Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Εσχατολογικά, Ορθοδοξία και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Η ιστορία τού Δόγματος από τής εποχής τών Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ.

Μέρος Δεύτερον

Τού Ανδρέα Θεοδώρου

Τακτικού Καθηγητού τού Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Α΄ Κεφάλαιο

Η θεολογία των Απολογητών ως απαρχή θεμελιώσεως της επιστημονικής θεολογίας της Εκκλησίας

Το δόγμα υπό το πρίσμα των επ' αυτού επιδράσεων της Ελληνικής φιλοσοφίας

 

ια) Η περί εσχάτων διδασκαλία

Τα κυριότερα σημεία της περί εσχάτων διδασκαλίας των Απολογητών ήσαν τα ακόλουθα:

 

 

1. Η χιλιονταετής βασιλεία του Χριστού επί της γης

Ταύτην επρέσβευεν ο Ιουστίνος. Κατά την πίστιν του Μάρτυρος αυτή θα προηγηθή της καθολικής των νεκρών αναστάσεως. Παρ' όλον δ' ότι κατά την εποχήν του Απολογητού υπήρχον πολλοί Χριστιανοί «καθαράς και ευσεβούς γνώμης», οι οποίοι δεν συνεμερίζοντο τας περί χιλιασμού αντιλήψεις, εν τούτοις η χιλιαστική δοξασία απετέλει δι' αυτόν σημείον εντελούς ορθοδοξίας.316 Στηρίγματα εις την Αγίαν Γραφήν εύρισκεν εις τους προφήτας Ιεζεκιήλ και Ησαΐαν, ως και εις την Αποκάλυψιν του Ιωάννου.317

 

2. Η καταστροφή του ορατού φυσικού κόσμου

Ο εξωτερικός ούτος κόσμος δεν είναι αιώνιος και άφθαρτος αλλά σχετικός και πεπερασμένος. Είναι δε πεπερασμένος διότι έσχεν αρχήν, είναι γενητός.318 Την καταστροφήν του κόσμου εδέχοντο και οι Στωικοί δια της περί Εκπυρώσεως των πάντων ιδέας των.319 Το στωικόν όμως δόγμα ουδεμίαν αναλογίαν έχον προς την αντίστοιχον Χριστιανικήν αντίληψιν, απειλεί να καταλύση τα αμετάβλητον και αναλλοίωτου του Θεού, δια τούτο και χαρακτηρίζεται ως δόγμα αίσχιστον.320 Κατά την Χριστιανικήν αντίληψιν η καταστροφή του κόσμου θα γίνη δια του πυρός της κρίσεως το οποίον «κατελθόν ανέδην πάντα διέκρινεν, ως και πρότερον ο κατακλυσμός μηδένα λιπών αλλ' ή τον μόνον συν τοις ιδίοις παρ' ημίν καλούμενον Νώε».321

 

3. Η ανάστασις των νεκρών

Μετά την συντέλειαν ή παραλλήλως προς αυτήν θα γίνει η ανάστασις των σωμάτων. Το καθαρώς Χριστιανικόν δόγμα τούτο βαρύ και επαχθές δια τον ανθρώπινον λόγον, οι Απολογηταί, παρά την συνήθειάν των να μη περιγράφουν τα αυστηρώς Χριστιανικά δόγματα, εξήρον ιδιαζόντως (εξ αυτών οι Αθηναγόρας και Ιουστίνος έγραψαν ειδικάς περί αναστάσεως συγγραφάς) δια να καταπολεμήσουν κυρίως την γνωστικήν κακοδοξίαν, η οποία, θεωρούσα την ύλην κακήν, απέρριπτε την ανάστασιν των σωμάτων. Την ανάστασιν ο Τατιανός αντιβάλλει προς τας στωικάς αντιλήψεις περί κυκλικής γενέσεως και απογενέσεως των πάντων.322

