Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας

Κεντρική Σελίδα

Βιβλία, Μοναχισμός, και Δογματικά

Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο

Οι Ησυχαστικές Έριδες τού 14ου αιώνα

Ιστορική ανασκόπηση

Τού π. Ευάγγελου Μάγειρα

 

 

2. Ιστορική ανασκόπηση τών ησυχαστικών ερίδων

Η πρώτη φάση (1336-1341)

Η αρχική σύγκρουση του Βαρλαάμ13 και του αγίου Γρηγορίου Παλαμά είχε καθαρά θεολογικό χαρακτήρα14. Οι επαφές του Βαρλαάμ με τη δυτική σκέψη και η ένταξή του στο «ουμανιστικό» κλίμα, τον ωθούσαν όχι απλώς στην ενθουσιώδη υποστήριξη του Αριστοτέλη και των Νεοπλατωνικών, αλλά στην αναγωγή τους σε ουσιώδη κριτήρια της χριστιανικής σκέψης και σε όρο για την αληθινή γνώση του Θεού15. Αντίθετα ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς πίστευε ότι η διαλεκτική δεν μπορεί να ερευνά τα άκτιστα, παρά μόνο τα κτιστά16. Η αρχαία δε ελληνική φιλοσοφική παράδοση έπρεπε να αναδομηθεί εκ θεμελίων και μόνο έτσι –ανακαινισμένη, «αναστημένη»– να ενταχθεί στην παράδοση της Εκκλησίας17.

Γρήγορα ο Βαρλαάμ άρχισε να κατηγορεί τους ησυχαστές ως αιρετικούς. Αντιτάχθηκε στη θέση των ησυχαστών ότι το σώμα μπορεί και πρέπει να συμμετέχει στη νοερά προσευχή18 και θεωρούσε το θαβώριο φως φθαρτό και πεπερασμένο σύμβολο της θεότητας, καθώς –όπως ισχυριζόταν– αν ήταν άκτιστο, θα ήταν η ουσία του Θεού19. Κατηγορούσε επίσης τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά ότι με το να διακρίνει στον Θεό την ουσία από την ενέργεια εισάγει δύο θεούς20.

Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄21, όταν είδε ότι η διαμάχη παίρνει μεγάλες διαστάσεις και ότι και οι δύο εμπλεκόμενοι ζητούν τη σύγκληση συνόδου (ο Βαρλαάμ για να καταδικαστεί ο Γρηγόριος Παλαμάς ως αιρετικός και ο Παλαμάς για να αποδειχτεί το αβάσιμο της κατηγορίας), αναγκάστηκε να δώσει την άδεια για τη σύγκλησή της22.

Η σύνοδος συγκλήθηκε στις 10 Ιουνίου 1341, δεν περιορίστηκε δε στο να καταδικάσει απλώς τον Βαρλαάμ, αλλά αναγνώρισε τη διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό, ως βάση της κοινωνίας με τον Θεό και της οντολογικής θέωσης του ανθρώπου23.

Ο Βαρλαάμ, βλέποντας ότι δεν έχει καμμιά ελπίδα επιτυχίας, πήγε στην Ιταλία. Εκεί ασπάσθηκε το λατινικό δόγμα και τελικά χειροτονήθηκε επίσκοπος Ιέρακος από τον πάπα Κλήμεντα Ε΄24.

Με τη φυγή του Βαρλαάμ στην Ιταλία, η έριδα δεν έληξε, καθώς κατά την παραμονή του στο Βυζάντιο είχε αποκτήσει πολλούς φίλους και μαθητές. Τη θέση του Βαρλαάμ στον κύκλο που είχε δημιουργηθεί ανέλαβε τώρα ο Γρηγόριος Ακίνδυνος25.

Ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, άνθρωπος μετριοπαθής, αισθάνθηκε ότι ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τον πρόδωσε, καθώς πριν από τη σύνοδο είχαν συμφωνήσει να μη θιγεί το θεολογικό πρόβλημα της διάκρισης ουσίας και ενέργειας στην ύπαρξη του Θεού. Έτσι αποδύθηκε σ’ έναν αγώνα που δεν τον ήθελε, αμφισβητώντας ότι η σύνοδος είχε αποφανθεί για το επίμαχο θεολογικό θέμα26.

