Η σημασία του Αντιλύτρου * Η "εξαγορά" από την κατάρα τού νόμου * "Πλάστηκε τέλειος ο Αδάμ;" * Είναι ο Θεός δίκαιος; * Η ιστορία διαστρέβλωσης τού Χριστιανικού δόγματος περί Αντιλύτρου * Η αφθαρτοποίηση της κτίσεως δια της ενανθρώπισης * Ο Δυτικός δικανισμός, ακυρώνει τη θυσία του Χριστού * Τελείωση και πτώση. Αποτυχία θέωσης και όχι υπακοής * Δεσμεύεται ο Θεός από τους δικούς Του νόμους;
Διαφορές Ανατολής και Δύσης στην ερμηνεία τού Προπατορικού Αμαρτήματος Π. Ι. Ρωμανίδης
Πηγή: Απόσπασμα σε μετάφραση στη Δημοτική τής Β Έκδοσης τού βιβλίου: "Το προπατορικό αμάρτημα". |
Από τη μελέτη των κοσμολογικών και ανθρωπολογικών προϋποθέσεων του προπατορικού αμαρτήματος από τα χρόνια της Καινής Διαθήκης μέχρι τα χρόνια του Αγίου Ειρηναίου, ανακαλύψαμε δογματικές προϋποθέσεις για τον Θεό, τον κόσμο, τον σατανά και τον άνθρωπο, οι οποίες παρουσιάζουν τις βάσεις μιας ερμηνείας για την πτώση που διαφέρει άκρως από αυτήν που προσφέρεται από τον Αυγουστίνο και τους Δυτικούς. Συνοψίζουμε τα κύρια σημεία των διαφορών που σημειώθηκαν:
1ον. Στη σκέψη των θεολόγων της υπό εξέταση περιόδου λείπει η ευδαιμονιστική αντίληψη της Δύσης για τον Θεό, τον κόσμο και τον άνθρωπο, σύμφωνα με την οποία ο Θεός επιθυμεί και ενεργεί από τη φύση του. Στους υπό εξέταση Θεολόγους και στους Έλληνες πατέρες γενικώς επικρατεί η διδασκαλία ότι η θεία ουσία μένει κατά πάντα αναλλοίωτη και ασύλληπτη, επειδή ο Θεός έχει πραγματικές σχέσεις προς τον κόσμο όχι κατά την ουσία του αλλά μόνο κατά τις άκτιστες ενέργειές Του και κατά την υποστατική εν Χριστώ ένωση. Σύμφωνα με αυτά ο Θεός της Αγίας Γραφής και των Ελλήνων Πατέρων μένει κατά πάντα ελεύθερος και ανενδεής, απαλλαγμένος από κάθε ανάγκη και ιδιοτέλεια. 2ον. Ο άνθρωπος δεν πλάσθηκε τέλειος σύμφωνα με το πρότυπο τού από τη φύση του αγαπώντος και ευτυχισμένου Θεού της Δύσης, αλλά αντιθέτως κτίσθηκε σχετικά τέλειος, για να καταστεί τέλειος όπως ο απαλλαγμένος από κάθε ανάγκη και κάθε συμφέρον Θεός της Αγίας Γραφής και της Ορθοδοξίας. 3ον. Από αυτό δεν παρουσιάζεται στους υπό εξέταση συγγραφείς και στην Ελληνική Πατερική Παράδοση το αδιέξοδο που δημιουργήθηκε από τον Αυγουστίνο για τη δυνατότητα της πτώσης των πρωτοπλάστων, οι οποίοι ως θεατές της θείας ουσίας θα έπρεπε να ήταν κατά πάντα τέλειοι1. Ενώ για τον Αυγουστίνο και για τους Δυτικούς γενικώς το προπατορικό αμάρτημα θεωρείται μόνο ως μία πτώση, δηλαδή ως πτώση προς τα κάτω από αυτή την ίδια την τελείωση, για τους πρώτους και τους μετέπειτα Θεολόγους της Ορθοδοξίας το προπατορικό αμάρτημα δεν είναι μόνο μία πτώση από την αρχέγονη κατάσταση σχετικής τελειότητος, αλλά επιπλέον και έξοδος από την οδό προς την κατά Θεόν τελείωση και θέωση2. 