Η ανάστασις είναι προϊόν της σοφίας και της δυνάμεως του Θεού. Δια των δύο τούτων θεμελιωδών ιδιοτήτων του Θεού οι Απολογηταί απέκρουον τας πολλάς κατά του Χριστιανικού δόγματος αιτιάσεις των εθνικών. Δια μεν της σοφίας, καθ' όσον ο παντογνώστης Θεός δεν αγνοεί την φύσιν των διαλυθέντων σωμάτων, οιοσδήποτε και αν υπήρξεν ο τρόπος της καταστροφής ή διαλύσεως αυτών·323 δια δε της δυνάμεως καθ' ότι αυτή, αν μη όντα, εποίησε τα σώματα, πολύ περισσότερον, νεκρωθέντα και διαλυθέντα, θα φέρη και πάλιν εις την ζωήν.324

Περαιτέρω προς την κατεύθυνσιν της αναστάσεως δεικνύει και η φύσις του πανσόφου και Αγίου Θεού, ο οποίος δεν έπλασε τον άνθρωπον, ώστε να χωρήση ούτος εις εκμηδένισιν και ανυπαρξίαν, άλλα δια να συνδιαμένη αεί «κατά την εκείνου (του Θεού) γνώμην και καθ' ην είληχε φύσιν». Επομένως, «η μεν της γενέσεως αιτία πιστούται την εις αεί διαμονήν, η δε διαμονή την ανάστασιν, ης χωρίς ουκ αν διαμείνειεν άνθρωπος».325

Ο Αθηναγόρας απορρίπτει την κοινώς φερομένην ιδέαν, ότι η ανάστασις θα γίνει πρωτίστως δια την κρίσιν. Αν αλήθευεν η ιδέα αυτή, τότε δεν θα έπρεπε να αναστηθούν οι ευσεβείς και δίκαιοι, ως και οι προώρως αποθνήσκοντες διότι ως στερούμενοι σοβαρών αμαρτημάτων, δεν θα ήσαν υπόλογοι εις κρίσιν. Επιλέγει δε: «ου δια την κρίσιν η ανάστασις γίνεται κατά πρώτον λόγον, αλλά δια την του Δημιουργήσαντος γνώμην και των δημιουργηθέντων φύσιν».326

Κατά τον αυτόν Απολογητήν την ανάστασιν απαιτεί και η διττή σύνθεσις του ανθρώπου. Ο άνθρωπος αποτελείται εκ ψυχής και σώματος. Αν το σώμα μετά θάνατον χωρή εις τελειωτικήν ανυπαρξίαν, τότε καταστρέφεται η πραγματική ιδέα του ανθρώπου, της επιγείου ζωής του ουδεμίαν πλέον εχούσης σημασίαν.327

Παραλλήλως, προς την ιδέαν της αναστάσεως δεικνύουν δύο βασικαί του Θεού ιδιότητες, η θεία δικαιοσύνη και η θεία πρόνοια. Ο άνθρωπος πρέπει να κριθή υπό του Θεού κατά το συναμφότερον, δηλαδή και ως σώμα και ως ψυχή, δι' ό,τι ως σύνθετον ζώον έπραξεν επί της γης είτε το αγαθόν είτε το πονηρόν.328

Αφ' ετέρου, αν δεν υπήρχεν ανάστασις, τότε ο ηθικός βίος των ανθρώπων θα ήτο άσκοπος, η αρετή και η κακία θα παρέμενον μετέωροι, άνευ πραγματικού αντικρύσματος και δικαίας ανταποδόσεως.329

Ιδιαιτέρως δια τα σώμα, θα ήτο άδικον να μη κοινωνήση τούτο των αγαθών της ψυχής, μετά της οποίας συνειργάσθη και συνεπόνεσεν επί της γης εν τη κατεργασία του αγαθού και της αρετής.330 Αλλά και της ψυχής η μακαριότης θα ήτο ανύπαρκτος, αν αυτή παρέμενε κεχωρισμένη του σώματος, ενώ το να συνδιαιωνίζεται ο δεσμός αμφοτέρων, τούτο αποτελεί την πραγματικήν ζωήν, την έμφρονα και λογικήν.331