Η αμφισβήτηση αυτή κατέστησε αναγκαία τη σύγκληση νέας συνόδου τον Αύγουστο του 1341, η οποία καταδίκασε τον Βαρλαάμ και τους ομόφρονές του27.

Η έριδα με την απόφαση της συνόδου του Αυγούστου του 1341 και την οριστική καταδίκη του Βαρλαάμ θα είχε λήξει, αλλά η ιστορία άλλαξε τη ροή των πραγμάτων28.

 

Η δεύτερη φάση (1341-1347)

Τον θάνατο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ΄ (15 Ιουνίου 1341) ακολούθησε μια κατάσταση χαώδης. Ο πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας, με την υποστήριξη του Μεγάλου Δούκα29 Αλεξίου Απόκαυκου, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο κανονικός επίτροπος του ανήλικου διαδόχου Ιωάννης Καντακουζηνός30 έλειπε σε εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων, έπεισε τη βασιλομήτορα Άννα31 και από κοινού προέβησαν στην καθαίρεση του Ιωάννη Καντακουζηνού από κάθε κρατική εξουσία. Ο στρατός όμως δεν δέχτηκε την απόφαση αυτή και ανακήρυξε τον Ιωάννη Καντακουζηνό αυτοκράτορα32.

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τάχθηκε ανοιχτά με το μέρος του Ιωάννη Καντακουζηνού. Ο πατριάρχης, βλέποντας πλέον τον Παλαμά ως εχθρό του, επανερμήνευσε τις αποφάσεις των συνόδων του 1341. Ισχυρίστηκε ότι οι ησυχαστές δικαιώθηκαν μόνο ως προς το θαβώριο φως και την ησυχαστική μέθοδο προσευχής και όχι στο δογματικό ζήτημα. Σε αλλεπάλληλες συνοδικές συσκέψεις πέτυχε τη συνοδική καταδίκη των συγγραμμάτων του Γρηγορίου Παλαμά και το φθινόπωρο του 1342 τον έκλεισε στη μονή Ακαταλήπτου, ενώ την άνοιξη του 1343 στις φυλακές των ανακτόρων ως πολιτικό κρατούμενο. Τον Νοέμβριο επίσης του 1344 τον αφόρισε και έβαλε το κείμενο του αφορισμού μαζί με τα πρακτικά μιας συνόδου που το διάστημα εκείνο έλαβε χώρα33.

Περνώντας ο καιρός, ο Ιωάννης Καντακουζηνός γινόταν κύριος της κατάστασης. Έτσι η βασιλομήτωρ Άννα κατάλαβε ότι δεν έπρεπε πλέον να στηρίζει τον πατριάρχη. Την ίδια μέρα, πριν ο Καντακουζηνός εισέλθει θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, η βασιλομήτωρ Άννα συγκάλεσε σύνοδο, η οποία προχώρησε στην καταδίκη του Γρηγορίου Ακινδύνου και των ομοφρόνων του, στην απαλλαγή του αγίου Γρηγορίου Παλαμά και των ομοφρόνων του και στην καθαίρεση του Ιωάννη Καλέκα34.

Μετά από διαπραγματεύσεις ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο ανήλικος διάδοχος Ιωάννης Παλαιολόγος35 ανακηρύχθηκαν συναυτοκράτορες και έτσι ο εξαετής εμφύλιος πόλεμος έληξε. Ο Ιωάννης Καλέκας πέθανε από ασθένεια τον Δεκέμβριο του 1347, ο δε Γρηγόριος Ακίνδυνος πέθανε το 134836.

 

Η τρίτη φάση (1347-1368)

Με τον θάνατο του Ιωάννη Καλέκα την ηγεσία του αντιησυχαστικού αγώνα ανέλαβε ο Νικηφόρος Γρηγοράς37. Η συνέχιση της διαμάχης έκανε επιτακτική τη σύγκληση νέας συνόδου στις 28 Μαΐου 1351 από τον Ιωάννη Καντακουζηνό και τον πατριάρχη Κάλλιστο. Η σύνοδος δικαίωσε τις ησυχαστικές θεολογικές θέσεις για τη διάκριση θείας ουσίας και άκτιστης θείας ενέργειας, αναθεμάτισε δε τον Βαρλαάμ, τον Ακίνδυνο και όλους τους ομόφρονές τους38. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς τέθηκε υπό περιορισμό στη μονή της Χώρας, της οποίας ήταν μοναχός39. Όταν αργότερα απελευθερώθηκε είχε χάσει πλέον την επιρροή του40.

