και τελείως εστιν αμέθεκτα», δηλαδή, αφού είναι αμέθεκτα τα τής ουσίας και τών υποστατικών διακρίσεων, είναι τελείως υπεράρρητα. Και συνεχίζει: «Διο ουδ’ υπόδειγμά εστι τούτων επί τής κτίσεως ευρείν», δηλαδή δεν μπορεί να βρη κανείς κανένα υπόδειγμα αυτών στην κτίση. Ό,τι συμβαίνει στον Τριαδικό Θεό δεν υπάρχει παράδειγμα στην φύση. Για την ουσία δεν μπορούμε τίποτε να πούμε, γι’ αυτό «τής τών υποστάσεων αλληλουχίας τε και διακρίσεως το παντάπασιν απερινόητον έξεστιν εντεύθεν συνορών». Δηλαδή, είναι αδύνατον να αντιληφθούμε το τελείως ακατάληπτο τής αλληλουχίας και τής διακρίσεως τών υποστάσεων. Έπειτα, αναφερόμενος στα ονόματα πατήρ και υιος στα ανθρώπινα πράγματα, γράφει ότι δεν υπάρχουν αναλογίες μεταξύ τού Θεού και τών ανθρωπίνων πραγμάτων, έστω και αν χρησιμοποιούνται οι ίδιες λέξεις, δηλαδή δεν μπορεί να καταργηθή η διάκριση μεταξύ αποφατικότητας και καταφατικότητας. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος: «Πατήρ εστι και Υιος και εν ημίν, μιας μεν όντες ουσίας, αλλ’ ουκ αλλήλων αχωρίστως έχουσιν, ουδ’ εν αλλήλοις εισίν», που σημαίνει ότι και σε μάς τους ανθρώπους υπάρχουν πατήρ και υιος, που διαθέτουν μία ουσία, αλλά δεν είναι αχώριστοι μεταξύ τους και ούτε ευρίσκονται ο ένας μέσα στον άλλον, όπως γίνεται στον Τριαδικό Θεό. Ύστερα από αυτά σκέπτομαι: πώς οι σύγχρονοι θεολόγοι κάνουν αναλογίες μεταξύ ακτίστων και κτιστών, μεταξύ τού Τριαδικού Θεού και τών ανθρώπων, αφού απαγορεύεται απολύτως η αναλογία μεταξύ Θεού και ανθρώπου; Ο Βλαδίμηρος Λόσκυ έγραψε ότι δεν βρήκε πουθενά στους Πατέρας ανεπτυγμένη την διδασκαλία περί τού ανθρωπίνου προσώπου. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντιπαρατάσσει την ορθόδοξη ησυχαστική παράδοση προς την «στοχαστική αναλογία». Θα δούμε, λοιπόν, τρία συγκεκριμένα σημεία, στα οποία φαίνεται η σύγχρονη άποψη περί τής «οντολογίας τού προσώπου», που σαφέστατα ξεκίνησε από τον σχολαστικισμό, την μεταπατερική αυτή θεολογία, και έφθασε μέχρι τον γερμανικό ιδεαλισμό και την ρωσική θεολογία τού 19ου και 20ού αιώνος, για να περάση στην θεολογία τών συγχρόνων θεολόγων.
α) Φύση και ανάγκη, πρόσωπο και βούληση Συναντά κανείς σε σύγχρονους περσοναλιστές θεολόγους την άποψη ότι η φύση συνδέεται με την αναγκαιότητα, και κατ’ επέκταση με την αμαρτία, και η βούληση με το πρόσωπο. Όμως, κατ’ αρχήν φαίνεται παράδοξο πώς ταυτίζουν την φύση με την ανάγκη και την αμαρτία, όταν η φύση στα ανθρώπινα δεδομένα δημιουργήθηκε από τον Θεό καλή. Η άποψη ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη είναι αριστοτελικής προελεύσεως και χρησιμοποιήθηκε από τον Άρειο και τους Αρειανούς για να χαρακτηρίση τον Υιό ως κτίσμα. Ο Άρειος, ακολουθώντας την αριστοτελική φιλοσοφία, όπως έκαναν και οι προηγούμενοι από αυτόν θεολόγοι (Παύλος Σαμοσατεύς, Λουκιανός), θεωρούσε ότι κάθε τι που προέρχεται από την φύση είναι αναγκαστικό, δηλαδή προέρχεται εξ ανάγκης. Έτσι, ταύτιζαν την ουσία με την ανάγκη και κατ’ επέκταση ισχυρίζονταν ότι ό,τι προέρχεται από την ουσία είναι αναγκαστικό. Εφ’ όσον ό,τι προέρχεται από την ουσία είναι αναγκαστικό, γι’ αυτό ο Υιός είναι δημιούργημα τού Θεού εκ βουλήσεως, επομένως κτίσμα. Για να αποφύγη την αναγκαστική γέννηση τού Υιού από τον Πατέρα, έφθανε στην εκ βουλήσεως δημιουργία τού Υιού από τον Πατέρα. Έτσι, πρώτοι οι Αρειανοί ταύτιζαν την φύση με την ανάγκη και την βούληση με το πρόσωπο. Ο Μέγας Αθανάσιος, που πρώτος αντιμετώπισε αυτό το μεγάλο πρόβλημα, έκανε εύστοχες παρατηρήσεις. Κατ’ αρχάς ξεκινούσε