Τέλος υπέρ αποδείξεως της αναστάσεως των νεκρών προσάγεται υπό των Απολογητών το παράδειγμα της ρανίδος του σπέρματος, εν τω οποίω εγκρύπτεται δυνάμει η φυσική ανέλιξις ολοκλήρου του οργανισμού: «ώσπερ ουν επί τούτων, ούτε του σπέρματος εγγεγραμμένην έχοντος την των ανθρώπων φύσιν ή μορφήν ούτε της ζωής την εις τας πρώτας αρχάς διάλυσιν, ο των φυσικώς γινομένων ειρμός παρέχει την πίστιν τοις ουκ εξ αυτών των φαινομένων έχουσι το πιστόν, πολύ μάλλον ο λόγος εκ της φυσικής ακολουθίας, ανιχνεύων την αλήθειαν πιστούται την ανάστασιν, ασφαλέστερος ων και κρείττων της πείρας προς πίστωσιν αληθείας».332

 

4. Η δευτέρα παρουσία, η κρίσις και η ανταπόδοσις

Η ανάστασις των νεκρών θα γίνη κατά την δευτέραν παρουσίαν. Αυτή θα είναι ένδοξος και μεγαλοπρεπής, εν αντιθέσει προς την πρώτην, η οποία ήτο αειδής και άτιμος.333 Κατά τον Ιουστίνον η δευτέρα έλευσις του Κυρίου ήτο επικειμένη. Δια τούτο, αν ο Ιουδαίοι δεν πιστεύσουν εγκαίρως εις Χριστόν, βραδυτέρα μετάνοιά των θα είναι άκαιρος και περιττή.334

Μετά την δευτέραν παρουσίαν θα γίνη η καθολική των ανθρώπων κρίσις. Το δίδαγμα τούτο ήτο και Πλατωνικόν. Κατά τον Πλάτωνα τους ανθρώπους θα κρίνουν οι δικασταί Ραδάμανθυς και Μίνως.335 Κατά την Χριστιανικήν όμως πίστιν την κρίσιν θα κάμη ο ίδιος ο Χριστός. Η κρίσις θα γίνη επί τη βάσει των έργων των ανθρώπων, προϋπόθεσις δ' αυτής είναι η ελευθέρα βούλησις αυτών ως λογικών όντων.

Των δικαίων αι ψυχαί, των ελευθέρως αγαπησάντων την αρετήν και τον νόμον του Θεού, άφθαρτοι και ελεύθεραι παθών, θα ενωθούν μετά του Θεού εν τη αιωνία βασιλεία «ένθα κακία ουκ αντιτυποί»336. Το γέρας αυτών θα είναι η μετά του Θεού συμβασιλεία, η αφθαρσία και η απάθεια.337 Μεταξύ Θεού και εναρέτων ψυχών θα τελεσθή πνευματική τις συνουσία338 και ενδοτάτη εν απαθεία σχέσις,339 μυστική τις ενότης εν αφθαρσία και αλυπία και αθανασία.340 Αντιθέτως των αδίκων αι ψυχαί θα ριφθούν εις την γέενναν, όπου αιωνίως θα κολάζωνται εν πυρί.341

 

Σημειώσεις


316. Διάλ., 80, 5. B.E.Π. 3, 285.