4ον. Επίσης στα συγγράμματα των πρώτων Χριστιανών λείπει η κοσμολογία του Αυγουστίνου και των Δυτικών γενικά, κατά την οποία η δικαιοσύνη του Θεού είναι μία γενικώς επικρατούσα παρούσα πραγματικότητα. Ενώ για τον Αυγουστίνο η καταδίκη τού ανθρώπου σε θάνατο και στην εξουσία του διαβόλου είναι θέλημα Θεού, εξαιτίας της συνενοχής όλων των ανθρώπων ως απογόνων του Αδάμ, στους συγγραφείς των δύο πρώτων αιώνων επικρατεί η εσχατολογική αντίληψη για τη δικαιοσύνη, κατά την οποία ο Θεός δεν θέλει αλλ’ ανέχεται την παρούσα άδικη ενέργεια του σατανά και του ανθρώπου, για να δοκιμαστούν και μέσω των πειρασμών να τελειοποιηθούν αυτοί που θα σωθούν, και επειδή θέλει πάνω απ’ όλα την ελευθερία των λογικών όντων. Έτσι ο Θεός δεν είναι ούτε υπό τη μορφή του τιμωρού, ο αίτιος του κακού στον κόσμο, που ως παράσιτο, ως αρρώστια επικράτησε. Αντίθετα αίτιοι της φθοράς και του θανάτου είναι κατά πρώτο λόγο ο διάβολος και κατά δεύτερον λόγο ο άνθρωπος που βρίσκεται σε συνεργασία με το διάβολο, που επιφέρουν ως αποτέλεσμα το κακό μέσω της απομάκρυνσής τους από τον Θεό. Στον παρόντα αιώνα επικρατεί η αδικία. Για αυτό «αυτός ο αιώνας και ο μέλλοντας είναι δύο εχθροί»3. 5ον. Αν γίνει δεκτό ότι η φθορά και ο θάνατος αποτελούν τιμωρία όλων των ανθρώπων που προέρχεται από τον Θεό, δημιουργείται αδιέξοδο όσον αφορά τη μετάδοση αυτών των τιμωριών στους απογόνους του Αδάμ. Για να διαφυλαχθεί με τις προϋποθέσεις αυτές η αγαθότητα του Θεού, πρέπει κατά κάποιον τρόπο να είναι ένοχος για την πτώση όλη η ανθρωπότητα. Αλλά για τους συγγραφείς της υπό εξέταση περιόδου δεν υφίσταται τέτοιο θέμα, απλούστατα επειδή, όπως είδαμε, σύμφωνα με αυτούς ο θάνατος δεν προέρχεται από τον Θεό· επιτράπηκε ο θάνατος από τον Θεό, όχι εξαιτίας κάποιας τιμωρητικής διάθεσης της θείας δικαιοσύνης, αλλά αντιθέτως εξαιτίας της θείας ευσπλαγχνίας4 προς τον άνθρωπο. Ο θάνατος αποτελεί δίκαια τιμωρία μόνο των αδίκων. 6ον. Η παραδοχή του θανάτου ως τιμωρίας όλων των ανθρώπων από τον Θεό δημιουργεί επίσης αδιάλυτο πρόβλημα για την τωρινή αμαρτωλή κατάσταση του ανθρώπου. Στους Έλληνες Πατέρες υπάρχει η γνώμη ότι ο θάνατος, (σωματικός και ψυχικός, δηλαδή στέρηση της θείας Χάρης), είναι η αμαρτωλή κατάσταση5 από την οποία με την υποκίνηση των δαιμόνων φύονται οι προσωπικές αμαρτίες. Εάν λοιπόν ο θάνατος είναι από τον Θεό, τότε ο Θεός πρέπει να είναι αίτιος της αμαρτίας. Ενώ για τους Έλληνες Πατέρες τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει, (αφού τονίζουν ότι ο Θεός δεν δημιούργησε το θάνατο), στη Δύση συνεχίζεται η διαμάχη γύρω από το πρόβλημα αυτό μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών. Οι μεν παραδέχονται στην ουσία ότι μετά την πτώση έμεινε άθικτη η ανθρώπινη φύση, για να αποφύγουν τον απόλυτο προορισμό, οι δε παραδέχονται γενικώς την πραγματική πτώση της ανθρώπινης φύσης σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο άνθρωπος να θεωρείται ότι δεν μπορεί ούτε το καλό να θέλει χωρίς τη θεία Χάρη.