από διαφορετική προοπτική, δηλαδή δεν φιλοσοφούσε με βάση την αριστοτελική φιλοσοφία, αλλά με βάση την διδασκαλία τών Προφητών και τών Αποστόλων, στους οποίους αποκαλύφθηκε ο Άσαρκος και Σεσαρκωμένος Λόγος. Συνεχώς στα έργα του, τόσο «περί τής ενανθρωπήσεως τού Λόγου», που γράφηκε πριν την αίρεση τού Αρείου, προφανώς, όμως, έχοντας υπ’ όψη του όλη την φιλοσοφική προοπτική θεώρηση τών φιλοσοφούντων θεολόγων τής εποχής του, όσο και στα έργα του «κατά Αρειανών» χρησιμοποιεί χωρία τής Παλαιάς και Καινής Διαθήκης για να υποστηρίξη την θεότητα τού Λόγου. Σαφώς φαίνεται ότι στην αρχαία εκκλησιαστική ζωή υπάρχουν δύο τάσεις θεολογήσεως, η μία είναι η τάση τών φιλοσοφούντων θεολόγων και η άλλη τάση είναι τών εμπειρικών-χαρισματικών θεολόγων, που ήταν οι Πατέρες τής Εκκλησίας. Έπειτα, ο Μέγας Αθανάσιος έγραψε ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας δεν δέχονται ότι το κατά φύση είναι κατ’ ανάγκη, γιατί τότε ο Θεός θα ήταν αγαθός «μη θέλων». Το κατά φύση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη, όπως το απαύγασμα (η λάμψη) τού φωτός δεν είναι κατ’ ανάγκη, αλλά είναι κατά φύση. Ακόμη, έκανε την σαφή διάκριση μεταξύ φύσεως και θελήσεως. Ο Θεός Πατήρ δια τής φύσεως γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιον Πνεύμα, και ο Τριαδικός Θεός, που είναι αΐδιος, δια τής βουλήσεως-θελήσεώς Του δημιούργησε όλη την κτίση. Άλλο είναι η προαιώνια γέννηση τού Υιού δια τής φύσεώς Του, και άλλο είναι η εν χρόνω δημιουργία τού κόσμου δια τής βουλήσεως-θελήσεως τού Τριαδικού Θεού. Επί πλέον τόνισε ότι ένα είναι το θέλημα τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος, δηλαδή δεν είναι άλλο το θέλημα τού Πατρός και άλλο το θέλημα τού Υιού και τού Αγίου Πνεύματος. Ο Υιος είναι η «βουλή ζώσα τού Πατρός και εν αυτώ το θέλημα τού Πατρός εστιν». Γι’ αυτό δεν ισχύει αυτό που έλεγε ο Άρειος, ότι ο Υιος είναι δημιούργημα τού θελήματος τού Πατρός, αλλά είναι «βουλή ζώσα και αληθώς φύσει γέννημα ως τού φωτός το απαύγασμα». Κατέληξε δε να γράψη ότι ο Πατήρ δεν βουλεύεται την γέννηση τού Υιού ούτε βουλεύεται και για τον εαυτό Του. Είναι τρέλα το να πιστεύη κανείς ότι παρεμβάλλεται μεταξύ Πατρός και Υιού «βούλησις και σκέψις». Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι οι σύγχρονοι περσοναλιστές που συνδέουν την φύση με την αναγκαιότητα και την βούληση με το πρόσωπο συνεχίζουν την αίρεση τού Αρείου και αντιμάχονται τον Μέγα Αθανάσιο και όλους τους Πατέρας τής Εκκλησίας. Πρόκειται για μια μεταπατερική θεολογία που συνιστά αίρεση, γιατί καταδικάστηκε από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο. Προφανώς δεν θεολογούν ορθόδοξα, αλλά ακολουθούν την σύγχρονη φιλοσοφία. Πρέπει να σημειωθή δεόντως ότι η άποψη ότι η φύση συνδέεται με την ανάγκη και η βούληση-θέληση με το πρόσωπο είναι η κεντρική θέση τής σύγχρονης φιλοσοφίας, αλλά και τής σύγχρονης δυτικής θεολογίας. Αυτό αναπτύσσεται ιδιαίτερα στον γερμανικό ιδεαλισμό και τον δυτικό υπαρξισμό. Από αυτά τα ρεύματα έχουν επηρεασθή και σύγχρονοι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι, όπως ο Ράνερ, ο Ρομάνο Γκουαρντίνι, Προτεστάντες θεολόγοι, όπως ο Κάρλ Βάρτ, ακόμη και οι Ρώσοι ορθόδοξοι θεολόγοι, όπως ο Χομιακώφ, και Ρώσοι φιλόσοφοι, όπως ο Μπερντιάγιεφ, ο οποίος έχει επηρεασθή από τον μυστικιστή Ιάκωβο Μπέμε. Θα ήθελα να αναφερθώ ιδιαίτερα στην φιλοσοφία τού Εμμανουήλ Κάντ, που εκφράζει τον γερμανικό ιδεαλισμό και επηρέασε εν πολλοίς και τους σύγχρονους ορθόδοξους θεολόγους. Ανάλυση