317. Διάλ., 80, 5. 81, 4. Β.Ε.Π. 3. 285, 286. Η ιδέα της χιλιετούς βασιλείας του Χριστού επί της γης ήτο ιδέα εξωφρενική δια την φιλόσοφον σκέψιν των Ελλήνων. Εις το σημείον τούτο ο Ιουστίνος αποχωρίζεται ριζικώς της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Την χιλιαστικήν δοξασίαν αποδέχεται ούτος ως βασικόν και κύριον στοιχείον της εκκλησιαστικής παραδόσεως (βλέπε Α' μέρος Α' τόμου, σελ. 391 και εξής), χωρίς να ενοχλήται εκ των προβλημάτων, τα οποία η παλαιά φιλοσοφική του μόρφωσις ήτο δυνατόν εκ της αποδοχής ταύτης να του δημιουργήση. Να ήτο άράγε άκριτος ο Ιουστίνος; Δεν νομίζομεν. Απλώς η Χριστιανική πίστις του είναι τόσον ισχυρά, ώστε να επισκιάζη τας φωνάς και τας αντιρρήσεις του ορθού λόγου, τον οποίον, εξ άλλης απόψεως, τόσον θετικώς και εποικοδομητικώς αξιολογεί. Περί χιλιασμού ομιλεί ο πραγματικός Ιουστίνος ο απλούς την πίστιν και απέριττος, χωρίς το προσωπείον της απολογητικής του σκοπιμότητος!

318. Ιουστ., Διάλ., 5, 2. B.E.Π. 3, 214.

319. Ιουστ., Απολ., Α'., 1,2. Β.Ε.Π. 3, 172.

320. Ιουστ., Απολ., Β΄, 7, 3. Β.Ε.Π. 3, 203.

321. Ιουστ., Απολ., Β΄, 7, 2. B.E.Π. 3, 203.

322. Τατ., Προς Έλλ., 6. Β.Ε.Π. 4, 245.

323. Τατ., Αυτόθι. Αθήναγ., Περί Αναστ. Νεκρών. 2. Β.Ε.Π. 4, 312.

324. Αθηναγ., Περί Αναστ., 3. B.E.Π. 4, 313. Ιουστ., Απολ., Α'., 18, 6. Β.Ε.Π. 3, 171.

325. Αθηναγ., Περί Αναστ., 13. Β.Ε.Π. 4, 321.

326. Περί Αναστ., 14. Β.Ε.Π. 4, 322.

327. Περί Αναστ. . 15. Β.Ε.Π. 4, 322-323.

328. Περί Αναστ., 18. Β.Ε.Π. 4, 326.

329. Περί Αναστ., 19. Β.Ε.Π. 4, 326-327.

330. Περί Αναστ., 21. Β.Ε.Π. 4, 328.

331. Περί Αναστ., 25. Β.Ε.Π. 4, 331.

332. Αθηναγ., Περί Αναστ., 17. Β.Ε.Π. 4, 325. Ιουστ., Απολ. Α'. 19, 4. Β.Ε.Π. 3, 171.

333. Ιουστ., Διάλ., 49, 2. Β.Ε.Π. 3, 251.

334. Διάλ., 28, 2. Β.Ε.Π. 3, 232.

335. Ιουστ., Απολ., Α', 8, 4. Β.Ε.Π. 3, 165.

336. Ιουστ., Απολ., Α', 8, 3. Β.Ε.Π. 3, 165.

337. Ιουστ., Απολ., Α', 10. 2. Β.Ε.Π. 3, 166.

338. Ιουστ., Απολ., Α', 10, 3. Β.Ε.Π. 3, 166.

339. Ιουστ., Απολ., Β΄, 1, 2. Β.Ε.Π. 3, 200.

340. Διάλ., 45, 4. Β.Ε.Π. 3. 248.

341. Ιουστ., Απολ., Α'., 12. 1. 2. 21, 6. Β΄, 7,5. Διάλ., 130, 2. Β.Ε.Π. 3, 166, 173, 204, 329. Εις εν μόνον χωρίον ο Ιουστίνος αμφιβάλλει περί της αιωνιότητος τών εν τη κολάσει ποινών: Διάλ., 5, 3. Β.Ε.Π. 3, 214. Περί αιωνίου πυρός βλέπε και Θεοφίλου, Προς Αυτόλ., Α'., 14. Β.Ε.Π. 5, 20.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 23-1-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 30-1-2018.

ΕΠΑΝΩ