Με τον θρίαμβο της Παλαμικής θεολογίας στη σύνοδο του 1351, έληξαν ουσιαστικά οι ησυχαστικές έριδες. Μια ανακίνηση του ζητήματος προκάλεσαν κάποιοι θεολόγοι που είχαν έλθει σε επαφή με τη σχολαστική θεολογία της Δύσης, όπως ο Δημήτριος Κυδώνης41, ο οποίος θεωρείται ως ο επίσημος εισηγητής της σχολαστικής θεολογίας στο Βυζάντιο42.

Μια τελευταία αναταραχή στο Άγιον Όρος αντιμετωπίστηκε με τη σύνοδο του 1368, η οποία με την καταδίκη του μοναχού Πρόχορου Κυδώνη43 και την αναγνώριση της αγιότητας του Γρηγορίου Παλαμά θέτει το οριστικό τέρμα στις ησυχαστικές έριδες44. Οι αντιησυχαστικές απόψεις περιορίστηκαν πλέον μόνο μεταξύ των λατινοφρόνων45.

 

Σημειώσεις


13. Ο Βαρλαάμ (1290-1348) γεννήθηκε στη Σεμιναρία της Καλαβρίας γύρω στο 1290. Ήταν ελληνικής καταγωγής και μόρφωσης, μοναχός και φιλόσοφος, επηρεασμένος από το πνεύμα της Ιταλικής Αναγέννησης. Επιθυμώντας να εμβαθύνει στην αριστοτελική και πλατωνική φιλοσοφία, πήγε στην Άρτα (1326), πέρασε στη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη (1330). Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, προστάτης των κλασικών γραμμάτων, του προσέφερε έδρα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Πόλης. Γρήγορα όμως ο Βαρλαάμ ήλθε σε ρήξη με τους άλλους βυζαντινούς φιλοσόφους, επειδή συμπεριφερόταν απέναντί τους με υπεροψία. Σε δημόσιο διάλογο που είχε με τον φιλόσοφο Νικηφόρο Γρηγορά, ο Βαρλαάμ ηττήθηκε κατά κράτος, καθώς το περιβάλλον των Ελλήνων διανοουμένων δεν ήταν εξοικειωμένο στην επιχειρηματολογία του Βαρλαάμ, που ως βάση είχε τον συλλογισμό και τον δυτικό Σχολαστικισμό. Ταπεινωμένος έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ίδρυσε δική του σχολή. Μετά από την καταδίκη των θεολογικών του θέσεων στη Σύνοδο της 10ης Ιουνίου 1341 πήγε στην Ιταλία. Εκεί ασπάσθηκε το λατινικό δόγμα και τελικά χειροτονήθηκε επίσκοπος Ιέρακος από τον πάπα Κλήμεντα Ε΄ (Βέλικο Ραντούνοβιτς, Τα έργα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στη σερβική γραμματεία του 14ου αιώνα, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1998, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης 14/4/1999, σ. 36. Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 58-59).

14. Βλ. Ιω. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄. Από της εικονομαχίας μέχρι της αλώσεως (726-1453), Αθήναι 1983, σ. 204.

15. Ιω. Μάγιεντορφ, Η βυζαντινή κληρονομιά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μτφρ. Δ. Μόσχος, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1999, σ. 219, 223.

16. Ν. Α. Ματσούκας, Δογματική και συμβολική θεολογία Α. Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 161-162.

17. Ιω. Μάγιεντορφ, ό.π., σ. 223-224.

18. Ιω. Μάγιεντορφ, ό.π., σ. 231.

19. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 44.

20. Β. Τατάκης, Η ελληνική και πατερική βυζαντινή φιλοσοφία, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2000, σ. 123.

21. Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος (1297-1341).

22. Ioannis Cantacuzeni, Eximperatoribus historiarum libri IV (Ιωάννης Καντακουζηνός, Ιστοριών Βιβλία Δ΄), εκδ. L. Schopen, Bonnae 1831. Ανατύπωση εκδόσεως Βόννης, εκδ. Επικαιρότητα, τ. Β΄, Αθήνα 2008, σ. 550εξ.

23. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 52-53.

24. Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 59.

25. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 56. Ο Γρηγόριος Ακίνδυνος (1300-1348) καταγόταν από τον Πρίλαπο της Άνω Μακεδονίας και ήταν βουλγαρικής καταγωγής. Σπούδασε αρχικά στην πατρίδα του και συνέχισε τις σπουδές του στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παρακολούθησε τη διδασκαλία του Βαρλαάμ, όμως ταυτόχρονα έτρεφε βαθιά εκτίμηση για το πρόσωπο του Γρηγορίου Παλαμά και κατά τη σύνοδο του Ιουνίου του 1341 οργάνωσε την υπεράσπισή του. Ως προς την πρακτική των ησυχαστών μοναχών, δεν ερχόταν σε σύγκρουση μαζί τους όχι διότι την αποδεχόταν, αλλά επειδή πίστευε ότι ο καθένας μπορεί να ακολουθεί όποιον δρόμο εκκλησιαστικής εμπειρίας θέλει (Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 37. Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 61-62).

26. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 56-58.

27. Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 61.

28. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 25.

29. Ο Μέγας Δουξ ήταν ένα από τα υψηλότερα αξιώματα στο Βυζάντιο. Ήταν αρχηγός του στόλου. Ο τίτλος καθιερώθηκε από τον Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1057-1118). Τον 14ο αιώνα ο Μέγας Δουξ απέκτησε και τη δικαιοδοσία να προεδρεύει της βυζαντινής αριστοκρατίας και γραφειοκρατίας, ως πρωθυπουργός και βοηθός του αυτοκράτορα.

30. Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1295-1383).

31. Ιωάννα (Άννα) της Σαβοΐας (1306-1365).

32. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, ό.π., σ. 68.

33. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 69-73.

34. Αυτόθι, σ. 75-77.

35. Ιωάννης Ε´ Παλαιολόγος (1332-1391).

36. Αυτόθι, σ. 77-80.

37. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360) καταγόταν από την Ηράκλεια του Πόντου και από νωρίς εισήλθε στην υπηρεσία των ανακτόρων. Δίδαξε φιλοσοφία στη νεοϊδρυθείσα μονή της Χώρας. Ήταν ανθενωτικός και φίλος και οπαδός του Ιωάννη Καντακουζηνού, ακόμα και στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Το 1349 ο Ιωάννης Καντακουζηνός του προσέφερε τον πατριαρχικό θρόνο, με τον όρο να σταματήσει τον αγώνα εναντίον του Ησυχασμού. Ο Γρηγοράς όμως αρνήθηκε να εγκαταλείψει τις αντιλήψεις του. Την αντίθεση Νικηφόρου Γρηγορά και Γρηγορίου Παλαμά ορισμένοι αποδίδουν όχι τόσο σε σοβαρές δογματικές διαφωνίες, όσο στην τρωθείσα φιλαυτία του φιλοσόφου από την κυριαρχία της προσωπικότητας του αγίου Γρηγορίου Παλαμά στη βυζαντινή κοινωνία. Πέρα όμως από τους οποιουσδήποτε προσωπικούς λόγους και παρ’ ότι με την πρώτη ματιά δίνει την εντύπωση πως εισήλθε στην έριδα κατά λάθος, είναι γεγονός ότι ο Νικηφόρος Γρηγοράς είχε τις ίδιες σχολαστικές προϋποθέσεις και αντιλήψεις με τους άλλους αντιησυχαστές (Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 83. Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 63, 65. Βέλικο Ραντούνοβιτς, Τα έργα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά στη σερβική γραμματεία του 14ου αιώνα, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 1998, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης 14/4/1999, σ. 75. Γρ. Παπαμιχαήλ, «Αι ησυχαστικαὶ έριδες τού ιδ΄ αιώνος», Εκκλησιαστικός Φάρος 5/1910, σ. 392 εξ. Δημ. Μόσχος, Οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις του Αντιησυχασμού του Νικηφόρου Γρηγορά, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1994, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης 4/7/2001, σ. 252).

38. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 85, 96-98.

39. Ιω. Ε. Αναστασίου, Εκκλησιαστική Ιστορία τ. Β΄, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη χ.χ., σ. 103.

40. Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 63-64.

41. Ο Δημήτριος Κυδώνης (1324-1397), γόνος αρχοντικής οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη, υπηρέτησε ως ανώτερος υπάλληλος στο παλάτι του Ιωάννη Καντακουζηνού. Έμαθε τη λατινική γλώσσα από έναν ισπανό δομινικανό μοναχό. Ελλείψει διδακτικών βιβλίων, ο δάσκαλος του Κυδώνη του έδωσε ένα βιβλίο ως παράδειγμα λατινικού κειμένου, στο οποίο μπορούσε να μελετήσει την εφαρμογή των γραμματικών κανόνων. Επρόκειτο για το περίφημο Summa contra gentiles του Θωμά Ακινάτη. Τόσο πολύ εντυπωσίασε η σκέψη του Ακινάτη τον Δημήτριο Κυδώνη που αποφάσισε να μεταφράσει το βιβλίο, για να γίνει το περιεχόμενό του προσιτό και στους συμπατριώτες του. Έτσι μετέφρασε ολόκληρη τη Summa contra gentiles, ένα μέρος της Summa Theologiae και άλλα συγγράμματα λατίνων θεολόγων. Ως υπουργός επί Ιωάννου Ε΄ Παλαιολόγου, άκρως φιλενωτικός, συνόδευσε τον αυτοκράτορα το 1357 στη Ρώμη, όπου μαζί προσχώρησαν στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ο Δημήτριος Κυδώνης δημιούργησε όχι απλώς μια λατινόφιλη, αλλά μια λατινική παράταξη στο Βυζάντιο, στην οποία εντάχθηκαν διακεκριμένα στελέχη της βυζαντινής κοινωνίας, χωρίς όμως να μπορέσει να έχει επιρροή και στον απλό λαό. Πέθανε το 1397 στην Κρήτη ως Ρωμαιοκαθολικός (Martin Hinterberger, «Από το ορθόδοξο Βυζάντιο στην καθολική Δύση. Τέσσερις διαφορετικοί δρόμοι», Το Βυζάντιο και οι απαρχές της Ευρώπης, επιμ. Ελένη Γραμματικοπούλου, εκδ. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2004, σ. 20-24. Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 66-67).

42. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 110-111.

43. Ο Πρόχορος Κυδώνης (1335-1369), αδελφός του Δημητρίου Κυδώνη, υπήρξε ο ανανεωτής της ησυχαστικής έριδας κατά την τελευταία αυτή περίοδο. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και εκάρη μοναχός στη Μ. Λαύρα. Συμπλήρωσε τη μετάφραση της Summa Theologiae του Θωμά Ακινάτη και μετέφρασε έργα του Αυγουστίνου και του Βοηθίου. Με το έργο του Περὶ ουσίας και ενεργείας άσκησε έντονη κριτική εναντίον των ησυχαστών στο θεολογικό πεδίο. Άλλα έργα του είναι: Έλεγχος εις τας παραχρήσεις τών κειμένων ρητών εν τω κατά τού Εφέσου και Γρηγορά τόμω και Απάντησις προς τους Παλαμίτας μοναχούς τού Αγίου Όρους. Στα έργα του μπορεί κανείς εύκολα να παρατηρήσει ότι το ορθολογιστικό πνεύμα της δυτικής θεολογίας είχε κυριαρχήσει ολοκληρωτικά στη σκέψη του. Οι μοναχοί της Μ. Λαύρας και ο επίσκοπος Ιερισσού και Αγίου Όρους, αναθεμάτισαν τον Πρόχορο και έστειλαν επιστολή εναντίον του στον πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο, ο οποίος στις 16 Απριλίου 1368 συγκάλεσε σύνοδο, που καταδίκασε, καθαίρεσε και αναθεμάτισε τον Πρόχορο Κυδώνη (Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 112, 117-118, 124-125. Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 68-69).

44. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 26.

45. Π. Κ. Χρήστου, Εκκλησιαστική Γραμματολογία. Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού τ. Β΄, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 20032, σ. 69.

 


Προηγούμενο // Περιεχόμενα // Επόμενο


Δημιουργία αρχείου: 24-3-2018.

Τελευταία μορφοποίηση: 11-4-2018.

ΕΠΑΝΩ