τού θέματος τού προσώπου στον Κάντ έκανε ο καθηγητής Γεώργιος Παναγόπουλος. Κατά τον Κάντ, όπως φαίνεται στην κριτική τού πρακτικού λόγου, «η προσωπικότητα ταυτίζεται με την ελευθερία ανεξάρτητα από τον μηχανισμό ολόκληρης τής φύσης». Αυτός «είναι ο πρώτος που είδε τον άνθρωπο ως πρόσωπο, δηλαδή ελεύθερο ον, στην απόλυτη αξία του». Κατά τον Κάντ «η ελεύθερη θέληση τού υποκειμένου (προσωπικότητας) είναι η μοναδική πηγή αυτονομοδότησης, δηλαδή αυτονομίας». Ο Κάντ «με την έννοια τής αυτονομίας εισέρχεται στο βασίλειο τής ελευθερίας», που χαρακτηρίζει το πρόσωπο. Πρόκειται για μία «υπερβατολογική ελευθερία» (αυτονομία) που συνδέεται με το πρόσωπο και αυτήν την ελευθερία «την αντιδιαστέλλει από τον μηχανισμό τής φύσης». Αυτή «η υπερβατολογική ελευθερία» πρέπει να νοηθή μόνον «ως ανεξαρτησία από κάθε τι το εμπειρικό, άρα και από τη φύση εν γένει». Από τον Κάντ, ο οποίος ανακάλυψε το ανθρώπινο πρόσωπο ως απόλυτης αξίας, φθάνουμε στον Σέλινγκ, ο οποίος ανεγνώρισε τον Θεό ως απόλυτη ελεύθερη προσωπικότητα. Στην συνέχεια ο Χάιντεγκερ μιλώντας για το ζάϊν και το νταζάϊν κάνει λόγο για το πρόσωπο που έχει τρία γνωρίσματα, ήτοι την «εγκατάλειψη», αφού ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι είναι ερριμένος στον κόσμο αυτόν, την «έκσταση», που είναι η έξοδος από τον εαυτό του και η επικοινωνία του με τους άλλους, και την «παροντικότητα», αφού καταλαβαίνει ότι υπάρχουν και άλλα όντα που είναι και αυτά δίπλα του και κυριαρχούνται από τον θάνατο. Αυτά σημαίνουν ότι άλλοι Έλληνες Ορθόδοξοι θεολόγοι περσοναλιστές έχουν επηρεασθή από τις θεωρίες τού Κάντ περί τού προσώπου ως υπερβατολογικής αρχής και αυτονομίας του από την αναγκαιότητα και τον μηχανισμό τής φύσης, και τον βολονταρισμό που κατέληξε στον υπεράνθρωπο τού Νίτσε ως την υπεραξία τού ανθρώπου, και άλλοι έχουν επηρεασθή από τον Χάιντεγκερ περί τού προσώπου με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τής εγκατάλειψης, τής έκστασης και τής παροντικότητος. Φαίνεται, λοιπόν, ότι στους νεορθοδόξους Έλληνες θεολόγους γίνεται μια συζήτηση και σύγκρουση μεταξύ Καντιανής φιλοσοφίας και Χαϊντεγκερικής φιλοσοφίας περί προσώπου με επιρροές και επιδράσεις από τους σχολαστικούς, νεοσχολαστικούς θεολόγους, υπαρξιστές φιλοσόφους και Ρώσους θεολόγους, και αυτό γίνεται με παραθεώρηση τής Ορθοδόξου Παραδόσεως. Για να το πω ακριβέστερα, σημειώνω ότι έχοντας αυτοί οι ελληνορθόδοξοι περσοναλιστές υπ’ όψη τους τις κεντρικές αυτές απόψεις τού γερμανικού ιδεαλισμού σε συσχετισμό με τον σύγχρονο υπαρξισμό, προκειμένου να στηρίζουν τις επί μέρους θεωρίες τών φιλοσόφων αυτών, βρίσκουν και μερικά αποσπασματικά χωρία τών Πατέρων τής Εκκλησίας, αγνοώντας όλο το περιεχόμενο τών Πατέρων αυτών, οι οποίοι δεν συνδέουν την φύση με την ανάγκη, ούτε την βούληση-θέληση-ελευθερία με το πρόσωπο. Πρόκειται για μια χιμαιρική θεολογία. Όπως η χίμαιρα ήταν ένα μειξογενές ζώο που ζούσε στην Λυκία, ένα μυθικό τρίμορφο τέρας που είχε κεφαλή λιονταριού, σώμα αιγός, και ουρά φιδιού, για το οποίο τέρας κάνει λόγο ο Όμηρος στην Ιλιάδα του και ο Ησίοδος στην «Θεογονία» του, έτσι οι σύγχρονοι θεολόγοι προσπαθούν να συνδέσουν την σύγχρονη δυτική φιλοσοφία με την δυτική θεολογία και την Ορθόδοξη θεολογία τών Πατέρων τής Εκκλησίας. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια Χίμαιρα. Όσοι έχουν τέτοιες απόψεις δεν συμφωνούν με την διδασκαλία τών Πατέρων, αυτής τής ίδιας τής Εκκλησίας, ότι η θέληση-βούληση είναι φυσική, δηλαδή είναι τής φύσεως –όχι τού προσώπου–, και ότι η προαίρεση στους ανθρώπους διαφέρει από την θέληση-βούληση. Έτσι, φθάνουν στον βουλησιοκρατικό (βολονταριστικό) περσοναλισμό, που εμπεριέχει τα σπέρματα τού Αρειανισμού. Γι’ αυτό, ο λόγος για την θέληση και την προαίρεση, για το φυσικό και γνωμικό θέλημα είναι σημαντικός και επίκαιρος. Η θέληση αποτελεί κεντρικό θέμα στην Χριστολογία και την ανθρωπολογία. Οι Πατέρες τής Εκκλησίας αντιμετώπισαν το θέμα αυτό στην Χριστολογία και από εκεί επεκτάθηκαν και στην ανθρωπολογία. Επειδή ανεφύησαν μερικοί αιρετικοί μονοφυσίτες και μονοθελήτες, που υποστήριζαν ότι ο Χριστός έχει μία φύση, καθώς ότι, καίτοι έχει δύο φύσεις, εν τούτοις έχει μία θέληση, την θέληση τού προσώπου, γι' αυτό οι Πατέρες δογμάτισαν ότι ο Χριστός έχει δύο φύσεις και δύο ενέργειες –θεία και ανθρωπίνη– σε μια υπόσταση, στην υπόσταση τού Λόγου. Η θέληση είναι χαρακτηριστικό τής φύσεως, γι’ αυτό και ο Χριστός που είχε δύο φύσεις, είχε και δύο θελήσεις –θεία και ανθρώπινη– σε ένα πρόσωπο-υπόσταση. Προκειμένου οι Πατέρες τής Εκκλησίας να τεκμηριώσουν αυτήν την θεολογική αλήθεια, έκαναν αναλύσεις για το τι είναι η θέληση και αν η θέληση είναι χαρακτηριστικό τής φύσεως ή τού προσώπου. Αυτό το έλυσε η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία αποφάνθηκε ότι η θέληση δεν είναι υποστατική, που σημαίνει ότι δεν συνδέεται με την υπόσταση, αλλά είναι φυσική. Αν η θέληση συνδέεται με το πρόσωπο, τότε ο Χριστός θα είχε μόνον μία θέληση, άρα δικαιώνεται ο μονοθελητισμός. Σε αυτήν την παγίδα και την αίρεση πέφτουν όσοι ομιλούν για την βούληση και την ελευθερία τού προσώπου.
β) Κοινωνία προσώπων Η φράση «κοινωνία προσώπων» χρησιμοποιείται πολύ σήμερα από τους περσοναλιστές. Πρόκειται για φράση η οποία προέρχεται από την σύγχρονη φιλοσοφία και δηλώνει ότι ο άνθρωπος είναι πρόσωπο και οι σχέσεις του πρέπει να είναι προσωπικές. Αυτή η φράση «κοινωνία προσώπων» χρησιμοποιείται και για τις σχέσεις μεταξύ τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος. Όμως, αυτή η φράση δεν συναντάται πουθενά στην πατερική θεολογία, και θα εξηγήσω τον λόγο. Υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως: η κατ’ ουσίαν, που γίνεται στα Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος, η καθ’ υπόστασιν ένωση τών δύο φύσεων, που έγινε στην υπόσταση τού Λόγου μετά την ενανθρώπηση, και η κατ’ ενέργειαν, δηλαδή η ένωση τού Θεού με τον άνθρωπο. Αυτό σημαίνει ότι η φράση «κοινωνία προσώπων» δεν ισχύει σε καμμιά από τις τρεις αυτές ενώσεις, γι’ αυτό και μια τέτοια έκφραση αλλοιώνει την ορθόδοξη θεολογία, και κακώς αναφέρεται από πολλούς θεολογούντες και μη στις ημέρες μας. Εν πρώτοις, «κοινωνία προσώπων» δεν υπάρχει στον Τριαδικό Θεό, αφού η σχέση τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος είναι κατ’ ουσίαν και κατά φύσιν. Υπάρχει περιχώρηση μεταξύ τών προσώπων, αλληλοενοίκηση τών προσώπων, υπάρχει κοινωνία ουσίας και ενεργείας και όχι κοινωνία υποστατικών ιδιωμάτων. Στον Τριαδικό Θεό υπάρχουν κοινά και ακοινώνητα, δηλαδή κοινά είναι η ουσία και η ενέργεια, και ακοινώνητα είναι οι τρόποι υπάρξεως. Τα τρία Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος έχουν την ίδια ουσία και την ίδια ενέργεια, αλλά ιδιαίτερα υποστατικά ιδιώματα, αφού το υποστατικό ιδίωμα τού Πατρός είναι το αγέννητο, τού Υιού το γεννητό, και τού Αγίου Πνεύματος το εκπορευτό. Δεν μπορεί να υπάρξη σύγχυση τών υποστατικών ιδιωμάτων στα Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος. Έτσι, στον Τριαδικό Θεό υπάρχει κοινωνία φύσεως και όχι κοινωνία προσώπων. Ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια τής γεννήσεως και κοινωνεί την ουσία Του στο Άγιον Πνεύμα δια τής εκπορεύσεως. Τα κοινά και ακοινώνητα στα Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος αποκλείουν το να υπάρχη «κοινωνία προσώπων» στον Τριαδικό Θεό, αφού μια τέτοια θεώρηση παραθεωρεί τα ακοινώνητα, υπάρχει όμως κοινωνία φύσεως και ενεργείας. Όταν μερικοί ισχυρίζονται ότι υπάρχει κοινωνία Προσώπων στον Τριαδικό Θεό, τότε ουσιαστικά θεωρούν ότι δεν υπάρχουν ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα στον Θεό και, κατά συνέπεια, δημιουργείται σύγχυση στα υποστατικά ιδιώματα τής αγεννησίας, τής γεννήσεως και τής εκπορεύσεως. Αυτό είναι βλάσφημο και κακόδοξο. Επομένως, αφού στον Τριαδικό Θεό τα υποστατικά ιδιώματα είναι ακοινώνητα, γι’ αυτό δεν μπορούμε να ομιλούμε για κοινωνία Προσώπων στον Τριαδικό Θεό, αλλά για κοινωνία φύσεως. Η ενότητα τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος οφείλεται στην μοναρχία τού Πατρός, που γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιον Πνεύμα, και στην κοινή φύση-ουσία και ενέργεια. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός κάνει λόγο για το ότι οι τριαδικές υποστάσεις είναι αδιάστατες, δεν απομακρύνονται η μία από την άλλη και «ανεκφοίτητοι εισίν ασύγχυτον έχουσαι την εν αλλήλοις περιχώρησιν, ουχ ώστε συναλείφεσθαι ή συγχείσθαι, αλλά ώστε έχεσθαι αλλήλων». Υπάρχει ενότητα μεταξύ τών τριών υποστάσεων και ασύγχυτη αλληλοπεριχώρηση, λόγω τής κοινής φύσεως και ουσίας, αλλά και λόγω τού ότι ο Υιος γεννάται από τον Πατέρα προ πάντων τών αιώνων και το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται δια τού Υιού προ πάντων τών αιώνων, αλλά δεν υπάρχει «κοινωνία προσώπων». Πάντως, οι Πατέρες κάνουν λόγο για κοινωνία φύσεως και για αλληλοενοίκηση και αλληλοπεριχώρηση μεταξύ τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος, χωρίς, όμως, να γίνεται κάποια συναίρεση ή ανάμειξη ετεροκλήτων στοιχείων ή σύγχυση. Έτσι, ο Υιος είναι στον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, και το Πνεύμα είναι στον Πατέρα και τον Υιό, και ο Πατήρ είναι στον Υιό και το Πνεύμα «μηδεμιάς γινομένης συναλοιφής ή συμφύρσεως ή συγχύσεως». Όμως, στον Θεό υπάρχει «το έν και το ταυτόν τής κινήσεως», δηλαδή τής ενεργείας, ένα είναι το «έξαλμα», δηλαδή η έξαρση, και μία είναι η κίνηση τών τριών θείων υποστάσεων «όπερ επί τής κτιστής φύσεως θεωρηθήναι αδύνατον». Αυτό που συμβαίνει στον Τριαδικό Θεό δεν μπορεί να συμβή στην κτιστή φύση. Και αυτή η θεία έλλαμψη και ενέργεια, ενώ είναι μία και απλή και αμερής «και αγαθοειδώς εν τοις μεριστοίς ποικιλλομένη και τούτοις πάσι τα τής οικείας φύσεως συστατικά νέμουσα μένει απλή, πληθυνομένη μεν εν τοις μεριστοίς αμερίστως και τα μεριστά προς την εαυτής απλότητα συνάγουσα και επιστρέφουσα». Επομένως, στον Τριαδικό Θεό δεν υπάρχει «κοινωνία προσώπων», αλλά αλληλοενοίκηση και ασύγχυτη αλληλοπεριχώρηση τών Προσώπων, αφού στις θείες υποστάσεις υπάρχουν κοινά και ακοινώνητα. Οπότε, όταν χρησιμοποιήται η φράση «κοινωνία προσώπων» για τον Θεό, καταργείται η διαφορά τών υποστατικών ιδιωμάτων και δημιουργείται σύγχυση στο Τριαδικό δόγμα. Έπειτα, «κοινωνία προσώπων» δεν υπάρχει στον Θεάνθρωπο Χριστό, αφού στον Χριστό δεν ενώθηκαν δύο πρόσωπα, τού Θεού και τού ανθρώπου, αλλά ενώθηκαν οι δύο φύσεις –θεία και ανθρώπινη– σε μια υπόσταση, καθώς επίσης ο Λόγος είναι υπόσταση τής ανθρωπίνης