Σημειώσεις 1. Δες παραπάνω κεφ. Δ΄, γ΄ σελ. 118 και μετά, Ιδιαίτερα σημ. 2. 2. Έχοντας ευδαιμονιστικές προϋποθέσεις περί ανθρώπινου προορισμού οι Θεολόγοι της Δύσης βλέπουν στο σημείο αυτό αντίφαση· π. χ. Α. Ηarnack, Lehrbuch, τόμ. 2, σελ. 135· F. R. Tennant, The Sources of The Doctrine of The Fall, σελ. 288. Εάν ήταν αληθινές οι ευδαιμονιστικές προκαταλήψεις τους, θα ήταν απολύτως δίκαιες. Το ότι ο Αδάμ πλάσθηκε τέλειος για τους Δυτικούς, σημαίνει ότι εξαρχής ήταν απόλυτα ικανοποιημένος. Το ότι πλάσθηκε για να γίνει τέλειος σημαίνει, ότι δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος, δηλαδή τέλειος. 3. Κλήμεντος, Β΄ Κορ. VI, 3. Δες παραπάνω κεφ. Γ΄. 4. Δες παραπάνω κεφ. Γ΄, ε΄. Ο Χ. Ανδρούτσος γράφει, ότι «ευτυχώς τα περί της ανευθυνότητας του ανθρώπου στην αρχέγονη αμαρτία που αναφέρονται στους Πατέρες άμεσα ή έμμεσα είναι τόσο σαφή και αναμφισβήτητα, ώστε εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει την περί αυτού του θέματος άποψη των Πατέρων, καθορίζοντάς το από την μια προφανώς και αναμφισβήτητα, από όσα είπαν περί νηπιοβαπτισμού και τύχης αβάπτιστων νηπίων που απέθαναν, από την άλλη και από άλλες μαρτυρίες τους». Δεύτερον μάθημα περί του Προπατορικού αμαρτήματος, σελ. 37. Επειδή όμως ο αείμνηστος θεωρεί το θάνατο ως μία γενική τιμωρία της ανθρωπότητας από τον Θεό, όπως ακριβώς και ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων (Δες Ι. Ν. Καρμίρη, Δογ. και Συμ. Μνημ., τομ. 2, σελ. 750), προσπαθεί να δικαιολογήσει τον κληρονομικό αυτό θάνατο μέσω της διάκρισης μεταξύ ευθύνης και ένοχης. Ισχυρίζεται ότι κληρονομείται όχι η ευθύνη αλλά η ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος. Όπως παραπάνω σελ. 12, 49· Δογματική σελ. 157. Ίσως η δυσκολία του προέρχεται από το γεγονός ότι στηρίζεται κυρίως πάνω στον Χρυσόστομο, ο οποίος κάνει λόγο περί θανάτου ως τιμωρίας, χωρίς να διασαφηνίζει πάντοτε τι ακριβώς εννοεί. Ο Χρυσόστομος επανειλημμένα τονίζει, ότι από την πλευρά του Θεού ο θάνατος είναι για τους πρωτοπλάστους τιμωρία, αλλά συνάμα και ευεργεσία όχι μόνο γι’ αυτούς αλλά και για την ανθρωπότητα γενικά, επειδή διαφορετικά «από ‘κει και πέρα θα αμάρτανε αθάνατα». Προς Στάγειρον Ασκητήν Δαιμονώντα, Βιβλ. 1, κεφ. Γ΄, Migne, P. G., 47, 429. Γράφει επίσης, ότι «όταν (ο Χριστός) αναιρούσε τον διάβολο που εισήγαγε τον θάνατο, πολύ περισσότερο το έργο εκείνου διέλυσε». Ομιλία λθ΄, Α΄ Κορ. κεφ. ε΄, Migne, P. G., 61, 339. Ο Χρυσόστομος συνδέει στενά τη δύναμη του θανάτου με τον διάβολο· «Με αυτό το μέσον, δια του οποίου (θανάτου) εξουσίασε ο διάβολος, με αυτό ηττήθηκε, και αυτό που ήταν ισχυρό γι' αυτόν όπλον εναντίον της οικουμένης, δηλαδή ο θάνατος, αυτό κατέστρεψε ο Χριστός… Βλέπεις ότι με το να καταργήσει την τυραννία του θανάτου, διέλυσε μαζί και τη δύναμη του διαβόλου»; Ομιλία Δ΄, Εβρ. κεφ. δ΄, Migne, P. G., 63, 41-42. Από τέτοιες εκφράσεις του Χρυσοστόμου φαίνεται και σ’ αυτόν ότι κάποιο ουσιαστικό μέρος έχει ο σατανάς στο θέμα της επικράτησης του θανάτου και της αμαρτίας. 5. Α. Ηarnack, όπως παραπάνω, τομ. 2, σελ. 137, 150, 158. |
Δημιουργία αρχείου: 12-2-2022.
Τελευταία μορφοποίηση: 12-2-2022.