φύσεως. Οπότε, δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για «κοινωνία προσώπων» στον Θεάνθρωπο Χριστό, αλλά για «καθ’ υπόστασιν ένωσιν» τών δύο φύσεων. Ακόμη «κοινωνία προσώπων» δεν υπάρχει στον άνθρωπο. Η σχέση τού ανθρώπου με τον Θεό, όπως είδαμε προηγουμένως, είναι κατ’ ενέργειαν και όχι κατ’ ουσίαν και καθ’ υπόστασιν. Ο άνθρωπος κοινωνεί τής ουσιοποιού, ζωοποιού, σοφοποιού και θεοποιού ενεργείας τού Θεού. Ο θεούμενος άνθρωπος, όταν βλέπη τον Θεό, μετέχει τής θεοποιού ενεργείας Του. Οι τρεις Μαθητές στο όρος Θαβώρ μετείχαν τής θεοποιού ενεργείας τού Θεού, εν «προσώπω» Ιησού Χριστού. Σε όλα τα πατερικά κείμενα γίνεται λόγος για την άκτιστη ενέργεια τού Θεού, τής οποίας κοινωνεί ο άνθρωπος. Ο θεόπτης μετέχει τής δόξης τού Θεού. Αλλά και σε ανθρώπινο επίπεδο δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για «κοινωνία προσώπων», γιατί, αφού δεν υπάρχει «κοινωνία προσώπων» στον Τριαδικό Θεό, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να υπάρχη «κοινωνία προσώπων» στον άνθρωπο. Βεβαίως, υπάρχει η αγάπη μεταξύ τών ανθρώπων, αλλά αυτό δεν μπορεί να εννοηθή ως «κοινωνία προσώπων» ούτε και ως αλληλοενοίκηση τών προσώπων, αλλά πρόκειται για μια συναισθηματική ή ακόμη και πνευματική αγάπη, η οποία γίνεται εν Χριστώ και η οποία δέχεται ποικιλότροπες αλλοιώσεις, λόγω τών σωματικών και ψυχικών παθών. Επομένως, δεν μπορούμε να χρησιμοποιούμε την φράση «κοινωνία προσώπων» ούτε για τον Θεό, ούτε για τον Θεάνθρωπο Χριστό ούτε για τους ανθρώπους. Νομίζω ότι αυτή η φράση «κοινωνία προσώπων» πρέπει να αποβληθή από το θεολογικό λεξιλόγιό μας. Ο καθηγητής τής Δογματικής Βασίλειος Τσίγκος έχει γράψει ένα καταπληκτικό βιβλίο για την περιχώρηση, στο οποίο υποστηρίζει ότι ο όρος περιχώρηση είναι εκείνος που χρησιμοποιείται από τους Πατέρας για την σχέση μεταξύ τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος, για τις δύο φύσεις στον Χριστό και την ένωση τού ανθρώπου με τον Θεό.
γ) Άτομο και πρόσωπο Η διάκριση μεταξύ ατόμου και προσώπου χρησιμοποιείται κατά κόρον σήμερα από τους περοσναλιστές, παλαιότερα είχε επηρεάσει όλους μας. Είναι μια άποψη που γίνεται ευπρόσδεκτη από σύγχρονα ακροατήρια, αλλά, όμως, από πατερικής απόψεως είναι απαράδεκτη, αφού κατά τους Πατέρας ταυτίζεται το άτομο και το πρόσωπο. Οι Πατέρες τής Εκκλησίας μιλώντας για τον Τριαδικό Θεό ταύτισαν τις έννοιες υπόσταση, πρόσωπο και άτομο. Για παράδειγμα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει: «Χρή δε γινώσκειν, ως οι άγιοι Πατέρες υπόστασιν και πρόσωπον και άτομον το αυτό εκάλεσαν». Αυτό σημαίνει ότι η υπόσταση, το πρόσωπο και το άτομο δηλώνουν το ίδιο, και είναι καθεαυτά ιδιοσύστατα και αποτελούνται από ουσία και τον τρόπο υπάρξεως, ήτοι το αγέννητο, το γεννητό και το εκπορευτό. Άλλωστε, το άτομο ως λέξη σημαίνει το μη τεμνόμενο και επομένως στα Πρόσωπα τής Αγίας Τριάδος δεν χωρίζεται η ουσία από τα υποστατικά ιδιώματα, και στον Χριστό δεν χωρίζεται η θεία από την ανθρώπινη φύση. Πάντως, στον Τριαδικό Θεό δεν είναι δυνατόν να γίνη διάκριση μεταξύ προσώπου και ατόμου και να αποδοθή στο μεν πρόσωπο η αγάπη, η ελευθερία και η αιωνιότητα τής υπάρξεως, το δε άτομο να προσμετρηθή απλώς. Αν στον Θεό χρησιμοποιηθή μια τέτοια διάκριση, αυτό θα συνιστούσε απρέπεια, ασέβεια. Το γεγονός είναι ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας σε μια σταθερότητα επιμένουν για τον άνθρωπο ότι είναι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού, για το ότι με την πτώση τών Πρωτοπλάστων χάσαμε το καθ’ ομοίωση, όχι όμως και το κατ’ εικόνα, και ότι δια τού Χριστού οδηγούμαστε από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, στην θέωση. Στα έργα τών Πατέρων δεν γίνεται λόγος για τον άνθρωπο ως πρόσωπο, ως άτομο, ως προσωπικότητα και ατομικότητα. Μια τέτοια θεώρηση είναι μια μεταπατερική θεολογία. Η ερμηνεία τού ανθρώπου μέσα από τις έννοιες πρόσωπο και άτομο προέρχεται από την δυτική θεολογία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία και ηθική. Είναι γνωστές οι θεωρίες τού περσοναλισμού. Ο ιερός Αυγουστίνος (354-430 μ.Χ.) ταύτισε το πρόσωπο με τις ψυχολογικές ιδιότητες τού ανθρώπου, δηλαδή συνέδεσε το πρόσωπο με την ικανότητα τής συνειδήσεως, πράγμα που οδήγησε την Δύση στην ψυχανάλυση. Ο Βοήθιος (480-524 μ.Χ.) ταύτισε το άτομο με τις λογικές του ικανότητες, όπως φαίνεται στον ορισμό ότι «πρόσωπο είναι η ατομική ουσία τής ελλόγου φύσεως». Αυτή η άποψη πέρασε δια τού σχολαστικισμού και τού διαφωτισμού στον σύγχρονο περσοναλισμό και ακόμη στον υπαρξισμό. Η θεώρηση τού ανθρώπου ως προσώπου με την έννοια τής αγάπης, τής ελευθερίας και τής αιώνιας μοναδικότητας τής ύπαρξης φαίνεται ως σαγηνευτική που προκαλεί τον σύγχρονο άνθρωπο, αλλά ενέχει πολλούς κινδύνους στο να υπονομευθή η θεολογία τής Εκκλησίας. Αν επικρατήση μια τέτοια αντίληψη, τότε η αγάπη και η ελευθερία θα συνδέεται με το πρόσωπο, οπότε κάθε πρόσωπο τής Αγίας Τριάδος θα έχη ιδιαίτερη αγάπη και ελευθερία, καθώς επίσης θα ταυτίζεται το άκτιστο με το κτιστό, θα συγχέεται η τριαδολογία με την ανθρωπολογία, θα αποδίδονται στον Θεό καταστάσεις που συμβαίνουν στους ανθρώπους, θα αποσυνδέεται η θέληση από την φύση και πολλά άλλα. Αυτό συνιστά αλλοτρίωση τού θεολογικού λόγου. Οι ενδεικτικές αυτές εκφράσεις (φύση και ανάγκη, βούληση και πρόσωπο, κοινωνία προσώπων, άτομο και πρόσωπο) δείχνουν την διαφοροποίηση τής σύγχρονης θεολογίας από την πατερική θεολογία.
3. Οι συνέπειες τού περσοναλισμού στην εκκλησιαστική ζωή Πρέπει να επισημανθή κάτι πολύ σημαντικό και αξιοπρόσεκτο, που έχει σχέση με την λεγομένη μεταπατερική θεολογία τής ελευθερίας τού προσώπου. Η μεταφορά τής συγκεκριμένης περσοναλιστικής τριαδολογικής απόψεως στην σημερινή χριστιανική ανθρωπολογία με την θρυλούμενη «ελευθερία τού προσώπου», η οποία μάλιστα προβάλλεται και ως ουσιώδες χαρακτηριστικό τής ορθόδοξης Ανατολής σε σχέση με την ουσιοκρατία τής χριστιανικής Δύσης, έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις, όπως την συχνή κριτική που ασκείται στην ορθόδοξη ασκητική ως αντιστρατευόμενη την «ελευθερία τού προσώπου». Θα τονισθούν μερικές συγκεκριμένες παραχαράξεις τής εκκλησιαστικής ζωής από αυτούς που ομιλούν για την λεγόμενη ελευθερία τής βούλησης ή τής θέλησης και τής ελευθερίας τού προσώπου. Πρώτον, η εκκλησιαστική τάξη τών πραγμάτων ερμηνεύεται και εκλαμβάνεται μέσα από την θεωρία τής ελευθερίας τού προσώπου και τής αγάπης, όπως ερμηνεύθηκαν από τον Αλέξη Χομιακώφ και τον Αφανάσιεφ. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές στην εκκλησιαστική ζωή έχει μεγάλη σημασία η βίωση τής ελευθερίας και τής αγάπης, ανεξάρτητα από τις κανονικές προϋποθέσεις που έχουν θεσπίσει οι Πατέρες τών Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι, η εκκλησιαστική ζωή κρίνεται στην πράξη με όρους «αστικής δημοκρατίας», προκειμένου να στοχοποιηθούν ιεραρχικές δομές τής Εκκλησίας και να κριθούν ως καταπιεστικές και απάδουσες τής πρώτης «δημοκρατικώς φερομένης» αρχαίας Εκκλησίας. Στην συνέχεια χρησιμοποιείται η εσφαλμένη αυτή δογματική θέση στο επίπεδο τής θεολογίας, ώστε να εισαχθούν διάφορες ουμανιστικές και προτεσταντικές απόψεις για την μετοχή στα χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος, ανεξάρτητα από τις θεολογικές και κανονικές προϋποθέσεις, ωσάν η πνευματική ζωή να είναι μια «δημοκρατία αστικού τύπου», στην οποία όλοι απολαμβάνουν τα δώρα τού Αγίου Πνεύματος απροϋποθέτως. Δεύτερον, η ασκητική τού ησυχασμού κρίνεται ότι κατοπτρίζει την λογική τής ατομιστικής σωτηρίας, η οποία δεν έχει άμεση αναφορά στην «οντολογία τού προσώπου», δηλαδή στο «υπάρχειν ελευθέρως εν σχέσει», αλλά στην προοπτική μιας ατομιστικής καθάρσεως τών παθών χωρίς αναφορά στον άλλο άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί την προϋποθετική συνθήκη τού «υπάρχειν προσωπικώς». Τρίτον, η εκκλησιαστική και ασκητική ευλάβεια, που επαινείται από τους ασκητικούς Πατέρες, επικρίνεται από τους εκφραστές τής θεωρίας «τής ελευθερίας τού προσώπου», ως ανελεύθερος δυτικός ευσεβισμός και ηθικισμός, αλλά και ως «θρησκειοποίηση τού εκκλησιαστικού βιώματος». Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο να κρίνεται και να υπονομεύεται το περιεχόμενο τής «Φιλοκαλίας τών ιερών Νηπτικών Πατέρων», ότι δήθεν συνιστά μια «θεραπευτική εκκλησιολογία», η οποία ανέτρεψε την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» τής πρώτης Εκκλησίας! Τέταρτον, η υπακοή σε πνευματικό πατέρα κρίνεται ως κολόβωση τής «ελευθερίας τού προσώπου» και απέκδυση τής ευθύνης τής ύπαρξης, «τού υπάρχειν ελευθέρως», από τον ίδιο τον εξομολογούμενο και μετάθεση αυτής τής «προσωπικής ευθύνης» στον Γέροντα. Βεβαίως, δεν παραβλέπουμε διάφορα λάθη τα οποία γίνονται στον τομέα αυτό, είτε από πνευματικούς πατέρες είτε από πνευματικά παιδιά, αλλά δεν είναι δυνατόν από τέτοια λάθη να υπονομεύεται η πορεία τού ανθρώπου από την δουλεία στην ελευθερία τών τέκνων τού Θεού, όπως περιγράφεται στην πορεία τού ισραηλιτικού λαού από την Αίγυπτο στην Γη τής Επαγγελίας με την θεοπτική καθοδήγηση τού Μωϋσέως. Επομένως, η λανθασμένη θεωρία περί τής «ελευθερίας τής βούλησης-θέλησης» και τής «ελευθερίας τού προσώπου» και περί συνδέσεως τής θέλησης με το πρόσωπο, έχει σημαντικές προεκτάσεις στον εκκλησιαστικό χώρο. Με τέτοιες θεωρίες υπονομεύεται η ζωή τής Εκκλησίας και οι προϋποθέσεις τού αγιασμού, και ουσιαστικά παρερμηνεύεται ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, που κάνει λόγο για πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία και μυστική θεολογία, αλλά και όλοι οι άγιοι Πατέρες που ομιλούν για κάθαρση, φωτισμό και θέωση.
Γενικό συμπέρασμα Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι οι Πατέρες τής Εκκλησίας από τον 4ο αιώνα και μετά ομίλησαν για το ότι ο Θεός είναι τρία Πρόσωπα, τα οποία έχουν την ίδια ουσία-φύση, για να αντιμετωπίσουν τους αιρετικούς, οι οποίοι φιλοσοφούσαν αριστοτελικώς, αλλά δεν μετέφεραν όλη αυτήν την θεολογία στον άνθρωπο, για τον οποίον έλεγαν ότι έχει δημιουργηθή κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Θεού. Οι σύγχρονοι θεολόγοι ομιλούν για την «οντολογία τού προσώπου», χρησιμοποιώντας την σύγχρονη φιλοσοφία, η οποία συνδέει την φύση με την ανάγκη και την θέληση-βούληση με το πρόσωπο. Μια τέτοια, όμως, άποψη ανατρέπει όλες τις αποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες κάνουν λόγο ότι η θέληση-βούληση είναι όρεξη τής φύσεως και όχι τού προσώπου. |
Δημιουργία αρχείου: 4-4-2023.
Τελευταία μορφοποίηση: 20-9-2023.